Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Δεν ήθελε να φύγει απ' το χωριό. Έπρεπε... Κάποιοι που ζούνε στη πρωτεύουσα πήγαν και τον είδαν. Οι υπόλοιποι του χωριού αγωνιούσαν. Πήραν τηλέφωνα, ρώτησαν.  συνέχεια...

Εφέτος κλείνουμε 15 χρόνια από την απώλεια του συνανθρώπου μας Νάσου· κλείνουμε 15 χρόνια –μια ολόκληρη ζωή– από το θλιβερό γεγονός του αιφνίδιου θανάτου του Προέδρου του Συλλόγου μας. Αντί άλλου κειμένου, μεταφέρουμε το άρθρο της Λουκίας που, αν και είχε γραφτεί εκείνα τα χρόνια, φαίνεται τόσο ζωντανό για όλους εμάς που τον γνωρίσαμε. Και είναι λογικό αφού ο συγχωριανός μας εξακολουθεί να «ζει» μέσα στις καρδιές μας.

«Το μόνο πράγμα που παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ο άνθρωπος είναι το μικρό εκείνο μέρος της περιουσίας του που ίσα ίσα δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο. Κάτι λίγες αισθήσεις ή στιγμές·  δυο τρεις νότες κυμάτων, την ώρα που το μαλλί το παίρνει ο αέρας με τα γλυκά ψιθυρίσματα μες στο σκοτάδι· [...] ένα τραγούδι, βαρύθυμο, σαν βράχος μαύρος· και το δάκρυ, το δάκρυ της μιας φοράς [...]. 
Όλα όσα, μ’ άλλα λόγια, κάνουν την αληθινή του φωτογραφία, την καταδικασμένη,
να χαθεί και να μην επαναληφθεί ποτέ»

–Οδυσσέας Ελύτης


«Ήταν ένα βροχερό πρωινό του Δεκέμβρη όταν, η μητέρα μου, μου ανακοίνωσε ότι ο αγαπητός Ιγνάτιος (Νάσος) δεν βρισκόταν πια στη ζωή. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Το αρχικό μου σοκ ακολούθησαν οι αναμνήσεις. συνέχεια...

Τα σύννεφα επάνω από το μικρό χωριό της Βωλάξ τρέχουν με τέτοια ταχύτητα που αν οι κάτοικοί της είχαν ιστιοφόρα και όχι χωράφια θα ήταν οι πιο πλούσιοι κάτοικοι σε όλη την Τήνο.

Ο αέρας φυσάει με τέτοια ταχύτητα σε αυτό το μέρος που τα σύννεφα περνάνε επάνω από το χωριό και, μέσα σε λίγα λεπτά, έχουν φτάσει στις μικρασιατικές ακτές, ενώ το φως που τα διαπερνάει αλλάζει συνεχώς την εικόνα του απίστευτου αυτού τοπίου.  συνέχεια...

Hommage στο Mαρκάκι

Μη νομίζεις. Δεν είναι πολλές φορές που ο Μάρκος είχε φύγει έξω από τα στενά (και τόσο αγαπημένα) όρια του χωριού. Στη Βωλάξ γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί ζει, όλη του η ζωή εκεί. Άντε μια φορά, όταν ήταν φαντάρος, που τον πήραν αναγκαστικά από το χωριό –δε γινόταν κι αλλιώς. Ήταν το '44. Ένα χρόνο είχαν διαφορά με τον Γιάννη. Eκείνος ήταν μια κλάση μικρότερος, του '43.

Νομίζεις ότι όλα είναι δεδομένα και είναι ψέμα αυτό. Τον έστειλαν επάνω στην Κομοτηνή –Γκιουμουλτζίνα όπως τη λέγανε τότε. Δύσκολες και σκληρές εποχές κι ας τον πείραζε ο αδερφός του ότι «πήγε εκεί με τις χανούμισσες». συνέχεια...

Χρόνια πριν, στο μέρος που λέγεται σήμερα Βωλάξ, ζούσε κάποιος που καταγόταν από το απέναντι νησί της Σύρου. Αυτός λοιπόν ο άντρας είχε παντρευτεί μια όμορφη κοπέλα από αυτόν εδώ τον τόπο. Ήρθε όπως και τόσοι άλλοι και κόλλησε στα μέρη μας. Άνθρωπος χαμηλών τόνων που δεν ενοχλήσε ποτέ κανέναν. Tου άρεσε να τραγουδάει στα γλέντια –είχε πολύ όμορφη φωνή– και τις Κυριακές ανέβαινε ψηλά επάνω στον πύργο του και κάθονταν μονάχος.

Τα χρόνια περνούσαν και τα πάντα κυλούσαν ομαλά. Μια Κυριακή όμως, μια περίεργη Κυριακή, εκεί που καθότανε ψηλά στον πύργο, είδε δράκοντες να πλησιάζουν τούτο τον τόπο. Ένιωσε κάτι να τον καλεί. Πετάχτηκε από τη θέση του και κατέβηκε σαν σίφουνας τις σκάλες. Ζήτησε με δυνατή φωνή απ' τη γυναίκα του να του φέρει το λευκό του άλογο. συνέχεια...

Τις πρώτες μέρες του χρόνιου νιώθω πιο ευάλωτος από ποτέ και όταν νιώθω έτσι, καταφεύγω σε πράγματα που μου φαίνονται οικεία: όπως οι κιτρινισμένες φωτογραφίες από την πρόσφατη καθημερινότητα της Βωλάξ...

Όταν το χωριό δεν είχε μεγαλώσει σε έκταση και εγώ σε ηλικία, όλα ερχόντουσαν μπρος στα μάτια μου. Όταν έτρεχα στα χωράφια και κρυβόμουν στα χαλάσματα έβλεπα δεκάδες άχρηστα πραγματάκια από εδώ και από 'κει: μικρά πανάκια κομμένα κορδέλες, κουμπιά από λουλουδάτα φουστάνια, μπλέ γυάλινα βαζάκια από φάρμακα, θραύσματα από πορσελάνινα φλυτζανάκια, σόλες από παπούτσια, μέχρι χαρτιά από τράπουλες –συνήθως με τους αριθμούς 6 και 7–, άλλο πάλι κι αυτό... συνέχεια...

Στα μονοπάτια του ονείρου

«Είχε μια φορά κι έναν καιρό ανάμεσά μας κάτι παλαβούς αλλιώτικους, κάτι όμορφους παλαβούς που δεν έμοιαζαν ούτε με τους σημερνούς ούτε ο ένας με τον άλλον. Χωρίς αυτούς θα έλειπε σίγουρα από ανάμεσά μας κάτι».

Ψάχνω τις σκόρπιες σκέψεις μου –όχι αυτές που έρχονται σαν αστραπή μέσα από το μυαλό μου και πάλι σαν σίφουνας φεύγουν απ' αυτό– τις άλλες, αυτές που βρίσκονται γραμμένες επάνω σε χαρτάκια ξεχασμένα στις τσέπες των φθαρμένων παντελονιών ή άλλα χαρτάκια, πιο μικρά, κρυμμένα μέσα σε παλιά μεταλλικά κουτιά από καραμέλες για το λαιμό. Ψάχνω τις σκέψεις μου που είναι παρατημένες, μαζί με άλλες κιτρινισμένες σελίδες, μέσα σε συρτάρια που έχω μήνες να ανοίξω. Πόσο καιρό λέω να τις τακτοποιήσω (όλες!) σε ένα καλό τετράδιο, που εδώ και καιρό έχω αγοράσει γι' αυτόν και μόνο τον σκοπό. Στα πιο πολλά χαρτάκια σημειώνω (μαζί με άλλες ακατάληπτες λέξεις) το όνομα του Ταζέλου. Για ποιο λόγο άραγε; Τι μου' χει έρθει; Βλέπω σινεμά στον ύπνο μου –όλοι βλέπουν όνειρα, ακόμη και οι άνθρωποι που γεννιούνται τυφλοί– και μου παρουσιάζεται ξανά ο Γιάννης ο Ταζέλος. συνέχεια...

Ο frère Athanase –κατά κόσμον Αντώνιος Δελατόλλας 1911-1996– κατέγραψε σε 19 χειρόγραφες σελίδες, διαστάσεων Α4, την ιστορία της οικογένειάς του. Μεταφέρουμε εδώ, τα πιο ενδιαφέροντα αποσπάσματα από τις σημειώσεις του, με ιδιαίτερη έμφαση στα σχόλια για την μητέρα του, αφού η  καταγωγή της ήταν από το χωριό μας.

Η Μαρία Δελατόλλα, το γένος Φυρίγου (1880), αγάπησε με όλη της την καρδιά το χωριό. Αυτό το επιβεβαίωνε πολύ συχνά και η γιαγιά Μαρία Βίδου (γένος Φυρίγου, 1911-2008). Η Μαρία Δελατόλλα, όταν ερχόταν στο πανηγύρι της Καλαμάν, ήταν η μόνη γυναίκα που μπορούσε και έριχνε τριμπονιές! Μετά συγκινημένη έλεγε: «Τρέχω στα παιδιά μου, αλλά η καρδιά μου είναι στη Βωλάξ»... συνέχεια...

Mερικές φορές, η πραγματική ιστορία είναι σαν παραμύθι. Πριν από πολλά-πολλά χρόνια στο χωριό, μια νεαρή κοπέλα δέχτηκε κλωτσιά από αγελάδα και τραυματίστηκε θανάσιμα... Αντί της ιστορίας της, μεταφέρουμε μια διασκευή ενός παραμυθιού, από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο.

Σ' ένα χωριό ζούσε μια ορφανή κοπέλα που την έλεγαν Μαρία. Δεν είχε κανέναν στον κόσμο παρά μόνο μιά μητριά, που ήταν κακιά και τη βασάνιζε. Πρωί πρωί της έδινε μια φέτα ψωμί και ύστερα την έστελνε για να βοσκήσει τη γελάδα.  συνέχεια...

Μερικοί άνθρωποι φανερώνουν κάποια σπάνια ταλέντα, επιδεικνύουν αρετές που δεν μπορούμε να φανταστούμε, ζουν έντονη ζωή και νιώθεις ότι οι ενέργειές τους έχουν επίδραση επάνω στο φυσικό κόσμο. Και τι περίεργο, σαν φυσική αντιρρόπηση σε όλα αυτά, συνήθως, έχουν ένα σιωπηλό, άγνωστο σ' εμάς, αδιάφορο -αν επιτρέπεται η έκφραση- τέλος. Κάποιοι άλλοι, πάλι, είναι αυτό που λέμε κοινοί άνθρωποι. Ήσυχα εμφανίζονται και σχεδόν ζούνε μυστικά, χωρίς φασαρίες, κρότους και φωνές.

Και γι' αυτούς όμως η μοίρα έχει τον τελευταίο λόγο. Αυτή κάνει τη διανομή των ρόλων, αυτή μοιράζει τα κουστούμια, αυτή σκηνοθετεί. Αυτή είναι που θέλει στους ήρεμους και ευγενείς να δώσει (κάποτε) ένα διαφορετικό φινάλε. Αυτή τα πάνω κάτω φέρνει και βάζει ήχο στη σιωπή. συνέχεια...