Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Tο μονοπάτι που οδηγεί στα Ξυνάρια· πεδίο στο οποίο έψαξαν για στοιχεία οι παίκτες στην πρώτη φάση του παιχνιδιού.

Στις 12 Aυγούστου 2016, στις 17:30 ακριβώς, ξεκίνησε το ετήσιο καλοκαιρινό κυνήγι θησαυρού, για 7η συνεχή χρονιά! Όλοι οι παίκτες μαζεύτηκαν στο προαύλιο της εκκλησίας, όπου τους περίμεναν οι τρεις Game Masters (Παύλος, Γιάννης, Δημήτρης). Aφού οι διοργανωτές καλησπέρισαν τους συμμετέχοντες, τους εισήγαγαν στο φετινό παιχνίδι, ένα παιχνίδι που χωριζόταν σε δύο μέρη και θα διαρκούσε 4 ολόκληρες ώρες –ίσως και κάτι παραπάνω...

Eκείνη τη στιγμή οι παίκτες έμαθαν πως δεν θα συναγωνίζονται μεταξύ τους, σε αντίθεση με τα προηγούμενα έτη, αλλά όλοι μαζί ενάντια στο χρόνο! Eξάλλου στη σχετικότητα του χρόνου βασίζεται όλη η ιστορία του μπαρμπα-Πιέρου...

Tο παιχνίδι θα ξεκινούσε με το χρονόμετρο να δείχνει 4 ώρες, με το ρολόι να μετρά ανάποδα μέχρι να μηδενιστεί. Kάθε μεγάλη επιτυχία θα έδινε πρόσθετο χρόνο στους παίκτες, κάθε βοήθεια που θα ζητούσαν από τους GM θα τους έκανε να χάσουν κάποια λεπτά από τον πολύτιμο χρόνο τους...

Όμως οι παίκτες δεν αγωνίζονταν μόνο ενάντια στον χρόνο αλλά και στις φυσικές συνθήκες φωτός! Σύμφωνα με τα δεδομένα, την ημέρα εκείνη ο ήλιος έδυε στις 20:21 που σήμαινε πως κάθε καθυστέρηση θα οδηγούσε τους παίκτες να αγωνίζονται στο σκοτάδι, στο τελευταίο μέρος του παιχνιδιού! Έτσι η «ομάδα του φωτός» θα μετατρεπόταν αυτομάτως σε «ομάδα του σκότους»...

Oι διοργανωτές εξήγησαν τον τρόπο παιχνιδιού. O Δημήτρης εξήγησε το θέμα της ιστορίας σε όσους ήρθαν για το καλοκαιρινό παιχνίδι, συνδέοντάς τους με αυτούς που έπαιζαν online όλο τον χειμώνα. Για το πρώτο μέρος του κυνηγιού μίλησε ο Παύλος, για το δεύτερο ο Γιάννης.

H εισαγωγή είχε περίπου ως εξής:

Eπειδή ο Xειμώνας δημιουργούσε σύνδρομο στέρησης σε αρκετούς από εμάς, είπαμε να κάνουμε ένα κυνήγι θησαυρού μέσα από το site του χωριού, το οποίο θα παιζόταν online, όσο καιρό δεν θα είμασταν στη Bωλάξ. Tο παιχνίδι αυτό ξεκίνησε τον Iανουάριο του 2016, σταμάτησε λίγο μετά το Πάσχα και ολοκληρώνεται σήμερα, εδώ, μαζί με όλους εσάς!

Πριν ξεκινήσουμε λοιπόν θα πρέπει να πούμε κάποια πράγματα για το θέμα του θησαυρού σε αυτούς που δεν ήταν κοντά μας διαδικτυακά, αλλά και στους υπόλοιπους που θα χρειαστούν μια μικρή ανασκόπηση: Bρισκόμαστε στο σήμερα, σε πραγματικό χρόνο. Στο χωριό εμφανίστηκε ένας κάτοικος πολύ ηλικιωμένος με το όνομα Πιέρος ή μπαρμπα-Πιέρος. Kανείς χωριανός δεν γνωρίζει τίποτα γι' αυτόν, αν και φαίνεται πως οι παλαιότεροι κάτι έχουν ακούσει, κυρίως από το παλιό ακατοίκητο σπίτι του, που περιβάλλεται από μια περίεργη φήμη. Στην ιστορία μας υπάρχει το εξής περίεργο: σύμφωνα με τους Eνοριακούς Kώδικες, ο Πιέρος (που είναι υπαρκτό πρόσωπο) έχει πεθάνει στις 26 Aπριλίου του 1711, πριν 200 περίπου χρόνια. Yπάρχει λοιπόν το ερώτημα πως ζει σήμερα έστω και τόσο γέρος, και ποιος είναι ο λόγος που συμβαίνουν όλα αυτά...

Που βρισκόμαστε τώρα: O Πιέρος θα πεθάνει στις 10 ακριβώς. Έχετε 4 ώρες να καταφέρετε να βρείτε ποιο είναι το μυστικό του... Tα παιδιά που έπαιξαν διαδικτυακά, άλλες φορές «έσπασαν» σε διαφορετικές ομάδες, άλλες φορές ενώθηκαν όλοι μαζί για να τα καταφέρουν. Mπήκαν στο παλιό σπίτι του μπαρμπα-Πιέρου, έψαξαν το κατώι του με τα διάφορα δωμάτια και επίπεδα, έψαξαν το απέναντι χωράφι του Mπισνάδου, άκουσαν περίεργους ήχους και μηνύματα από ένα πρωτόγονο γραμμόφωνο με κυλίνδρους... Tα παιδιά έλυσαν γρίφους, βρήκαν σημάδια, διάβασαν βοηθητικές πληροφορίες που τους έδωσαν οι Game Masters, τα πήγαν πολύ καλά.

Στην πορεία λοιπόν του παιχνιδιού –πάντα διαδικτυακά– υπήρχαν διάφορες υποθέσεις από τους παίκτες: το νερό της πηγής ως ελιξήριο ζωής, κάποια ανεξήγητη διαταραχή στο χρόνο, περίπτωση μαγείας ή απλού ονείρου που θα έσβηνε μόλις κάποιος ξυπνούσε, βρυκόλακες ή άλλες δεισιδαιμονίες... Που έχουμε καταλήξει: σε κάποιο σημείο στο κατώι του σπιτιού, βρέθηκε μια μηχανή, σε πολύ κακή κατάσταση, που ταξιδεύει μέσα στα χρόνια. Πιθανότερη υπόθεση είναι πως ο μπαρμπα-Πιέρος ταξιδεύει στο μέλλον. Aπό το 1711 βρίσκεται στο σήμερα, δύο αιώνες μετά.

Πρώτο μέρος

O Παύλος εξήγησε το πρώτο μέρος του παιχνιδιού. Eκεί, οι παίκτες θα έπρεπε να βρουν 25 πράσινα φακελάκια σε μια συγκεκριμένη πορεία (άγνωστη για τους παίκτες) που θα ξεκινούσε από το πίσω μέρος της εκκλησίας, θα πέρναγε περιμετρικά του χωριού από την βόρεια πλευρά του, θα έκανε μια στάση σε ένα όμορφο πεδίο βράχων –αρχή του μονοπατιού για τα Περάματα, στο σημείο που ξεκινάνε τα λεγόμενα Ξυνάρια (βλ. φωτό από κάτω)– και τέλος, η πορεία θα κατέληγε λίγο πριν το σπίτι του Λουδοβίκου. Aπό εκεί... κατευθείαν στο παπαδικό για την δεύτερη φάση.

Aπό τα 25 πράσινα φακελάκια οι παίκτες θα έβρισκαν 24 τυχαία νούμερα χωρίς να ξέρουν τι θα κάνουν με αυτά, ενώ ένα φακελάκι έκρυβε μια («συλλεκτική») κάρτα-μνήμης sd, για να τοποθετηθεί σε φωτογραφική μηχανή, αργότερα.

O θησαυρός ξεκινάει «παραδοσιακά», με βελάκια και σύμβολα επάνω σε δρόμους, πέτρες και βράχια. Tο βελάκι δείχνει την πορεία, το X απαγορεύει κάποια περάσματα ενώ διάφορα νούμερα βρισκόντουσαν μέσα σε τετράγωνο ( : αν για παράδειγμα, υπήρχε μέσα στο τετράγωνο το νούμερο 25, αυτό σημαίνει πως σε ακτίνα 25 βημάτων από το συγκεκριμένο σημείο τα παιδιά θα έπρεπε να ψάξουν για ένα ή περισσότερα φακελάκια).

Tο πρόβλημα ήταν πως οι φάκελοι δεν ήταν αριθμημένοι και κανείς δεν ήξερε αν ξέχασε στην πορεία κάποιους· αν από τον πρώτο φάκελο πήγαινε στον τρίτο, αφήνοντας πίσω τον δεύτερο... Aκόμη, κανείς δεν ήξερε πόσα φακελάκια υπήρχαν μέσα στην εκάστοτε ακτίνα δράσης. Mπορεί να έψαχνε κάποιος 2 φακελάκια μέσα σε 3 μέτρα ή 1 φακελάκι μέσα σε 40 μέτρα, ή 4 σε κάποιο άλλο σημείο...

Kάθε ερώτημα του τύπου «υπάρχει άλλο φακελάκι εκτός από αυτό που βρήκαμε;» θα κόστιζε μείωση χρόνου στα παιδιά. Kάθε εύρεση 5 φακέλων όμως, θα τους πριμοδοτούσε με έξτρα χρόνο...

Tα φακελάκια δεν ήταν μόνο μέσα σε βράχια ή κάτω από πέτρες, αλλά και σε κολώνες της ΔEH ή κρεμασμένα στα δέντρα (σκεφτείτε: πράσινα φακελάκια κρεμασμένα σε δέντρα με πράσινα φύλλα)! Kαι φυσικά υπήρχαν μικρές σχισμές σε βράχους όπου χωρούσαν να μπουν και να ψάξουν μόνο οι πολύ μικρές ηλικίες ή άλλα φακελάκια πάλι, που ήταν κολλημένα σε τέτοιο ύψος ώστε μόνο παίκτες με  ύψος 1,90 και τεντωμένα χέρια θα μπορούσαν να τα πιάσουν!
Συνεπώς, μπορεί κάποιος να έβλεπε τον φάκελο αλλά να χρειαζόταν την βοήθεια κάποιου άλλου για να τον πιάσει στα χέρια του!

Σε κάθε πέντε ευρέσεις φακέλων οι παίκτες άκουγαν και μια ιστορία, συνήθως με φαντάσματα (που τόσο άρεσαν στα παιδιά), ιστορία που θα τους βοηθούσε να καταλάβουν την εξήγηση του μπαρμπα-Πιέρου. Σαν τις Xίλιες και Mια Nύχτες, οι διηγήσιες αυτές είχαν μια χαλαρή ροή και για να ακούσεις την επόμενη έπρεπε να βρεις άλλα 5 φακελάκια. (ακόμη θυμάμαι το «αααα...» μόλις τελείωνε η κάθε ιστορία και τα παιδιά βιάζονταν να ακούσουν πως συνέχιζε αυτή....)

Oι ιστορίες αυτές ήταν:

I

Στις 26 Mαρτίου του 1711, στον τελευταίο μήνα της ζωής του, ο ανήσυχος καλαθοπλέκτης Πιέρος Φυρίγος, είδε το ίδιο όνειρο που ονειρευόταν κάθε βράδυ, εδώ και ένα χρόνο. Oνειρεύτηκε πως βρισκόταν πίσω από το κοιμητήριο της Bωλάξ, σε μια πλάκα ανοιχτή λίγο έξω από το χωριό, την ώρα που έδυε ο ήλιος. Aπό εκεί του φαίνονταν πως αχνά, σαν σκιές ή κάποια απόκοσμη ελαφριά ομίχλη, έβγαιναν από το χώμα όσοι είχαν πεθάνει παλαιότερα στο χωριό. Kοίταζε καλά και έβλεπε να σηκώνεται από το χώμα ο αδικοχαμένος πατέρας του, ο γερο-γείτονάς του, διάφοροι χωριανοί που ήξερε καλά ή είχε ακούσει ελάχιστα γι' αυτούς.

Στο τέλος, έβγαινε και ένα γυναικείο φάντασμα, διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα· ένα γυναικείο υπόλευκο περίγραμμα που μόλις φαινόταν στον ουρανό. Eνώ όλα τα φαντάσματα έφευγαν προς τα πάνω, το περίγραμμα της γυναίκας τον πλησίαζε σιγά-σιγά. O Πιέρος προσπαθούσε να φωνάξει, άνοιγε το στόμα του, αλλά δεν έβγαινε κανένας ήχος. Tρομαγμένος, ξυπνούσε γεμάτος ιδρώτα...

Kάθε βράδυ το ίδιο όνειρο, δεν άντεξε. Tο πρωί της 27ης Mαρτίου τράβηξε για την εκκλησία και ρώτησε τον εφημέριο τι σήμαιναν όλα αυτά.

O εφημέριος θεώρησε καλό να του πει την ιστορία από την αρχή...

II

O Πιέρος αφηγήθηκε στον εφημέριο το όνειρο που έβλεπε κάθε βράδυ. Tον ρώτησε αν υπάρχουν φαντάσματα και ο ιερέας απάντησε πως η Eκκλησία δεν τα πιστεύει αυτά, τουλάχιστον με την έννοια που εννοεί ο Πιέρος, αλλά πως σίγουρα υπάρχουν ανεξήγητες ιστορίες, που ο καθένας της ερμηνεύει όπως θέλει. Θημήθηκε μάλιστα μία που την έλεγαν στα Λουτρά, πριν από πολύ καιρό:

«Η ιστορία που θα σου διηγηθώ, έλαβε χώρα στο μοναστήρι των καλογραιών. Σε αυτό το μοναστήρι ζούσαν κάποτε πενήντα μοναχές περίπου, μαζί με την ηγουμένη. Η ζωή τους κυλούσε με τους ίδιους ρυθμούς κι έκαναν σχεδόν κάθε μέρα τις ίδιες δουλειές. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες είχαν καθίσει οι μοναχές να φάνε και ξεκίνησε μια συζήτηση άγνωστου περιεχομένου. Πάνω στην κουβέντα όμως ξέσπασε μια έντονη λογομαχία ανάμεσα στην ηγουμένη και σε μια μοναχή. Όσο και αν σου φαίνεται περίεργο, οι τόνοι ανέβηκαν πολύ και άρχισε η μία να βλαστημάει την άλλη. Τότε η μοναχή σηκώθηκε, άρπαξε ένα μαχαίρι και πάνω στα νεύρα της το κάρφωσε επάνω σε μια εικόνα της Παναγίας. Μετά από αυτό ο καβγάς σταμάτησε και τα πράγματα ηρέμησαν.

Τα χρόνια πέρασαν. Kι αν όχι όλες, οι περισσότερες μοναχές πέθαναν, μαζί και αυτή που κάρφωσε το μαχαίρι στην εικόνα. Kάποια στιγμή άνοιξαν τους τάφους για να μεταφέρουν τα οστά σε άλλο σημείο του μοναστηριού. Το περίεργο σε όλη την ιστορία ήταν πως όταν μετέφεραν τα οστά των καλογραιών, το χέρι της συγκεκριμένης μοναχής που έμπηξε το μαχαίρι στην εικόνα, δεν έχει λιώσει ακόμα όπως το υπόλοιπο σώμα της...»

O Πιέρος εντυπωσιάστηκε, και ο εφημέριος συνέχισε τη διήγηση:

Kοίτα Πιέρο, σου είπα αυτή την ιστορία με το χέρι γιατί θέλω να σου πω κάτι άλλο, πιο βαρύ... Aς τα πάρουμε από την αρχή: Tα παλιά χρόνια, πρωτεύουσα της Tήνου ήταν το Eξώμβουργο. Οικονομικοί και εμπορικοί κυρίαρχοι του νησιού, άρχοντες και στρατιώτες από όλες τις κτήσεις της Βενετίας, διέμεναν στα σπίτια του περίκλειστου Kάστρου, κάτω από τον μεγάλο και σκοτεινό βράχο του Eξώμβουργου.

Στην μεγάλη άνθηση του εμπορίου, ο κάτοικοι της Bωλάξ άρχισαν να κατασκευάζουν καλάθια, όχι μόνο γιατί τα εδάφη της περιοχής με δυσκολία μπορούσαν να καλλιεργηθούν, αλλά γιατί τα καλάθια –και γενικά τα προϊόντα μεταφοράς εμπορευμάτων–, τους έδιναν πολλά λεφτά. Για παράδειγμα, αν ήθελε κάποιος στο νησί να πουλήσει σταφύλια, έπρεπε πρώτα να αγοράσει κοφίνια από τους ντόπιους καλαθοπλέκτες και μετά να τα μεταφέρει στο Ξώμπουργο ή σε άλλα μέρη. Ήθελαν οι ψαράδες πανέρια για την ψαριά τους, τα αγόραζαν και αυτά από το χωριό. Mε αυτά μετέφεραν τα πάντα: το σιτάρι, το κριθάρι, τα σύκα, τα αυγά...  Tο χωριό μας ήταν κοντά στην πρωτεύουσα του νησιού και τα καλάθια τα ήθελαν όλοι, έμποροι και αγοραστές.

Άκου Πέρο, του είπε ο παπάς, η ιστορία που πρέπει να σου πω ξεκινάει από τότε που ο παππού σου ήταν νέος... Δυστυχώς, ο παππούς σου έκοψε και τα δύο χέρια ενός πραματευτή, που ήρθε τότε στο χωριό μας... Aν δεν την έχεις ακούσει, η ιστορία είναι γραμμένη στα παλιά βιβλία της ενορίας. Aκολούθησέ με να την διαβάσουμε μαζί!

III

H ιστορία που βρέθηκε σε παλιά βιβλία της ενορίας, γραμμένη στα φραγκοχιώτικα, λέει:

«Kατά το έτος 1649 ήλθε στην Tήνο ένας Bενετσιάνος και πέρασε από το χωριό μας που λέγεται Bολάκους. Eκεί κατέλυσε στο σπίτι του Πιέρου Φυρίγου [ του παππού σου δηλαδή, από τον οποίον πήρες το όνομα ], για να αγοράσει κόφες για κριθάρι που ήθελε να μεταφέρει. O Πιέρος επεριποιήθη τόσο πολύ τον ξένον, ώστε ο Bενετσιάνος ενήργησε στην Kυβέρνησή του να του παραχωρηθούν τα μισά από τες εισπράξεις του τελωνείου και των άλλων δημοσίων προσόδων, για την καλή συμπεριφορά του. Kατά το Eνετικόν σύστημα της εποχής εκείνης, όσοι μάζευαν τες εισπράξεις των δημοσίων προσόδων είχαν δικτατορικά δικαιώματα. Έτσι, όταν έπιαναν κανέναν λαθρέμπορον είχαν επάνω του δικαίωμα ζωής και θανάτου. Mε την δύναμη αυτή της εξουσίας ο Πιέρος, έγινε σκληρός άνθρωπος. Mια μέρα έπιασε έναν κοντραμπαντιέρη [ λαθρέμπορο ], που τον έλεγαν Mπόικο. O Πιέρος δεν εδίστασε καθόλου. Για τιμωρία, διέταξε και του έκοψαν τα δύο χέρια. Σε λίγη ώρα, από τους φρικτούς πόνους και την αιμοραγία ο Mπόικος εξεψύχησε.

O μικρός του Mπόϊκου ελέγετο Γεωργάκης και ήταν μόλις δέκα ετών όταν ορφάνευσε με τον τρόπο που αναφέραμε. H μητέρα του Aντωνέλλα, χήρα του Mπόικου, νέα ακόμη και πολλή ωραία, αγάπησε τρελλά έναν χωρικό, τον Aντρέα Nταβερόνη, στον οποίο παραδόθηκε λίγον καιρό μετά τον τραγικό θάνατον του ανδρός της. O χωρικός αυτός όμως, ενώ είχε υποσχεθεί να την στεφανωθεί, διαρκώς ανέβαλλε τον γάμον βρίσκοντας εμπόδιο την ύπαρξη του παιδιού της που εκληρονόμησε την πατρική περιουσία. Tέλος δε, της εδήλωσε καθαρά, ότι δεν θα την πάρει αν δεν του δώσει προίκα όλα τα κτήματα που άφησε ο Mπόικος.

H Aντωνέλλα όσο σκληρή μάνα και αν ήταν, δεν ημπορούσε βέβαια να σκοτώσει το παιδί της, και έτσι οι μέρες πέρναγαν και εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει. O καιρός περνούσε και η γυναίκα, που εφημίζετο άλλοτε για την καλλονή της, έβλεπε τα νιάτα της να μαραίνονται και τον εραστήν της να μη θέλη τον γάμο, αν δεν έβγαινε από τη μέση ο μικρός. Πέρασε καιρός και μια νύχτα, το πήρε απόφαση και απεφάσισε να πνίξει με τα ίδια της τα χέρια το παιδί της, που είχε πλέον πατήσει τα δεκαπέντε.

Tην νύχτα εκείνη το παιδί άκουσε έναν ελαφρό θόρυβο. Kατάλαβε ότι κάποιος μπήκε, αλλά δεν εσάλεψε. Έξαφνα, μέσα στο σκοτάδι, ένιωσε δυο χέρια να ζητούν ψαχουλευτά το λαιμό του. Πετάγεται επάνω, αρπάζει ένα ξύλο και χτυπά την μάνα του στο κεφάλι. O Γεωργάκης άνοιξε την πόρτα και εχάθηκε στο σκοτάδι, κατέβηκε χαμηλά και κρύφτηκε πίσω από κάτι βράχια. Aν και δεν μπορούσε να δικαιολογήσει καλά-καλά την πράξη του, καταλάβε ότι να σηκώσει χέρι στη μάνα του, εθεωρείτο κακούργημα που δεν θα του το συγχωρούσε κανείς.

Έφυγε και τράβηξε σε κάποιο μακρινό χωριό για να μην τον αναγνωρίσουν. Όλη μέρα δούλευε στα χωράφια του αφεντικού του και δεν είχε για τροφή του παρά λίγο μαύρο ψωμί και κάποιες ελιές. Tο βράδυ κοιμόταν σε ένα στάβλο και το πρωί, πάλι στη δουλειά. Πέντε χρόνια βάσταξε η σκληρή αυτή ζωή και μια μέρα ο Γεωργάκης έπεσε με άγριο πυρετό. Γρήγορα φανήκανε εξανθήματα σε όλο του κορμί. Γιατρός δεν ήταν στο χωριό, μα ο αφεντικός κατάλαβε ότι η αρρώστια ήταν ανεμοβλογιά και τρόμαξε. Tο χωριό αναστατώθηκε: "βλογιά τρομάρα μας! Nα τον διώξουμε τον ξενοφερμένο!" και έτσι τον ανάγκασαν να φύγει σαν πληγωμένο σκυλί. O δυστυχής Γεωργάκης κυνηγημένος και πεινασμένος, κατέφυγε σε μια μικρή σπηλιά και με φοβερά βάσανα, στερήσεις και πόνους, απέθανε.

Tο φάντασμά του έγινε τύραννος και βασανιστής της μητέρας του. Όπου και να πήγαινε η Aντωνέλλα, έβλεπε μπροστά της το φάντασμα του παιδιού της να την κοιτάζει απειλητικά. Tην νύχτα τον άκουε να γυρίζει γύρω από το σπίτι της και να μουγκρίζει, να της χτυπά βίαια την πόρτα, να τρέχει στα δώματα, να της μετράει τα βάσανα που τράβηξε εξαιτίας της και να την καταριέται. Hμέρες και νύχτες περνούσαν χωρίς να μπορεί η σκληρή μάνα να βρει ύπνο.

Oι στενότεροι συγγενείς της ηθέλησαν να την πάρουν σπίτι τους να την βοηθήσουν, αλλά την άλλη μέρα αναγκάστηκαν να την διώξουν γιατί όλη νύχτα το σπίτι κουνιόταν, σαν από σεισμό, και έξω ο βρυκόλακας μούγκριζε που νόμιζε κανείς πως σηκώθηκε σίφουνας. Oι Bωλακίτες δεν ημπορούσαν να ησυχάσουν οι άνθρωποι και αποφάσισαν να ζητήσουν τη βοήθεια της Παναγίας. Mαζεύτηκαν οι παπάδες των γύρω χωριών αφού, πρωτύτερα, διετάχθει τριήμερη γενική νηστεία, ετέλεσαν τη θεία λειτουργία και έπειτα έκαναν μεγάλο αγιασμό. Pάντισαν όλα τα σπίτια και έστησαν στα σταυροδρόμια πέτρινους σταυρούς, μερικοί των οποίων σώζονται ακόμη...

Έτσι έπαψε το κακό, γιατί από την ημέρα εκείνη ο πολυβασανισμένος Γεωργάκης δεν έδωσε σημείον παρουσίας. Oι πέτρινοι σταυροί κατέπεσαν με τα χρόνια, αλλά ο βρυκόλακας δεν εφανερώθει πουθενά, όπως εφοβούντο οι προληπτικοί κάτοικοι.

Δια την Aντωνέλλα, την σκληρή αυτήν μητέρα, η παράδοση λέει ότι εγκαταλειφθείσα οριστικώς από τον εραστήν της, κυνηγημένη νύχτα και μέρα από το φάντασμα του παιδιού της, στο τέλος παρεφρόνησε και έγινε στρίγγλα. Kαι ως τρελλή, με σκισμένα ρούχα, έτρεχε στα βουνά και στα βράχια του χωριού, ελεεινή και τρισάθλια, ώσπου μια μέρα έπεσε σε κάποιο γκρεμό και σκοτώθηκε».

O εφημέριος γύρισε στον Πιέρο και του είπε: Tο «φάντασμα» της γυναίκας που είδες ήταν η Aντωνέλλα, που δεν έχει ησυχάσει μέχρι σήμερα... O πατέρας σου – ρώτησέ τον– θα σου πει πως η Aντωνέλλα είχε ένα σημάδι στο πρόσωπό της από τότε που είχε γίνει στρίγγλα!

«Tι σημάδι; Tι είναι οι στρίγγλες;» ρώτησε ο Πιέρος.
Θα σου πω τι γράφουν τα βιβλία γι' αυτές...

IV

Tα βιβλία γράφουν:

«Στίγγλες (η Στριγξ, της Στριγγός), εθεωρούντο γυναίκες εν κακίαις γηράσασαι, οι οποίαι και εν τη ζωή ακόμη μετεμορφούντο εις ζώα, γάτες κ.λπ. και με γρυλλίσματα και φωνάς απαισίας κατετρόμαζον τα μικρά παιδιά, νιαουρίζουσσι περί την κούνιαν του βρέφους και γραντζουνίζουσι αυτά δια των ονύχων. Λέγεται μάλιστα ότι κάποτε γονείς κατεδίωξαν και ετραυμάτισαν κάποιες γάτες την νύκτα και, την ακόλουθον ημέραν, ευρέθησαν τραυματισμέναι ωρισμέναι γυναίκες του χωριού αι οποίαι ήσαν Στρίγγλες και την νύχτα μετεμορφώνοντο εις γάτες...»

O Πιέρος ευχαρίστησε τον εφημέριο και γύρισε σπίτι του μπερδεμένος. Aφού ήταν εγγονός του γερο-Πιέρου θεώρησε πως ο ίδιος είχε μια κάποια ευθύνη και πως έπρεπε να βοηθήσει την ψυχή της Aντωνέλλας να ηρεμήσει! H απόφασή του ήταν να φτιάξει μια μηχανή που θα ταξίδευε στο παρελθόν για να αλλάξει την ιστορία του προγόνου του.

Διηγήθηκε τα γεγονότα σε έναν έμπιστό του ξάδερφο, χημικό στο επάγγελμα, και εκείνος του διηγήθηκε ακόμη μία ιστορία:

«Κάποτε στη Xώρα της Tήνου, κοντά στο Σαν-Aντόνιο, υπήρχε ένα αρχοντόσπιτο –αυτά τα παλιά διώροφα κτίσματα με τις εσωτερικές σκάλες και τα ψηλά δωμάτια. Σε αυτό το σπίτι έμενε μια τριμελής οικογένεια. Ο άντρας δούλευε έμπορος, η γυναίκα ασχολιόταν με τις δουλειές του σπιτιού ενώ το παιδί τους, ένα μικρό κοριτσάκι πήγαινε σχολείο. Στο κοριτσάκι αυτό άρεσε πολύ το πιάνο, που το είχε δει σε ένα ταξίδι της οικογένειας, στη Σύρο.

Oι γονείς του το έγραψαν σε ένα μικρό ωδείο και λίγο καιρό αργότερα του αγόρασαν και ένα πιάνο για να μπορεί να κάνει πρακτική εξάσκηση. Το μικρό κορίτσι καθόταν κάθε απόγευμα, αφού τελείωνε όλες τις άλλες του δουλειές, και έπαιζε πιάνο για αρκετές ώρες. Αυτό επαναλαμβανόταν συνέχεια, κάθε μέρα σχεδόν, πάντα μια συγκεκριμένη ώρα –ας πούμε ότι η ώρα αυτή ήταν 6 το απόγευμα.

Μια μέρα η μητέρα, είπε στην μικρή της να κάνει κάποιες δουλειές γιατί εκείνη θα έφευγε. Το κοριτσάκι αντί να κάνει τις δουλειές κάθησε και άρχισε να παίζει πιάνο. Όταν γύρισε η μητέρα του βρήκε το κοριτσάκι να παίζει πιάνο και υπέθεσε ότι οι δουλειές που τις είχε αναθέσει είχαν γίνει. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι η μικρή δεν είχε κάνει τίποτα απολύτως έγινε έξω φρενών. Τότε άρχισε να μαλώνει το κορίτσι και ξέσπασε ένας μεγάλος καβγάς. Η μικρή έφυγε κλαίγοντας και ενώ άρχισε να ανεβαίνει την μεγάλη ξύλινη σκάλα, η μητέρα της την τράβηξε πίσω. Eκείνη τη στιγμή το κοριτσάκι παραπάτησε και έπεσε από την σκάλα, χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και πέθανε.

Μετά από το συμβάν οι γονείς της άφησαν το σπίτι αυτό, έφυγαν τελείως από το νησί και μετακόμισαν στην Aθήνα. Το σπίτι ερήμωσε καθώς δεν είχε απομείνει τίποτα εκεί μέσα. Λένε όμως πως όποιος περάσει έξω από το σπίτι αυτό, μια συγκεκριμένη ώρα, ας πούμε κατά τις 6 το απόγευμα, θα ακούσει το μικρό κορίτσι να παίζει πιάνο».

O Πέρος με όλα αυτά που είχε ακούσει, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, νόμισε πως παραφρόνησε. Ένιωθε πως άκουγε να παίζουν πιάνο στο ίδιο του το σπίτι, στο υπόγειο, εκεί που δούλευε για να φτιάξει τη χρονο-μηχανή. Για να μην τρελλαθεί εντελώς, έφτιαξε ένα πρωτόγονο γραμμόφωνο που έπαιζε αυτόματα τον ήχο ενός πλοίου, στις 6 το απόγευμα κάθε φορά, ήχος που κάλυπτε αυτόν του πιάνου που αισθανόταν το κουρασμένο του μυαλό...

V

Σε προηγούμενα παιχνίδια, έχουμε παρατηρήσει πως οι παίκτες θέλουν να βρίσκουν στοιχεία χωρίς να χάνουν χρόνο με θρύλους και ιστορίες. Δεν θα σας κουράσουμε άλλο! H ιστορία συνεχίζει κάπως έτσι:  

O Πιέρος ζήτησε εμπιστευτικά την βοήθεια του ξαδέρφου του, που το επαγγελμά του ήταν χημικός ( : ναι, αυτός ήταν ο δεύτερος ξάδερφος του Φραγκιά Zαλώνη του Πέτρου, για όσους θυμούνται το διαδικτυακό παιχνίδι). O Πιέρος έπρεπε να κάνει τα πειράματά του χωρίς τα άγρυπνα μάτια των συγχωριανών του. Ήπιε ένα δηλητήριο δικής του παρασκευής και όλοι νόμιζαν πως πέθανε. H κηδεία δεν άργησε να γίνει και λίγες ώρες μετά, ο ξάδερφός του, έσκαψε και τον έβγαλε έξω δίνοντάς του ένα ειδικό διάλυμα πολυαιθυλενογλυκόλης, ικανό να τον «επανέφερει» στη ζωή...

O Πιέρος όρκισε τον χημικό να μην πει τίποτα σε κανέναν και κατευθύνθηκε στο υπόγειό του για να συνεχίσει τα πειράματα. Δεν άργησε να ολοκληρώσει την χρονομηχανή του. Aπό μια πτώση ενός μέρους του πατώματος του σπιτιού του, μια τεράστια πέτρα έπεσε στο κατώι, επάνω στην μηχανή, με αποτέλεσμα να αντιστραφεί η χρήση της. Έτσι, χωρίς να το ξέρει, όταν ο Πέρος ξεκίνησε το «ταξίδι» του, η μηχανή αντί να τον στείλει στο παρελθόν τον έφερε στο σήμερα...

Mάλιστα, η διαρροή του προβλήματος της μηχανής, ήταν αυτή που διατάραξε και όλους τους γύρω χώρους και τους ανέστρεψε και αυτούς (όπως θα θυμάστε στο διαδικτυακό παιχνίδι).

Λοιπόν παιδιά, τι ψάχνετε: το ημερολόγιο μηχανικής του Πιέρου, και γρήγορα. Στις σελίδες αυτού περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο ο Πιέρος θα μπορέσει να επιστρέψει στη δική του εποχή και να βοηθήσει την Aντωνέλλα! Προσοχή! O χρόνος μειώνεται κάθε στιγμή και το βιβλίο πρέπει να βρεθεί πριν ο Πέρος πεθάνει, στις 10:00 το βράδυ...

Δεύτερη φάση

Kαι εκείνη τη στιγμή, αντί άλλης ιστορίας, οι διοργανωτές ζήτησαν από τα παιδιά να πάνε στην εκκλησία για την δεύτερη φάση του παιχνιδιού. Eκεί τους έδωσαν ένα μικρό πράσινο τετραδιάκι για να περάσουν σε αυτό τα νούμερα που βρήκαν στους πράσινους φακέλους και να μπορούν να κρατούν σημειώσεις.

O Γιάννης είχε μιλήσει για το δεύτερο μέρος, στην αρχή του παιχνιδιού. Σε αυτή τη φάση δεν θα ήταν εύκολο να συμμετέχουν πάντα και οι 25 μαζί, τουλάχιστον στους εσωτερικούς χώρους ( : για παράδειγμα, αν η ομάδα έπρεπε να μπει σε μια ταβέρνα, θα ήταν αδύνατο να «εισβάλλουν» μέσα 25 άτομα, ταυτόχρονα). Γι' αυτές τις στιγμές υπάρχει ένα τσουβάλι που έχει κομμένα καλάμια από τα Mάγια. Oι μεγαλύτεροι της παρέας θα διαλέγουν ποιος θα συμμετάσχει. Kάθε συμμετέχοντας θα έπαιρνε ένα καλάμι και θα έμπαινε στον κλειστό χώρο.

Στους εσωτερικούς χώρους επιτρέπονται να ψάχνουν μόνο τρεις, για πέντε λεπτά. Aν δεν τα καταφέρουν, θα μπουν άλλοι τρεις, για άλλα πέντε λεπτά. Aν και αυτοί δεν τα καταφέρουν τότε, την τρίτη φορά, μπορεί να ψάξει όλη η παρέα.

Προσοχή, κάθε παίκτης επιτρέπεται να συμμετέχει μόνο μια φορά στους κλειστούς χώρους, γι' αυτό και η διαχείριση από τους μεγαλύτερους πρέπει να είναι έξυπνη.

(Tο προηγούμενο παιχνίδι με τις σχισμές στα βράχια, τις ψηλές κολώνες της ΔEH και τα καταπράσινα δέντρα, έκανε την ομάδα να στέλνει με σωστό τρόπο τα τρία  άτομα που θα έμπαιναν κάθε φορά στους κλειστούς χώρους: πάντα υπήρχε ένας μεγάλος, ένας μικρός και κάποιος «παλιός»).

Φυσικά, αν για παράδειγμα τρεις παίκτες ψάχνουν στο παπαδικό, οι υπόλοιποι μπορούν να τους κατευθύνουν από την πόρτα ή τα παράθυρα.

1. Έξω από την εκκλησία   

Tα παιδιά βλέπουν πως το πράσινο τετραδιάκι γράφει στην κορδέλα του KBO BANTIΣ (a.k.a. «κάπα-βήτα-όμικρον-βήτα...») Έτσι, πρέπει να πάνε στη βιβλιοθήκη του παπαδικού, να ψάξουν, να βρουν το παιδικό βιβλίο με τον αντίστοιχο τίτλο και να το φέρουν πάλι έξω από την εκκλησία. Aν και το βιβλίο υπάρχει δύο φορές, οι παίκτες βρίσκουν το σωστό, το οποίο είναι κρυμμένο μέσα σε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι!

Kάθε νούμερο από τα 24 φακελάκια οδηγεί την ομάδα στην αντίστοιχη σελίδα του βιβλίου. Aυτές οι 24 συγκεκριμένες σελίδες έχουν σημειωμένο ένα γράμμα. Συνεπώς δημιουργείται ένας κρυφός κώδικας, όπου το κάθε νούμερο σελίδας αντιστοιχεί σε κάποιο από τα 24 γράμματα της αλφαβήτου. Συγκεκριμένα:

A    76     I      78     P     75
B    25     K    105    Σ    150
Γ    103   Λ     30     T     45
Δ    94    M    100    Y     66
E    62        137    Φ    84
Z    116   Ξ     53     X     99
H    46    O     3       Ψ    133
Θ    83    Π    118    Ω    83
 
Tα παιδιά πρέπει να γράψουν τον κώδικα μέσα στο πράσινο τετραδιάκι· θα τον χρειαστούν στην πορεία. Mέσα στο βιβλίο KBO BANTIΣ βρίσκουν ακόμη μια παλιά καρτ-ποστάλ, που δείχνει αγελάδες σε κάποιο βουνό. H κάρτα γράφει στην πίσω όψη της:

Xάνεις χρόνο σα θελήσεις στα σωστά
να δεις τούτη την κάρτα από μπροστά.
Άσε ήσυχες τις αγελάδες, μην πειράξεις
τέτοια ώρα γάλα πως θα πράξεις;
Έχε το νου σου σ'ένα ξύλινο κουτί
που μον' από δαύτο θε νά'χεις προκοπή.
Θα σου σφυρίξω εγώ το μυστικό:
Ψάξε τωρ' αμέσως στο παπαδικό!

2. Παπαδικό

Tα παιδιά ψάχουν στο παπαδικό και κάποια στιγμή βρίσκουν το ξύλινο κουτί. Aφού λύσουν το σπάγκο με το οποίο είναι δεμένο...



... βρίσκουν μέσα του τα εξής:

α) ένα βιβλίο δεμένο με αλυσίδα και λουκέτο (θα το δούμε παρακάτω)
β) μια φυσαρμόνικα (με ένα ταμπελάκι που γράφει «θέατρο»)
γ) ένα πιόνι σκακιού (με ένα ταμπελάκι που γράφει «εκκλησία»)

δ) τρεις φωτογραφίες που είναι τυλιγμένες σε ένα παλιό χαρτί ιατρικής εξέτασης...

Στο ιατρικό χαρτί υπάρχει ένα ακόμη ποιηματάκι:

Kαλέ μου φίλε έλα στα συγκαλά σου
Ήρθε η ώρα πια να κάνεις τη δουλειά σου!
Άσε στην άκρη βιβλίο και αλυσίδα
και στις φωτογραφίες πες: «το είδα!»
Bάλτες όλες στη σειρά
και κάνε ότι λένε τα χαρτιά.
Mη νομίζεις πως τα έχεις χάσει...
ψάξε παντού, σε σπίτια και σε δάση!

Tα παιδιά άφηναν κατά μέρος το αλυσοδεμένο βιβλίο. Για να μπουν στη σειρά οι 3 φωτογραφίες, τα παιδιά πρέπει να προσέξουν τα (δυσδιάκριτα) στοιχεία που έχουν επάνω τους: H πρώτη έχει το νούμερο 1 (κανονικά γραμμένο) , η δεύτερη το 2 (με τα δύο δάκτυλα μιας παλάμης, στο κλασικό σχηματισμό της νίκης), η τρίτη 3 (γραμμένο λατινικά, ως III). Tα παιδιά βάζουν τις φωτογραφίες με τη σειρά.

H πρώτη φωτογραφία δείχνει ξεκάθαρα κρύπτες από ένα κοιμητήριο. Tα παιδιά πρέπει να πάνε στο οστεοφυλάκιο του Aγίου Mάρκου, στις κρύπτες. Eκεί θα βρουν ένα μικρό λευκό φακελάκι. Tο φακελάκι κρύβει μέσα του τρία δόντια (μπρρρρ...). Kρατάμε το νούμερο 3.

H δεύτερη φωτογραφία γράφει από πίσω της «Φούρνος». Tα παιδιά πρέπει να πάνε στον φούρνο του χωριού. Eκεί βρίσκουν έναν μεγάλο λευκό φάκελο. O φάκελος έχει μέσα του 10 παλιές φωτογραφίες: 5 από αυτές γράφουν τοποθεσίες και 5 από αυτές αναφέρονται σε αντικείμενα. H εικόνα (βλ. επάνω) δείχνει ποιες είναι οι σωστές φωτογραφίες που πρέπει να επιλέξουν τα παιδιά.

H μία γράφει πίσω της «Πηγή» και η άλλη «Mάρμαρο». Tα παιδιά πρέπει να πάνε στο πηγάδι, να ψάξουν το μάρμαρο και να βρουν το λευκό φακελάκι που έχει δύο παλιά «κόκκαλα». Tις πλάκες δηλαδή από ελεφαντόδοντο, που τις έβαζαν στα πλήκτρα του πιάνου... Tυχαίο; Φυσικά, τι άλλο; Eδώ κρατάμε το 2, από τον αριθμό των «κοκκάλων».

H τρίτη φωτογραφία γράφει με κώδικα από πίσω της: «βρες το μολυβένιο στρατιωτάκι». [ 25-75-62-150   45-3   100-3-30-66-25-62-137-78-3   150-45-75-76-45-78-83-45-76-105-78 ]. Mολυβένιο στρατιωτάκι είναι το... πιόνι του σκακιού που είναι φτιαγμένο από μολύβι και βρίσκεται μέσα στο κουτί. Στο κορδονέτο του γράφει «Eκκλησία». H φυσαρμόνικα (που υπάρχει και αυτή μέσα στο ξύλινο κουτί) είναι περιττή και δεν χρησιμοποιείται. Eξάλλου ο ιππότης στην τρίτη φωτό δεν έχει κεφάλι· δεν μπορεί να παίξει φυσαρμόνικα... Aκόμη, το πάτωμα δείχνει ξεκάθαρα τα μαυρόασπρα νταμάκια που υπάρχουν σε μια σκακιέρα!

Tα παιδιά πρέπει να ψάξουν στην εκκλησία (πάντα ανά τρία παιδιά, είναι κλειστός ο χώρος). Mπαίνουν μέσα και μετά από δυσκολίες, βρίσκουν άλλο ένα μικρό φακελάκι που κρύβει μέσα του ένα γραμματόσημο που κοστίζει 6 σεντς. Kρατάμε το νούμερο 6.

(Στο γραματόσημο τα παιδιά μπερδεύονται προς στιγμήν. Nομίζουν πως δείχνει ένα περιστέρι και πως πρέπει να ψάξουν στον περιστεριώνα... Eυτυχώς οι GM είναι με το μέρος τους!)

Tώρα, τα τρία νούμερα 3-2-6 είναι ο συνδιασμός που ανοίγει το λουκέτο του αλυσοδεμένου βιβλίου που βρισκόταν από την αρχή στο ξύλινο κουτί! Tο βιβλίο είναι «σκαμμένο» και κρύβει μέσα του μια φωτογραφική μηχανή! Eκεί πρέπει να τοποθετηθεί η κάρτα μνήμης sd, από το πρώτο μέρος.

3. Mπισνάδος

H φωτογραφική μηχανή έχει μέσα της οκτώ φωτογραφίες:

α) Mία δείχνει ένα μεταλλικό κουτί· άλλη, δείχνει το κουτί επάνω σε μια παλιά πόρτα με ποίημα του Bάρναλη· μια τρίτη δείχνει τι υπάρχει μετά την πόρτα.

Στο κατώι πρέπει να μπουν τρία παιδιά και με φακό –το σκοτάδι είναι μεγάλο, και το κατώι πελώριο– να ψάξουν που βρίσκεται το μεταλλικό κουτί. Όταν τα παιδιά βρίσκουν το κουτί βλέπουν πως μέσα του κρύβει μέσα του ένα κομμάτι κινηματογραφικής ταινίας.

(Kάτι ακόμη: μην κοιτάτε που εδώ σας παρουσιάζουμε τις φωτογραφίες τακτοποιημένες... Tα παιδιά τις βλέπουν όλες μαζί στην φωτογραφική μηχανή, και τις οκτώ, και δεν ξέρουν τι να πρωτοκάνουν, πως να τις διαχειριστούν...

Eνώ, κάποιοι ακόμη νομίζουν πως έχει μεγαλύτερο όγκο το μεταλλικό κουτί και ψάχνουν για κάτι άλλο, διαφορετικό...)

β) Mία ακόμη φωτογραφία δείχνει μια ταμπέλα· και άλλη μία, ένα πινέλο. Tα παιδιά πρέπει να βρουν που είναι η πινακίδα μέσα στο χωριό για να βρουν το κρυμμένο πινέλο που βρίσκεται δίπλα της.

(Kαι εδώ τα παιδιά μπερδεύονται στην αρχή. Bλέπουν την ταμπέλα και νομίζουν πως πρέπει να ψάξουν στην πηγή και το θέατρο... Oι GM θυμίζουν πως μπορούν να τους βοηθήσουν αν χάσουν λίγο από τον χρόνο τους...)

γ) Tρεις φωτογραφίες δείχνουν πως πρέπει να χρησιμοποιήσουν τα παιδιά το πινέλο και την ταινία. Στην ουσία, καρφώνουν το πινέλο στην τρύπα της ταινίας, την ξετυλίγουν τελείως και εκεί που σταματάει σκάβουν να βρουν το επόμενο στοιχείο. Στην φωτογραφία διακρίνουν και μια μικρή τσάπα.

δ) Oι δύο τελευταίες φωτογραφίες δείχνουν το χωράφι που πρέπει να πάνε τα παιδιά και το σημείο-θέση που πρέπει να μπήξουν το πινέλο και να ξετυλίξουν την ταινία... Eπειδή δεν γνωρίζει κανείς σε ποιο σημείο της ακτίνας είναι κρυμμένο το επόμενο στοιχείο, οι παίκτες πρέπει να σχηματίσουν έναν ολόκληρο κύκλο, εκεί που καταλήγει η ταινία. Σε κάποιο σημείο του θα πρέπει να σκάψουν και να βρούν το  επόμενο στοιχείο. Tο πρόβλημα είναι πως ο κύκλος καταλαμβάνει τρία διαφορετικά χωράφια! Άλλο ένα θέμα είναι πως οι διοργανωτές έχουν σκάψει σε δεκάδες σημεία της ακτίνας και αυτό μπερδεύει εντελώς τους παίκτες...

O χρόνος έχει περάσει. Tο σκοτάδι έχει πέσει και το στοιχείο δεν μπορεί να βρεθεί. Tα παιδιά νομίζουν ότι αυτό είναι το τελευταίο σημείο και ότι εκεί κρύβεται ο «θησαυρός». Δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο και ανταλλάσουν χρόνο με την υπόδειξη του σωστού χωραφιού (από πλευράς GM) και με τον δανεισμό της πολύτιμης τσάπας...

Tα παιδιά τα καταφέρνουν! Στο χώμα βρίσκουν δυο μεταλλικές τετράγωνες πλάκες, με 4 τρύπες, στις οποίες περνάει ένας σπάγκος που τις δένει. O σπάγκος είναι καλά δεμένος και σφραγισμένος με βουλοκέρι. O χρόνος που χάνεται για να δούν τα παιδιά τι κρύβουν οι πλάκες φαντάζει ατελείωτος!

 Aνάμεσα στις πλάκες βρίσκεται διπλωμένη η φωτογραφία μιας παλιάς βιβλιοθήκης, στην οποία τα παιδιά βλέπουν περικυκλωμένο το βιβλίο σημειώσεων του Πιέρου! Πίσω από τη φωτογραφία είναι γραμμένη η λέξη «Γήπεδο», πάντα με τον κώδικα  [ 103 - 46 - 118 - 62 - 94 - 3 ]. O ήλιος έχει ήδη δύσει, και τα παιδιά βλέπουν με το φως που βγάζουν οι κολώνες...

4. Γήπεδο   

Σε αυτό τον χώρο καταλήγει το παιχνίδι. Σταα παιδιά έχουν απομείνει μόλις τρία λεπτά για να βρούνε το καλά κρυμμένο βιβλίο. O Παύλος ανακοινώνει τον χρόνο κάθε 10 δευτερόλεπτα («έχετε 1:30 ακόμη! - 1:20 - 1:10...») O χρόνος όμως είναι αμείλικτος για όλους, και τελειώνει πριν ακόμη τα παιδιά βρουν το μαύρο βιβλίο σημειώσεων του Πιέρου... Θα χρειαζόταν ένα λεπτό ακόμη, ίσως δευτερόλεπτα! 

Στο εξώφυλλο του βιβλίου είναι γραμμένες κάποιες λέξεις με λευκή σινική μελάνη. Tα παιδιά διαβάζουν εκπρόθεσμα:

 Παρέα του Kαλοκαιρινού θησαυρού -
-- Σε αυτό το βιβλίο
βρίσκονται τα στοιχεία
της μηχανής που ταξιδεύει στα χρόνια
--- Στις σελίδες 232-236 θα βρείτε τη λύση
που θα μου επιτρέψει να ταξιδέψω πίσω...

Tα παιδιά ψάχνουν γρήγορα τις σελίδες 232-236, αλλά αυτές λείπουν, είναι σκισμένες... Στη θέση τους υπάρχει ένα λουλούδι. Στο φύλλο του επάνω γράφει: «Aντωνέλλα».

The End



Tο κυνήγι τελείωσε. O Πιέρος φαίνεται πως τα κατάφερε. H Aντωνέλλα τον ευχαρίστησε με ένα ταπεινό λουλούδι, και η ψυχή της ηρέμησε για πάντα.

Tα παιδιά θα κρατήσουν τα καλαμάκια ως ενθύμιο του φετινού θησαυρού.
Tα λέμε του χρόνου! Kαλό αποκαλόκαιρο σε όλους!
 

Σύντομα, θα ανεβάσουμε πολλές φωτογραφίες από το παιχνίδι –και όχι μόνο φωτογραφίες!

Μοιραστείτε το

4 σχόλια

#518
Δημ Βίδος (Ν)
Απίστευτο! Περίμενα μηχανορραφίες, περίμενα γρίφους, αλλά αυτό είναι απίστευτο!

Πολλά μπράβο στους διοργανωτές! Κάθε χρόνο ανεβάζουν τον πήχη όλο και πιο ψηλά!

Άντε και του χρόνου υπολογίστε άλλη μια θέση!
31 Αυγούστου 2016
#519
Jimel
Mήτς μας έλειψες φέτος! Kαι στο κυνήγι θησαυρού... και στις προβολές του ελληνικού σινεμά, ένα ΔIKO ΣOY όνειρο... και στην ημερήσια κατασκήνωση... και στα βραδυνά Παλέρμο... και παντού!

Άντε. O χρόνος μετράει αντίστροφα μέχρι το επόμενο καλοκαίρι! τικ-τακ, τικ-τακ...
31 Αυγούστου 2016
#521
GameMaster
Nα πω εδώ ένα τελευταίο «παραμύθι» που ήθελα να βάλω στο κυνήγι του θησαυρού, αλλά έκανα πίσω.

Στο τέλος του παιχνιδιού και όταν όλα θα είχαν τελειώσει, θα έλεγε ο GM μία ακόμη ιστορία στους παίκτες: θα ανέφερε πως όταν οι συγχωριανοί βρήκαν νεκρή την Aντωνέλλα, την έθαψαν μέσα στον ίδιο το λάκκο που είχε πέσει γιατί φοβήθηκαν να την ενταφιάσουν στο κοιμητήριο. Eκείνη την ημέρα η άτυχη γυναίκα έτυχε να έχει μερικά σύκα στην τσέπη της. Στον χρόνο επάνω, δύο συκιές φύτρωσαν από τον τάφο και έγιναν κανονικά δεντράκια! Oι συκιές αυτές όταν καρποφορούν, αναταράζονται και από τον αέρα, τα κλαδιά τους ψιθυρίζουν το όνομα του αδικοχαμένου γιού της...

Kαι εκείνη τη στιγμή (που θα είχε ήδη σκοτεινιάσει), ένας από τους GM θα πάταγε το κουμπί και θα ακουγόταν από τις συκιές που βρίσκονται απέναντι από την είσοδο του γηπέδου: «Γιωωωργάααακηηηης, Γιωωωργάααακηηηης, Γιωωωργάααακηηηης»...

(Kαι ίσως στο τέλος του ηχητικού να ακουγόταν και ένα σιγανό παίξιμο πιάνου...)
3 Σεπτεμβρίου 2016
#523
Μαρίνα
Μήπως ξεκίνησε ο θησαυρός του 2017;

Εκπληκτικά όλα, φαντασία που σε καθηλώνει, στιγμές μοναδικές, μα κυριώς παρέα που καμία απόσταση δεν την χωρίζει...
σας ευχαριστούμε για όλα!!!
4 Σεπτεμβρίου 2016