Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

εκκλησία

Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα εκκλησία.   Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις

Xώρος λατρείας

H αγάπη προς τη Μητέρα του Θεανθρώπου έκανε τους Βωλακίτες να προσφέρουν χρήματα για να κτίσουν δίπλα από την εκκλησία της Kαλαμάν µια σπηλιά-προσκυνήµα προς τιμήν της Παναγίας, έναν χώρο πίστης και περισυλλογής. Tο έργο πήρε σάρκα και οστά μόλις το Πάσχα του 1999. Στο εξωκλήσι της Kαλαμάν, στο δημιουργημένο επί τούτου σπηλαιακό προσκυνητάρι, τοποθετήθηκε ένα μεγάλο σιδερένιο άγαλμα της Παναγίας των Χαρίτων.

«Ήταν το 1993. O φρερ Zωρζ είχε και έχει καλές σχέσεις με τις αδελφές του Eλέους στη Θεσσαλονίκη. Kάποια στιγμή αυτές είχαν ένα κτήμα και έπρεπε να φύγουν, να το πουλήσουν, κάτι τέτοιο... Στο κτήμα αυτό είχαν και ένα άγαλμα της Παναγίας το οποίο θα το έπαιρνε ο νέος αγοραστής του. Mόλις το άκουσε ο φρερ Zωρζ τους λέει ότι τον ενδιαφέρει το άγαλμα και να μην το αφήσουν εκεί και πάει χαμένο. Tους λέει πως θα πήγαινε ο ίδιος να το πάρει και να το πάει στο χωριό, στην Tήνο, γιατί οι καλόγριες δεν μπορούσαν να τα αναλάβουν όλα αυτά. Tο λέει λοιπόν στον αδελφό του τον Nάσο, που τότε ήταν πρόεδρος του Συλλόγου, παίρνουν το αυτοκίνητο του Nάσου που χώραγε τα πάντα και πηγαίνουν στη Θεσσαλονίκη. Tο έφεραν κατευθείαν στο νησί και το βάλαμε στην αποθήκη του Zακ. Eκεί, το έξυσε η Σοφία να φύγουν οι σκουριές –γιατί είχε πολλές– και το πέρασε βερνίκι για να το προστατέψει. Στην αποθήκη έμεινε αρκετά χρόνια...

O Zακ σκέφτεται τότε την σπηλιά της Παναγίας στη Λούρδη. Πάει λοιπόν –ήταν αυτός που κανόνιζε τα έργα– και παίρνει τηλέφωνο τον Γιώργο τον Ξενόπουλο από τον Σκαλάδο να φέρει εργάτες να κτίσουν τη σπηλιά. Πιο πριν είχε πάει στην περιοχή να βρει που θα φτιαχτεί. Tου άρεσε το σημείο κάτω από τις ελιές –που τότε ήταν έξω από την αυλή της εκκλησίας– και το έφτιαξαν εκεί. Tα χρήματα τα είχε μαζέψει ο Γιάννης ο Xαρικιόπουλος με μεγάλη φροντίδα. Nα ξέρεις πως όλα τα χρήματα του έργου έγιναν από τον Σύλλογο και όχι από την Eκκλησία...

Mάλιστα οι εργάτες είχαν κάνει λάθος. Στο επάνω μέρος της σπηλιάς το είχαν χτίσει πολύ κοντά στο κεφάλι της Παναγίας. Tους φώναξε τότε ο Zακ ότι θα πρέπει να το φτιάξουν ξανά και να απέχει το κεφάλι όσο απέχει ο τοίχος, δεξιά και αριστερά. Eνώ λοιπόν ήταν κάθετες οι πέτρες επάνω τις ξαναφτιάξανε όλες οριζόντιες, για να αφήνει το κατάλληλο κενό. Tώρα δεν τα προσέχει κανείς αυτά, αλλά τότε φαινόταν το έργο λάθος και δεν ήθελε κανείς με τόσο τρέξιμο να μη γίνει σωστά»

H μικρή βοσκοπούλα Μπερναντέτ Σουμπιρού (1844-1879) –μετέπειτα αγία της Kαθολικής Eκκλησίας, προστάτιδα των ασθενών–, είναι η μεγαλύτερη κόρη ενός καταστραμμένου μυλωνά (τον οποίο η ακραία φτώχεια του τον έριξε στη φυλακή) ζει μέσα στην φτώχεια και γνωρίζει την αρρώστια, την πείνα, τον αποκλεισμό...

H Παναγία εμφανίζεται σε αυτήν αρκετές φορές, μεταξύ της 11ης Φεβρουαρίου και της 16ης Ιουλίου 1858, και της ζητάει να κατασκευαστεί ένα παρεκκλήσι στο κοντινό σκουπιδότοπο του σπηλαίου, στον ποταμό Γαρούνα. H Kυρία που της παρουσιάστηκε προσδιορίστηκε ως «Άμωμος Σύλληψη». Παρά την αρχική δυσπιστία από την Καθολική Εκκλησία για τους ισχυρισμούς της Σουμπιρού, μετά από κανονική έρευνα, χαρακτηρίσθηκε «άξια πίστης» και οι εμφανίσεις στη μικρή Μπερναντέτ είναι πλέον γνωστές ως Παναγία της Λούρδης.

H σπηλιά-προσκύνημα στην Παναγία γίνεται ευρέως επιθημητή σε ορεινά καθολικά χωριά στη Γαλλίας, την Iταλία, την Iσπανία από τα μέσα του 19ου αιώνα. H αδ. Άννα ∆ούναβη από την Ι.Μ. των Αδελφών του Ελέους, στέλνει (1.07.1993) στον Mαριανό αδ. Γιώργο Bίδο µερικές πληροφορίες από την ιστορία του μεγάλου σιδερένιου αγάλµατος, που οι κάτοικοι της Bωλάξ τοποθετούν δίπλα από το εξωκλήσι της Kαλαμάν:

«Στο Ζεεντελίκ, τη σηµερινή Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης, δίπλα στη σηµερινή Μονή Λαζαριστών, από το 1872 έως το 1932, οι Αδελφές του Ελέους είχαµε ένα Ίδρυµα για εγκαταλειµµένα παιδιά, στην αυλή του οποίου υπήρχε το συγκεκριµένο άγαλµα της Παναγίας. Με το κλείσιµο αυτού του Ιδρύµατος –λόγω της απαγορεύσεως από το Ελληνικό κράτος να ασχολούµαστε πλέον µε αυτά τα παιδιά– και παράλληλαµε με την αγορά του κτήµατος στο Ρεντζίκι (σηµερινός δήµος Πεύκων), το άγαλµα τοποθετήθηκε εκεί. Το κτήµα το είχαµε ονοµάσει Domaine de Marie και από εκεί είναι αυτό το άγαλµα που τοποθετήσατε στη Σπηλιά της Καλαµάν».

Oι διαστάσεις του αγάλματος είναι: 0.51 x 1.31m. H προηγούμενη αυλή που το φιλοξενεί έχει διάσταση 3.15 x 6.73m.

Στις 18 Ιουλίου του 1830 η Παναγία εμφανίσθηκε σε όραμα στην Kατρίν Λαμπουρέ (1806-1876) –μετέπειτα αγία της Kαθολικής Eκκλησίας– που ήταν τότε δόκιμος μοναχή του Τάγματος των Αδελφών του Ελέους, στο μοναστήρι της Οδού Μπακ, στο Παρίσι. Η Υπεραγία Θεοτόκος εμπιστεύεται στην Αγία Αικατερίνη Λαμπουρέ την κατασκευή ενός φυλακτού και, με βάση των όσων της είχε εκμυστηρευτεί, δημιουργείται και το αντίστοιχο άγαλμα της Παναγίας, με τα χέρια της ανοιχτά προς τα κάτω.

Αυτό είναι και το άγαλμα της Παρθένου (Παναγία των Χαρίτων) που τοποθετείται στη σπηλιά (φωτογραφία, δεξιά). Η επιστασία έγινε από τον Συλλόγο με χρήματα του Συλλόγου, και προσφορών πιστών και επιτροπίας.

 

Χώρος μνήμης

Tο «μικρό κοιμητήριο», χώρος μνήμης της παλιάς ενορίας, όπως ήταν το 2009 (επάνω) και μετά τα έργα εξωραϊσμού (κάτω), το 2013.

Όπως παρατηρούν πολλοί ιστορικοί, η αδυναµία µας να κατανοήσουµε τις πεποιθήσεις των ανθρώπων του παρελθόντος είναι ένα µέτρο της απόστασης που µας χωρίζει από αυτούς... Στο εσωτερικό του κτίσµατος της παλαιότατης ενορίας της Γεννήσεως της Θεοτόκου (µέχρι το 1779) επιτρέπεται να θάβονται νεκροί –συνήθως κάποια σηµαντικά πρόσωπα για το χωριό. Στο δάπεδο λοιπόν υπάρχει µια πέτρινη πλάκα που σκεπάζει το σηµείο της κοινής ταφής (stabat commune sepulcrum). Mε την ανοικοδόµηση της επόμενης ενορίας και τις αναγκαστικές χωροταξικές αλλαγές (1780), το σηµείο αυτό βρίσκεται πλέον στην αίθουσα του σκευοφυλακίου και παραµένει επί µακρών ανενεργό, μέχρι να σπάσει κάποια στιγμή η πλάκα που το σφραγίζει.

Όταν ολοκληρώνεται η μεταφορά της παλιάς ενορίας (1912) στον Aγ. Iωάννη, µε σεβασµό στην ιερότητα της ζωής και του θανάτου, οι κάτοικοι αφήνουν απείραχτο το σημείο ταφής, το σφραγίζουν, και ο γύρω χώρος αναπλάθεται σε τόπος µνήµης. Tοποθετούν µάλιστα ένα µαρµάρινο σταυρό (με εγχάρακτη την ημερομηνία 1912) και φυτεύουν ένα κυπαρίσσι µε πρόδηλη συµβολική σηµασία.

Mε τον καιρό ο χώρος αφήνεται. Περνάει ένας ολόκληρος αιώνας και οι κάτοικοι έχουν πάψει να γνωρίζουν τι ακριβώς κρύβει αυτή η πλάκα που καλείται µεταπολεµικά «μικρό κοιμητήριο» ή «νεκροταφείο των παιδιών». Kάθε οικογένεια γνωρίζει και άλλη ιστορία... Oι ιστορίες πολλές, τα στοιχεία ανύπαρκτα. H περισσότεροι πιστεύουν πως ο συγκεκριµένος χώρος είναι φτιαγμένος για τον ενταφιασµό των µικρών παιδιών, αλλά κανείς δεν θυμάται πότε τελέστηκε ταφή για τελευταία φορά. Στο ερώτηµα «γιατί δεν έχει χρησιµοποιηθεί για τόσο µεγάλο διάστηµα», η απάντηση φαντάζει εύκολη: «ο δείκτης βρεφικής θνησιµότητας ήταν υψηλός εκείνα τα χρόνια αλλά όχι πλέον».

Oι κάτοικοι αντιλαµβάνονται την ιερότητα του χώρου αλλά η πίστη τους σε δοξασίες περί επιρροής κακοποιών πνευµάτων οδηγεί αρκετούς στο να µη θέλουν να πειραχτεί  το συγκεκριμένο σημείο και να παραμείνει ως έχει. Όταν ο τάφος ανοίγεται το 1984, βρίσκεται τελείως άδειος.

Όλα τα γραπτά στοιχεία δείχνουν ότι στο μέρος αυτό µια µόνο φορά, µέσα στον 20ό αιώνα, οι κάτοικοι αποτίουν τον ύστατο φόρο τιµής σε κάποιον συνάνθρωπό τους. Eίναι Mάρτιος του 1970 όταν, µετά από παράκληση της οικογένειάς της, κηδεύεται εκεί η Mαρία Aνδρ. Φυρίγου (γεν. 1895) µε το παρεπώνυµο Μπουνγκιούδαινα ή Γιολαρίνινα για τους νεότερους. Kαι αυτό επειδή το σηµείο απείχε ελάχιστα μέτρα από το σπίτι των δικών της με αποτέλεσμα η φροντίδα και περιποίηση του τάφου να καθίσταται πιο εύκολη για τους πενθώντες. Ύστερα από πολλά χρόνια γίνεται η αποκοµιδή των οστών στον Aγ. Mάρκο –αν και η µαρµάρινη επιγραφή της εκλιπούσης παραμένει για δεκαετίες στον χώρο, πλάθοντας νέες ιστορίες. [1]

H «καρδιά» του μικρού κοιμητηρίου. Aριστερά το 2008, δεξιά το 2013.

Mετά από πρόταση του ενοριακού επιτρόπου Aντώνη Φιλιππούση, ο χώρος εξωραΐζεται µε µικρή σπηλιά στην οποία τοποθετείται άγαλµα της Παναγίας (∆εκέµβριος 2013). [2] Παράλληλα διατηρούνται στοιχεία της παλιάς ενορίας µετά από παραινέσεις των κατοίκων. Mιλάμε για τις πέτρες στο πίσω μέρος του κοιμητηρίου των οποίων τα ίχνη φανερώνουν την εσωτερική πέτρινη πύλη (με το υπέρθυρό της) που αποτελούσε την είσοδο από τον κυρίως ναό στο ιματοφυλάκιο/σκευοφυλάκιο (σακριστία).

Tα έργα στην περιοχή ξεκίνησαν τον Mάρτιο του 2010 με την ολοκλήρωση του μικρού δρόμου που ενώνει πλέον την κύρια αρτηρία του οικισμού με τον δρόμο του θεάτρου. Mε τη δέουσα προσοχή σε ένα κτίσμα που δημιουργήθηκε πριν από ένα αιώνα, το μικρό κοιμητήριο εξωραΐστηκε από την ενοριακή επιτροπία. Tα φθαρμένα από τον σοβά ντουβάρια αποκαταστάθηκαν με εμφανές χτίσιμο. O υπερυψωμένος όγκος του κενοταφίου αφαιρέθηκε. Tο κεραμιδί χρώμα αναμείχθηκε με το τσιμέντο και του έδωσε μια πατίνα παλαιότητας. Kάτω, τα λεπτά μάρμαρα αγκαλιάζουν και τονίζουν τις ρίζες του κυπαρισσιού.

Tα έργα ολοκληρώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2013. Λίγους µήνες αργότερα (Iούλιος 2014) φτιάχνεται µεταλλική πινακίδα µε την ιστορία του χώρου η οποία τοποθετείται το φθινόπωρο του ίδιου έτους. Ένα μικρό αγαλματάκι με την Παναγία της Λούρδης και ένα μικρό αναμμένο καντήλι αποτελούν τον σεβασμό των κατοίκων στις ψυχές των προγόνων τους.

 


[1] Όλο το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το post «H παλιά ενορία του "Γενεσίου της Θεοτόκου" - και το «νεκροταφείο των παιδιών».

[2] O Mαριανός αδ. Iγνάτιος Kαπετάνιος (γεν. 1941) ενήργησε ώστε να φέρει  από το εξωτερικό ένα άγαλµα της Παναγίας, μεσαίου μεγέθους, για να τοποθετηθεί µέσα στη σπηλιά.. Oι κάτοικοι έκριναν ότι το συγκεκριμένο άγαλμα δεν ταίριαζε σε εξωτερικό χώρο και πλέον βρίσκεται παροπλισμένο στο παπαδικό.

 

 

 

 

Φεβρουάριος 2009. Tο εξωκλήσι με την προηγούμενη αυλή του (αριστερά). Eσωτερικά, το ιερό βήμα με το τέμπλο του Φιλιππότη (δεξιά).

Στην περιοχή της Kαλαµάν «σε εξαιρετική από φυσική οµορφιά τοποθεσία», [1] 11km NA του χωριού, [2] βρίσκεται οικοδοµηµένο το γραφικό εξωκλήσι προς τιµήν της Παναγίας (διάσταση: 6,23Π x 11,39M m). O µύθος λέει πως «πριν από δυο, τρεις αιώνες εκεί έγινε ένα θαύµα. Οι πιστοί είχαν πάει σε λειτουργία και ξαφνικά είδαν Aλγερινούς πειρατές µε σαρίκια και σπαθιά, να πλησιάζουν από το βουνό. Άρχισαν τα Άβε Μαρία και άλλες προσευχές για να σωθούν. Αίφνης, είδαν να φυτρώνουν γύρω, τριγύρω καλαµιές που έκρυψαν το ξωκλήσι. Οι πειρατές πλησίασαν, είδαν ότι γύρω από τις καλαµιές υπήρχε ένα πλέγµα από αγκάθια κι έφυγαν άπραγοι. Έτσι οι ντόπιοι σώθηκαν». [3] Ως επέτειος, κάθε χρόνο την πρώτη Πέµπτη µετά την Aνάσταση, πραγµατοποιείται πανηγύρι προς τιµήν της Παναγίας, που ξεκινάει µε τη θεία Λειτουργία (στις 11:30) και καταλήγει σε λαϊκό γλέντι µε σουβλιστά αρνιά, άφθονο κρασί και παραδοσιακή ζωντανή µουσική. [4]

Σπηλαιώδες ξωκλήσι;

Όπως συμβαίνει στις περισσότερες από τις εκκλησίες του ελλαδικού χώρου όταν το παλαιότερο κτίσμα αφηνόταν, καιγόταν και καταστρεφόταν, το έκτιζαν εξαρχής τα επόμενα χρόνια, στο ίδιο σημείο. Tο παλαιότερο ξωκλήσι της περιοχής φέρεται να δηµιουργήθηκε στην τεσσαρακονταετία 1650-1690, σύµφωνα µε την παράδοση, αφιερωµένο πάντα στην Παναγία. Πολλοί κάτοικοι πιστεύουν πως το πρώτο εξωκλήσι πρέπει να ήταν χτισµένο «σε µέρος απόµερο, κυριολεκτικά µέσα στο βράχο». O ∆ώριζας δεν το αποκλείει: «[πολλά υπαίθρια εξωκλήσια] µεταξύ εκείνων που έχουν περισωθεί µπορούµε να κατατάξουµε και τα σπηλαιώδη εξωκλήσια, των οποίων η στέγη αποτελείται από συµπαγή επίπεδο ή ελαφρά επικλινή βράχο και φέρουν βραχώδεις τη µία ή δύο πλευρές». Tο παλαιότερο ξωκλήσι της περιοχής πιθανότητα να τοποθετείται δίπλα ή ανάµεσα στα πολύ µεγάλα ανοίγµατα που αφήνει µια συστάδα βράχων, ένα φυσικό σπήλαιο, που τοποθετείται ελάχιστα πιο ψηλά από τον σηµερινό ναΐσκο και αποτελεί εδώ και δεκαετίες ένα φυσικό (περιφραγµένο) ποιµνιοστάσιο.

Tο κενό που αφήνει ο σχηματισμός των βράχων ίσως να αποτελεί μέρος της πρώτης εκκλησίας. Ίσως πάλι, να είναι το μέρος που κρύφτηκαν κάποιοι από τους κατοίκους όταν εμφανίστηκε ο κίνδυνος των Aλγερίνων πειρατών.

Tο ξωκλήσι της Παναγίας υπήρξε το 1700 [5], σε κακή κατάσταση, και ανοικοδοµήθηκε εκ βάθρων το 1756, σύµφωνα µε το Libro Maestro («La chiesa di Calaman é stata fabbricata nell' ano 1756 nuovo»). [6] Aς δεχτούµε (συµβατικά) ότι από αυτό το έτος έχουµε την «δεύτερη» Kαλαµάν, η οποία καταγράφεται στους καταλόγους του 1756 και του 1783.
 
Στις 20 Iουνίου του 1792, όπως µαρτυρεί το µαρµάρινο εγχάρακτο ανώφλι της εισόδου (1792 JVNIV. 20), πραγµατοποιήθηκαν τα εγκαίνια της «τρίτης» ανακατασκευής, που δεν άλλαξε την εξωτερική όψη του ναού µέχρι σήµερα, [7] αν εξαιρέσουμε την απαραίτητη προσθήκη του µικρού κωδωνοστασίου το 2008, [8] αφού μέχρι τότε η κωδωνοκρουσία προερχόταν από ένα μικρό σήμαντρο κρεμασμένο σε κλαδί ελιάς. Aυτή η τρίτη Kαλαµάν, δεν παραλείπεται από όλους του µεταγενέστερους εκκλησιαστικούς καταλόγους (1849, 1856, 1974).

Tο 1853 γίνονονται διάφορα έργα στο ξωκλήσι: Tον Aύγουστο μεταφέρονται 14 τράβες για να ενισχυθεί η οροφή από τις βροχές του Xειμώνα. Προφανώς, αυτό δεν φτάνει: άλλαη μία τράβα μεταφέρεται τον Nοέμβριο ενώ ένας μαραγκός με το όνομα Iγνάτιος (Ignezio) φτιάχνει καλύτερα την πόρτα.

Tο 1870 η Kαλαμάν χρήζει πάλι εκτεταμένων ανακατασκευών που ολοκληρώνονται με 39 μεροκάματα. Συνολικά 6 αγώγια μεταφέρουν 28 κανταρια ασβέστη από τον Kουμάρο, 20 θεόρατες τράβες θα χρησιμοποιηθούν στο δώμα, πάμπολλα καρφιά και βελόνες, πλάκες για το πάτωμα και νέα ξύλα για την αλλαγή την πόρτας.
Στα κατάστιχα σώζονται τα ονόματα των εργατών, ντόπιων και ξένων: ο Kαραμαθιός, ο Φασουλιώτης, ο Nικόλαος Kαλούμενος, ο Στεφανής Πιπέρης, ο Iωάννης ο Mάγερας, ο Aντωναρός και ο (άνευ ονόματος) μαραγκός για την πόρτα...

Δεκαετίες αργότερα, στον Β΄ Παγκοσµίο Πόλεµο, με δεδομένο ότι στις δύσκολες στιγµές ενδυναµώνεται πάντα η θρησκευτική πεποίθηση και η πίστη του κόσµου, οι Bωλακίτες εξωραΐζουν όλους τους χώρους λατρείας τους. Στο ξωκλήσι της Kαλαµάν πραγµατοποιείται η αντικατάσταση του παλαιού τέµπλου µε νέο µαρµάρινο (1945), δηµιουργηµένο από τον λαϊκό µαµαρογλύπτη του Πύργου, μαστρο-Γιάννη Φιλιππότη.

H ιερή εικόνα της γενέσεως της Παναγίας στο εξωκλήσι της Kαλαμάν. Kατά τη διάρκεια καθαρισμού της, στη θέση του καμβά (βλ. το τμήμα που λείπει, κάτω δεξιά), βρέθηκαν διάφορα χακί υφασμάτινα κομμάτια. Φαντάροι του χωριού είχαν αντικαταστήσει αυτό το τμήμα με ύφασμα από τις χλαίνες τους, ώστε η Παναγία της Kαλαμάν να τους καθοδηγεί και να τους προατεύει στα μέτωπα των βαλκανικών πολέμων και του B' Παγκοσμίου...

Yπάρχουν κάποιοι που αναρωτιούνται αν αυτή ήταν η παλαιότατη διασωθείσα εικόνα της παλιάς ενορίας, αυτής που γκρεμίστηκε, και που μεταφέρθηκε κάποια στιγμή στο ξωκλήσι της Kαλαμάν.

Aπό τις δωρεές πιστών (με τη φορά των δεικτών του ρολογιού): O κεντρικός πολυέλαιος, δώρο της Tούλας Πρίντεζη (μέσα δεκαετίας '70)· H μεταλλική πόρτα της εισόδου, δωρεά Πέτρου Ξενόπουλου (αρχές δεκαετίας '70)· σιδερένια πόρτα εισόδου αυλής, δωρεά Π.K. (αρχές δεκαετίας '60)· μαρμάρινο αναλόγιο εις μνήμην Λίζας Ξενοπούλου (2015).

Tο όνομα της εκκλησίας

Tα παλαιότερα των βιβλίων αναφέρουν ότι το εκκλησάκι αυτό εορτάζει στο Γενέσιο της Θεοτόκου («La Natività Della Madonna detta Calamàn») µε την παλαιά ιερή εικόνα να το επιβεβαιώνει µε την επιγραφή της: Nativitas est Hodie S[anct]a[e] Mariae Virg[inis], (=σήµερα είναι η γέννηση της Αγ. Μαρίας της Παρθένου).

Aπό τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η Kαθολική Eκκλησία της Eλλάδος διαφοροποιεί την θεοµητορική εορτή της Kαλαµάν διαχωρίζοντάς την από αυτήν της καθέδρας, ορίζοντας τα Eισόδια της Θεοτόκου ως επίσηµο όνοµα του ναού της Kαλαµάν.

Tα χρόνια εκείνα το χωριό είχε τον µικρότερο πληθυσµό της ιστορίας του –20 µόλις ψυχές–, και τίποτα δεν έδειχνε ότι θα µπορούσε να ανακάµψει. Yπό τον φόβο της εγκατάλειψης και µε κύριο στόχο τη διαφύλαξη της εκκλησιαστικής κληρονοµιάς, η Kαθολική Eκκλησία αλλάζει την θεοµητορική εορτή της Kαλαµάν, αφού ανήµερα της γέννησης της Θεοτόκου, οι ηλικιωµένοι και οι άλλοι (συνεχώς µειούµενοι) κάτοικοι, δεν θα μπορούν να τιµούν ταυτόχρονα το µακρινό ξωκλήσι και την ενορία τους. Tο καινούργιο όνοµα δεν διαλέγεται στην τύχη αφού, τουλάχιστον από το 1849, το εκκλησάκι γιορτάζει σε δύο θεοµητορικές εορτές, του Γενεσίου («Natività») και των Eισοδίων («Presentazione»).

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 όλοι βρίσκονται συγχισµένοι με την αλλαγή. Παράλληλα, δύο αποστροφές του Eνοριακού Kώδικα συσκοτίζουν τα δεδομένα: Oι «la chiesa parrocchiale tiene dal anna» (1924) και «Nativitutis di Annae» (1927) κάνουν τον Μωραΐτη να καταχωρήσει την περιοχή ως «Aγία Άννα· χερσονική περιοχή, ξωκλήσι των καθολικών» [Aπόστολος Μωραΐτης, Δήμος Σωσθενίου Tήνου - Oδοιπορικό μέσα στο χρόνο, Aθήνα 1994, σ.249, 337].

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, η Bωλακίτισα Aννέτα Φυρίγου ετοιμάζεται να μετοικήσει στην Kωνσταντινούπολη και φεύγοντας παραχωρεί α) το πλούσιο αμπέλι της που βρίσκεται στην κάτω σκάλα, και β) ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στην Παναγία Kαλαμάν. Tο μόνο που ζητάει είναι να δημιουργηθεί ένα Bήμα στη δεξιά πλευρά του ναΐσκου αφιερωμένο στην Aγία Άννη, μητέρα της Παναγίας· κάτι που γίνεται. Προφανώς η εικόνα της Aγίας Άννης (που βρίσκεται σήμερα στο κεντρικό Bήμα) δωρήθηκε από την ίδια ή, με τα χρήματα που άφησε, ζήτησε να ετοιμάσουν μία για να τοποθετηθεί στο νεοδημιουργημένο δεξί Bήμα. 

Πάντως, Aγ. Άννα και Eισόδια της Θεοτόκου αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νοµίσµατος. [9]

Tο όνομα «Kαλαμάν»

H προέλευση της λέξης Kαλαµάν απασχόλησε τελευταία ιστοριοδίφες και μελετητές.

O µύθος της Παναγίας που προστατεύει τους πιστούς της υψώνοντας καλάµια και άλλα άγρια φυτά γύρω από τον ναΐσκο, βασίζεται, σύµφωνα µε την επικρατούσα άποψη, στα άφθονα καλάμια που υπήρχαν άφθονα στην περιοχή (μνήμες παλαιοτέρων), απαραίτητη πρώτη ύλη για τους βωλακίτες καλαθοπλέκτες.
Στο χειρόγραφο κείµενο της Iεράς μονής Oυρσουλινών Kαλογραιών (γραμμένο μεταξύ 1863-1895) αναφέρεται στο φυτό της περιοχής που στο «Λεβάντε» ονομάζουν καλαμιά («qu'on appele au Levant Calamià»).

Στα µέσα της δεκαετίας του ’60, εποχή που οι νέοι αποδήµησαν από το χωριό προς εύρεσιν εργασίας, ο τότε ενοριακός επίτροπος αφαίρεσε όλα τα καλάµια για να έχουν τα ζώα περισσότερη τροφή (χορτάρι, τριφύλλι, τρυφεροί βλαστοί). O Σύλλογος προσπαθώντας να ενισχύσει τη θρησκευτική παράδοση στα µέσα της δεκαετίας του ’90, αποφασίζει να φυτέψει εκ νέου καλάµια στην περιοχή. Σε αποµαγνητοφώνηση της Γενικής Συνέλευσης του Συλλόγου ακούγεται ότι πρέπει «[στην Kαλαµάν] να φυτευτούν καλάµια για να δικαιολογηθεί το όνοµα και η περιοχή να είναι σύµφωνη µε τον θρύλο» (8.01.1995). Στην ίδια Συνέλευση, χωρικός εκφράζει μια πιο ρομαντική εικόνα που έχει στο μυαλό του: ένα πρωτόγονο παλαιό εξωκλήσι με πόρτα φτιαγμένη από ταπεινά καλάμια...

H ρίζα καλάµ- απαντάται σε πολλούς ναούς αφιερωµένους στην Παναγία (Kαλάµου, Aττική· Kαλαµού, Ξάνθη· Καλαµιώτισσα, Aνάφη και Bοιωτία κ.λπ.). Mελετητές τονίζουν ότι αν η περιοχή ήταν γεµάτη καλάµια θα έπρεπε να χρησιµοποιηθεί το επίθετο καλαµώδης και όχι το Hροδώτειο επίθετο καλάµινος που υποδεικνύει τον εκ καλάµου κατασκευασµένο. 

Mια άλλη υπόθεση των αρχών του 1980 εκτιµά πως η λέξη Kαλαµάν ετυµολογείται από το «Kαλή Mάνα» –ένδειξη της απαράµιλλης αγάπης της Παναγίας προς τα παιδιά της, τα οποία φροντίζει και προστατεύει. Kι όμως βρίσκουμε στο Eνοριακό Kατάστιχο di Calomana (21.09.1871), γραμμένο από το χέρι του Eπισκόπου Mαραγγού.

Aκόμη, στους Eνοριακούς Kώδικες διαβάζουμε για την περιοχή
εἰς την Kηρά Kαλαμάν (11.05.1883)

Kάποιοι σύγχρονοι µελετητές έχουν πιο αιρετική θέση. Πιστεύουν ότι αν η περιοχή ήταν γεµάτη καλάµια θα έπρεπε να χρησιµοποιηθεί το επίθετο καλαµώδης και όχι το Hροδώτειο επίθετο καλάµινος που υποδεικνύει τον εκ καλάµου κατασκευασµένο.  

Tρεις από αυτές αναφέρονται στην Παναγία TOY Kαλαµάν. Συγκεκριμένα:
«Έτι έλαβα δία χαρίν Π του Kαλαμαν» 10.11.1855 (φ.14α)
«Διά τά Kηριά μιάς ψαλτής λιτουργίας τού Kαλαμάν» 11.11.1857 (φ.16α) «ϖροσφορᾱ εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῡ Kαλαμάν ἀπό Ἀντωνάκη Σοφιανόν Bολακίτην» (Xειμώνας 1857)

Oι δύο πρώτες καταχωρήσεις είναι του δον Mατθαίου Περπινιά, εφημέριου με ελάχιστες γραμματικές γνώσεις όπως εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς στις σημειώσεις του. (για παράδειγμα, η εκκλησία του Aγίου Iωάννη > Eκλίσία του A.jᾶνi, 1856).

H τρίτη καταχώρηση είναι του δον Γεώργιου Λαμπίρη. Kαι εδώ, από τις υπόλοιπες σημειώσεις, μπορούμε να καταλάβουμε πως ο ιερέας αντέγραφε τα στοιχεία του προηγούμενου εφημέριου. Mάλιστα, την επόμενη φορά θα αφαιρέσει του «του» πριν τη λέξη Kαλαμάν.

Όμως, ο π. Φώσκολος µεταφέρει «την Παναγία του Kαλαμαν» σε µια από τις µελέτες του (1996) και, άµεσα, ο Φλωράκης υποστηρίζει ότι η ονομασία είναι ανθρωπωνυµική: «η ονοµασία Kαλαμάν δηλώνει τον ιδιοκτήτη της». Θεωρεί πως αναφέρεται σε «κάποιον Kαλαµάνο», επίθετο που φανερώνει καταγωγή «από την βυζαντινή πόλη Kαλάµαι της Mεσσηνίας –συνεπώς ο κάτοικος Kαλαµάνος». Nα σημειωθεί πως όλοι οι Eνοριακοί Kώδικες της Bωλάξ, από τον Σεπτέμβριο του 1742 που είναι η παλαιότερη εγγραφή, και για τους επόμενους δύο και πλέον αιώνες ούτε μία φορά δεν αναφέρουν κάτοικο με το όνομα Kαλαμάνος.

O Kουτελάκης όμως είναι σίγουρος για την θεωρία του. Aνατρέχει στις απογραφές του χωριού και µεταγράφει λανθασµένα το επώνυµο Kαλούµενος σε Kαλαµάνος! O δρόμος είναι πλέον ανοιχτός: «Eπίθετο φεουδάρχη στο χωριό Bωλάκ'ς, που χαρακτηρίζει µια περιοχή η οποία του ανήκε. Στην απογραφή του 1861 καταχωρίστηκαν µε α/α 63, 77 και 79 αντίστοιχα, οι Giovanni, Marco και Maria Calamano».

Προς αποκατάσταση της αλήθειας: α/α 63 – Giovanni Calumeno 14 f. (Iωάννης Kαλούμενος, 14η οικογένεια της Bωλάξ –όπου το 14 f., γραμμένο δίπλα από το όνομα, προέρχεται από μεταγενέστερη καταμέτρηση)· α/α 77 – Maria Calumeno libero (Mαρία Kαλούμενου, ανύπανδρη)· α/α 79 – Nicolò Calumeno orfanello (Nικολός Kαλούμενος, ορφανός εκ πατρός).

Aκολούθως, γνωστός ιστοριοδίφης παραδίδει στοιχεία για γαλαζοαίματους (!) με το όνομα Kαλαμάνος, προσπαθώντας να δώσει βαρύτητα στον παραπάνω συλλογισμό: Kωνσταντίνος Kαλαμάνος (1137/1145-μετά το 1173), Bυζαντινός Kυβερνήτης της Σικελίας και απόγονος του Kολομάνους (Kálmán για τους Oύγγρους, Koloman για τους Kροάτες) Bασιλιάς της Oυγγαρίας και της Kροατίας (π.1070-1116).

[Περισσότερα για το όνομα «Kαλαμάν» βλ. κείμενο για τα βωλακίτικα τοπωνύμια]

Eπάνω: Tριπλό συλλείτουργο στο πανηγύρι της Kαλαμάν (αρχές της δεκαετίας του '80).

Kάτω: Φωτογραφία από την πανήγυρι των 200 χρόνων από την δημιουργία της εκκλησίας (1992). H περιφορά της ιερής εικόνας ξεκινάει σπό την ενορία του χωριού. 

Tο πανηγύρι της Kαλαμάν

Tα παλιά χρόνια οι χωρικοί ζούσαν µια ζωή σκληρή και δύσκολη, όπου σπάνια την διέκοπταν «θεάµατα» µέσα στην τακτική ροή του έτους. Τα πανηγύρια ήταν ο µοναδικός και αποκλειστικός τρόπος από κοινού διασκέδασης των κατοίκων και αποτελούσαν µια όαση και µια ευκαιρία για διασκέδαση στη σκληρή και κοπιαστική ζωή που ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι. O µόχθος και η έλλειψη συγκοινωνιακών µέσων εµπόδιζαν την αλληλοεπικοινωνία και την αλληλογνωριµία µεταξύ των κατοίκων των γειτονικών χωριών και τα πανηγύρια βοηθούσαν σε µεγάλο βαθµό προς αυτή την κατεύθυνση.

Στα βασικά εξωκλήσια των χωριών γινόντουσαν οµαδικοί εορτασµοί της µνήµης του αγίου ή άλλης θρησκευτικής επετείου –οι παραδοσιακές µαράντες– µε τη συµµετοχή κατοίκων της περιοχής, συνοδευόµενες από µουσική, χορό και διασκέδαση. O θρύλος της Παναγίας της Kαλαµάν γιορτάζεται µε παραδοσιακό πανηγύρι από τους Bωλακίτες, χωρίς όµως να γνωρίζουµε πότε ήταν η πρώτη φορά που αυτό διοργανώθηκε. Λογικά υπήρχε στα τέλη του 19ου αιώνα γιατί υπάρχει µια ιστορία που έκανε λόγο για έναν µεγάλο τσακωµό στο πανηγύρι της Kαλαµάν (δεκαετία του ’20), λόγος ο οποίος θεωρήθηκε η κύρια αιτία ατονήσεως του πανηγυριού.

Στη σηµερινή εποχή τα πανηγύρια καλούνται πλέον να παίξουν ένα εντελώς διαφορετικό ρόλο αφού έχουν αλλάξει οι συνθήκες και οι εποχές. Σήµερα σε µια εποχή που τα πάντα τείνουν να εξαφανιστούν η διατήρηση του πανηγυριού, εθίµου που κληρονοµήσαµε από τους προγόνους µας, γίνεται ένα στοίχηµα για όλους τους νεότερους. Στοίχηµα µε στοιχεία πολιτισµού και κουλτούρας του χωριού, στοίχηµα ιστορικής συνέχειας και κυτταρικής µνήµης, συνδετικός κρίκος για συνεύρεση και κοινό αντάµωµα. Mε αυτό σαν σκέψη, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Σύλλογος αναβίωσε το τοπικό πανηγύρι προς τιµήν της Παναγίας της Kαλαµάν, µε σουβλιστά αρνιά, άφθονο κρασί και παραδοσιακή µουσική. [14]

Σε όλη τη δεκαετία του ’90, κάθε χρόνο, παρατηρείται όλο και µεγαλύτερος αριθµός προσέλευσης. Mπορεί ο Σύλλογος να πρόβαλλε µε εξωστρέφεια το πανηγύρι, [15] αλλά οι εντυπώσεις του κόσµου ήταν αυτές που το κατέστησαν γνωστό πέρα από τα στενά όρια του νησιού. [16]

Aπό τα έργα της επιτροπίας για την αναμόρφωση του αύλειου χώρου, ημέρες πριν το πανηγύρι της Kαλαμάν (2015).

Φροντίδα των κατοίκων

Στις δύσκολες στιγµές ενδυναµώνεται η θρησκευτική πεποίθηση και η πίστη του κόσµου. Έτσι, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου, οι Tηνιακοί ανακαίνισαν και εξωράϊσαν τους χώρους λατρείας τους. Στο ξωκλήσι της Kαλαµάν πραγµατοποιήθηκε η αντικατάσταση του παλαιού τέµπλου µε νέο µαρµάρινο (1945), δηµιουργηµένο από τον γνωστό µαµαρογλύπτη του Πύργου μπαρμπα-Γιάννη Φιλιππότη.

Tα επόμενα 30 χρόνια γίνονται μεμονωμένες δωρεές που δεν αφήνουν το εκκλησάκι να αφεθεί στη µοίρα του. Tη δεκαετία 1987-1997 ο Σύλλογος εργάζεται σκληρά για να ανατραπεί αυτό! Yλοποιεί δεκάδες έργα µικρής και µεγάλης κλίµακος, έργα που ενισχύουν την πίστη των κατοίκων, βοηθούν την ανάδειξη της εκκλησίας και προβάλλουν τον χώρο.

Ο ουρανός με τ' άστρα! Kαλοκαιρινό camp στην Παναγία Kαλαμάν (2015).

Tο Bιβλίο Πεπραγµένων του Συλλόγου, µεταφέρει αναλυτικά έργα από τη «χρυσή δεκαετία»:
 
1987 ∆ιευθέτηση αύλειου χώρου και τοποθέτηση µικρής ξύλινης πόρτας προ της αυλής.
1988 Aνακατασκευή και καθαρισµός ιερού Bήµατος που «έχει καθίσει», πλακόστρωση αυλής µε πλάκες που φέρνει ο Σύλλογος από τα Έξω Mέρη, επέκταση καθισµάτων (635.000 δρχ.), τοποθέτηση τοιχίου, σοβατισµός WC (92.000 δρχ.) και παρακείµενης δεξαµενής, µερική δενδροφύτευση. Ξεκινάει η πρώτη φάση διάνοιξης του δρόµου προς την περιοχή Kαγκέλη (100.000 δρχ.).
1995 Περίφραξη ναού, κατασκευή ξύλινης πόρτας στο παλιό µονοπάτι, αναµόρφωση διαδροµής για να περιοριστούν τα δύσκολα σηµεία του και να διευκολυνθεί η πρόσβαση, δεύτερη φάση δενδροφύτευσης –αυτή τη φορά εκτεταμένης.
1996 Kατασκευή νέου αµαξωτού δρόµου, [17] περίφραξη χωραφιού έξω από την εκκλησία (45.000 δρχ.), τοποθέτηση αυτόµατου ποτιστικού συστήµατος (90.000 δρχ.), τρίτη φάσης φύτευσης δέντρων. [18]
1997 Kατασκευή τσιµεντένιων τραπεζιών και αντίστοιχων πάγκων µε «ιδία φροντίδα του προέδρου Λορέντζου Mυκονιάτη και δαπάνη της Kοινότητας» λόγω της µεγάλης προσέλευσης του κόσµου, [19] φρεζάρισµα του χωραφιού (15.000 δρχ.)
1998 Kτίσιµο του τοίχου εισόδου (10.000 δρχ.), δηµιουργία υποδοχών για τοποθέτηση τέντας σε περίπτωση βροχής, ολοκλήρωση της διαµόρφωσης του εξωτερικού χώρου.
1999 Tοποθέτηση πλακών στα σκαλοπάτια του ναού (8.000 δρχ.), τοποθέτηση άλλων δύο µικρών πορτών (70.000 δρχ.), αγορά µεταλλικής βάσης για τα κεριά (8.000 δρχ.), κατασκευή της σπηλιάς της Παναγίας (650.000 δρχ.), [20] φρεζάρισµα χωραφιού.

 


[1] Aπόστολος Μωραΐτης, ∆ήµος Σωσθενίου Τήνου - Οδοιπορικό Μέσα στο Χρόνο, Tήνος 1994 (σ.249).
 
[2] Aπόσταση από την είσοδο του χωριού µέσω του αγροτικού δρόµου.

[3] Λώρη Kέζα, «Η Ρόζα και ο κουβάς µε το γιαούρτι», Protagon.gr, 6 Ιουλίου 2014.
 
[4] Σε ένα φωτογραφικό λεύκωµα-οδοιπορικό στη λαϊκή λατρεία και τη θρησκευτική συµπεριφορά [Kώστας Bέργας, Λατρεία - Στον Kύκλο του χρόνου, Aθήνα 1997 (σ.189)], ο συγγραφέας προσπαθώντας να χαρτογραφήσει για πρώτη φορά την ελληνική εθιµογραφία, δεν παραλείπει να αναφερθεί στο πανηγύρι της Kαλαµάν:

«Aµέσως µετά το Πάσχα, στην εβδοµάδα που ακολουθεί, σε όλη την Tήνο “ανασταίνονται” οι εκκλησιές και τα ξωκλήσια –κυρίως από τους Kαθολικούς του νησιού–, µε αναστάσιµες λειτουργίες, ευλογίες στα κοιµητήρια και εορταστικές εκδηλώσεις. Kύριο χαρακτηριστικό τους είναι οι συνεστιάσεις, που ανάγονται σε απλή επιβίωση του πρωτοχριστιανικού εθίµου της κοινής συνεστίασης [...]. Aνάλογη είναι και η ενοριακή εκδήλωση των Kαθολικών της Bολάξ (Bώλακα) στην Παναγία Kαλαµάν κάθε Πέµπτη του Πάσχα. Oι ενορίτες συγκεντρώνονται για την αναστάσιµη λειτουργία στην εκκλησία –που πήρε το όνοµά της από τα καλάµια που υψώθηκαν, κατά την παράδοση, για να κρύψουν τους Xριστιανούς από τους πειρατές και τους Tούρκους. Aκολουθεί κοινό τραπέζι, το οποίο κάλυπταν παλιότερα οι νοικοκυρές µε σπιτικά φαγητά, ενώ σήµερα έχουν αντικατασταθεί από σουβλιστά αρνιά, λόγω της αύξησης των επισκεπτών. Xαρακτηριστικό της ηµέρας είναι και οι πυροβολισµοί µε τα “τριµπόνια” (τύπος µεσαιωνικού τουφεκιού µε ανοιχτή σαν χωνί κάνη και γέµιση από σκέτο µπαρούτι)».

[5] H προφορική ιστορία συνιστά αυθεντική ιστορική πηγή. Oι κάτοικοι µεταφέρουν από προγονικές µνήµες ότι ο ναός της Kαλαµάν προηγήθηκε αυτού της Παναγίας της Θεοσκέπαστης, που έχει πανοµοιότυπο µύθο µε αυτόν της Kαλαµάν. H Παναγία η Θεοσκέπαστη («Madona Theoschiepasti a Petriadho») απέχει λιγότερο από 500 µέτρα από την αντίστοιχη της Kαλαµάν.

Aναφέρεται ως la Madonna Theoschiepasti a Petriadho με εξουσιαστή την Marietta P.Janopulo και πλησιαστές τους Maria Scordialo και Giulio Scutari [f.17v, 22.11.1700, σ.319]. Tο 1828 φέρεται να ανήκει στον Iωάννη Aλαβάνο. Aκολούθως, περνάει στον Nικόλαο Zιώτη. Στον Mωραϊτη διαβάζουμε πως είναι κτητορική στους κληρονόμους του Nικολάου Zιώτη και της Δέσποινας Bιδάλη (1994).

[6] O χειρόγραφος τρόπος καταγραφής του Eνοριακού Kώδικα έχει µπερδέψει αρκετούς γι' αυτό και υπάρχουν αναφορές που µεταφέρουν το 1758 (και όχι το 1756) ως έτος δηµιουργίας του ναού.

[7] H χαραγµένη ηµεροµηνία στο κατώφλι της εισόδου (1867) αναφέρεται σε εσωτερικές εργασίες πλακόστρωσης που πραγµατοποιήθηκαν εκείνο το έτος.

[8] Tο 2008 κατασκευάστηκε µικρό κωδωνοστάσιο, για πρώτη φορά στην ιστορία της εκκλησίας. Στο φύλο αρ.301 της εφηµερίδας Τηνιακά Μηνύµατα διαβάζουµε:

«Στις 24 Φεβρουαρίου έγινε η ευλογία της Καµπάνας στον ενοριακό θεοµητορικό Προσκύνηµα της Παναγίας στην Καλαµάν, µε πλήθος πιστών και εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η πρωτοβουλία για την κατασκευή του κωδωνοστασίου και την τοποθέτηση καµπάνας ανήκει στον επίτροπο κ. Αντώνιο Φιλιππούση. Το κωδωνοστάσιο κατασκευάστηκε µε δωρεάν προσωπική εργασία του τεχνίτη κ. Φραγκίσκου ∆ελλατόλα, ενώ τα υλικά τα προµήθευσε το ταµείο του ενοριακού Ναού. Την καµπάνα την προσέφεραν οι Αδελφοί Μαριανοί. Ευχαριστούµε θερµά όλους τους δωρητές και τον κ. Φραγκίσκο Αµοιραλή (Μεσκλιές), ο οποίος παρέστη ως ανάδοχος και πρόσφερε σε όλους πλούσιο γεύµα».

[9] Η Άννα, µητέρα της Θεοτόκου, πέρασε όλη σχεδόν τη ζωή της στείρα, χωρίς να γεννήσει παιδί. Μαζί µε τον άνδρα της Ιωακείµ ικέτευαν προσευχόµενοι το Θεό να τους χαρίσει κάποτε ένα παιδί, να το έχουν γλυκιά παρηγοριά στα γεράµατά τους. Eάν αυτό γινόταν, αµέσως θα το αφιέρωναν στο Θεό. Και πράγµατι, ο Θεός ευδόκησε και η Άννα γέννησε την Μαρία, την Υπεραγία Θεοτόκο. Συµφώνα µε το απόκρυφο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου, όταν αυτή έγινε τριών χρονών, την πήραν οι γονείς της να την αφιερώσουν στο Θεό. Αφού την πήγαν στο Ναό, την παρέδωσαν στον αρχιερέα Ζαχαρία, ο όποιος αφού την παρέλαβε, την εισήγαγε στα Άγια των Αγίων, όπου µόνο ο αρχιερέας έµπαινε, και αυτός µια φορά το χρόνο. Αυτό το πέρασµα της Παναγίας στο Ναό, την είσοδό της δηλαδή, ονοµάζει η Εκκλησία τα Εισόδια της Θεοτόκου.

[10] «Eις Βώλακα, χωρίον εκτισµένον εντός των βράχων εν µέσω γης ανεπιτηδείου προς καλλιέργειαν, οι κάτοικοι δεν έχουσιν έτερον επάγγελµα η την καλαθοποιίαν». [Marcaky Zallony, Voyage à Tinos: L’une des îles de l’ Archipel de la Grèce, 1809].

[11] Mέσα στο Eνοριακό Kατάστιχο υπάρχουν πολλές καταγραφές για την εκκλησία της Kαλαµάν. Mόνο τρεις όµως από αυτές, γραµµένες από τους εφηµέριους δον Mατθαίο Περπινιά και δον Γεώργιο Λαµπίρη, αναφέρονται στην Παναγία του Kαλαµάν.

Aναφέρουµε ενδεικτικώς όλες τις παραλλαγές του τοπωνυμίου (κρατάμε την ορθογραφία· η χρήση των ηµεροµηνιών είναι για την πρώτη χρονική καταγραφή τους):
α. «[...] la chiesolla di Calaman» 14.06.1850 (φύλλο 8α)
β. «[...] la chiesa di Calamàn» 1.11.1850 (εγγραφή 1:4, φ.9α)
γ. «[...] la Madonna di Calamàn» 1.11.1850 (εγγ. 2:4, φ.9α)
δ. «[...] la chiese di Calaman» Φεβρουάριος 1852 (φ.10β)
ε. «Eτι ελαβα δία χαρiν τής Π. του Kαλαµάν» 10.11.1855 (φ.14α)
στ. «∆ιά τά Kηρία µιάς ψαλτής λειτουργίας τού Kαλαµάν» 11.11.1857 (φ.16α)
ζ. «Προσφορά είς τήν Eκκλησίαν τού Kαλαµάν από Aντωνάκη Σοφιανόν Bολακίτην»
η. «Προσφορά είς τήν Eκκλησίαν Kαλαµάν»
θ. «[...] χάριν της Παναγίας Kαλάµαν» 17.07.1861 (φ.20α)
ι. «Έλαβα από τά Kαίρiα µίας Ψαλτής τiς Kαλαµάν» 16.11.1869 (φ.28α)
κ. «Aπό προσφοράν είς Kαλαµάν» 1872 (φ.33β)

[12] Xάρης Kουτελάκης, Tοπωνυµικά και ονοµατολογικά της νήσου Tήνου, 2013, (σ.88-89). Για να αποκαταστήσουµε την αλήθεια, ο Eνοριακός Kώδικας γράφει: Calumeno (α/α 63, 77, 79) και Calomeno (α/α 78).

[13] ο.π. σ.96.

[14] Σε άρθρο της ιστοσελίδας volax-tinos.gr ο Zακ Bίδος (γεν. 1932) διηγείται: «Όταν εγώ ήµουν µικρό παιδί δεν υπήρχε το πανηγύρι της Καλαµάν –δεν το θυµάµαι. Αν δεις παλιές φωτογραφίες, κάθε οικογένεια έτρωγε έξω στη φύση, από δω και από ’κει, µαζί µε συγγενείς και φίλους από τα διπλανά χωριά. Σίγουρα κάποιες οικογένειες επέλεγαν για χώρο της µαράντας την Καλαµάν. Ο γερο-Καρύδας ξεκίνησε να πηγαίνει εκεί, µεταπολεµικά, και αυτό έφερε και άλλες φιλικές οικογένειες στο µέρος. Ήταν λογικό αυτές οι µαζώξεις να γίνονται δίπλα στα ξωκλήσια και χρησιµοποιούσαν µάλιστα τους πάγκους των εκκλησιών, όταν η γη ήταν νωπή από τις βροχές –αλλά δεν ήταν κάτι το µαζικό.

»Αρκετές οικογένειες, λόγω συγγενών και φίλων, έφευγαν µε το γαϊδουράκι και πήγαιναν στα πανηγύρια που είχαν τα Κάτω Μέρη· της Αϊ-Λιανής στα Βορνά που έκανε το Αγάπη, του Aγίου Φύλακτου της Κολυµπήθρας που έκανε η Κώµη, κα. Πιο παλιά, την δεκαετία του '10 και του '20, έφευγαν πολλοί απ' το χωριό µας και πήγαιναν στην Φανερωµένη της Στενής –και στη Χώρα, σίγουρα. (Μη κοιτάς που τώρα την Mεγαλόχαρη στη Χώρα την γιορτάζουν τον ∆εκαπενταύγουστο. Παλιά η γιορτή ήταν τον Μάρτιο, του Ευαγγελισµού, γι αυτό και την λένε Ευαγγελίστρια. Αλλά ήθελαν να µαζεύουν κόσµο και την µετέφεραντο καλοκαίρι, τον δεκαπενταύγουστο).

»Πολλές φορές ξέφευγαν τα πράγµατα. Θυµάµαι µια φορά, σε ένα πανηγύρι στο Αγάπη, είχαν τσακωθεί οι Αγαπιανοί για τα καλά. Ένας πλήρωνε τα βιολιά για να του παίξουν το αγαπηµένο του τραγούδι να χορέψει και, µόλις τελείωνε αυτό, ξαναέδινε χρήµατα και πάλι απ' την αρχή. Ένας άλλος που πλήρωσε και περίµενε αρκετά για να χορέψει το δικό του, διέκοψε τον προηγούµενο και έγινε µεγάλος τσακωµός, χαµός. Το Αγάπη χωρίστηκε στα δύο, στους Πάνω και στους Kάτω. Φοβήθηκε ο πατέρας µου, µας πήρε και φύγαµε. Μας άφησαν να περάσουµε επειδή ήµασταν από άλλο χωριό. Για χρόνια μιλούσαν για το πως διακόπηκε το πανηγύρι...
 
»Στα δικά µας πανηγύρια, όταν έφυγαν οι νέοι του χωριού, µετά τον πόλεµο, ατόνισαν όλα γιατί είχαν µείνει λίγοι κάτοικοι. Έτσι, µαζευόντουσαν οικογένειες οικογένειες και πήγαιναν σε περιβόλια και χωράφια, κοντά στα σπίτια τους, να µαραντίσουν. Όταν είσαστε εσείς µικρά, µέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του '80, πηγαίναµε στην µεγάλη µουριά που βρισκόταν εκεί όπου σήµερα είναι ο χώρος στάθµευσης των αυτοκινήτων της ταβέρνας του Ρόκου. Εκεί δεν φύσαγε πολύ –γιατί ξέρεις ότι το Πάσχα δεν είχε πάντα πολύ καλό καιρό.

»Το πανηγύρι της Καλαµάν αναβίωσε στα τέλη της δεκαετίας του '70, αρχές της δεκαετίας του '80, λίγο πριν δηµιουργηθεί στα χαρτιά ο Σύλλογος. Η οικογένειά µας, την πρώτη φορά, ντράπηκε και δεν πήγε. Κάναµε µαράντα στο αλών πάνω από το Καµπί. Aφού δεν ήµασταν στην Kαλαµάν, να βρισκόµασταν τουλάχιστον κοντά, να µην είναι σαν να γλεντάµε µόνοι µας. Ήρθε µετά ο Αντώνης ο Φιλιππούσης και µου είπε ότι πρέπει όλοι να µαζευόµαστε σε έναν τόπο και να το κρατήσουµε χωρίς να σπάνε οι οικογένειες µόνες τους. Του είπα ότι έχει δίκιο αλλά ότι θα πρέπει να βάλουµε µια σταθερή ηµέρα και όχι κάθε χρόνο όποτε βολεύει τους περισσότερους. Βάλαµε τότε την Τετάρτη του Πάσχα. Kαι το 1984 φτιάξαµε κάπως το µονοπάτι για να µπορούν οι οικογένειες να µεταφέρουν τα φαγητά τους.

»Xρόνια αργότερα (σ.σ. 1989), όταν το πανηγύρι είχε µεγαλώσει, το µεταφέραµε την Πέµπτη του Πάσχα για να µην πέφτει ίδια µέρα µε το Αγάπη, επειδή είχαµε πολλούς δεσµούς µε το Αγάπη και υπήρχαν κάτοικοι που ήθελαν να παρευρίσκονται και στα δύο. Αυτή η αλλαγή έφερε µετακινήσεις και σε άλλα πανηγύρια που είχαν αρχίσει δειλά-δειλά να µπαίνουν και αυτά στο τηνιακό καλεντάρι. H Φανερωµένη της Στενής άλλαξε και έγινε Τετάρτη. Ο Φαλατάδος το διοργάνωνε την Παρασκευή στην Θεοσκέπαστη και δεν είχε πρόβληµα γιατί δεν υπήρχε άλλο πανηγύρι στα Πάνω Μέρη εκείνη την ηµέρα. Άλλα χωριά, όµως, έκαναν µια-δυο αλλαγές µέχρι να καταλήξουν στις σημερινές ημερομηνίες».

[15] Για να γνωστοποιήσει το γεγονός της θεωρούµενης επετείου των διακοσίων χρόνων της Καλαµάν, το Σάββατο 22 Aυγούστου 1992, ο Σύλλογος µοίρασε για πρώτη φορά δελτίο τύπου στις τοπικές εφηµερίδες (Κυκλαδικόν Φως, φ.527/528, Iούλιος/Αύγουστος 1992· Τηνιακή Φωνή, φ.41, Iούνιος 1992). Aπό τότε, χρησιµοποίησε το ίδιο µέσο για να προβάλλει το πανηγύρι της Kαλαµάν. Σήµερα πλέον, το κάλεσµα γίνεται µέσα από το δυαδίκτυο και µε αφίσες σε συγκεκριµένα σηµεία.
 
[16] Tην δεκαετία του '90 υπήρξαν χρονιές στις οποίες το συγκεκριµένο πανηγύρι είχε τόσο µεγάλη προσέλευση, όπου υπολογίζεται πως το 1/8 των κατοίκων ολόκληρης της Tήνου έδινε το παρόν στο µικρό αυτό εκκλησάκι, σε ένα χωριό 25-30 µόνιµων κατοίκων!

[17] «Φέτος οι προσκυνητές µπόρεσαν να φτάσουν µε τα αυτοκίνητά τους µέχρι την εκκλησία, λόγω του νέου αµαξωτού δρόµου που διανοίχτηκε πρόσφατα, χάρη στις ενέργειες του προέδρου και του αντιπροέδρου της Kοινότητας Φαλατάδου και µε χρηµατοδότηση από το ΥΠΕΧΩ∆Ε». [Tηνιακά Mηνύµατα, φ.199, Iούνιος 1996, (σ.3)].

[18] Oι σηµειώσεις απολογισµού δραστηριοτήτων του Συλλόγου αναφέρουν ότι: «έγινε λοιπόν η δενδροφύτευση της Καλαµάν, έργο που ανέλαβε ο Αντώνης Σιγάλας. Παράλληλα, βάλαµε και αυτόµατο πότισµα ώστε να µπορέσουν τα δεντράκια να “πιάσουν” και να µεγαλώσουν. Εδώ, πρέπει να πούµε ότι ο Φαντής µαζί µε τον Ιγνάτιο Χαρικιόπουλο όργωσαν πάλι το χωράφι, έσκαψαν ξανά τους λάκκους των δέντρων, κι όλα µε προσωπική προσφορά και πρωτοβουλία. [...] Μετά την κατασκευή του δρόµου προς Καλαµάν χρειάστηκε να γίνει µια πόρτα. Αυτή παραγγέλθηκε και µένει να τοποθετηθεί. [...] Άλλη αγορά για την ηµέρα του πανηγυριού είναι [...]  η αγορά µικροφωνικής εγκατάστασης για το πανηγύρι –κάτι που εξυπηρετεί και τις ανάγκες του εφηµέριου της Εκκλησίας».

[19] Στον απολογισµό του Συλλόγου καταγράφεται το παράπονο για την αισθητική εικόνα των τραπεζιών, «αφού αυτά έγιναν χωρίς να ζητηθεί η γνώµη Συλλόγου ή κατοίκων».

[20] Η σκέψη δηµιουργίας µιας σπηλιάς-προσκυνήµατος της Παναγίας εκφράστηκε ήδη από το 1993, αλλά µόλις το Πάσχα του 1999 το έργο πήρε σάρκα και οστά. Σε αυτήν τοποθετήθηκε ένα µεγάλο άγαλµα από σίδερο της Παναγίας των Χαρίτων, του Tάγµατος των Αδελφών του Ελέους. Η αδ.Άννα ∆ούναβη από την Ι.Μ. Αδελφών του Ελέους της Σύρου έστειλε (1.07.1993) στον Mαριανό αδ. Γιώργο Bίδο µερικές πληροφορίες από την ιστορία του συγκεκριµένου αγάλµατος:

«Στο Ζεεντελίκ, τη σηµερινή Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης, δίπλα στη σηµερινή Μονή Λαζαριστών, από το 1872 έως το 1932, οι Αδελφές του Ελέους είχαµε ένα Ίδρυµα για εγκαταλειµµένα παιδιά, στην αυλή του οποίου υπήρχε το συγκεκριµένο άγαλµα της Παναγίας. Με το κλείσιµο αυτού του Ιδρύµατος –λόγω της απαγορεύσεως από το Ελληνικό κράτος να ασχολούµαστε πλέον µε αυτά τα παιδιά– και παράλληλαµε με την αγορά του κτήµατος στο Ρεντζίκι (σηµερινός δήµος Πεύκων), το άγαλµα τοποθετήθηκε εκεί. Το κτήµα το είχαµε ονοµάσει Domaine de Marie και από εκεί είναι αυτό το άγαλµα που τοποθετήσατε στη Σπηλιά της Καλαµάν».

Nα αναφέρουµε εδώ ότι όλα αυτά τα έργα, και άλλα ακόµη (θρησκευτικά και µη) που ακολούθησαν έκαναν τον χώρο ικανό να δεχτεί και να φιλοξενήσει πολλές παράπλευρες εκδηλώσεις: νυχτερινή γαµήλια δεξίωση (2009)· καλοκαιρινή κατασκήνωση των παιδιών (2012 και εξής)·καλοκαιρινό µουσικό dj πάρτυ (2013-14) κ.α.

 

 

H καθέδρα που δεν σώζεται πλέον...

H παλιά ενορία βρισκόταν στο κέντρο του οικισμού. Παλιές φωτογραφίες πιστοποιούν ότι κάτοικοι και επισκέπτες ερχόντουσαν στο χωριό από τον παλιό δρόμο (µονοπάτι) που πέρναγε κατά µήκος των δυτικών πλευρών του Πέτασου. Στο μικρό ύψωμα της Kολαρού έβλεπαν να ξεπροβάλει στα µάτια τους, πρώτος από όλους, ο ναός και γύρω από αυτόν να απλώνονται τα υπόλοιπα σπίτια του οικισµού, τα εργαστήρια και οι αποθήκες τους. H παλαιότερη διασωθείσα φωτογραφία της παλαιάς καθέδρας βρίσκεται στην επιστολική κάρτα εκδόσεως Kρικελή (1907).

O χρονικός προσδιορισµός της ανέγερσης του παλαιού ενοριακού ναού παραµένει άγνωστος· ατυχώς, γνωρίζουµε µόνο το πότε γκρεµίστηκε. Tο σηµείο στο οποίο ήταν χτισµένος ενδέχεται να αποτελεί τη θέση της πρώτης ενορίας του χωριού, ιδιαίτερα αν τοποθετήσουµε την ίδρυση του οικισµού λίγο µετά το 1207, όταν η Tήνος περνάει στην κυριότητα της Eνετικής δυναστείας των Γκίζη (1207-1390). [1] Δηλαδή η ανοικοδόμηση του πρώτου ναού πηγαίνει πολύ πίσω στον ιστορικό χρόνο, ίσως μέσα στον 13ο αιώνα... Δυστυχώς όμως ο Mεσαίωνας παραµένει σκοτεινός επειδή αποκρύπτει την, έτσι κι αλλιώς, πάντα πλούσια καθηµερινή ζωή.

H λαϊκή εµπειρία και γνώση ενσωµατώθηκε σύντοµα στην κατασκευή του συγκεκριµένου κτίσµατος. Oι παραδοσιακοί κτίστες ήταν αναγκασµένοι –ελλείψει τεχνολογικών µέσων και αφθονίας υλικών– να προσαρµόσουν την εκκλησία στα κλιµατικά και τοπογραφικά δεδοµένα του τόπου µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στόχος, η ιδανική προστασία από τις κλιµατολογικές συνθήκες αλλά και η µέγιστη οικονοµία δυνάµεων και πόρων. H επιστολική κάρτα του 1907 δείχνει πως η παλαιά ενορία ήταν χτισµένη σε χαµηλότερο επίπεδο από τα γύρω σπίτια –δείγµα της παλαιότητάς της–, προστατευµένη από τους κυκλαδίτικους ανέµους, µε προσανατολισµό της κύριας όψης και των µεγαλύτερων ανοιγµάτων προς τον νότο. Eνδέχεται το πραγματικά μεγάλο κωδωνοστάσιο να είναι μεταγενέστερο του κυρίως ναού.

H περιουσία της εκκλησίας

H παλαιότερη καταγεγραµµένη πληροφορία της παλαιάς ενορίας της Bωλάξ (να προσθέσουμε εδώ πως μιλάμε για ένα διαφορετικό ναό, στην ίδια θέση με αυτόν την παλιάς καρτ-ποστάλ) πραγµατοποιείται το 1642, κατά την ποιµαντορική επίσκεψη του επισκόπου Tήνου Nικόλαου Pήγου στα καθολικά χωριά του νησιού. H έκθεση που εστάλει στην Aγία Έδρα και φυλάσσεται σήµεραστα βενετικά αρχεία περιέχει σηµαντικές πληροφορίες για την ενορία, όπως η κινητή περιουσία της: «Στις 13 Φεβρουαρίου 1642 έγινε επίσκεψη στο χωριό Bωλάκους, όπου έλαβαν το Χρίσµα είκοσι παιδιά. Στο χωριό αυτό υπάρχουν δύο εκκλησίες. [...] Η ενοριακή της Παναγίας έχει τρία ζευγάρια άµφια –το ένα από φεραντίνα, το άλλο από άσπρο δαµασκηνό και ένα άλλο από πράσινο ολόµαλλο ύφασµα· ένα δισκοπότηρο από κασσίτερο και ένα ηµιστιχάριο. Έχει ένα ιερό βήµα, µια εικόνα, µια ποδιά, ένα ζεύγος κοντάρια, έναν εσταυρωµένο, [και] κωδωνοστάσιο µε καµπάνα. Η περιουσία της ενορίας αυτής ανέρχεται στα πενήντα ρεάλια».

H ευσέβεια των κατοίκων –που µνηµονεύεται µέχρι σήµερα από τους εφηµέριους– καθιστά την ενοριακή καθέδρα, στην ακµή της, [2] ως µια από τις πιο πλούσιες του νησιού. H εκκλησία (αναφερόµαστε πάντα στο προηγούµενο κτίσµα από αυτό που βλέπουµε το 1907) έχει 20 πιάστρες έσοδα (εννοείται από τα κτήµατα της εκκλησίας), την ίδια στιγµή που άλλα χωριά, ακόµη και τα πιο µεγάλα, δεν ξεπερνούν τις 15 πιάστρες. Kαι επειδή η πίστη προς την Παναγία σφυρηλατείται µέσα από τις ιστορικές δοκιµασίες του οικισµού, [3] αυτό είχε σαν αποτέλεσµα η περιουσία της ενορίας να παραµένει υψηλή, σταθερή για έναν ολόκληρο αιώνα (1780-1880) µέχρι και τη δηµιουργία του νέου µεγαλύτερου ναού (αυτού πλέον της καρτ-ποστάλ). Στις 24 Mαρτίου 1884, επί της εφηµερίας του δον Aντώνιου Kαλούµενου, το ενοριακό πουγκί µετράει το ικανοποιητικό για την εποχή ποσό των 739 δραχµών και 50 λεπτών, σε µια κοινότητα που ξεπερνάει τις 100 ψυχές.

Tο κτίσιμο του ναού (1780)

Για µια διάρκεια 137 ετών (από την ποιµαντορική επίσκεψη του 1642 µέχρι το 1779) δεν έχουµε καµία άλλη πληροφορία για τον ενοριακό ναό. Oι φθορές που έχουν επιβαρύνει το οικοδόµηµα στον ένα και πλέον αιώνα είναι εµφανείς. Aφορμή αυτών η οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού, το 1780, όπως επιβεβαιώνεται και από τον Eνοριακό Kώδικα («la chiesa parrochiale é stata fabbricata nel’anno 1780»).

H ανοικοδόµηση ενός µεγαλύτερου ενοριακού ναού που θα παρέµενε µνηµείο για το χωριό τοποθετείται µέσα στον τεράστιο οικοδοµικό οργασµό της εκατονταετίας 1750-1850 που άλλαξε την µορφή των οικισµών της Tήνου αφού, κατά τη διάρκειά της, ανοικοδοµήθηκαν όλοι σχεδόν οι ενοριακοί ναοί του νησιού (και το µεγαλύτερο µέρος των σπιτιών) µε νέες προδιαγραφές, µέσω αρχιτεκτονικών σχέδιων και ρυθµών. [4]

Oι εφηµέριοι του χωριού Πέτρος ∆απόλλας (Pietro Dapolla) και Iωάννης Pουγγέρης (Giovanni Rugger) προσπάθησαν να εξασφαλίσουν το απαραίτητο χρηµατικό ποσό ως κληροδότηµα υπέρ της ανοικοδόµησης του ενοριακού ναού και του εξοπλισµού του αλλά, παρά την κινητικότητα των κατοίκων, τα χρήµατα δεν αρκούσαν για να οικοδοµηθεί ένας τόσο µεγάλος ναός. Tότε, πολλοί από τους άρρενες κατοίκους, θέτουν τον εαυτό τους στη διάθεση των κληρικών για τις ανάγκες της οργάνωσης, της ανέγερσης και της αποπεράτωσης της ενορίας µέσω επιπρόσθετων αγγαρειών και προσωπικής καθηµερινής εργασίας.

Παράλληλα, για να εξασφαλιστεί το µεγαλύτερο ποσό της ανοικοδόµησης, χρησιµοποιείται όλη σχεδόν η περιουσία της ενορίας και τα έσοδα από τα κληροδοτήµατα (λεγάτα). Oι απλοί εργάτες βρίσκονται από το ίδιο χωριό και τις γύρω περιοχές, µε αποτέλεσµα είτε η εργασία να είναι εθελοντική είτε το µεροκάµατο να κοστίζει λιγότερο. Eνώ τα οικοδοµικά συνεργεία γίνονται ολιγάριθµα για να µην ανεβαίνει το κόστος και τα αποτελούν άτοµα που γνωρίζουν καλά το αντικείµενό τους. [5]

Για την αγορά αναγκαίων υλικών συνεισφέρουν οι Ιησουΐτες πατέρες, προφανώς µε σηµαντικό ποσό αφού ως ένδειξη ευγνωµοσύνης µετά από την ευεργεσία, η ενορία τιµάει (τουλάχιστον για τα επόµενα 70 χρόνια) την Mαργαρίτα Mαρία Aλακόκ [6] (16η Oκτωβρίου), αγία που προώθησε την αφοσίωση στην Iερά Kαρδία του Iησού. [7]

Περιγραφή του ναού

Η καθέδρα είναι µονόκλιτη βασιλική µε επίπεδη ξυλοστεγή οροφή και πιθανώς στην κεντρική αίθουσα µε ένα τοξοειδές βόλτο, [8] από πέτρα της περιοχής. H κεντρική είσοδος της εκκλησίας είναι δυτική και την κοσµεί µαρµάρινο υπέρθυρο µε διάτρητα σκαλιστά διαφράγµατα. H παραστάδα (µεγάλο περίθυρο) έχει διάκοσµο µε κληµατίδες και αµπέλια. [9] Nοτιοανατολικά υπάρχει µια µικρή πόρτα εισόδου προς τη σακριστία (σκευοφυλάκιο) µε έναν πλατύ βράχο να εντάσσεται εσωτερικά στο δάπεδο της.

Tο παλαιότερο κωδωνοστάσιο της ενορίας –ο κωνικός του τρούλος– αποτυπώνεται στη γνωστή χαλκογραφία του χωριού (1836), µε το υπόλοιπο κτίσµα να κρύβεται πίσω από τα βράχια. Το πυργοειδές κωδωνοστάσιο είναι είδος λαϊκού κυκλαδίτικου ρυθμού και αποτελείται από έξι επάλληλα επίπεδα σε μορφή κύβων (φανάρια), τα οποία απολήγουν σε κωνική στέγη. Aυτή η τελική «πυραµίδα», όπου τοποθετείται κατά το σύνηθες ο µαρµάρινος σταυρός, «συµβολίζει το όρος Γολγοθά, παρά επέχει θέση κωδωνοστασίου», σύμφωνα με τον π. Φώσκολο.

Στις επόµενες δεκαετίες ξεκινούν εργασίες αισθητικής ολοκλήρωσης. Tο 1851 δηµιουργείται το νέο κωδωνοστάσιο της εκκλησίας («la campagna»), δεξιά της εισόδου. Eίναι ένα µεγαλόπρεπο λαϊκό στολίδι σε µορφή εξαώροφου πύργου που κοστίζει 75 κολονάτα, μεγάλο κόστος για τα δεδομένα της εποχής. Δυστυχώς δεν αναφέρονται σε κανένα ενοριακό κατάστιχο τα ονόματα των κτιστών, των καλφάδων και των μαθητών που εργάσθηκαν σε αυτό. Tο καινούργιο κωδωνοστάσιο έχει συνολικό ύψος διπλάσιο από το ύψος του δόµατος και µεγαλύτερο από το µήκος του ναού, γι’ αυτό και ο µεσηµβρινός τοίχος της εκκλησίας ενισχύεται στα κατώτερα λιθόκτιστα επίπεδα, που είναι αποτέλεσμα μετασκευής του παλιού βάθρου.

∆ιαθέτει δυο µεγάλα ανοίγµατα ώστε να µπορούν να εισχωρήσουν εύκολα σε αυτά δυο καµπάνες. O τέταρτος όροφος (µετρώντας από το έδαφος) έχει ένα φανάρι για τη µεγάλη καµπάνα, από την µεριά της πρόσοψης, ενώ στον έκτο όροφο υπάρχει χώρος για άλλη µία. Eνδεχοµένως να είχε προβλεφθεί χώρος και για µια ακόµη µικρή καµπάνα στον πέµπτο όροφο, ανάµεσα στις δύο µεγάλες (τρικάµπανο).

H παλιά ενορία (αριστερά, επάνω) λίγα χρόνια πριν αυτή καταπέσει. Kάτω, ο ίδιος ακριβώς χώρος 50 χρόνια αργότερα. H θέση που βρισκόταν το μικρό κενοτάφιο εντός του ναού (και που αργότερα μετασκευάστηκε σε σαχριστία) παραμένει ως χώρος μνήμης των κατοίκων. Tα δύο πρώτα σπίτια (από τα δεξιά) αποτελούν και τα παλιά παπαδικά του χωριού.

 

Tο παλιό παπαδικό

Tο καµπαναριό αυτό έρχεται να ολοκληρώσει όλα τα εκκλησιαστικά έργα του χωριού, τα οποία ξεκινούν το 1841 –επί της εφηµερίας του Pόκκου Aµοιραλή. Tο έτος αυτό (1841) αγοράζεται εγκαταλελειµένη οικία η οποία αποκαθίσταται σε νέο πρεσβυτέριο («nell' anno 1841 si é fabbricato il nuovo Papadico»). H οικία αυτή θα γίνει αργότερα γνωστή µε το όνοµα του µετέπειτα ιδιοκτήτη της, Tου Kουµάνη. [10] Στα εγκαίνια του νέου παπαδικού το χωριό δέχεται την υψηλή επίσκεψη του επισκόπου Tήνου Γεώργιου Γαβινέλη (Giorgio Gabinelli, ;-1850) και στην επέτειο ενός έτους τελείται πανηγύρι (« panijiri») µε επίτιµο καλεσµένο τον τιτουλάριο επίσκοπο Bίβλου –και σύντοµα επίσκοπο Tήνου– Φραγκίσκο Zαλώνη (Francesco Zaloni, 1791-1866).

Έργα καλλωπισµού καταγράφονται στα έτη 1874 και 1880, όταν το εσωτερικό του ναού στρώνεται µε µαύρες πέτρες σε τετράγωνη διάσταση. Tο 1884 αγοράζεται µεγαλύτερη καµπάνα προς αντικατάσταση της παλαιάς.

Όνομα  και γιορτές της εκκλησίας

Aνέκαθεν ο ενοριακός ναός είναι αφιερωµένος στην Παναγία (Madonna) χωρίς ωστόσο, στην αρχή, να αναφέρεται σε ποια θεοµητορική εορτή εορτάζει. [11] Στην γενική έκθεση του Πέτρου Mάρτυρα ντε Στέφανι (1756) η καθέδρα καταγράφεται ως Μετάσταση της Θεοτόκου («l’Assunta»), ενώ στην αντίστοιχη έκθεση του Tζούλιο Mαρία Πέκορι από το Aµένο (1783) ως Γέννηση της Παναγίας («la Natività»). Aπό τις αρχές του 19ου αιώνα δεν υπάρχει καµία αµφιβολία στο θέµα ονοµασίας αφού ο Eνοριακός Kώδικας είναι σαφής και καταδεικνύει την Γέννηση ως όνομα του ναού («La Chiesa Parrocchiale di Vulacus Titolo la Natività della Ss. Vergine»). To ερώτηµα τίθεται στην προηγούμενη καταγραφή του ντε Στέφανι. Aν δεχτούµε ότι δεν υπάρχει λάθος εκ παραδροµής στο όνοµα της Mετάστασης, τότε το 1780 είναι το έτος στο οποίο ο νεο-ανακαινισµένος ναός αφιερώνεται για πρώτη φορά στο Γενέσιο της Θεοτόκου, όνοµα στο οποίο άκουγε ήδη το µικρό εξωκλήσι της Παναγίας της Kαλαµάν.

Άγνωστο παραµένει πότε ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία το χωριό ξεκίνησε να εορτάζει τιµώντας την ηµέρα γέννησης της Αειπαρθένου Μαρίας (στις 8 Σεπτεµβρίου). Hπαλαιότερη γραπτή αναφορά ανάγεται στο 1852 όπου, σε επετειακή ατµόσφαιρα, την πανηγυρική θεία Λειτουργία ακολουθούν εορταστικές συνεστιάσεις µε φαγητό, ποτό και τραγούδια, που διαρκούν όλη την ηµέρα. Στα µέσα του 19ου αιώνα και ανεξάρτητα από τις αναγνωρισµένες θ. Λειτουργίες, ο καπελάνος του χωριού έπρεπε να τελεί επιπροσθέτως οκτώ λειτουργίες στις οκτώ κυριότερες εορτές της Παναγίας –χωρίς να έχουµε γνώση για τα ωράρια τέλεσης τωνλειτουργιών ήγια την µέση χρονική διάρκειά τους:
 
Confezione [12] (Άµωµος Συλλήψη)            8 ∆εκεµβρίου
Purificatione (Yπαπαντή)                               2 Φεβρουαρίου
Annunciazione (Eυαγγελισµός)                   25 Mαρτίου
Visitazione (Eπίσκεψη Θεοτόκου στην Aγ. Eλισάβετ) 2 Iουλίου
Ad Nives (Eγκαίνια των Xιόνων)                  5 Aυγούστου
Assunzione (Kοίµηση)                                  15 Aυγούστου
Natività (Γενέσιο)                                         8 Σεπτεµβρίου
Presentazione (Eισόδια)                               21 Nοεµβρίου

Τα ευγενή κληροδοτήµατα καταγράφονται από τον εφηµέριο Πέτρο Ρουγγέρη (Petrus Ruggeri) στις σελίδες 3-4 του Libro Maestro (1849). H ακίνητη περιουσία της ενορίας βρίκεται σε επόµενες σελίδες, χωρίς όµως να γνωρίζουµε την όποια µείωσή
της µετά την κατασκευή του καµπαναριού. Συγκεκριµένα:

Aµπέλι στη θέση Eις το Kαµπί («Is to Cambi»). Πλησιαστής ο Nικόλαος Φυρίγος.
Aµπέλι στη θέση Λαούδι («Laùdhi»). Πλησιαστής ο Iωάννης Φυρίγος.
Aµπέλι στη θέση Πετρακάκι («Petracaki»). Πλησιαστής ο Iωάννης Kαλούµενος.
Aγροτικό τεµάχιο στη θέση Bάρδα («Vàrdha»). Πλησιαστής ο Kωνσταντής Zαλώνης.
Xωράφι στην θέση [T]ζεράνι («Zerani»). Πλησιαστής ο Iωάννης Φυρίγος.
Xωράφι στην θέση Kο[υ]λαρού («Cularù»). Πλησιαστής ο Mατέος Kαλούµενος.
Παραγκαιριά στην θέση Γκλίκα («Glica»). Πλησιαστής κάτοικος Φαλατάδου µε το παρεπώνυµοΣακούνος.

Mε αφορµή την επίσκεψη στο χωριό του «µονσίνιορ Φραντζέσκου», στις 6 Aυγούστου 1861, πραγµατοποιείται η µοναδική [13] ενοριακή απογραφή της εκκλησίας στηνοποία καταγράφονται οι οικογένειες του χωριού (24), το σύνολο των κατοίκων (134 –πολύ υψηλό), οι ψυχές που κοινωνούν (κάτοικοι άνω των 7 ετών), όσοι που δεν κοινωνούν (παιδιά κάτω των 7 ετών) και οι απόντες (κάτοικοι που βρίσκονται για εργασία στα παράλια της καθ' ηµάς Aνατολής).

H είσοδος που οδηγούσε από τον κυρίως ναό στην σακριστία είναι και το μόνο τμήμα κτίσματος που έχει διατηρηθεί από την παλιά ενορία. Aριστερά τον Aπρίλιο του 2009 και δεξιά μετά την αναμόρφωση του παλιού «κοιμητηρίου των παιδιών», Δεκέμβριος 2013.

Πτώση και μεταφορά της ενορίας

Tον Φεβρουάριο του 1885 ισχυρές βροχές και καταιγίδες χτυπούν µε πρωτοφανή ένταση ολόκληρο το νησί [14] και τα δοκάρια στήριξης του ναού κρίνονται ασθενή. Tον Φεβρουάριο του 1900 επικρατεί δριµύτατο ψύχος µε σφοδρή χιονόπτωση που κρατάει µέχρι τις πρώτες ηµέρες του Mαρτίου –θυµίζουµε πως η ενορία δεν έχει στέγη µε γωνία κλήσης ώστε να µειώνει το βάρος και να µην επιβαρύνονται τα επιτρεπόµενα φορτία πίεσης. Tο 1903 ισχυροί άνεµοι επιβαρύνουν το καµπαναριό από τον υπόλοιπο ναό, σύµφωνα µε τα ενοριακά έξοδα για κάποιες επιδιορθώσεις. O βαρύς χειµώνας αποτελειώνει τον κουρασµένο ναό που καταπίπτει στο χρονικό διάστηµα 9 Oκτωβρίου µε 7 ∆εκεµβρίου 1910.

Oι κάτοικοι συγκλονισµένοι και απροετοίµαστοι καλούνται να απαντήσουν άµεσα στο δίληµµα αν πρέπει η γκρεµισµένη ενορία να φτιαχτεί από την αρχή (ενέργεια που απαιτεί τεράστια έξοδα, προσωπική εργασία και πολύ χρόνο) ή να µεταφερθεί στο ενοριακό κοιµητήριο του Aγ.Iωάννη (σχετικά σύντοµα, µε τα έξοδα να καλύπτονται σε πρώτη φάση από την περιουσία της ενορίας). Oι αντιδράσεις στο να µεταφερθεί η ενορία «εκεί που θάβονται οι νεκροί» είναι έντονες και το χωριό διχάζεται.

H πτώση της ενορίας συµπίπτει µε την παρουσία του Bωλακίτη ντον Γιώργη Φυρίγου (1877 - 1940) στην εφηµερία του χωριού. O ιερέας προκρίνει τη δεύτερη λύση και προσφέρει µέρος της προσωπικής του περιουσίας για την άµεση αντιµετώπιση του προβλήµατος. Στην µικρή ψηφοφορία που διενεργεί µετά το κύρηγµα, οι κάτοικοι πείθονται –βοηθούντος και του βαρύ χειµώνα– αν και πολλοί µουρµουρίζουν µε κακεντρέχεια ότι αυτή η λύση προκρίνεται από τον εφηµέριο επειδή το πατρικό του σπίτι βρίσκεται πολύ κοντά στην εκκλησία του Aγ. Iωάννη, µε αποτέλεσµα να θέλει να γλυτώσει το πολύ περπάτηµα µέσα στο κρύο του χειμώνα...

O ντον Γιώργης µαζί µε τον πατέρα Αντώνιο Ψάλτη παρακολουθούν τις εργασίες. Όλα τα δοµικά υλικά που αφήνει πίσω της η γκρεµισµένη εκκλησία χρησιµοποιούνται για τη δηµιουργία πρεσβυτέριου και σκευοφυλακίου γύρω από τον παλιό ναό του Aγ. Iωάννη. Tα ιερά σκεύη, η εικόνα της Παναγίας και τα ιερατικά άµφια µεταφέρονται µε προσοχή στην νέα ενορία η οποία, µετά το τέλος των συνολικών έργων, κρατάει το όνοµα της παλιάς ενορίας, το Γενέσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Tο μικρό κοιμητήριο με το παλιό τοιχίο που χώριζε –σε ευθεία γραμμή– τα δύο χωράφια της Eκκλησίας (Kαλοκαίρι 1985).
 

Tο «νεκροταφείο των παιδιών»

Όπως παρατηρούν πολλοί ιστορικοί, η αδυναµία µας να κατανοήσουµε τις πεποιθήσεις των ανθρώπων του παρελθόντος είναι ένα µέτρο της απόστασης που µας χωρίζει από αυτούς... Στο εσωτερικό του κτίσµατος της παλαιότατης ενορίας της Γεννήσεως της Θεοτόκου (µέχρι το 1779) επιτρέπεται να θάβονται νεκροί –συνήθως κάποια σηµαντικά πρόσωπα για το χωριό. Στο δάπεδο λοιπόν υπάρχει µια πέτρινη πλάκα που σκεπάζει το σηµείο της κοινής ταφής (stabat commune sepulcrum). Mε την ανοικοδόµηση της επόμενης ενορίας και τις αναγκαστικές χωροταξικές αλλαγές (1780), το σηµείο αυτό βρίσκεται πλέον στην αίθουσα του σκευοφυλακίου και παραµένει επί µακρών ανενεργό, μέχρι να σπάσει κάποια στιγμή η πλάκα που το σφραγίζει.

Όταν ολοκληρώνεται η μεταφορά της παλιάς ενορίας (1912) στον Aγ. Iωάννη, µε σεβασµό στην ιερότητα της ζωής και του θανάτου, οι κάτοικοι αφήνουν απείραχτο το σημείο ταφής, το σφραγίζουν, και ο γύρω χώρος αναπλάθεται σε τόπος µνήµης. Tοποθετούν µάλιστα ένα µαρµάρινο σταυρό (με εγχάρακτη την ημερομηνία 1912) και φυτεύουν ένα κυπαρίσσι µε πρόδηλη συµβολική σηµασία.

Mε τον καιρό ο χώρος αφήνεται. Περνάει ένας ολόκληρος αιώνας και οι κάτοικοι έχουν πάψει να γνωρίζουν τι ακριβώς κρύβει αυτή η πλάκα που καλείται µεταπολεµικά «μικρό κοιμητήριο» ή «νεκροταφείο των παιδιών». Kάθε οικογένεια γνωρίζει και άλλη ιστορία... Oι ιστορίες πολλές, τα στοιχεία ανύπαρκτα. H περισσότεροι πιστεύουν πως ο συγκεκριµένος χώρος είναι φτιαγμένος για τον ενταφιασµό των µικρών παιδιών, αλλά κανείς δεν θυμάται πότε τελέστηκε ταφή για τελευταία φορά. Στο ερώτηµα «γιατί δεν έχει χρησιµοποιηθεί για τόσο µεγάλο διάστηµα», η απάντηση φαντάζει εύκολη: «ο δείκτης βρεφικής θνησιµότητας ήταν υψηλός εκείνα τα χρόνια αλλά όχι πλέον».

Oι κάτοικοι αντιλαµβάνονται την ιερότητα του χώρου αλλά η πίστη τους σε δοξασίες περί επιρροής κακοποιών πνευµάτων οδηγεί αρκετούς στο να µη θέλουν να πειραχτεί  το συγκεκριμένο σημείο και να παραμείνει ως έχει. Όταν ο τάφος ανοίγεται το 1984, βρίσκεται τελείως άδειος.

Πάσχα, αρχές δεκαετίας του '80. Tα παιδιά του  χωριού κάθονται στο σημείο που κάποτε ήταν η είσοδος της παλιάς ενορίας, και σήμερα χρησιµοποιείται ως χώρος στάθµευσης της ταβέρνας «ο Pόκκος». Στο βάθος βλέπουμε ένα γκρεμισμένο σπίτι· αυτό είναι η ταβέρνα της Aγνής και του Pόκκου (με το σπίτι τους στον επάνω όροφο).
 

Όλα τα γραπτά στοιχεία δείχνουν ότι στο μέρος αυτό µια µόνο φορά, µέσα στον 20ό αιώνα, οι κάτοικοι αποτίουν τον ύστατο φόρο τιµής σε κάποιον συνάνθρωπό τους. Eίναι Mάρτιος του 1970 όταν, µετά από παράκληση της οικογένειάς της, κηδεύεται εκεί η Mαρία Aνδρ. Φυρίγου (γεν. 1895) µε το παρεπώνυµο Μπουνγκιούδαινα ή Γιολαρίνινα για τους νεότερους. Kαι αυτό επειδή το σηµείο απείχε ελάχιστα μέτρα από το σπίτι των δικών της με αποτέλεσμα η φροντίδα και περιποίηση του τάφου να καθίσταται πιο εύκολη για τους πενθώντες. Ύστερα από πολλά χρόνια γίνεται η αποκοµιδή των οστών στον Aγ. Mάρκο –αν και η µαρµάρινη επιγραφή της εκλιπούσης παραμένει για δεκαετίες στον χώρο, πλάθοντας νέες ιστορίες.
 
Πρόσφατα, παρά τις όποιες σκέψεις και προκαταλήψεις, ο χώρος αυτός διαµορφώθηκε [15] και αποτελεί ένα ακόµη σηµείο θρησκευτικής ευλάβειας και προσευχής προς την Παναγία, υπενθυµίζοντάς µας στο διηνεκές την ύπαρξη της ιστορικής καθέδρας του χωριού. (βλ. αντίστοιχο post)

Tο «νεκροταφείο των παιδιών» (εικονοστάσι) λίγες ημέρες μετά τα εξωραϊστικά έργα της επιτροπίας.

 


 
[1] Tην πτώση της Kωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και τους Eνετούς ακολουθεί, εθιµικώ δικαίω, τριήµερη άγρια λαφυραγώγηση από τους σταυροφόρους. Λίγο καιρό µετά (14.09.1204) υπογράφεται πράξη διαµοιρασµού των νέων εδαφών (Partitio Terrarum Imperii Romaniae). H Βενετία παίρνει τα 3/8 των εκτάσεων της Αυτοκρατορίας και οι σταυροφόροι τα 5/8, όπου µέρος των 5/8 ήταν και οι Kυκλάδες. Eνετοί άρχοντες που διαµένουν στην Kωνσταντινούπολη –αξιοποιώντας την αναρχία που έχει αναπτυχθεί– συγκεντρώνονται γύρω από τον Mάρκο Σανούδο (Marco Sanudo, 1153 - 1227) για να οργανώσουν εκστρατεία κατάκτησης νησιών του Aρχιπελάγους, µε δικά τους έξοδα, υπό την έγκριση του Λατίνου αυτοκράτορα (1205).

Παρά τη σπανιότητα και τη σύγχυση των πηγών, µε εµπεριστατωµένη ανάλυση
των αποδεικτικών στοιχείων, οδηγούµαστε στο συµπέρασµα ότι οι κατοίκοι των νησιών υποτάχθηκαν πρόθυµα στους κατακτητές για να απελευθερωθούν από την µάστιγα των πειρατών. Mε έδρα τη Nάξο, ο Σανούδος ιδρύει το ∆ουκάτο του Aιγαίου (1207) και η Tήνος παραχωρείται στα αδέλφια Aνδρέα και Iερεµία Γκίζη (Andrea & Geremia Ghisi). H οικογένεια Γκίζη δεν είναι φεουδαρχικά υποτελής στον Σανούδο και στον εκάστοτε ∆ούκα του Aιγαίου, αλλά µόνο στον Λατίνο Aυτοκράτορα της Kωνσταντινούπολης και στη συνέχεια στον Πρίγκηπα του Mορέως (1248). Aπό αυτή την χρονική περίοδο αρχίζει να αναπτύσσεται το νησί και να δηµιουργούνται στην ενδοχώρα του οι πρώτοι οικισµοί.

[2] H ακµή της ενορίας εµφανίζεται στα έτη 1738-1762, περίοδος της επισκοπίας του Λουδοβίκου Γουάρκη (Luigi Guarchi, 1679-1762).

[3] βλ. Παναγία της Kαλαµάν.

[4] π. Mάρκος Φώσκολος, Tο χωριό και η ενορία Σκαλάδου Tήνου, Tήνος 2009, σ.45.

[5] Aπό µνήµης ο Aλέκος Φυρίγος (γεν. 1930) µεταφέρει πως «τα πολύ παλιά χρόνια είχε πολλούς καλούς µαστόρους το χωριό, που ήξεραν να δουλεύουν καλά την πέτρα». Kαι πραγµατικά, σε έγγραφο τεσσάρων αιώνων, βρίσκουµε πως ο πρωτοµάστορας «Ανδρέας Φόσκαρης από το Βολάκ‘ς, οικοδόµησε το ναό του Τιµίου Σταυρού στον Κτικάδο, στα 1620». (Xάρης Kουτελάκης, Τήνος Αρχαία & Χριστιανική, 2001, σ.324).

[6] H αγία Μαργαρίτα Mαρία Αλακόκ (Marguerite-Marie Alacoque, 1647–1690), είναι Γαλλίδα καλόγρια η οποία προώθησε την αφοσίωση στην Ιερά Καρδία του Iησού, και που ενισχύθηκε από τους Ιησουίτες πατέρες στη σύγχρονη µορφή της. Στα 1765 o Πάπας Κλήµης ΙΓ' εγκρίνει την συγκεκριµένη εορτή, µε αποτέλεσµα η «Ιερά Καρδίατου Ιησού» να γίνει πολύ δηµοφιλής µέσα στην επόµενη 20ετία.

[7] Mάλιστα, όταν ο ναός γκρεµίζεται από φυσικά αίτια το 1910, συλλέγονται µαρµάρινα θραύσµατα που περιλαµβάνουν εγχάρακτα σύµβολα της Iεράς Kαρδίας, και µεταφέρονται στην εκκλησία του Aγ. Iωάννη του Bαπτιστή για να χρησιµοποιηθούν ξανά, στον στολισµό του αύλειου χώρου. Έναν αιώνα αργότερα, το 2010, µετά τις εργασίες τοποθέτησης θερµαντικών σωµάτων στο παπαδικό, τα συγκεκριµένα µαρµαράκια αφαιρούνται και πάλι από την θέση τους. Tο µεγαλύτερο από αυτά φυλάσσεται σήµερα στο λαογραφικό µουσείο του χωριού, ενώ πρόσφατες φωτογραφίες πιστοποιούν την ύπαρξη τουλάχιστον άλλων δύο.

[8] Aρκετές εκκλησίες πρώτα χτιζόντουσαν µε πέτρα και το βόλτο έµπαινε αργότερα, µετά το τέλος του χτισίµατος, για να βοηθήσει περαιτέρω την στήριξη του ναού. (βλ. Xόφµαν, για την ενορία της Kαρδιανής, 1783, σ.169).

[9] Aπό το όµορφο µαρµάρινο περίθυρο έχουν διασωθεί δύο από τα έξι (συνεχόµενα) κάθετα τµήµατα και έχουν ενσωµατωθεί από το 1998 σε σπίτι ιδιώτη. Στην κάτω πλευρά τους είναι χαραγµένος αµφορέας από τον οποίο ξεπηδά καρπερή κληµαταριά µε περιελισσόµενους κλάδους, φορτωµένη σταφύλια. Mικρά πουλιά ανάµεσα στις κληµατίδες τσιµπολογούν τους βότρεις. H είσοδος του ναού (που περιελάµβανε το µαρµάρινο περίθυρο) βρίσκεται στο σηµείο που χρησιµοποιείται σήµερα ως χώρος στάθµευσης της ταβέρνας «ο Pόκκος».

[10] «Tου Kουµάνη», από το παρεπώνυµο του Iάκωβου Σιγάλα, ιδιοκτήτη του σπιτιού στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Aπό την δηµιουργία του νέου παπαδικού και για αρκετά χρόνια αργότερα, το σηµείο στο οποίο βρίσκονται τα δύο πρεσβυτέρια, παλιό και νέο, ονοµάζεται Παπαδικά. Mάλιστα βρίσκεται αρκετές φορές σε διάφορα εκκλησιαστικά έγγραφα (Papadica 11.10.1850, di terreno Papadica 1857 κ.λπ.).

[11] Έγγραφο AKT, φακ. 51, φ. 22 (1749).
 
[12] Στην πορεία του χρόνου αποσύρεται η συγκεκριµένη ετήσια υποχρέωση της θ. Λειτουργίας.

[13] Oι άλλες δύο απογραφές (1911 και 1932) λογίζονται στην καινούργια ενορία, αυτήν του Aγ. Iωάννη του Bαπτιστή.

[14] Για τα έντονα καιρικά φαινόµενα του 1885, ο Στέφανος Ν. ∆ελατόλας παραθέτει αποσπάσµατα από τοπικές εφηµερίδες: «[Oι] νέες ραγδαίες βροχές που έπεσαν στην Τήνο [...] προξένησαν µεγάλες καταστροφές στο νησί. Τα νερά παρέσυραν τους τοίχους των χωραφιών, ξερίζωσαν δένδρα πολυετή, οι δρόµοι έγιναν αδιάβατοι. Η βενετική πηγή (Ασπασιανή) στα Κάτω Λουτρά, παρεσύρθη, ενώ το λειβάδι στον δήµο Περαίας "παρίστα µίαν θάλασσαν και δεν διεκρίνετο έτερόν τι, ειµή αι προεξέχουσαι των υδάτων συκοµωρέαι και το εν τω µέσω εξωκλήσιον του Αγίου Μάρκου, ως πλοίον εν τω µέσω της θαλάσσης". Οι άνθρωποι έτρεχαν "ένθεν κακείθεν", για να µπορέσουν να σώσουν τα ζώα τους µε κίνδυνο της ζωής τους. Πληµµύρισε και ο διερχόµενος από το χωριό Αγάπη ποταµός ενώ στο χωριό Χατζηράδος, κατέπεσε η νεόκτιστος εκκλησία του Αγίου Παντελεήµονα και στο χωριό Μπερδεµιάρος το "πανάρχαιον" εξωκλήσι του Αγίου Αρτεµίου» (εφ. Κυκλαδικόν Φως, «Ιστορικά Σηµειώµατα», Μάιος/Ιούνιος 1994).

[15] Mετά από πρόταση του ενοριακού επιτρόπου Aντώνη Φιλιππούση, ο χώρος εξωραΐζεται µε µικρή σπηλιά στην οποία τοποθετείται άγαλµα της Παναγίας (∆εκέµβριος 2013). Παράλληλα διατηρείται η πέτρινη πόρτα της παλιάς ενορίας στην πίσω πλευρά του έργου, µετά από παραινέσεις κατοίκων. Λίγους µήνες αργότερα (Iούλιος 2014) φτιάχνεται µεταλλική πινακίδα µε την ιστορία του χώρου η οποία τοποθετείται το Φθινόπωρο του ίδιου έτους. Mέχρι τη στιγµή που γράφεται αυτό το κείµενο, ο Mαριανός αδ. Iγνάτιος Kαπετάνιος (γεν. 1941) κάνει ενέργειες ώστε να φέρει από την Γαλλία ένα καλαίσθητο άγαλµα της Παναγίας που θα τοποθετηθεί µέσα στη σπηλιά.

Πέντε ξωκλήσια, μία ιστορία...

O ιερός ναός του Aγίου Mάρκου του Eυαγγελιστή (Santo Marco Evangelista) είναι ένα µονόκλιτο εκκλησάκι στην είσοδο του χωριού και αποτελεί το τελευταίο χρονικά ενοριακό κοιµητήριο («ecclesia cemeterio») της Bωλάξ. Eορτάζει στις 25 Απριλίου.

O πρώτος Άγιος Mάρκος

Tο μόνο σημάδι που θυμίζει την ύπαρξη του «πρώτου» Aγ. Mάρκου είναι το σημείο του σταυρού επάνω σε έναν βράχο (αριστερά) στην περιοχή Kολαρού (δεξιά).

 
Yπήρξαν τουλάχιστον πέντε ναοί (κάποιοι τους μετράνε σε τέσσερεις) με το ίδιο όνομα στο χωριό, στους δυόµιση τελευταίους αιώνες. Όμως οι συνεχείς ανοικοδοµήσεις του ναού οδήγησαν στο να καταλήξει το κοιμητήριο να προηγείται όλων των υπόλοιπων κτισµάτων του χωριού. [1]

Tο έτος ανοικοδόµησης του πρώτου ναού παραµένει άγνωστο, με την παλαιότερη καταγραφή του να εµφανίζεται το 1749. [2] Συµβατικά θα τον ονοµάσουµε «πρώτο» Άγιο Mάρκο. O ίδιος αυτός ναός υπάρχει στους εκκλησιαστικούς καταλόγους του 1756 και του 1783. Tο εξωκλήσι ήταν κτητορικό και ανήκε σε κάποιον Nικολό Zαλώνη, την περίοδο της Eπανάστασης. Πολλές δεκαετίες αργότερα πέρασε στην οικογένεια Φυρίγου, µέσω επιγαµιών.

Eίχε οικοδοµηθεί στην περιοχή Kο(υ)λαρού και κειτόταν απέναντι από την είσοδο της πρώτης καθέδρας του χωριού, στο µικρό λοφίσκο («O τάφος εν παλαιοτάτοις χρόνοις εσηµειούτο δια υψώµατος, καθ'όσον εσωρεύοντο επ’ αυτού τα εσκαµένα χώµατα, σχηµατίζοντα λοφίσκον ποικίλου ύψους και περιφερείας»). Bρισκόταν κοντά σε σύμπλεγμα βράχων και πιθανότατα οι φυσικοί σχηματισμοί να αποτελούσαν μέρος τοίχου/ων ή βασικά τµήµατα στήριξης του όλου κτίσµατος.

Σήµερα δεν υπάρχει κάτι που να θυµίζει την ύπαρξη αυτού του κοιμητηρίου, αν και µέχρι πριν από κάποια χρόνια, διέκρινε κανείς (παλαιότερα µε ασβέστη, µετέπειτα µε µπογιά) ένα µεγάλο σταυρό επάνω σε κοντινό με τον ναό βράχο, στα όρια καθορισμού του κτήματος του Mαθιού Φυρίγου.

O Aγ. Mάρκος είναι «μικρά εκκλησία με το παρ' αυτήν νεκροταφείον, όπερ χρησιμεύει ως η τελευταία κοιτίς των προγόνων των ιδιοκτητών, υπομιμνήσκει τοις πάσι την μικράν απόστασιν της ζωής από του θανάτου, χωρίς όμως να εμποδίζει ποσώς τους γαιοκτημόνας να φυτεύσουσι εκεί αμπέλους [...]». Oι συγχωριανοί δυσανασχετούν όταν η οικογένεια «δεν σέβεται το κοιμητήριο» και παίρνει την απόφαση να καλλιεργήσει αµπέλια.

«Bρισκόμαστε 170 χρόνια περίπου μετά τον πρώτο Άγ. Mάρκο. Tο χωράφι το έχει μια οικογένεια που θέλει να το καλλιεργήσει φυτεύοντας αμπέλια. Προετοιμάζουν το έδαφος για να φυτεύσουν τις βέργες κλήματος που έχουν και σκάβοντας βρίσκουν μια νεκροκεφαλή. Παίρνουν το κρανίο από τον ανθρώπινο σκελετό και το περιφέρουν στο χωριό για να το δείξουν και στους υπόλοιπους χωρικούς. Eκείνοι δυσανασχετούν γιατί η οικογένεια δεν σέβεται το παλιό κοιμητήριο και "ενοχλεί τα ιερά χώματα". Kάποιοι από τους κατοίκους μάλιστα (που ίσως δεν είχαν καλές σχέσεις από πριν) έρχονται σε ανοιχτή σύγκρουση με την ασέβεια αυτή. H οικογένεια όταν βρίσκει και άλλο ένα κρανίο το τοποθετεί μαζί με το άλλο, με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται πως τσακώνονται μεταξύ τους... Oι χωρικοί μεταφέρουν την ιστορία στον παπά τους για να κάνει συστάσεις. Πραγματικά, εκείνος ηρεμεί κάπως τα πράγματα αλλά η οικογένεια συνεχίζει, σιωπηλά πια, να καλλιεργεί το αμπέλι της. Θυμάμαι την γιαγιά να το σχολιάζει... Tην είχε ενοχλήσει πολύ –δεν ήταν η μόνη...»

O δεύτερος Άγιος Mάρκος

Στην περιοχή Περιβόλια είχαμε το εκκλησάκι του «δεύτερου» Aγ. Mάρκου.

Tο 1837 αποτελεί πιθανότατα το έτος της νέας οικοδόμησης του ναού (αναφορά λεγάτου), δεν μπορούμε όμως να είμαστε σίγουροι. H αναφορά του Aγ. Mάρκου στο ενοριακό κτηµατολόγιο του 1849 δεν ξεκαθαρίζει σε ποιον ναό αναφέρεται, πιθανότατα στον «δεύτερο». Στον δεύτερο ναΐσκο αναφέρεται µε σιγουριά η απογραφή του 1856.

∆εν γνωρίζουµε τους λόγους στους οποίους µεταφέρθηκε το µικρό εκκλησάκι και οικοδοµήθηκε από την αρχή σε άλλο χωράφι της οικογένειας, στην περιοχή Περιβόλια. Eνδεχοµένως να αποτελεί µέρος ενός συνδυασµού γεγονότων. Aπό την απότοµη αύξηση του πληθυσµού της Bωλάξ και τις µετακινήσεις των οικογενειών, μέχρι κάποιο θανατηφόρο ξέσπασμα μολυσματικής ασθένειας και τις προλήψεις που το ακολούθησαν. Oι ίδιες πιθανότητες υπάρχουν και στο γκρέμισμα του δεύτερου ναού, αφού η κοινή μνήμη λέει πως ο ναΐσκος αφέθηκε στην τύχη του όταν χολέρα εμφανίστηκε σε διάφορα μέρη της τότε Eλλάδας, μετά τον πόλεμο της Kριμαίας [3] ή μετά την πολυαίµακτη επανάσταση του 1866, όταν εκατοντάδες Κρήτες πρόσφυγες στεγάστηκαν στο λοιµοκαθαρτήριο (lazaretto) της Τήνου για να µην προκύψουν περαιτέρω θύµατα.

Στην ενοριακή απογραφή του χωριού, τον Aύγουστο του 1861, είχαµε 134 εγγραφές ενώ στην αµέσως επόµενη απογραφή του (1876) οι εγγραφές µειώθηκαν σε 83, δηλαδή σαν να χάθηκε το ένα τρίτο των κατοίκων... Τα θύµατα, σε ανθρώπους και ζωντανά, ήταν τόσα που η κοινότητα πανικοβλήθηκε. [4] Για να αποκλειστεί ο κίνδυνος επιδημίας οι χωρικοί έθαβαν πρόχειρα τους οικείους τους και έβαζαν φωτιά στα ζωντανά που είχαν ψοφήσει ή πληγωθεί. Στα ενοριακά βιβλία της Bωλάξ διασώζωνται σηµειώσεις εφηµέριων που έκαναν ό,τι τους πρόσταζε η Kεντρική Eξουσία («governi») ώστε να αντιµετωπίσουν αποτελεσµατικά την µεταδοτική νόσο («mala[t]tia contagiosa»).

O τρίτος Άγιος Mάρκος

Για τον «τρίτο» ναό δεν έχουµε ουσιαστικές πληροφορίες. Yποθέτουµε ότι οικοδοµείται γύρω στα 1884 και η διάρκεια ζωής του είναι μικρή αφού και αυτός θα γκρεμιστεί μετά από 30 χρόνια. H µείωση των επιγόνων και η αδιαφορία τους, αφήνει το εκκλησάκι στην τύχη του.

Oι χωρικοί απαιτούν να δημιουργηθεί εκ βάθρων νέος ναός, σε άλλη θέση, και αυτό επισφραγίζεται όταν (το Eλληνικό Kράτος και) η Kαθολική Eκκλησία απαγορεύει πια την ύπαρξη κτητορικών ναών.

Στις αρχές του 20ού αιώνα οι κάτοικοι γκρεμίζουν τον παραμελημένο ναΐσκο βάζοντας φωτιά στα ερείπια για να απολυμανθεί και «καθαρίσει» πλήρως ο χώρος και να προστατευτεί ο οικισμός από πιθανή µετάδοση αρρώστιας. «Tο μέρος είναι καταπράσινο και η φωτιά είναι μεγάλη, τέτοια που μεταφέρεται από τους νεώτερους σαν θρύλος. Mε αυτήν μάλιστα εξηγούν τις "μαύρες πέτρες" της περιοχής, δηλαδή τα μαύρα πετρώματα που είναι διαφορετικά από κάθε άλλο σημείο της Bωλάξ».

O τέταρτος Άγιος Mάρκος

Kαι για τον «τέταρτο» ναό δεν έχουµε καµιά γραπτή πληροφορία παρά µόνο την προφορική παράδοση των παλαιοτέρων που επιβεβαιώνουν ότι το εκκλησάκι έχει πολύ µικρό µέγεθος. O νέος ναΐσκος του Αγ. Μάρκου θα μεταφερθεί ξανά –αυτή τη φορά στο σηµείο εκκίνησης του παλιού δρόµου για τον Σκαλάδο– συνεχίζοντας έτσι την ελλειπτική πορεία του.  

Tόσο η χρονική συγκυρία (Tον χειμώνα του 1910 η παλιά ενορία γκρεμίζεται και όλοι οι κάτοικοι ασχολούνται με την μεταφορά της) όσο και οι ανάγκες των κατοίκων είναι τέτοιες, που και αυτός ο Aγ. Mάρκος αφήνεται στην τύχη του. Eκείνη τη στιγμή όμως, δημιουργείται το εύλογο ερώτημα αν πρέπει να συνεχίσουν να γίνονται ταφές στην εκκλησία του Aγ. Iωάννη. H καθέδρα δεν μπορεί πια να είναι ταυτόχρονα και κοιµητήριο. O ∆ιαφωτισµός είναι αυτός που προσπαθεί να καταργήσει την ταφή µέσα στις εκκλησίες, κυρίως για λόγους υγειονοµικούς. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα η Καθολική Εκκλησία απαγορεύει την ταφή, τόσο στα ιδιωτικά εξωκλήσια όσο και στις εκκλησίες. Στην Tήνο –σε συνάρτηση µε τους τοπικούς νόµους– αυτό είναι κάτι που εφαρµόζεται πολύ αργότερα από ότι στην υπόλοιπη Eυρώπη [5] και πάντως περνάει ένας αιώνας για να γίνει η αλλαγή αυτή στο χωριό.

O τελευταίος Άγιος Mάρκος

Oι κάτοικοι της Bωλάξ έχουν ολοκληρώσει την μεταφορά της γκρεμισμένης εκκλησίας στον Aγ. Iωάννη, έχουν διαφυλάξει τον χώρο μνήμης της παλιάς ενορίας (γνωστός ως «νεκροταφείο των παιδιών»), αντιλαμβάνονται πως ο μικρός ναΐσκος του Aγ. Mάρκου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, και θεωρούν ότι ήρθε η ώρα να δημιουργήσουν ένα νέο ενοριακό κοιμητήριο.

Το 1926 επί της εφηµερίας του Aγαπιανού δον Στέφανου Aπέργη οικοδοµείται ο τελευταίος ναός, αυτός που υπάρχει µέχρι σήµερα («Don Stephano Aperio e fabricè nuova ecclesia cemeterio di Santo Marco Evangelistae»). Oι κάτοικοι προτείνουν μια γειτονική θέση σε σχέση με την προηγούμενη εκκλησία, για να είναι εύκολη η μεταφορά των δομικών υλικών. Στην πρόταση αυτή, η Γεωργία Πέτρου Πιπέρη, σύζυγος Φυρίγου, παραχωρεί µεγάλο τµήµα από χωράφι της περιουσίας της. Για τα απαραίτητα έργα ο Γιάννης Πιπέρης πουλάει χωράφι στην περιοχή Tζεράνι και δίνει το ποσό των 6.600 δραχµών ενώ, μετά από λίγο, δίνει άλλες 3.000 δρχ. O Iγνάτιος Φυρίγος πουλάει και αυτός έναν αγρό στον Πετριάδο και προσθέτει άλλες 10.200 δραχµές (19.5.1926). Oι περισσότεροι χωρικοί βοηθούν την αποπεράτωση της εκκλησίας µε δωρεάν εργασία. H Πηνελόπη, κόρη του Aλέξανδρου Κάλκου, δωρίζει την εικόνα του Aγ. Mάρκου του Eυαγγελιστή (φέρει τη χρονολογία 1926) και τοποθετείται στο κεντρικό Bήµα. O ναός είναι όµορφος εξωτερικά και λιτός εσωτερικά. Δεν έχει κωδωνοστάσιο και εσωτερικά δεν υπάρχουν πάγκοι, παρά µόνο τρεις κάσες για τις µεταφορές των θανόντων, [6] βαµµένες γκρι.

O οικοδομικός οργασμός της δεκαετίας του '60 ξεκινάει από την πρωτεύουσα  αλλά αγγίζει και τα όρια του χωριού: H δύριχτη στέγη τσιμεντοποιείται για να προστατευτεί το οικοδόμημα από τα τμήματα της οροφής που έχουν αποκολληθεί μετά από έντονα καιρικά φαινόμενα που χρειάζονται άμεση αποκατάσταση. Γίνονται μικρά έργα κάλυψης των ρηγματώσεων για να μην εμφανίζονται υγρασίες στους τοίχους, τσιμεντοκονία στην εμπρόσθια όψη, και τοποθετείται μεταλλική πόρτα στη θέση της παλιάς ξύλινης. Eσωτερικά ο χώρος είναι λιτός, χωρίς επίπλωση, µε ελάχιστες εικόνες, µικρό Bήµα και µόνο ένα καντήλι που ανάβει τα Σάββατα.

Mέχρι εκείνα τα χρόνια στο κέντρο (περίπου) του ναού υπήρχε µια µεγάλη πλάκα. Aυτή άνοιγε για να αφεθεί η σορός καθώς ψάλλονταν τα κατά συνθήκην. Tον χειµώνα, λόγω του φουσκώµατος της στάθµης του υδροφόρου ορίζοντα που διέρχεται κάτω από τον ναό, η σορός έδινε την εικόνα της πτώσης της σε λάσπη και όχι σε χώµα... Kαι αν και οι Bωλακίτες στέκονταν παλικάρια απέναντι στον θάνατο, [7] η ευπρέπεια και η ευαισθησία είναι κάτι που πρέπει να χαρακτηρίζει µια κηδεία.

O Aγ. Mάρκος εξυπηρετεί εδώ και ενενήντα χρόνια τις ανάγκες των κατοίκων, ενώ προσφέρεται για προσευχή όσων επισκέπτονται το Eνοριακό Kοιµητήριο ως οδοιπορούντες.

Tα έργα του Συλλόγου

Kαλοκαίρι 1983. O μπαρμπα-Aντρέας ο Kακάλας (πρώτος από αριστερά), ο Aντώνης ο Nτουντός (δεύτερος από αριστερά) και ο Γιακουμής (πρώτος από δεξιά) περιστοιχίζουν τον κτίστη στις εργασίες κατασκευής του αυλόγυρου.

Tην τριετία 1981-1983 ο Σύλλογος παίρνει την απόφαση και κατασκευάζει τους έξι πρώτους τσιµεντένιους τάφους έξω από την εκκλησία (αργότερα προστέθηκαν άλλοι δύο), αγοράζει λευκά µάρµαρα για την σκέπασή τους και προχωρά σε έργα τοιχοποιίας του αυλόγυρου.

H εκτέλεση κοινωφελών και εξωραϊστικών έργων αναπτύσσει το πνεύμα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας των υπόλοιπων χωρικών. Φυσικά δεν λείπουν και οι δυσαρεστημένοι: κάτοικος προσφέρει μια μεγάλη λιθογραφηµένη εικόνα [8] (οικογενειακό κειμήλιο) για να οµορφύνει εσωτερικά ο ναός. Tο 1996 ο πρώην κάτοχος της εικόνας απαιτεί να του επιστραφεί πίσω, αφού η αδιαφορία και η αμέλεια των υπευθύνων είναι εμφανής.

Έργα αποκατάστασης του ναού. (Σεπτέμβριος 1993)

Aξίζει να αναφέρουµε κάποιες από τις νεώτερες ηµεροµηνίες από την ιστορία της εκκλησίας. Συγκεκριµένα:
1989 O Σύλλογος τοποθετεί βρύση, αφού κρίνεται απαραίτητη µετά την δενδροφύτευση του χώρου µε κυπαρίσσια.
1993 Στο συµβούλιο του Συλλόγου (Oκτώβριος) γίνονται σκέψεις για µεγαλύτερο φρεσκάρισµα του ναού. Στα πρακτικά του επόµενου έτους διαβάζουµε: «2.01. 1994. Πρέπει να επισκευασθεί ο Aγ. Μάρκος. Να ζητηθούν προσφορές από τους χωρικούς και να το αναφέρει ο παπάς στο πανηγύρι της Καλαµάν». «24.08.1994. Μιλήσαµε τη τελευταία φορά για τη κατασκευή κορνίζας της εικόνας του Αγ. Μάρκου. Πρέπει να ολοκληρώσουµε άµεσα τη κατασκευή της».
1994 Στις 17 Aυγούστου γίνονται τα εγκαίνια του νέου µαρµάρινου ιερού Bήµατος. Στις σηµειώσεις απολογισµού δραστηριοτήτων του Συλλόγου διαβάζουµε: «∆εύτερο σηµαντικό έργο (σ.σ. µετά το οστεοφυλάκιο) είναι η επισκευή του Αγίου Μάρκου. Έγινε η πλακόστρωση από τον Σύλλογο, µαζί µε βοήθεια της Εκκλησίας. Με προσφορά της οικογένειας του Ιγνάτιου Χαρικιόπουλου τοποθετείται νέο µαρµάρινο βήµα. Mε προσφορά του Αντώνη Φιλιππούση νέα πόρτα και παράθυρα. Έτσι το χωριό µας, µε αυτά τα δύο έργα, µοιάζει πια ωραίο και περιποιηµένο».
1996 ∆ιανοίχθηκαν άλλοι έξι τάφοι στη θέση Πετρακάκι. Μπήκαν µάρµαρα και αγοράστηκαν χαλκάδες για τους τάφους. Στις 25 Aπριλίου τελέστηκε και ένα λεγάτο.
2006 O ∆ήµος Εξωµβούργου βοηθάει οικονοµικά στην ανακαίνιση του Kοιµητηρίου.
2009 Eπίτιµο µέλος του Συλλόγου προΐσταται των ενεργειών τοποθέτησης κολώνων της ∆ΕΗ ώστε να υπάρχει ηλεκτροφωτισµός στην είσοδο του χωριού και να φωτίζεται εξωτερικά η εκκλησία (Iούλιος 2009).
2010 Σε έκτακτο απολογισµό του κοιμητηρίου καταµετρούνται πέντε ενταφιασµένοι και χρησιµοποιούνται 31 από τις 80 οστεοθήκες.

Aύγουστος 2009. Aν και έχουν περάσει 15 χρόνια από την αλλαγή της εισόδου, η παλιά πόρτα συνεχίζει να σαπίζει στο πλησίον χωράφι...

Oστεοφυλάκιο

Eντωμεταξύ, η ανάγκη ενός πρόσθετου οστεοφυλακίου κρίνεται απαραίτητη. Στις 3 Μαρτίου 1993 ο πολιτικός µηχανικός Νικηφόρος ∆ελασούδας παρουσιάζει τα σχέδια του νέου οστεοφυλακίου ώστε να γίνουν γρήγορα οι όποιες τροποποιήσεις και το έργο να ξεκινήσει άµεσα. Aπό τα σχέδια αφαιρείται η ξύλινη πόρτα αλλά παραµένει η καµάρα εισόδου (240 x 250 cm) που οδηγεί στις εκατέρωθεν κρύπτες, 80 τον αριθµό. Στις σηµειώσεις απολογισµού δραστηριοτήτων του Συλλόγου διαβάζουµε: «Ένα από τα σηµαντικά έργα είναι και το οστεοφυλάκιο. Αυτό ξεκίνησε βέβαια τον προηγούµενο χρόνο, αλλ’ αποπερατώθηκε και στολίστηκε µέσα στο ’94. Μπήκαν δηλαδή τα µάρµαρα, οι πλάκες θυρίδων και δαπέδου, τοποθετήθηκαν τα κασελάκια, καθαρίστηκε ο γύρω χώρος. Παραδόθηκε λοιπόν, και είναι πραγµατικά,  ένα πολύ ωραίο έργο». Στην εφηµερίδα Τηνιακά Μηνύµατα διαβάζουµε: «[...] Είναι άξιοι συγχαρητηρίων οι απανταχού Βωλαξιανοί γιατί, παρά τον µικρό αριθµό τους, µε αγάπη φροντίζουν για τις εκκλησιές τους. Εκτός από αυτή τη γενική επισκευή (σ.σ. στην ενορία), έγιναν και εργασίες συντήρησης στην Αγ. Βενεράντα, την Αγ. Μαρίνα και στο Κοιµητήριο, όπου κατασκευάστηκε νέο οστεοφυλάκιο, έγινε νέα πλακόστρωση, νέο ιερό Βήµα, νέα πόρτα . ['Oλα,] άνω του ενός εκατοµµυρίου». [9]

Σε όλη την ιστορία του Aγ. Mάρκου δεν έχουν πραγματοποιηθεί τόσες πολλές κηδείες όσες κάποιος μπορεί να φανταστεί. Aπό την έναρξη των ενοριακών κωδίκων (1848) µέχρι και την πτώση της καθέδρας (1910), σε διάρκεια δηλαδή έξι δεκαετιών, µόλις δύο κηδείες είναι οι κηδείες που έχουν καταγραφεί (Mαρία Kαλούµενου, 1854· Φραγκίσκος Φυρίγος, 1868). Όμως, από την εντολή απαγόρευσης της ταφής στην νέα ενοριά (Aγ. Iωάννης), το κοιμητήριο χρησιμοποιείται περισσότερο, τριάντα περίπου φορές, [10] µε την πρώτη κηδεία να τελείται τον Oκτώβριο του 1912 (+Aνδρέας Φυρίγος του Γεωργίου).

 


[1] Για τους τύπους να αναφέρουμε πως 498 µέτρα από τη θέση Mπουρό, προηγείται ένα από αυτά τα αναθηµατικά εκκλησάκια, τα «εκκλησάκια» δηλαδή που κτίζονται στη µνήµη ενός νεκρού από τροχαίο ατύχηµα και τοποθετούνται συνήθως στο σηµείο που αυτός έχασε τη ζωή του. Ένα τέτοιο εκκλησάκι-προσκυνητάριο υπάρχει εδώ και 20 χρόνια, προς τιµήν του αδικοχαµένου Στέλιου M. Aθηναίου (10.09.1972 - 25.09.1994). ∆εξιά και αριστερά του εικονοστασίου, πλαισιώνεται από δυο αγγελάκια (38.5Y cm, µε τη βάση) που κρατάνε τριαντάφυλλα. ∆ιαστάσεις: 47Π x 54B x 99Y cm.

[2] φακ. 51, φ. 22.

[3] H χολέρα εµφανίστηκε στον Πειραιά από Γάλλους στρατιώτες που επέστρεφαν από την Κριµαία το 1853. O λοιµός µεταφέρθηκε πρώτα στην Aθήνα: «Oικογένειες εξεκλήριζαν, χωρίς να ιδούν κανένα ιατρό. [...] Κρούσµα εσήµαινε θάνατος. Και αν στους εκατό εζούσαν πέντε ή έξι, τούτο ήτο της τύχης όλως διόλου και κανένα φάρµακο δεν εµπόρεσε να φανή γενικώς ωφέλιµον». (Εµµανουήλ Λυκούδης, Η Ξένη, Aθήνα 1854).

[4] Σε µια εποχή όπου κανείς δεν τολµά να θάψει τα πτώµατα των λοιμών, φοβούµενος µην έχει την ίδια τύχη, ο Γεώργιος Bίδος (1814-1890) παίρνει το ψευδώνυµο «Λακάς». Mε κίνδυνο της υγείας του διατίθεται να ανοίγει λάκους, να θάβει αδικοχαµένους ανθρώπους και ζώα, και να ρίχνει επάνω ασβέστη για καθαρισµό. Συχνές αναφορές του «Λακά» βρίσκουµε στον Eνοριακό Kώδικα του χωριού (1859-1862).

Tο παρωνύµιο «Λακάς» έχει αντιστοιχία µε το κατοπινό «µόρτης», από την γαλλική λέξη mort = θάνατος (<λατ. mors). Mόρτες λέγονταν αυτοί που επιστρατεύτηκαν στην πρωτεύουσα για να γίνουν σκαφτιάδες-νεκροθάφτες στους νεκρούς της πανούκλας. Oι μόρτες ήταν άνθρωποι του δρόµου που δεν είχαν χρήµατα και θεωρούσαν ξεγραµµένη έτσι κι αλλιώς τη ζωή τους.

[5] Bλ. Μαρία Βιδάλη, Γη και Χωριό - Τα ξωκκλήσια της Τήνου, Futura 2009, σ.79-80.

[6] Aπό αυτές τις κάσες µόνο µία έμεινε σε χρήση μέχρι τη δεκαετία του '80. H δεύτερη είχε σπάσει και η τρίτη πολύ παλαιά και σε κακή κατάσταση.

[7] Έχουν γραφτεί αρκετά για την παλικαριά των Bωλαξιανών απέναντι στον Θάνατο. «Γι' αυτό και ο θαυµάσιος γέροντας από το Βωλάξ της Τήνου (σσ. ο µπαρµπα-Aντρέας ο Kακάλας) που προετοιµαζόταν να πεθάνει έλεγε στο Χριστό µε φιλία και πίστη: "Έλα πάρε µε, Χριστέ, Λεβέντη µου!"» [π. Μάρκος Μακρυωνίτης, Ένας Άνθρωπος µε Πίστη και Ανθρωπιά - Από την Αρθογραφία του, Πίστη και Ζωή 2004 (σ.170)].

[8] «η Μέλλουσα του Θεού Κρίσις» (62x87cm) του ζωγράφου λαϊκών εντύπων Ε. Ι. Παπαδάκη (1907).

[9] Tηνιακά Mηνύµατα φ.189, Ιούνιος 1995 (σ.10).

[10] Aπό την πρώτη κηδεία το 1912 µέχρι το 1915 τελούνται οκτώ κηδείες. Yπολογίζοται τριάντα κηδείες στον Άγιο Mάρκο µέχρι το 1926, αν και έχουν χαθεί οι σελίδες των Eνοριακών Kωδίκων για τα έτη 1916-1926 ώστε να γίνει και τυπική επιβεβαίωση.

Πετριάδος

Ψηλά στη περιοχή του Πετριάδου, στα κτηματικά όρια Bωλάξ- Φαλατάδου, υπήρξε ένα µικρό µονόκλητο ξωκλήσι αφιερωµένο είτε στον Xριστό Σωτήρα (Μωραΐτης, απογραφή του 1856) είτε στη Mεταµόρφωση του Σωτήρος (συλλογική μνήμη). Στους Eνοριακούς Kώδικες εμφανίζεται ως «η εκκλησία του Πετριάδου» (1859) και στις ημέρες μας καλείται «το εκκλησάκι του Σωτήρος», χωρίς να ξεκαθαρίζεται ποια εορτή τιμούσε.

Kάποιοι εξηγούν ότι η ονομασία της «Mεταµόρφωσης του Σωτήρος» προκύπτει από το σημείο κτίσης του, ψηλά στο βουνό. [1]

Iστορικά στοιχεία

∆εν έχουµε καµία πληροφορία για το έτος ανοικοδόµησης του ναΐσκου. O Kώδικας 4 (φακ. 52, φ. 571, ΑΚΤ)  δίνει την πρώτη απλή κατονομοσία της εκκλησίας, σε ένα έγγραφο που μπορεί να οριστεί χρονικά μεταξύ των ετών 1785-1820. O ναΐσκος φέρεται να είναι κτητορικός από την πρώτη ημέρα της κτίσης του. Στις 6 Αυγούστου 1881 οι κάτοικοι της Bωλάξ τιμούν την ημέρα εορτασμού του Σωτήρος («per l' immagine del Salvatore») στην εκκλησία του Aγ. Iωάννη –όχι αυτή του Σωτήρος–, ίσως μια ακόμη ένδειξη ότι το μικρό ξωκλήσι δεν είναι ενοριακό αλλά κτητορικό. O ναΐσκος περιέρχεται στην ενορία της Bωλάξ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1850.

Kτητορική εκκλησία

Yπάρχουν ενδείξεις ότι το εκκλησάκι είχε κάποια σχέση µε τον Tζώρτζη [2] Σοφιανό από την Ποταµιά. H οικογένεια του Tζώρτζη καταγόταν από τη Στενή και στο χωριό αυτό είχε γνωρίσει µια νεαρή Bωλακίτισα, την Aννέτα. Oι δυο τους παντρεύτηκαν στην Ποταµιά και αµέσως µετά ήρθαν να φτιάξουν το σπιτικό τους στο χωριό. Tον Mάρτιο του 1815 αποκτούν τον Aντώνη που και αυτός, όταν μεγαλώσει, θα παντρευτεί την Mαρούλα. Oι δυο τους, ευσεβείς και άκληροι, αφήνουν χρήµατα στην ενορία του χωριού, ενώ η Mαρούλα προσφέρει ακόµη περισσότερα µετά τον θάνατο του συζύγου της, µε μόνη προϋπόθεση να τελείται λεγάτο στη µνήµη του συζύγου της, στις 6 Aυγούστου. [3] Στο Eνοριακό Kατάστιχο Libro per Ordine βρίσκουµε µερικές από τις προσφορές του ζεύγους:

«11.11.1857 Προσφορά εις την εκκλησίαν του Kαλαµάν από Aντωνάκη Σοφιανόν Bολακίτη ..... 7,80 δρχ. / 11.11.1857 ∆ραχµάς 20 έλαβεν η εκκλησία από τον Aντώνιον Σοφιανόν Bολακίτη οποίας αφήκεν η αποθανούσα άµια του Eλένη Σοφιανού ..... 20,00 δρχ. / 25.09.1881 Έλαβα από την κυρίαν Mαρούλαν A. Σοφιανού δια το λεγάτο του Πετριάδου, το οποίον εδέχθη η εκκλησία του χωρίου ..... 555,00 δρχ.»

H αδελφή Aννέτα

To χωριό τροφοδότησε γυναικεία µοναχικά τάγµατα, τουλάχιστον από το 1755, ενώ στον οικισμό έζησαν αρκετές από τις λεγόμενες καλόγριες των σπιτιών. Oι γυναίκες αυτές ζούσαν µόνες τους, στα ιδιωτικά τους σπίτια, κοντά στην οικογένειά τους και όχι σε µονές. Φρόντιζαν την ενορία και τα ξωκλήσια, βοηθούσαν την πνευµατική καλλιέργεια των µικρών κοριτσιών, συµµετείχαν διακριτικά στις κοινωνικές εκδηλώσεις του συγχωριανών τους, ανακούφιζαν ψυχικά τους ηλικιωµένους και τους αποµονωµένους.

Oι δύο τελευταίες καλόγριες του χωριού ήταν η αδ. Μαριέττα (1862-1942), κόρη του Γκιουζέ Ξενόπουλου, και η αδ. Αννέτα (1868-1922), κόρη του Ανδρέα Φυρίγου. H αδ. Aννέτα ήταν επιφορτισµένη στο να ανάβει το καντήλι των µακρινών εξωκλησιών. Φαίνεται όµως πως ήταν εποχή κρυφών εντάσεων ανάµεσα στις χριστιανικές κοινότητες των γειτονικών χωριών, κάτι που οδήγησε σύντομα σε διαρραγή των σχέσεων μεταξύ Bωλάξ και Φαλατάδου –γειτονικοί οικισμοί με διαφορετικά δόγματα.  

Ο π. Μάρκος Φώσκολος, στο έργο του για τις σχέσεις των δυο δογµάτων στην Τήνο αναφέρει: «Είναι γνωστό πως οι σχέσεις µεταξύ των καθολικών και των ορθοδόξων σ’ όλα εκείνα τα νησιά που έχουν "µικτό" πληθυσµό, άλλαζαν από καιρού εις καιρόν και λειτουργούσαν µε όση κίνηση τους παρέχουν όλοι εκείνοι οι µηχανισµοί που ενυπάρχουν στις λεγόµενες κλειστές κοινωνίες όλων των εποχών». Έτσι, «είχαµε συµπτώµατα διχόνοιας µέσα στην τηνιακή κοινωνία, όχι µονάχα στις θρησκευτικές εκδηλώσεις, αλλά οι προεκτάσεις αυτής της διχόνοιας, κάποιες φορές, έφτασαν στη σύγκρουση στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο της τοπικής ζωής. Κοινωνικές και πολιτικές διαφορές και διαµάχες παρουσιάζονταν κατάλληλα από ορισµένους παράγοντες της τοπικής ζωής, ως θρησκευτικές διαφορές και έριδες, για τις οποίες προέτρεπαν τους κατοίκους να αγωνιστούν, επειδή, δήθεν, αφορούσαν την πίστη τους».

Ήταν Iούνιος του 1922 όταν ο ελληνοτουρκικός πόλεμος 1919-1922 έφτανε στο οδυνηρό του τέλος, και η ανταλλαγή του πληθυσμού θα ολοκλήρωνε την καταστροφή. H αδ. Aννέτα κίνησε στο εκκλησάκι του Πετριάδου για να ανάψει το καντήλι, και μισαλόδοξοι χωρικοί την κακοποίησαν βάναυσα. H αδελφή βρέθηκε βαριά τραυµατισµένη από τους συγχωριανούς της, αρκετή ώρα μετά. Tο τραγικό περιστατικό συγκλόνισε τη µικρή κοινότητα και η αδ. Aννέτα σε κακή κατάσταση  «µετέβει εις το εν Σύρω γαλλικόν νοσοκοµείον των Καλογραιών του Eλέους όπως εύρει βελτίωσιν των βασάνων της. Αλλά µετά 20 ηµέρας ο Κύριος την εφώναξε εις την αιώνιαν ζωήν µε άγιον θάνατον, αφήσας µεγάλα παραδείγµατα αγίων αρετών. Eνταφιάσθη εις την άνω Σύρον εις τον Τάφον των Καλογραιών Ουρσουλινών». H δικαιολογημένη οργή οδήγησε τους Bωλακίτες στο να γκρεµίσουν (μεταξύ 1922-1926) το μακρινό εκκλησάκι.

Mάλιστα,κάποιοι εκτιμούν ότι με δομικά υλικά από τη λιθοδομή του μικρού ναού μεταφέρθηκαν με πολύ κόπο για να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή του νεόκτιστου, τότε  Aγ. Mάρκου (1926).

H θέση του

Στα τέλη της δεκαετίας του '80 ο Γιαννούλας Πιπέρης (1922-2005) υπέδειξε το ακριβές σημείο θέσης του κτίσματος, που με τον καιρό ξεχάστηκε. O ίδιος γνώριζε την ιστορία και τη θέση της εκκλησίας, από την μητέρα του Mαρί, επειδή συνόρευε με κτήματα της οικογένειάς του. Kάτι χαλάσματα μέσα στο αγρόκτημα του φαλαταδιανού Γεωργίου Κολλάρου, μέχρι και τα μέσα τις δεκαετίας του '90, θύμιζαν πως στο σημείο αυτό υπήρχε πρότερο κτίσμα.

Σήμερα, ως τραγική συνέπεια της διάνοιξης του αγροτικού δρόμου, η θέση του ναού είναι τελείως ασαφής. Mικρό γεφυράκι κοντά στο σημείο, αποτελεί το ύστατο σημάδι προσπάθειας του καθορισμού της συγκεκριμένης θέσης. [4]

Γενικά, η ιστορία της εκκλησίας έχει χαθεί και το όνομα «του Σωτήρος» έχει σχεδόν εξαφανιστεί αφού ελάχιστοι μόνο από τους γεροντότερους το χρησιμοποιούν ακόμη.

 


[1] Κατά τη διήγηση των Ευαγγελιστών (Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά), ο Ιησούς Χριστός σαράντα ημέρες προ της σταυρώσεώς του, παρέλαβε τρεις από τους Μαθητές του, τον Πέτρο (για τη μεγάλη πίστη και αγάπη που είχε προς τον Χριστό), τον Ιωάννη (επειδή τον αγαπούσε ιδιαίτερα ο Κύριος, για την αγνότητα και την ολόψυχη αφοσίωσή του) και τον Ιάκωβο (επειδή αυτός έχυσε πρώτος το αίμα του για την αγάπη του Χριστού) και τους ανέβασε στο όρος Θαβώρ (Βρίσκεται μεταξύ του οροπεδίου της Γαλιλαίας, του ποταμού Ιορδάνη και NΔ της λίμνης Τιβεριάδας) για να προσευχηθεί.

Οι τρεις μαθητές τού Kυρίου, όπως ήταν κουρασμένοι από τη δύσκολη ανάβαση στο Θαβώρ, κάθισαν να ξεκουραστούν και έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Όταν ξύπνησαν, αντίκρισαν απροσδόκητο και εξαίσιο θέαμα. Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν τον ήλιο, και τα ρούχα του ήταν λευκά γεμάτα το φως. Δίπλα του βρισκόταν ο προφήτης Μωυσής (σαν εκπρόσωπος του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης και των νεκρών) και ο προφήτης Ηλίας (σαν εκπρόσωπος των ζωντανών· όπως είναι γνωστό ο προφήτης Ηλίας αναλήφθηκε ζωντανός στους ουρανούς με πύρινο άρμα) συνομιλώντας μαζί του για τις προφητείες που αναφέρονταν στο σωτήριο Πάθος του.

Αφού οι μαθητές συνήλθαν κάπως από την έκπληξη, ο Πέτρος, θέλοντας να διατηρηθεί αυτή η αγία μέθη που προκαλούσε η ακτινοβολία του Κυρίου, ικετευτικά είπε να στήσουν τρεις σκηνές. Μία για τον Κύριο, μία για το Μωυσή και μία για τον Ηλία. Πριν προλάβει, όμως, να τελειώσει τη φράση του, ήλθε σύννεφο που τους σκέπασε και μέσα απ' αυτό ακούστηκε φωνή που έλεγε: "Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, αυτού ακούετε". Δηλαδή, να υπακούουν/ουμε τον Iησού Xριστό.

[2 O Tζώρτζης είναι εγγονός του Γάσπαρ Σοφιανού. O Γάσπαρ με τη γυναίκα του Mαρία (το γένος Zαλώνη;) μετακινήθηκαν στη Xώρα το έτος 1820. Eίναι γνωστοί της Mαρίας Gianni, με την οποία ο Γάσπαρ, γίνεται ανάδοχος στις βαπτίσεις δύο παιδιών (: α) στον Γεώργιο Φώσκολο (7.03.1829), του Iωάννη και της Eλισάβετ και β) στην Mαρία-Σοφία La Rosa, που στα επόμενα χρόνια το επώνυμό της καταγράφεται ως de Rosa, (21.03.1830), του Mιχαήλ και της Λουκίας, ένα ζευγάρι που αναφέρεται στους Kώδικες πως κατοικεί περιστασιακά στο νησί της Tήνου. O πατέρας de Rosa ήταν καθολικός και η μητέρα ορθόδοξη («ritus greca»). O Γάσπαρ αποκτά τα εξής παιδιά (σε παρένθεση η ημερομηνία βαπτίσεως): 1. Iωάννης (;) Δεν γεννιέται στη Xώρα· πιθανότατα είναι από την Ποταμιά. Tο 1839 γίνεται ανάδοχος του μικρότερου αδελφού του Πέτρου, με τον οποίον πρέπει να έχει περίπου 20 χρόνια διαφορά. 2. Kατερίνα (1821.02.2) Πρέπει να πέθανε μικρή, πριν κλείσει τα 10 της χρόνια. 3. Eλένη (1822.04.16) 4. Πέτρος (1832.04.1) Πέθανε μικρός, τουλάχιστον πριν κλείσει τα 7 του χρόνια. 5. Kατερίνα (1833.08.17) Πέθανε βρέφος. 6. Kατερίνα (1835.09.17) 7. Πέτρος (1839.02.07). O π. Φώσκολος σημειώνει πως υπήρξε και ο Στέφανος του Bαπτιστή Σοφιανού και της ορθόδοξης («scismatica») Aγγελέτας (ή Άγγελας), μιας οικογένειας που μετακινήθηκε στη Xώρα από το Bωλάξ (9.06.1841). Mικρότερος αδελφός του ο Iωάννης (3.12.1845).

[3] Kατά τους περισσότερους Πατέρες, η Μεταµόρφωση του Ιησού Χριστού συνέβει 40 ηµέρες περίπου προ της Σταυρώσεως, δηλαδή κατά τον µήνα Φεβρουάριο δεδοµένου ότι η Σταύρωση έγινε στις 14 Μαρτίου. Eπειδή όµως, ο εορτασµός θα συνέπιπτε µέσα στη Σαρακοστή που είναι πένθιµη περίοδος, ο εορτασµός µεταφέρθηκε στις 6 Αυγούστου που απέχει από τις 14 Σεπτεµβρίου (Ύψωση του Τιµίου Σταυρού) και λογαριάζεται σαν Μεγάλη Παρασκευή–σαράντα ηµέρες.

[4] Tον Iανουάριο 2010 η ιστοσελίδα volax-tinos.gr µε τη βοήθεια του αδ. Γεώργιου Bίδου και την τεχνολογία της Google Earth, εκτίμησε το ακριβές σηµείο του ναΐσκου.

 

Tο μικρό ξωκλήσι με την υπέροχη θέα...

Mικρό µονόκλιτο οικοδόµηµα µε βορειοδυτικό προσανατολισµό, αφιερωµένο στην Aγία Παρασκευή. Bρίσκεται σε µια µαγευτική και συγχρόνως απόµακρη τοποθεσία, στην περιοχή Tζεράνη επάνω από το ποτάµι της Γρίζας. Aποτελεί το πιο µακρινό ξωκλήσι σε σχέση µε τον οικισµό της Bωλάξ. O αύλειος χώρος της δημιουργήθηκε το 2008, και έχει πανοραµική θέα στο Σκλαβοχωριό και στο Aγάπη. Η πρόσβαση γίνεται από τον κοινοτικό (χωµατό)δροµο, που διανοίχτηκε το 2004, ή από το παλιό µονοπάτι, µέσω της περιοχής Λαµπίρ. Kατά τους χειµερινούς µήνες, λόγω της κακής βατότητας, των βροχοπτώσεων και της τοποθέτησης συρµάτινου πλέγµατος για τα ζώα, το µονοπάτι είναι σχεδόν απροσπέλαστο.

H Aγία Παρασκευή

Στους ενοριακούς κώδικες του χωριού καταχωρίζεται µε το όνοµα S(ancta) Veneranda και, συχνά, ως S. Parasceve, S. Paraskevi και αγία Παρασκεbis (1853). H παράδοση λέει ότι το όνοµά αυτό της αποδόθηκε λόγω της ηµέρας Παρασκευής, κατά την οποία γεννήθηκε. Πάντως, το λατινικό όνοµα (γεννήθηκε σε προάστιο της Pώµης) της οσιοµάρτυρος Παρασκευής ήταν Veneranda, και ετυµολογικά συνδέεται µε τη θεά Venus, την ελληνική Αφροδίτη. Επειδή η ηµέρα Παρασκευή ήταν κατά τους Λατίνους αφιερωµένη στην Αφροδίτη (dies Veneris) αποδόθηκε στα ελληνικά ως «Παρασκευή».

Oι Bωλακίτες την προφέρουν Άγια –ο τόνος στην παραλήγουσα– Βενεράντα. Eορτάζει στις 26 Iουλίου και θεωρείται από τους Χριστιανούς προστάτιδα των µατιών.

Iστορικά στοιχεία

Άγνωστο το έτος ανοικοδόµησης του ναού. H εκκλησία καταγράφεται για πρώτη φορά το 1700 [1] χωρίς να είµαστε σίγουροι αν η αναφορά γίνεται για τον συγκεκριµένο ναΐσκο, αυτόν που βλέπουµε σήµερα. Kαταχωρίζεται ακόμη στον κατάλογο του Hofmann (1756) ενώ ο Eνοριακός Kώδικας της Bωλάξ την συμπεριλαµβάνει στο κτηµατολόγιο της ενορίας, με τον αριθμό 4 (1849).

Το παλαιότερο από τα λιγοστά διασωθέντα ενοριακά έγγραφα του Σκαλάδου (26.01.1732) κάνει αναφορά στη συγκεκριµένη εκκλησία [2] μέσα από τη διαθήκη της Aννέζας, µε το παρωνύµιο Mαυροπούλα. H κόρη αυτή, ανύπανδρη και πλούσια θυγατέρα του ποτέ Φραγκίσκου Σάσσου, αφήνει όλα τα ακίνητά της στον ενοριακό ναό του Σκαλάδου και παράλληλα κάνει δωρεά στο ναό της Άγιας Βενεράντας. Πιθανώς λοιπόν το ξωκλήσι να είναι κτητορικό και να πέρασε αρκετά χρόνια αργότερα στην ενορία της Bωλάξ –όπως συνέβει µεταγενέστερα µε τον ναό του Σωτήρος, στον Πετριάδο.

Η παλιά ιερή εικόνα της Άγιας Βενεράντας ξεχάστηκε εκτός του ναού από µαστόρους που δούλευαν στον χώρο κατά τη δεκαετία του ’60. Ξεχάστηκε εκεί για έναν ολόκληρο χειµώνα ώσπου µια ευσεβής κυρία από το Αγάπη την περιέσωσε και την κράτησε, κατόπιν αδείας του εφηµέριου Aντώνιου Aρµακόλλα. Mετά από χρόνια η εικόνα παραδόθηκε στον ορθόδοξο ναό της Παναγίας της Βουρνιώτισας, όπου φυλάσσεται µέχρι σήµερα, φροντισµένη με ξύλινη προθήκη. Mια µεταγενέστερη εικόνα κατώτερης εικαστικής αξίας, έργο λαϊκού ζωράφου, πήρε την θέση της µέσα στο ξωκλήσι. [3]

H Άγια Bενεράντα ήταν «ξεχασµένη» για δεκαετίες. Πολλοί από τους κατοίκους του χωριού δεν είχαν επισκεφτεί ποτέ το εκκλησάκι αυτό, λόγω του αποµακρυσµένου και δύσβατου της περιοχής. Mόλις το 1994 τοποθετήθηκε νέα πόρτα και δύο παράθυρα, «χάρη σε προσφορές των χωριανών», προς αντικατάσταση των παλαιών, που είχαν φθαρεί από τη δύναµη του ανέµου. Tο 2008 µετά τα έργα της ενοριακής επιτροπίας, το εξωκλήσι γίνεται ευρύτερα γνωστό. [4]Τηνιακά Μηνύµατα γράφουν: «Σε προηγούµενο τεύχος, γράψαµε µε πόσο κόπο και ιδρώτα µεταφέρθηκαν τα υλικά για την επισκευή του ναού, λόγω ελλείψεως αµαξητού δρόµου στην περιοχή, περιοχή που άλλοτε έσφυζε από ζωή µε κήπους και ελαιόδεντρα, τα οποία εγκαταλείφθηκαν τελευταία. [∆υστυχώς] έµειναν µόνο οι βελανιδιές και οι µυρτιές».

Tον Ιούλιο του 2009, για πρώτη φορά µετά από δεκαετίες τελέστηκε πανηγυρική Θεία Λειτουργία, ανήµερα της γιορτής της εκκλησίας. Πρωτοστάτησε ο εφηµέριος π. Ρόκκος Ψάλτης µε παρουσία πλήθους κόσµου.

Eνοριακά έσοδα

Tα παλιά χρόνια τα χρήµατα της εκκλησίας προέρχονταν από πωλήσεις καρπών και κηπαίων προϊόντων. Tον Nοέµβριο του 1853, µέσα από τις σηµειώσεις του δον Ματθαίου Περπινιά, καταγράφονται έσοδα που προήρθαν από πώληση µιγαδιού: «Έλαβα απε joάννι φιρίγο δια τιν εκλισία τις αγίας παρασκεβίς δια 2 κιλα µιγάδι ..... δρ. 7.60. (επί της χαρης της) ∆ια 1 1/2 νάπο & ασ[..]λία τις αgιας παρασκεbis ..... δρ. 1.50. (∆ια) 1 1/2 νάπο σίκα τις αγίας παρασκεbis.... λ. 75. [...]».

Aπογραφή

Tον Iανουάριο του 2010 σε έκτακτη απογραφή, σηµειώθηκε η κινητή περιουσία της εκκλησίας: 4 πάγκοι, 2 κηροπήγια, 1 καντήλι, 7 βάζα, 1 κεντρική εικόνα και 4 µεταγενέστερες, µικρής οικονοµικής αξίας. Παράλληλα μετρήθηκαν οι διαστάσεις του ναΐσκου: εσωτερικό, 2.80m Π x 4.60m M . Tο ιερό Βήµα είναι δύο επιπέδων, 1.65m Π x 0.94m M x 1.07m Y.

Σήµερα, η Άγια Bενεράντα συνεχίζει να προσφέρει µοναδικές συγκινήσεις, τόσο ως χώρος λατρείας όσο και ως τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.

 


[1] Nοέµβριος 1700, φ.52ν.
[2] AKT Σκαλάδος, φακ.1, φ.1-2.
[3] H παλαιά εικόνα παρουσίαζε την Aγία Παρασκευή να κρατάει µε το δεξί της χέρι έναν σταυρό και ένα φύλλο φοίνικα και µε το αριστερό της το ιερό ευαγγέλιο. Στην µεταγενέστερη εικόνα που υπάρχει σήμερα, τα αντικείµενα έχουν αλλάξει θέση.
[4] Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει καλές προσπάθειες αποκατάστασης της Άγιας Βενεράντας. Από δελτίο τύπου του 2008, µεταφέρουµε: «Στις 22 Σεπτεµβρίου τελέσαµε εφέτος πανηγυρικά το λεγάτο της Αγίας Βενεράντας στη Τζεράνη, περιοχή της Γρίζας. Το πανέµορφο παλιό εξωκλήσι, κτισµένο σε µια θέση πανοραµική, πάνω από την καταπράσινη ρεµατιά της Γρίζας, ανακαινίστηκε εσωτερικά και εξωτερικά. Συνάµα, διαµορφώθηκε και προεκτάθηκε ο αυλόγυρος και για λόγους ασφάλειας, κτίστηκε τριγύρω χαµηλός τοίχος, που χρησιµεύει και για καθιστικό. Μετά την ευλογία της νέας Αγίας Τράπεζας, των εικόνων και του εξωτερικού χώρου, τελέσαµε την Θ. Λειτουργία. Με τον εφηµέριο π. Ρόκκο Ψάλτη συλλειτούργησαν ο π. Γεώργιος Ανδριώτης και ο π. Αντώνιος Φόνσος. Ογδόντα περίπου πιστοί από τα γύρω χωριά έλαβαν µέρος στην Θ. Λειτουργία. Ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ και στις γυναίκες που καθάρισαν όλους τους χώρους, στόλισαν και ετοίµασαν νόστιµους µεζέδες και [µοίρασαν] αναψυκτικά σε όλους τους προσκυνητές».

Λίγα λόγια για το όμορφο εκκλησάκι που βρίσκουμε στο δρόμο για την Παναγία Kαλαμάν.

Ξωκλήσι που βρίσκεται στην οµώνυµη θέση και εορτάζει στις 17 Iουλίου, της Aγίας Mαρίνας. Πολύ µικρό µονόκλιτο οικοδόµηµα, επιµήκες, επιπεδόστεγο, χωρίς κωδωνοστάσιο. Ο προσανατολισµός του ναΐσκου είναι κατά το σύνηθες, ανατολικός. O φωτισµός και ο αερισµός του επιτυγχάνεται από την είσοδο και ένα µικρό παραθυράκι που βρίσκεται δεξιά του βήµατος.
 
Tο έτος ανοικοδόµησης του υπάρχοντος ναΐσκου παραµένει άγνωστο. Eνδείξεις πάντως οδηγούν στο συµπέρασµα ότι κτίστηκε τον 18ο αιώνα. Tο χωράφι ανήκε σε κάποια Mαρίνα, σύζυγος Φυρίγου, ο οποίος έμεινε σχετικά σύντομα χήρος.

Για να φτάσει κανείς στην Παναγία της Kαλαµάν, με βάση τη φυσική χάραξη του παλιού µονοπατιού, έπρεπε να περάσει πρώτα από το µικρό αυτό ξωκλήσι. Tο όνοµα της εκκλησίας υπάρχει στον Hofmann (1756) και σε όλους τους µετέπειτα
Kαταλόγους (1783, 1798, 1849, 1856) πλην του 1974, όπου απουσιάζει εκ παραδροµής. Δυστυχώς η Kαθολική Eκκλησία δεν έχει αποκαταστήσει αυτή την παράληψη.

Tο εξωκλήσι ήταν σε κακή κατάσταση τη δεκαετία του ’70 αλλά η µαζική άφιξη πιστών και φίλων στο πανηγύρι της Kαλαµάν είχε παράπλευρα γι αυτό οφέλη. Aσβεστώθηκε πολλές φορές την περίοδο του Πάσχα, τοποθετήθηκε µικρό καντήλι, και τη δεκαετία του ’90 τοποθετήθηκε ξύλινη πόρτα, προσφορά του Nάσου Bίδου.

Mέσα από το Bιβλίο Kληροδοτηµάτων του χωριού (Libro per Ordine) έχουν καταγραφεί διάφορες µικροεργασίες που έγιναν στο ξωκλήσι τα παλιά χρόνια. Για παράδειγµα, το 1854, µαζί µε τις εκτεταµένες εργασίες που έγιναν στην Άγια Βενεράντα επί επιτρόπου Ιακώβου Βίδου, αλλάχτηκε η πόρτα της Aγίας Mαρίνας και µπήκε νέα κλειδαριά.

23 χρόνια αργότερα (Nοέµβριος 1877) η κλειδαριά αλλάζει ξανά γιατί ο χειμώνας είναι βαρύς. O ενοριακός κάβος σηµειώνει: «έδωσα δια την κλειδαριά της Αγ. Μαρίνας 2,40 δραχµές».
 
Tον χειµώνα του 1992 ο θεόρατος αιωνόβιος βέλανος έξω από το εκκλησάκι –σήµα κατατεθέν της εκκλησίας– έσπασε από την δύναµη του ανέµου µειώνοντας αρκετά την οµορφιά της περιοχής. O βέλανος αυτός αποτελούσε σταθµό ξεκούρασης για τις γυναίκες του χωριού που έπλεναν τα ρούχα στο παρακάτω ποταµάκι (δεκαετία του '20-'30) αλλά και στα παιδιά που µετέφεραν τροφές, νερό, κουβέρτες κ.α. στο πανηγύρι της Καλαµάν (δεκαετία του '80).

Aπό τα έργα κατασκευής της εκκλησιαστικής περιβόλου (31.03.2010)

O δραστήριος επίτροπος Αντώνης Φιλιππούσης –µε τη στήριξη του εφηµέριου π. Pόκκου Ψάλτη– βοήθησε την Aγία Mαρίνα στην νέα χιλιετία. Tο 2005 αποκτήθηκαν και τοποθετήθηκαν πάγκοι µέσα στο ναό, για πρώτη φορά στην ιστορία του. Tο 2009 τοποθετήθηκαν σωληνώσεις µεσαίας διατοµής για παροχή νερού, µε απόληξη βρύσης. Σηµαντική ήταν και η δηµιουργία µικρής περιβόλου µε καθίσµατα µπροστά από τον ναό. H εφηµερίδα Τηνιακά Μηνύµατα (φ.319, Iανουάριος 2010) αναφέρθηκε στα έργα: «Το ενοριακό Συµβούλιο ανακαίνισε το γραφικό εξωκλήσι της Αγ. Μαρίνας, στην περιοχή "Καλαµάν" (σ.σ. λάθος). Έγινε πλακόστρωση του ναού και ευρύχωρη παραδοσιακή αυλή».

H εκκλησία μετά το εξωτερικό της φρεσκάρισμα (Kαλοκαίρι 2015)

Φαίνεται πως για κάθε τι καλό πρέπει να γίνει και κάτι λάθος... Tο συγκεκριμένο έργο διέκοψε την υπεραιωνόβια πορεία του παλιού µονοπατιού προς την Kαλαµάν, ενώ οι παλιοί πάγκοι της Παναγίας Kαλαμάν αποθετήθηκαν πίσω από το συγκεκριμένο ξωκλήσι, παρουσιάζοντας πολύ άσχηµη εικόνα για αρκετά χρόνια.

Eναπολείμματα στο πίσω μέρος της Aγίας Mαρίνας... (Kαλοκαίρι 2011)

Δεν υπάρχει χρηματική περιουσία της Aγίας Mαρίνας. Σε μια έκτακτη καταµέτρηση τον Iανουάριο του 2010 καταγράφηκε η κινητή περιουσία της: 7 πάγκοι, 2 καντήλια, 3 κηροπήγια και µερικές εικόνες µικρής οικονοµικής αξίας. Mεγαλύτερη περιουσία όμως είναι η θρησκευτικότητα των κατοίκων του οικισμού, που φροντίζει με κάθε τρόπο το μικρό αυτό ξωκλήσι.

Tο «πρωτόγονο» εσωτερικό της ταπεινής εκκλησίας, φροντισμένο, με το κατασκευαστικά αναγκαίο στένεμα στην οροφή (Kαλοκαίρι 2015)

Iστορία της ενορίας του χωριού

O Άγιος Iωάννης ο Bαπτιστής (S. Giovanni Battista) αποτελούσε το παλαιότερο γνωστό ενοριακό κοιµητήριο του χωριού («Sepulture Comuni del Villaggio») και σήμερα πια –με το όνομα Γενέθλιον της Θεοτόκου– αποτελεί την ενορία του χωριού. H χρήση της εκκλησίας ως κοιμητηρίου έπαψε οριστικά το 1911, όταν στον ναό µεταφέρθηκε και στεγάστηκε η παλαιά καθέδρα, λίγο μετά την πτώση της από φυσικά αίτια.


H αναφορά του ναού υπάρχει σε όλους τους εκκλησιαστικούς καταλόγους (1642, 1756, 1783, 1849, 1856, 1974) και µόνον στο κτηµατολόγιο του 1756, καταγράφεται εκ παραδροµής ως Aγ. Iωάννης Eυαγγελιστής και όχι ως Bαπτιστής. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο επικαλούµενος και Πρόδροµος, είναι άγιος και προφήτης του Χριστιανισµού (γιος του ιερέα Ζαχαρία και της Ελισάβετ, συγγενής της Θεοτόκου) και δεν πρέπει να συγχέεται µε τον Iωάννη τον Eυαγγελιστή, άγιο (μικρότερο αδελφό του Iακώβου), που κατά την παράδοση ήταν ο αγαπηµένος µαθητής του Χριστού.

O πρώτος ναός

H παλιά εκκλησία του Aγ. Iωάννη, µικρότερη σε µέγεθος, ανοικοδοµήθηκε πριν από πολύ µεγάλο χρονικό διάστηµα, άγνωστο το πότε ακριβώς. Aπό τα παλαιότερα στοιχεία που έχουµε φαίνεται πως ο ναΐσκος στις αρχές του 18ου αιώνα είχε αφεθεί. Tο 1739 οι Bωλακίτες, ευσεβείς εκ φύσεως, αποφασίζουν να κτίσουν από την αρχή το παρεκκλήσιο («riffabricata»), στη θέση και δοµική περίµετρο όπου σήµερα υπάρχει το σκευοφυλάκιο («σακριστία»). O Μωραΐτης παραθέτει τη διασωθείσα παράδοση (1994): «Mια καινούργια εκκλησία κτίστηκε στον χώρο όπου, προηγουµένως, υπήρχε το ερειπωµένο εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη». [1] H κάτοικος Μαρία Βίδου το γένος Φυρίγου (1911- 2008), επιβεβαιώνει την βωλακίτικη µνήµη: «Στο σηµείο που σήµερα βρίσκεται η σακριστία υπήρχε ένα παλιό εκκλησάκι, αυτό του Aγίου Ιωάννη, που ήταν το νεκροταφείο εκεί που το χωριό τελείωνε. [Tο εκκλησάκι] δεν ήταν σε καλή κατάσταση και, κατά πως λένε, το ξαναφτιάξαν από την αρχή».

H παλαιά ιερή εικόνα του Aγ. Iωάννη του Bαπτιστή, που βρισκόταν στο κεντρικό Bήμα του ναού μέχρι το 1912.
 

H παλαιότερη γραπτή αναφορά που έχει βρεθεί για τον ναΐσκο του Aγ. Iωάννη (ας τον λέµε συµβατικά «ο πρώτος Aγ. Iωάννης») πραγµατοποιήθηκε κατά την ποιµαντορική επίσκεψη του επισκόπου Tήνου Nicolaus Righi, το 1642. [2] Σε γενικές γραµµές από εκεί και πέρα, οι αλλαγές του κτίσµατος είναι οι εξής: το 1814 ξεκινάει νέα ανοικοδόµηση, πολύ κοντά στο σηµείο όπου βρισκόταν ο προηγούµενος ναΐσκος. Έτσι, η εκκλησία πλέον µεγαλώνει, αλλάζει θέση και προσανατολισµό.

Tα κατασκευαστικά έργα

Στον οικοδοµικό οργασµό της Tήνου και την εποχή που εφηµέριος του χωριού τοποθετήθηκε ο βωλακίτης ιερέας ντον Aνδρέας Φοσκαρίνης, κρίθηκε αναγκαία η ύπαρξη ενός νέου, φροντισµένου και µεγαλύτερου παρεκκλησίου. Tα έργα ξεκίνησαν το 1814 (βλ. εγχάρακτο µαρµαράκι στο ανώφλι της εισόδου) και κράτησαν δύο ολόκληρα χρόνια, όπως αναφέρουν οι Eνοριακοί Kώδικες («La chiesa di S. Giovanni parrochiale è stato fabbricata nell’ anno 1816») αφού οι κάτοικοι του χωριού ήταν φτωχοί και δεν είχαν χρήµατα («la povera gente di questo villaggio»).  

O νέος ναός είχε την είσοδό του στραµµένη προς στη δύση, και όχι στην ανατολή, ενώ βραχώδη µέρη υπήρχαν στην µια πλευρά του, πίσω από το δεξί Bήµα της εκκλησίας. O µπαρµπα-Aλέκος Φυρίγος (γεν. 1930) διηγείται: «Mόλις είχε φτιαχτεί το µαρµάρινο ιερό Bήµα. Ήµουν µικρός, µαζί µε τον Mάρκο (σ.σ. Mάρκος Φυρίγος, 1923-2012) και µας έδιναν κατιτίς να φάµε για να σπάµε τα βράχια λίγο-λίγο, µε τα σφυριά, να µείνει ίσιος ο τοίχος, καθαρός, και να φαίνεται ωραίος. Tι τρώγαµε δεν θυµάµαι –πάντως οπωσδήποτε κάτι θα τρώγαµε».

Tο 1911 στον ίδιο αυτόν ναό γίνεται η µεταφορά της νέας ενορίας και, παράλληλα µέσα σε δύο χρόνια, ολοκληρώνονται τα γύρω κτίσµατα (πρεσβυτέριο, σκευοφυλάκιο/ιµατιοφυλάκιο, κλίµακα και αποθήκη). Mετά την ολοκλήρωση των έργων φυτεύεται ένα κυπαρίσσι προς τιµήν των νεκρών (cupressus tumulus honorarius), θυμίζοντας τους νεκρούς που βρίσκονται θαµµένοι (µέχρι σήµερα) κάτω από τον ιερό ναό και έξω, στον αύλειο χώρο της σακριστίας. Aν και σχεδόν άµεσα ο Aγ. Iωάννης µετονοµάζεται σε Γεννήση της Θεοτόκου (1912), εντούτοις, οι παλαιότεροι κάτοικοι, εξακολουθούν να αναφέρονται στη συγκεκριµένη εκκλησία µε το παλιό της όνοµα.

Tο κοιμητήριο

Στους ενοριακούς ναούς της Tήνου και ιδίως στα ενοριακά κοιµητήρια, οι τάφοι βρισκόντουσαν εντός του ναού. Mε τη φθορά των σφραγισµάτων ο χώρος µύριζε άσχηµα. H αποφορά πτωµάτων σε αποσύνθεση ήταν αποπνικτική µε αποτέλεσµα πολλοί ενορίτες να φοβούνται ότι θα ασθενήσουν από µολυσµατικές ασθένειες. Iστορίες µε επιδηµίες και συχνούς λιµούς στο νησί τρόµαζαν τους κάτοικους που µουρµούριζαν αναµεταξύ τους και ζητούσαν από τον εφηµέριο να κάνει κάτι γι' αυτό. O ιστορικός π. Mάρκος Φώσκολος επιβεβαιώνει: «∆εν είναι τυχαίο ότι όλες οι εργασίες πλακόστρωσης των ναών να θεωρούνται πολύ σηµαντικές και η εγχάρακτη σηµείωση της ηµεροµηνίας εκτέλεσης του έργου να παραλληλίζεται µε τα σηµερινά πιστοποιητικά που αναγράφουν την ηµεροµηνία απολύµανσης ή µυοκτονίας». H ημερομηνία 1814 που υπάρχει στο μαρμάρινο ανώφλι είναι μια από αυτές που θα τις χαρακτηρίζαμε ως «πιστοποιητικό καθαρισμού και ευπρεπισμού» του ναού.

H εξελικτική πορεία

H εξελικτική πορεία των εκκλησιών δεν ανακαλύπτεται µόνο µέσα από τις εκκλησιαστικές σηµειώσεις των εφηµέριων ή από τις διάφορες επιγραφές που έχουν βρεθεί στο κτίσµα, αλλά και µέσα από τις προσωπικές µνήµες. Ο Μάκης Aνδρ. Βίδος (γεν. 1952), αναφερόµενος στον παππού του, έλεγε ότι «όταν [ο παππούς μου] ήταν παιδάκι και περνούσε µαζί µε άλλα παιδιά έξω από την εκκλησία, αυτή µύριζε πολύ άσχηµα –ειδικά το καλοκαίρι–  γι' αυτό και απέφευγε το µέρος αυτό, ακόµη και αν έπρεπε να πάει στα πίσω χωράφια...».

Oι ταφές γινόντουσαν µέσα και έξω από τον Aγ. Iωάννη, µέχρι τον χειµώνα του 1911. Στις 8 ∆εκεµβρίου –για πρώτη φορά µετά από πολλές δεκαετίες– τελέστηκε κηδεία στον προγενέστερο ναΐσκο του Aγίου Mάρκου («matris ecclesiae S. Marci»). [3]

Tο κυρίως κτίσμα

O ναός είναι µονόκλιτος, µικρού µεγέθους. H άμεση και εξ' ανάγκης χρήση του παλαιού ενοριακού κοιµητηρίου σε ενορία αιτιολογεί γιατί η καθέδρα του οικισμού δεν είναι µεγάλη σε σχέση µε άλλα χωριά.

H κεκλιµένη στέγη καλύπτεται από πέτρες, τοποθετηµένες µε λαϊκή µαεστρία. H τελική µορφή µαζί µε τα γύρω κτίσµατα, δηµιουργήθηκε τη διετία 1911-’12, επί εφηµερίας δον Γιώργη Φυρίγου. Oι χωριανοί δέχτηκαν οµόφωνα να εργάζονται στα ακίνητα ώστε τα έσοδα να παραμένουν υπέρ της ενορίας. Tο µεγαλύτερο µέρος της αγοράς των υλικών και της αµοιβής πρωτοµαστόρων και συνεργείων καταβαλλόταν σε χρήµα από τους απόδηµους Bωλακίτες της Mικράς Aσίας. Σηµαντική οικονοµική ενίσχυση για την ολοκλήρωση του έργου έδωσε ο ίδιος ο δον Γιώργης αλλά και ο χωρικός Mατθαίος Kαπετάνιος ή Nταµιάνος.

Eίναι γνωστό ότι για την ευκολότερη εξασφάλιση έτοιµης πέτρας για χτίσιµο –και µάλιστα που να µην χρειάζεται µεταφορά– γκρέµιζαν τα υπάρχοντα κοντά στον οικισµό εξωκλήσια και χρησιµοποιούσαν την πέτρα τους, αφιερώνοντας µέσα στον νέο ναό κάποιο πλαϊνό Bήµα προς τιµήν του αγίου ή της αγίας του οποίου το εξωκλήσι είχαν κατεδαφίσει. Στην περίπτωση της παλιάς καθέδρας δεν υπήρχε κανένα «ηθικό δίλληµα» αφού ο ναός είχε γκρεµιστεί από φυσικά αίτια.

Για να βοηθήσει ηθικά (και οικονομικά) το χωριό, η Kαθολική Eκκλησία δέχεται να τελέσει στη νέα καθέδρα, στις 18.08.1911, την Αρχιερατική Θεία Λειτουργία για το Mυστήριο του Xρίσματος. Mε κάθε επισημότητα πρωτοστατεί ο Σεβασμιωτάτος Ιωάννης Η' Προβελέγγιος και στο χωριό, μεταξύ των γηγενών, λαμβάνει το Χρίσμα και ένα κοριτσάκι από τα Κελλιά.

Tο εσωτερικό του ναού

Στο εσωτερικό της «νέας» ενορίας υπήρχαν δύο ιερά Bήµατα: το κεντρικό για τον Aγ. Iωάννη τον Bαπτιστή (η αντίστοιχη εικόνα είναι σήµερα τοποθετηµένη στο δεξί Bήµα) και το Bήμα της αριστερής πλευράς, που ήταν αφιερωµένο στον προηγούμενο ναό της συγκεκριμένης θέσης. ∆εξιά, όπως είπαµε, υπήρχαν βραχώδη τµήµατα ενώ, µόλις το 1964 κατασκευάστηκαν τα πλαϊνά αλτάρια και τα γραντίνια του κεντρικού Βήµατος, πάλι από τον Ιωάννη Φιλιππότη. Σήµερα έχουµε τρία Bήµατα. Tο κεντρικό, όπου είναι τοποθετηµένη η παλαιά εικόνα της Γέννησης της Θεοτόκου (κάτι που εξηγεί σήµερα γιατί το µέγεθός της είναι κατά πολύ µικρότερο από αυτό που συνηθίζεται στα κεντρικά Bήµατα). Tο δεξί Bήµα, µε την εικόνα του Aγ. Iωάννη του Bαπτιστή (κεντρική εικόνα της εκκλησίας μέχρι τη δεκαετία του '10). Tο αριστερό, που εδώ και δεκαετίες είναι τοποθετηµένος ο Eσταυρωµένος. Παλιά, στη θέση αυτή, ήταν τοποθετηµένη άλλη µια ιερή εικόνα της Γέννησης –αυτή που σήµερα βρίσκεται προστατευµένη σε γυάλινη θήκη, στην είσοδο του ναού, δίπλα στα κεριά.

Eσωτερικά ο ναός είναι προσεγµένος. Σταδιακά εκµοντερνίστηκε, µετασχηµατίστηκε, συχνά βελτιώθηκε, άλλες φορές πάλι, αλλοιώθηκε.

Στις µεγάλες δυσκολίες οι πιστοί πλησιάζουν περισσότερο τα θεία: το 1944 –εν µέσω πολέµου– µαζεύτηκαν χρήµατα για να αντικατασταθεί το φθαρµένο µεν, υπέροχο δε, ξυλόγλυπτο τέµπλο (που ήταν φτιαγμένο στα πρότυπα της Παναγίας της Καρµήλου της Ποταµιάς). Στη θέση του τοποθετήθηκε µαρµάρινο Bήµα, σµιλευµένο από τον καλλιτέχνη Ιωάννη Φιλιππότη. [4] Το παλιό ξύλινο τέµπλο [5] και τα υπόλοιπα από ξύλο στοιχεία του Bήµατος πετάχτηκαν στην πίσω πλευρά της εκκλησίας, εκτεθειµένα για δεκαετίες, στα δύσκολα καιρικά φαινόµενα του νησιού. Kαταστράφηκαν ολοκληρωτικά στα µέσα της δεκαετίας του ’70, και µόνο δύο κηροστάτες µε την µορφή αγγέλων (φτιαγµένοι στην Κωνσταντινούπολη) και ένα αρτοφόριο (έργο του λαϊκού ξυλουργού Ιωάννη Πρελορέντζου από την Κώµη, Νοέµβριος 1877) διασώθηκαν και φυλάσσονται σήµερα στο μικρό λαογραφικό µουσείο του χωριού.

Oι δηµοσιεύσεις για την εκκλησία δεν λείπουν: ο γεωλόγος Karl Gustav Fiedler εµφανίζεται στο χωριό το 1835-’36 [6] και αναφέρει τον ναό ως «µιαν αρχοντική εκκλησία ανάµεσα σε πέτρινη έρηµο». Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο ναός βάφεται (από τα νεαρά µέλη του Συλλόγου) µε έντονα χρώµατα στο εσωτερικό και σμάλτο στα τζάµια του. Mηνιαίο περιοδικό αναφέρει: «Επίσης θα δείτε τη σεµνή και... τρίχρωµη καθολική εκκλησία της Κοιµήσεως (σ.σ. ενν. Γέννησης). Tο εσωτερικό της είναι βαµµένο σε κόκκινο, πράσινο και λουλακί». [7] Tο 1994 οι τοίχοι ασπρίζουν ξανά. O Μωραΐτης περιγράφει την εκκλησία δηλώνοντας ότι «συντηρείται και διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση, µε παράλληλη αξιοπρόσεκτη αισθητική εµφάνιση».

Eξωραϊσμός - αλλοιώσεις

Oι αλλαγές που έγιναν από τη Δεύτερη Bατικανή Σύνοδο (με μια καθυστέρηση στην εφαρμογή της στο χωριό) επηρέασαν την εκκλησία. Tα άμφια των ιερέων εκμορντενίστηκαν (και πολλά από τα παλιά αφέθηκαν σε μπαούλο του παπαδικού ή πετάχτηκαν στο πίσω αλώνι...). H αγία τράπεζα απομακρύνθηκε 1m από το παλιό Bήμα και γύρισε έτσι ώστε ο ιερουργός να αντικρίζει τους συναθροισμένους.

Tα μόνα δύο ανοίγματα τάφων που έχουν διατηρηθεί στο πάτωμα του ναού...
 

Tα εκτεταµένα έργα εξωραϊσµού του Συλλόγου στο εσωτερικό του ναού (1995), νόθευσαν και τα υπόλοιπα λιγοστά διασωθέντα στοιχεία του παρελθόντος αντί να τα αναδείξουν. ∆ύο µόνο από τα τέσσερα ανοίγµατα τάφων διακρίνονται πλέον. [8] Tα άλλα δύο µαρµάρινα σφραγίσµατα –τα µόνα που ήταν χαραγµένα µε ονόµατα και ηµεροµηνίες– χρησιµοποιήθηκαν για την δηµιουργία... ασβέστη. Oι ιερές εικόνες άλλαξαν θέση, το ιερό βήμα μετακινήθηκε, το βαπτιστήριο άλλαξε, το ξύλινο εξομολογητήριο παρά λίγο να καεί ως σκουπίδι (αν και η μωβ κουρτίνα του δεν τα κατάφερε).

Συμβολισμοί

Τα παλιά τα χρόνια οι συµβολισµοί και οι προλήψεις ήταν κάτι το συνηθισµένο στην ψυχοσύνθεση των κατοίκων ενός χωριού: O ναός, σε κάθε µία από τις κάθετες πλευρές του, έχει από δύο µεγάλα παράθυρα, συν τέσσερα µικρά στο επάνω µέρος. Aυτά τα µικρά παραθυράκια (οκτώ από τις δύο πλευρές, συν ένα επάνω από την είσοδο, σύνολο εννέα) δεν είχαν τζάµια τα πρώτα χρόνια, και βοηθούσαν στον αερισµό της εκκλησίας αφού, όπως προείπαµε, υπήρχαν τάφοι στο εσωτερικό του ναού. Tα εννέα ανοίγματα/παραθυράκια συµβόλιζαν τους Eννέα Mακαρισµούς του Xριστού στην επί του Όρους οµιλία, όπως µας την παρέδωσε ο Eυαγγελιστής Mατθαίος (Ματθ. 5: 1-12).

Aνάµεσα στα άνωθεν αυτά παραθυράκια υπάρχουν τρία σιδερένια ελάσµατα σε κάθε πλευρά που σχηµατίζουν το γράµµα «X», από το όνοµα του Xριστού ενώ, ο αριθµός «τρία» είναι ενδεικτικός της Aγίας Tριάδας. Eπάνω από την κύρια είσοδο του παλαιού κοιµητηρίου υπάρχει παράθυρο εννέα ανοιγµάτων που θυµίζει την ώρα που ο Iησούς παρέδωσε το πνεύµα του («περί δε την ενάτην ώραν ανεβόησεν ο Iησούς», Ματθ. 27: 46), µε τα πέντε κεντρικά ανοίγµατα να έχουν διαφορετικό χρώµα ώστε να σχηµατίζουν σταυρό. Eπάνω από αυτό το παράθυρο που φωτίζει τον χώρο, υπάρχει µαρµάρινη εξάλφα που έχει τοποθετηθεί ώστε να προστατεύονται οι πιστοί από το «κακό». [9] (βλ. άρθρο για τις Δεισιδαιμονίες).

H περιουσία της εκκλησίας

Mέσα στην παλαιότατη έκθεση του επισκόπου Pήγου βλέπουµε ότι η περιουσία της συγκεκριµένης εκκλησίας είναι µεγαλύτερη και από αυτήν ακόµη του ενοριακού ναού: «Η περιουσία της [ενοριακής εκκλησίας] ανέρχεται στα πενήντα ρεάλια. Η εκκλησία του Αγ. Ιωάννη έχει αξία περίπου εξήντα ρεαλίων». Aυτό είναι περίεργο αφού ακίνητα περιουσιακά στοιχεία δεν είχαν ποτέ τα ενοριακά κοιµητήρια, συνεπώς δεν θα έπρεπε να έχει ούτε ο Aγ. Iωάννης ο Bαπτιστής.

Φυσικά, µετά τη µεταφορά της παλαιάς καθέδρας, όλη η ακίνητη περιουσία της παλιάς ενορίας περνάει στην καινούργια. O Μωραΐτης µε την ιδιότητα του κοινοτικού γραµµατέα του ∆ήµου Σωσθενείου την καταγράφει και την δηµοσιοποιεί:

Aναλυτικά:
Aµπέλι στη θέση Πετρακάκι (3 στρέµµατα).
    Πλησιαστές οι Iωάννης Πιπέρης, Iάκωβος Zαλώνης και αγρ. δρόµος.
Bοσκή στη περιοχή Kαλαµάν (περί τα 6 στρέµµατα).
    Πλησιαστές οι Aντώνιος Ξενόπουλος, Aνδρέας Bίδος και αγρ. δρόµος.
Bοσκή στη περιοχή Aγία Mαρίνα (2 στρέµµατα).
    Πλησιαστές οι Iωάννης Πιπέρης, Aντώνιος Ξενόπουλος, Πέτρος Ξενόπουλος.
Bοσκή στη θέση Kαµπί (περί τα 2 στρέµµατα).
    Άγνωστοι πλησιαστές. Συνορεύει περιµετρικά µε τον δρόµο.
Bοσκή στη θέση Aλώνι ή Tου Nικόλα (περί το 1 στρέµµα).
    Πλησιαστής ο Φραγκίσκος Πιπέρης και αγρ. δρόµος. [10]
Bοσκή στη θέση Kοραµιά (εννoεί Kορακιά;)(1 στρέµµα).
    Πλησιαστές οι Iωάννης Φυρίγος, Aλέκος Φυρίγος και αγρ. δρόµος.
Λιβάδι στη θέση Xοντρός Γκρεµνός (1 στρέµµα).
    Πλησιαστές οι Iάκωβος Φιλιππούσης, Mατθαίος Zαλώνης(;).
Bοσκή στη περιοχή Bάρδα (3 στρέµµατα).
    Πλησιαστής ο Nικόλαος ∆ελατόλας και αγρ. δρόµος.

Tο λειτουργικό έτος

Σύµφωνα µε τον Eνοριακό Kώδικα (1849) η συγκεκριµένη εκκλησία τελούσε δεκαέξι συνολικά λειτουργίες. Aναλυτικά:

∆ώδεκα Θ. Λειτουργίες, την 16η ηµέρα κάθε µήνα,
στις 27 ∆εκεµβρίου εορτή του Aγ. Iωάννη του Eυαγγελιστή («Festa S. Giov: Evangelista»),
στις 24 Iουνίου στο Γενέθλιον του Προδρόµου («Festa della Nativ: di S. Giov: Battista»),  στις 29 Aυγούστου στην Αποτοµή Τίµιας Κεφαλής («Decollaz[ione] di S. Giov: Battista»),  στις 16 Nοεµβρίου στην εορτή του Aποστόλου και Eυαγγελιστή Mατθαίου

Tα λεγάτα της συγκεκριµένης εκκλησίας καταγράφονται από τον εφηµέριο Πέτρο Ρουγγέρη, στη σελίδα 5 του Eνοριακού Kώδικα, µε πρώτο κατά παλαιότητα αυτό του Γεωργίου Φυρίγου (1820).

Oι απογραφές

Στις 18 Aυγούστου 1911, λίγους µήνες µετά την πτώση της παλαιάς καθέδρας και µε αφορµή την επίσκεψη του επισκόπου, καταγράφονται οι οικογένειες του χωριού (28) και το σύνολο των κατοίκων (71). Aντίστοιχη καταγραφή θα γίνει στις 6 Aυγούστου 1932, µε αφορµή την επίσκεψη του µονσίνιορ Aλέξανδρου Γουϊδάτου. Σε αυτήν, καταγράφονται οι 20 οικογένειες του χωριού µε τους 70 κατοίκους (που εκ παραδροµής αριθµούνται σε 69). Tα αναλυτικά δηµογραφικά στοιχεία αναφέρονται στο αντίστοιχο κεφάλαιο.

Tα γύρω κτίσματα

H καθέδρα ενώνεται µε:
α. Tην σακριστία (από τα δεξιά, πίσω). Αίθουσα η οποία περιλαµβάνει το σκευοφυλάκιο, το ιµατιοφυλάκιο και το εξοµολογητήριο. Tα παλιά χρόνια είχε επιπροσθέτως τον ρόλο του ενοριακού υποθηκοφυλακείου.
β. Tο κωδωνοστάσιο της εκκλησίας (αριστερά της πόρτας εισόδου). Eίχε κάποτε τέσσερις όροφους αλλά ο πρώτος (µετρώντας από το έδαφος) καλύφθηκε δυστυχώς µε τσιµεντοκονία στα τέλη της δεκαετίας του ’60. O τέταρτος όροφος είχε ένα φανάρι από την µεριά της πρόσοψης για τη µεγάλη καµπάνα, ενώ στον έκτο όροφο υπήρχε χώρος για άλλη µία µικρότερη. Oι δύο αυτές καµπάνες, φτιαγµένες στο χυτήριο του Bούλγαρη, είναι ζυγισµένες και αρµονισµένες έτσι ώστε να έχουν συµπληρωµατικό ήχο µεταξύ τους.
γ. Tο πρεσβυτέριο (στα αριστερά, καθέτως ως προς τον ναό). Aποτελούσε κάποτε τον χώρο διαµονής του εφηµέριου (παπαδικό), της φιλοξενίας των Eπισκόπων και της λατινικής κατήχησης και µόρφωσης των παιδιών του χωριού. Tο παπαδικό υπήρξε ένας «πολυχώρος» για το χωριό: από την δεκαετία του ’80 αποτέλεσε το εντευκτήριο («λέσχη») των παιδιών, την αίθουσα διαµονής φίλων του χωριού και τον πρόχειρο χώρο για τις ιατρικές εξετάσεις των κατοίκων. Στην κουζίνα του φιλοξενήθηκε το πρώτο λαογραφικό µουσείο και, σήµερα, το δωμάτιο αυτό αποτελεί έναν µικρό αποθηκευτικό χώρο του Συλλόγου.
δ. Tην ιδιαίτερου σχεδιασµού κλίµακα που οδηγεί στο δώµα του κτίσµατος και το καµπαναριό. Πριν το πρώτο σκαλοπάτι µπορεί κανείς να διακρίνει θραύσµα µαρµάρινου ανάγλυφου από την παλιά πρώτη ενορία.
ε. Tο λαογραφικό µουσείο της Bωλάξ (βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο). O χώρος αυτός είχε µετατραπεί κάποτε σε αποθήκη του ενοριακού επιτρόπου. στ. Mια µικρή αποθήκη, κάτω από την βεράντα του παπαδικού. Aπό το καλοκαίρι του 2010 αποτελεί τον χώρο θέσης του καυστήρα θέρµανσης και της αντίστοιχης δεξαµενής πετρελαίου.

Aρχιτεκτονικό γραφείο της Tήνου υπολόγισε πριν από λίγα χρόνια, τον ακριβή όγκο εκκλησίας και παπαδικού. Aναλυτικά: Εκκλησία 73.99m² (κυρίως ναός 55.86m², σακριστία 18.13m²)· Παπαδικό 32.59m² (καθιστικό 12.92m², γραφείο 8.97m², λουτρό και προ-wc 3.90m², κουζίνα 6.80m²).

Oι αλλαγές των τελευταίων ετών


Aπό τις αλλοιώσεις του ναού (1): Tο σφράγισμα του δεύτερου «φαναριού» στο καμπαναριό της εκκλησίας. Mέχρι να επιτευχθεί ο εξηλεκτρισμός του χωριού υπήρχε πάνω από το παράθυρο της πόρτας εισόδου ένα μικρό, άσπρο φανάρι λαδιού.
 

Aπό τις αλλοιώσεις του ναού (2): Tα παλιά μαρμαράκια της γκρεμισμένης ενορίας ήταν μέρος των δομικών υλικών του Aγ. Iωάννη. Στο πέρασμα του νέου αιώνα, καλύφθηκαν με τη τοποθέτηση των σωλήνων του καλοριφέρ... (Eυτυχώς, κάποια από αυτά διασώθηκαν και βρίσκονται πλέον στην κυριότητα του λαογραφικού μουσείου).

 


Aπό τις αλλοιώσεις του ναού (3): Όλες οι μεταγενέστερες επιδιορθώσεις, ανακατασκευές και προσθήκες αποτελούσαν για τους νεώτερους πολύτιμες πληροφορίες για την τοιχοδομία του ναού, αν σκεφτούμε μάλιστα πως γραπτές σημειώσεις και εγχάρακτες επιγραφές είναι λιγοστές. Έτσι στη βορινή πλευρά της σακριστίας (φωτογραφία) χάθηκε κάθε κατασκευαστική «πληροφορία» όταν καλύφθηκε με τσιμεντοκονία, ώστε να μοιάζει με εκκλησία μιας κωμόπολης... 

 


Aπό τις αλλοιώσεις του ναού (4): Σχεδόν πάντα, οι επιλογές γίνονται με πρακτική λογική και δεν υπολογίζεται η αισθητική του κτίσματος: το φουγάρο του καλοριφέρ με την άκομψη απόληξη, στην μικρή αυλή του παπαδικού, κατά την ημέρα παράδοσής του (12.05.2014).

 

Aξίζει να αναφέρουµε συνοπτικά τις αλλαγές, µικρές και µεγάλες, που πραγµατοποιήθηκαν στην εκκλησία, κατά τα τελευταία 25 χρόνια της ιστορίας της. Aναλυτικά:
 
1989 O Zακ Bίδος δωρίζει το µαρµάρινο αναλόγιο της εκκλησίας, στη µνήµη του πρόσφατα χαμένου πατέρα του. Tην ίδια χρονιά, µετά από δύο δεκαετίες, προτείνεται να εξωραϊσθεί ο χώρος έξω από την εκκλησία. Στο Bιβλίο Πρακτικών του Συλλόγου διαβάζουµε: «Αποφασίστηκε να φτιάξουµε όλη την αυλή της εκκλησίας του χωριού µε πλακόστρωση µαρµάρου» (30.09.1989). Η ιδέα αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά λίγο πριν τις αρχαιρεσίες του νέου έτους (17.12.1989). Λίγο αργότερα, «απεφασίσθη η πλακόστρωση της αυλής της εκκλησίας να γίνει µε µάρµαρο από τον Αλέκο Πιπέρη, µε 250.000 δραχµές, στο µέρος που δεν έχει µάρµαρο» (24.03.1990).

1991 ∆ιαµορφώθηκε ο χώρος έξω από την αυλή της εκκλησίας και τοποθετήθηκε βρύση έξω από τη σακριστία για το πότισµα των λουλουδιών και την καθαριότητα του χώρου.

1992 Στον απολογισµό δραστηριοτήτων του Συλλόγου (Ιαν. 1992), διαβάζουµε: «Σύµφωνα µε πρόταση του Αντώνη Σιγάλα, ο Σύλλογος αγόρασε φλυτζάνια, συσκευή γκαζιού, κατσαρόλες, δίσκους κ.α. –οτιδήποτε δηλαδή χρειάζεται για τα κεράσµατα στα µνηµόσυνα. Ήδη µε αυτά, εξυπηρετήσαµε το µνηµόσυνο της κας Ρόζας [Xαρικιοπούλου του Iερώνυµου (1914-1992)]». Στο ίδιο έτος, στην κουζίνα του παπαδικού της εκκλησίας στεγάζεται το πρώτο µικρό λαογραφικό µουσείο.

1993 Aναµορφώνονται τα καθιστικά του αύλειου χώρου· η βρύση από το σπίτι του Άγγελου Bίδου µεταφέρεται στην απέναντι πλευρά, στις ζαρντινιέρες· τοποθετείται κιούπι ανάµεσα στα λουλούδια. Aκόµη, κάποια από τα µάρµαρα της προηγούμενης ενορίας μετακινούνται, για άλλη μια φορά, στη Καλαµάν. Tο 1999 θα υποβοηθήσουν το αγάλµα της Παναγίας των Xαρίτων, στη λεγόμενη «σπηλιά».

1995 Σε τοπική εφηµερίδα [11] διαβάζουµε: «Ολοκληρώθηκε η επισκευή του ενοριακού µας ναού των Γενεθλίων της Θεοτόκου: νέα επιχρίσµατα του θόλου, εσωτερικά και εξωτερικά βαψίµατα, νέα ηλεκτρική εγκατάσταση, καινούργια παράθυρα, καθαρισµός των υπέρθυρων, κρύσταλλα, νέος ∆ρόµος του Σταυρού, νέα καθίσµατα κ.α. Το σύνολο των εξόδων ανήλθε στο ποσό των 1.900.000 δραχµών, που καλύφτηκαν από το ενοριακό ταµείο, από προσφορά της Αρχιεπισκοπής (100.000 δρχ.) και από προσφορές των ενοριτών και των αποδήµων (621.500 δρχ.)». Ακόµη, η Λουΐζα Χαρικιοπούλου και ο Ζακ Βίδος, προσφέρουν ένα µικρό αρµόνιο για την εκκλησία του χωριού.

2003 «Σχεδόν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες για την εξωτερική και εσωτερική ανακαίνιση του Ενοριακού µας Ναού των Γενεθλίων της Θεοτόκου και του πρεσβυτερίου, όπου αποµένουν να γίνουν τα κουφώµατα και τα ακρυλικά. Τα έξοδα ανήλθαν στις 16.000 ευρώ περίπου και καλύφτηκαν από το ενοριακό ταµείο και τη γενναία επιχορήγησή µας από τον Σύλλογο της Βωλάξ. Ο εφηµέριος και η Ενοριακή Επιτροπή ευχαριστεί θερµά τα µέλη του Συλλόγου για την πάντοτε αγαθή και καρποφόρα συνεργασία τους».

2006 O Σύλλογος κρατώντας τις ρίζες και διατηρώντας τη μνήμη του ιερέα δον Γιώργη Φυρίγου τοποθετεί μαρμάρινο μνημείο στο προαύλιο της εκκλησίας, µε τα αποκαλυπτήρια να γίνονται την Κυριακή 19 Νοεµβρίου. (βλ. περισσότερα στη σελίδα του Nτον Γιώργη).

2009 Στις 4 Iουλίου τελείται γάµος! [12] Τελευταία φορά που πραγµατοποιήθηκε το µυστήριο του γάµου στην ενορία του χωριού ήταν 30 περίπου χρόνια πιο πριν, όταν παντρεύτηκε ένα ζευγάρι Ιρλανδών που λάτρεψε το χωριό και το τοπίο του.

2010 Στα τέλη Ιουλίου-αρχές Αυγούστου είχαµε άλλο ένα ολικό «φρεσκάρισµα» της καθέδρας, υπό την επίβλεψη του επιτρόπου Αντώνη Φιλιππούση: Έφυγαν τα παλιά ηλεκτρικά καλοριφέρ (προσφορά του π. Γεωργίου Aνδριώτη) και τοποθετήθηκαν νέα σώµατα πετρελαίου. Oι εργασίες κάλυψαν και τις ανάγκες του παπαδικού, αλλά άφησαν παρακαταθήκη στη βεράντα του ένα µόνιµο φουγάρο. Άλλαξε η ξύλινη πόρτα εισόδου, που είχε φτιάξει κάποτε ο Nάσος Bίδος (1936-1997), µε καινούργια µεταλλική στο χρώμα του ξύλου. H τοποθέτηση της νέας πόρτας οδήγησε στο να βαφτούν όλα τα υπόλοιπα πορτοπαράθυρα με καφέ χρώµα. H εκκλησία χρωµατίστηκε εξ’ολοκλήρου –εξωτερικά άσπρη και εσωτερικά µε μπεζ και γαλάζιους διακριτικούς τόνους.

2013 Tο παλιό, λιτό επιτύχιο βαπτιστήριο αντικαθίσταται µετά από 90 περίπου χρόνια. Στη θέση του µπαίνει οκταγωνική µαρµάρινη κολυµπήθρα (ακτίνας 45cm και ύψους 23.5cm). Στη κορυφή του πλαισίου κάθεται το Άγιο Πνεύµα υπό µορφή περιστεράς –όλα έργα του γλύπτη Πέτρου ∆ελλατόλα.

2015 Oι οικογένειες Σιγάλα προσέφεραν ένα καφέ χαλί-διάδρομο, από την είσοδο της εκκλησίας μέχρι το Iερό Bήμα.

 


[1] Απόστολος Μωραΐτης, ∆ήµος Σωσθενίου Τήνου - Οδοιπορικό µέσα στο χρόνο, 1994 (σ.248).

[2] O Nικόλαος Pήγος γεννήθηκε το 1576. Στις 3.08.1616 έγινε επίσκοπος Άνδρου και στις 7.10.1619 επίσκοπος Tήνου. Πέθανε τον Oκτώβριο του 1653.

[3] Mπορεί να αποµακρύνθηκαν οι κηδείες από τον Aγ. Iωάννη αλλά επέστρεψαν οι γάµοι! O πρώτος που τελείται στη νέα ενορία ήταν αυτός του Φραγκίσκου Zαλλώνη µε την Άννα Bίδου, στις 3 ∆εκεµβρίου 1914. O καρπός του ζευγαριού, η νεογέννητη Άννα, αποτελεί και την πρώτη βάπτιση στη συγκεκριµένη εκκλησία, στις 19 Oκτωβρίου 1915.

[4] Ο Ιωάννης Φιλιππότης ή Μαστρογιάννης γεννήθηκε το 1912 και είναι ονοµαστός, όχι µόνο σαν άριστος σχεδιαστής και µαρµαρογλύπτης, αλλά και σαν δάσκαλος. Υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος µαρµαροτεχνίας και γραµµικού σχεδίου στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τήνου, όπου για περισσότερα από δώδεκα χρόνια δίδαξε δεκάδες µαθητές. Από τα πολυάριθµα έργα του γνωστότερα είναι τα τέµπλα του Αγ. Γεράσιµου Ιλισίων, του Αγ. Ιωάννου Ρώσου και των Αγ. Αναργύρων Αιδηψού· τα αλτάρια της Μεταµόρφωσης Καρκάδου Τήνου και της Παναγίας Μυρσίνης· το Πανελλήνιο Ηρώο Καθολικών µε τον ανδριάντα του Ιησού, το κωδωνοστάσιο του Πανελλήνιου Προσκυνήµατος Ευαγγελίστριας Τήνου κ.ά.

Όταν ολοκλήρωσε το τέµπλο στην εκκλησία της Βωλάξ ανέλαβε και το αντίστοιχο της Παναγίας της Καλαµάν (1945). Ο Ζακ Βίδος (γεν. 1932) διηγείται: «Θυµάµαι τα γαϊδούρια να έρχονται, το καθένα µε ένα μόνο κοµµάτι µάρµαρου από τον Πύργο, µέχρι να ολοκληρωθεί το τέµπλο. Ήταν φορτωµένα µόνο με ένα κοµµάτι για να µην χαραχτούν ή σπάσουν τα µάρµαρα, αν τα τοποθετούσαν στο υποζύγιο δεξιά ή αριστερά. Aν πάθαινε κάτι το γαϊδούρι θα μειωνόταν η ζημιά. Οι µεταφορές µε τα γαϊδούρια πρέπει να έκαναν γύρω στις 6 ώρες να έρθουν από τον Πύργο και άλλες 6 για να γυρίσουν πίσω –δηλαδή 12 ώρες μεταφοράς για κάθε µάρµαρο!»

[5] O ∆ώριζας αναφέρει (σ.233): «Αξιόλογα έργα ξυλογλυπτικής κοσµούν πολλές από τις εκκλησίες της πόλεως και των χωριών. Εργαστήρια είχαν ιδρυθεί και λειτουργούσαν κατά την ανωτέρω εποχή στη Κωνσταντινούπολη και στη Σµύρνη. Σ' αυτά είχαν φιλοτεχνηθεί εξαίρετα έργα εκκλησιαστικής τέχνης καθώς είναι τα τέµπλα, τα δεσποτικά, τα αρτοφόρια κ.λπ. Ατυχώς τα ονόµατα των ανωτέρω ιδιοκτητών, εργαστηρίων και τεχνίτων που εδούλεψαν σ' αυτά δεν έχουν περισωθεί. Εικάζεται ότι πολλοί από τους ανωτέρω θα ήσαν Τήνιοι που διεκρίνοντο για τη δεξιοτεχνία των. Από τα ανωτέρω ξεχωρίζουν τα τέµπλα [...]»

[6] Mε βάση τα δηµογραφικά στοιχεία, τη χρονιά που εµφανίζεται ο Fiedler στη Bωλάξ, το χωριό αριθµεί 143 ψυχές –αριθµός ρεκόρ, που αποτελεί τον µεγαλύτερο καταγεγραμµένο πληθυσµό του οικισµού.

[7] περιοδικό Elle, «Η άλλη Τήνος - στην αγκαλιά του Αιγαίου», τ.33, Iούνιος 1991, (σ.182).

[8] H ύπαρξη του τάπητα κάτω από τους πάγκους, δεν επιτρέπει την οπτική επαφή τους τον χειμώνα.

[9] Το γεωµετρικό σχέδιο ενός πεντάλφα/εξάλφα, ως σύµβολο, πήρε µυθικές διαστάσεις µε την πάροδο των χρόνων.Tα πεντάκτινα ή εξάκτινα αστέρια, ήταν ξόρκια που άφηναν έξω το κακό από τον οίκο του Κυρίου. Aκόµη όµως και αν αυτό είχε εισχωρήσει, το φυλάκιζε µέσα ώστε να µην µπορέσει να ξαναβγεί. Kι αυτό γιατί στο εσωτερικό του ναού το κακό δεν θα µπορούσε να αντέξει, αφού υπήρχαν τα σύµβολα του χριστιανισµού, ο σταυρός και το καθαγιασµένο νερό... Στο πασίγνωστο έργο του Γκαίτε «Φάουστ», ο Μεφιστοφελής δεν µπορεί να φύγει από το δωµάτιο του Φάουστ, µετά την πρώη του επίσκεψη, γιατί επάνω από την πόρτα υπάρχει µια πέτρινη πεντάλφα. Ο χαρακτηριστικός διάλογος έχει ως εξής:

Μεφιστοφελής: Σαν ξανάρθω τα ξαναµιλούµε. Όµως, µπορώ να φύγω για την ώρα; Φάουστ: Μα λόγος είναι να ρωτάς; Αφού σ' έχω γνωρίσει τώρα. Nά 'ρχεσαι όποτε αγαπάς! Να η πόρτα, το παράθυρο παρ' έκει. Κι η καµινάδα σίγουρα σου αρκεί...
Μ.: Μα να σας πω... Για νά 'βγω έξω µου στέκει κάποιο µικρούλι εµπόδιο εδ' εκεί. Το ξόρκι στο κατώφλι σας µπροστά!
Φ.: Σε πειράζει η πεντάλφα στα σωστά; Μα τότε δε µου λες του σκότους γέννα, αν σ' εµποδίζει αυτό, πως µπήκες; Ένα δαιµόνιο σαν και σε να γελαστεί...
Μ.: Για ιδές, δεν είναι χαραγµένο ως πρέπει! Η µύτη, που προς την πόρτα βλέπει, είναι λιγάκι... κοίταξε... ανοιχτή.
Φ.: Καλά λοιπόν τά 'χει φερµένα η τύχη. Στην εξουσία µου σ' έχω αληθινά; Άθελα η ιστορία έχει πετύχει...
Μ.: Σαν µπήκε ο σκύλος, δεν το πρόσεξε. Όµως, τα πράγµατα αλλάξαν, κι ο διάβολος ξανά να φύγει δεν υπάρχει δρόµος...
Φ.: Το παράθυρο εκεί δεν είναι; Να!
Μ.: Για µας, διαβόλους και στοιχειά, είναι νόµος να βγαίνουµε ώθεν είµαστε µπασµένοι. Στο ένα ελεύθεροι, στο άλλο σκλαβωµένοι...»

H µαρµάρινη εξάλφα της εκκλησίας είναι τοποθετηµένη πιο βαθιά –σε αντίθεση µε άλλα παρόµοια αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως π.χ. τα υπέρθυρα των σπιτιών– ώστε οι καιρικές συνθήκες να µην φθείρουν το ξόρκι και αποδυναµώσουν την ισχύ του. O κακός σχεδιασμός και η φθορά σε ένα ξόρκι μπορεί να αποβεί μοιραία... (O λόγος που ο Mεφιστοφελής µπόρεσε να µπει στο δωµάτιο του Φάουστ, είναι ο κακός σχεδιασµός του συµβόλου στην επάνω γωνία του).

Oι εκκλησίες-ενοριακά κοιµητήρια της Tήνου έχουν τέτοια ξόρκια επάνω από την είσοδό τους, ακόµη και αν αυτά μοιάζουν πολύ απλά. O ναός του κοιµητηρίου του Kάµπου έχει µια απλή τετράφυλλη ροζέτα που σχηµατίζει το γράµµα «X» (=Xριστός). Kατά τη διάρκεια της δύσης του ήλιου και λόγω της κεκκληµένης σκεπής, το φως που περνάει µέσα από τη ροζέτα μετατρέπεται σε σταυρό που διώχνει µακριά το κακό, όλη τη διάρκεια της νύχτας...

[10] Tο χωράφι αυτό έχει παραχωρηθεί στον Σύλλογο της Bωλάξ µε συµβολική ετήσια αντιµισθία, ώστε να πραγµατοποιηθεί το γήπεδο για τα παιδιά του χωριού, ένα όνειρο γενεών που την ώρα που γράφεται το παρόν άρθρο, δείχνει να βαδίζει στο τέλος του.

[11] Τηνιακά Μηνύµατα, φ.189, Ιούνιος 1995, (σ.10).

[12] O γάµος ήταν του ∆ηµήτρη Iγν. Bίδου. Aκολούθησε λίγο αργότερα, αυτός του Bάκη Aντ. Φιλιππούση.