Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

ιστορίε

Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα ιστορίε.   Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις

Όταν ήμουνα μικρός θυμάμαι τον πατέρα μου πάντα να λέει ότι τις βέργες και τα καλάμια τα κόβουμε καλοφέχτη. Αυτή είναι η περίοδος από την πανσέληνο, όταν παίρνει να αδειάζει η πανσέληνος και πηγαίνει προς τη νέα σελήνη. 

συνέχεια...

Επειδή δεν θέλω να προσωποποιήσω την παρακάτω ιστορία, Ανεβάζω μια εικόνα που περιλαμβάνει πολλά αηδόνια. © insanity100, vecteezy.com

Σε μια εποχή που ορισμένοι άνθρωποι που γνωρίζω θα ήθελαν να κρυφτούν από την πραγματικότητα, θα τολμήσω να δώσω μιαν ιδέα —παλιά αλλά σίγουρη, δοκιμασμένη! Παραθέτω λοιπόν δυο αποσπάσματα γύρω από το ίδιο θέμα. Τους δίνω μάλιστα τον τίτλο: «Πως το Αηδόνι κρύφτηκε για να μην το στείλουνε στο μέτωπο», τίτλος που κάνει τις κόρες μου να το βλέπουν σαν παραμύθι, ωστόσο ήταν αλήθεια. συνέχεια...

ντον Γιώργης Φυρίγος

Ο 84χρονος Γεώργιος Δεληγιάννης, σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, έγραψε κάποια πράγματα για τον ντον Γιώργη Φυρίγο: «[…] Ο αείμνηστος καθολικός ιερέας ήτο ένας ιδιαίτερα χαρισματικός άνθρωπος! Εκτός από το μέγιστο ύψος των γνώσεών του σε ποικίλα θέματα, πέραν των θρησκευτικών, ήτο μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια!! Πέραν όμως αυτού, είχε θαυμάσιο χιούμορ. Ήτο δε εξαίρετος φίλος με τον αείμνηστο πατέρα μου και σας λέω περιστατικά, όπως λέμε, από πρώτο χέρι. συνέχεια...

Ήμουν στο χωριό, σκοτείνιαζε. Λέει ο ένας στον άλλο, με βωλακίτικη προφορά.
—Πάρε το φ’ναρ!
Και η απάντηση
—Τι να το κάν(ω); Πάμε για σμπογιάνν’δες;
Μου εξήγησαν
Σμπογιάννης ή (πιο βαριά) Ζμπουγιάν’ς λέγεται στο χωριό ο κοκκινολαίμης. Παλιά τα νεαρά παιδιά έπαιρναν το φανάρι και έβγαιναν έξω τα απογεύματα. Οι κοκκινολαίμηδες, επειδή κυνηγούσαν την τροφή τους κοντά σε τεχνητό φως (ή όταν η νύχτα είχε φεγγάρι), πλησίαζαν το φως των φαναριών με αποτέλεσμα τα παιδιά να τους πιάνουν εύκολα και να επιστρέφουν σπίτι με το μυαλό σε μια ζεστή σούπα που θα τους έφτιαχνε η μάνα από δαύτους.

το πρώτο κουδούνι...

«Εγώ πήγαινα σχολείο στο Σκαλάδο, τη δασκάλα μου την έλεγαν Ανδριανή. Κάποτε, ο Άγγελος ο Γκανάνης, αδερφός του Γιάννη του Ταζέλου και του Μάρκου (ο Ιωσήφ ο Φυρίγος, Γκανάνης κι αυτός, γεννήθηκε αργότερα), πολύ άτακτο παιδί. Που λες, κάτι έκανε στη δασκάλα, πήρε εκείνη τη ρίγα τη μεγάλη και τον φώναξε να της δείξει τη παλάμη του και να φάει τις ξυλιές του. Ο Άγγελος γύρισε το κεφάλι, είδε ανοιχτό το παράθυρο, έτρεξε και πήδηξε έξω, πόσο ήταν, ενάμιση μέτρο. Μείναμε εμείς να κοιτάμε τη δασκάλα και εκείνη το παράθυρο. Κανείς δεν έβγαλε λέξη».

»Μια άλλη μια φορά, ο Νάσος ο αδελφός μου —πρέπει να ήταν η ίδια δασκάλα κι ας είχαμε διαφορά ηλικίας— έπρεπε να τιμωρηθεί κι αυτός με τη ρίγα, δεν θυμάμαι τι της έκανε. Αυτό μου το είχε πει ο ίδιος, δεν ήμουν μπροστά. Σήκωσε το χάρακα η Ανδριανή και μόλις τον κατέβαζε με δύναμη, εκείνος τράβηξε το χέρι του,  τελευταία στιγμή, και η δασκάλα χτύπησε το δικό της που το είχε από κάτω για να κρατάει χαλαρά τη παλάμη του. Αααα, φώναξε εκείνη, γέλια οι υπόλοιποι, άντε να φύγουνε να γυρίσουνε στο σπίτι τους. Τελικά η Ανδριανή μας βαρέθηκε, πήρε σύνταξη, σηκώθηκε κι έφυγε εκείνη».

«Nα σου πω κι ένα άλλο: Πριν από 80 χρόνια, θα ’μουν δε θα ’μουν 6 χρονώ, πριν το πόλεμο, δύο μόνο ήξεραν μπάνιο στο χωριό —κανείς άλλος! Ο ένας ήταν ο μπάρμπας μου ο Άγγελος, ο Καλλιάνος που τον φώναζαν κάποιοι —αυτός είχε κάνει στο Πολεμικό Ναυτικό. Ο δεύτερος ήταν ο Γιακουμής ο Φιλιππούσης, ο γερο-Καρύδας. Αυτός ήταν Αγαπιανός. Οι Αγαπιανοί είχαν τις Αποθήκες, τη θάλασσα μετά τις Κολυμπήθρες, ξέρεις, που τη βαράνε οι άνεμοι —εκεί. Με πήρε που λες μια φορά, με έβαλε μέσα στη θάλασσα που άφριζε, βγαίνει έξω και μου φωνάζει, άντε, έλα βγες τώρα! Εγώ φώναζα, πάλευα με τα κύμματα, αυτός εκεί, ατάραχος, βγες έξω. Κούναγα τα πόδια, κούναγα τα χέρια, είδα κι έπαθα, τα κατάφερα και βγήκα… Αυτό ήταν, ήμουν ο τρίτος».

[Μέσα δεκαετίας του '60]: Τον ενοχλούσε τον παππού που είχε έρθει Aθήνα. Τον ενοχλούσε πολύ. Γεμάτος παράπονα ήταν, καθημερινά. Αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό και ήρθε στη πόλη με βαριά καρδιά. Και κάποια στιγμή, πόνεσε κι άλλο αυτή η βαριά καρδιά, στο στήθος συγκεκριμένα, και ακολούθησε το έμφραγμα...

Μετά το έμφραγμα βγήκε μια μικρή αναπηρική σύνταξη και τότε, για πρώτη φορά, έκανε πίσω στις αρχές του και παραχώρησε τα ζώα του στον Αλέκο Φυρίγο, προσδοκώντας κάποια στιγμή να γίνει ο ίδιος όπως ήταν κάποτε, να επιστρέψει στο χωριό και να ξαναπάρει πίσω τα ζωντανά, όλα, ένα προς ένα. Τέτοια όνειρα πρέπει να έβλεπε τις νύχτες, όμως η ζωή προχωράει χωρίς να ρωτήσει και ο παππούς κατάλαβε γρήγορα πως η Αθήνα είναι κινούμενη άμμος όπου δύσκολα μπορεί να ξεφύγει κανείς.

Τό 'φερε από δω, τό 'φερε από κει, πέρασαν και κάμποσα χρόνια στο ενδιάμεσο, γιατί χρειάζεται χρόνο για να πάρεις μια τέτοια σπουδαία απόφαση, τα πούλησε τελικά τα ζώα, οριστικά τούτη τη φορά. Στο Φραγκούλα τα έδωσε που ήξερε πως θα τα προσέχει. Το σημείωσε μάλιστα στην ατζέντα που είχε στο ολοκαίνουργιο αθηναϊκό κομοδίνο, ανάμεσα στα μπουκαλάκια με τα φάρμακα.

Το έγραψε, έβαλε την ατζέντα στη θέση της και δεν ξαναμίλησε ποτέ για το γεγονός...

«20 [Σεπτεμβρίου] 1971. επουλισα τας ζοα μου στο Φρακίσκο Πιπερι δραχμας 7500»

 

μικρή ιστορία από το 1867

Το χωρίον του Βώλακος ευρίσκεται αείποτε λαξευμένον εν μέσω βραχώδους πεδίου και ανωμάλου εδάφους. Έρημον, βραχοσκέπαστον, σχεδόν κακοτράχαλο. Η χλωρίς ελαχίστη, η φλώρα ανθισμένη μόνον κατά την περίοδον της ανοίξεως, ωμορφαίνοντα τρόπον τινά τη γύμνια του μικρού οικισμού. Τα άγρια φυτά περιορισμένα —τσουκνίδες, χαμεμήλια, φλομολούλουδα και τα τοιαύτα. Η νώπη υπερβολική. Η υγρότις από καιρό έχει διεβρώσει τα ξύλα των σπιτιών, τα παρεθύρια, την πόρτα της εκκλησίας, αυτήν την ίδια την καμπάνα. Το θέρος ξανθός αιθέρας, ουρανός γλαυκός, νερό χοχλό και ελαφρώς κρύο, χορτάρια, στάχυα, δυνατός αέρας, ανάσασμα… συνέχεια...

Mια φορά και έναν καιρό ζούσε στο χωριό ένα αντρόγυνο πολύ αγαπημένο. Tο παλικάρι που είχε βγει στα χωράφια, περπατούσε συλλογισμένο. Kοίταζε τον ουρανό, που ήταν καταγάλανος και πεντακάθαρος, κι όλο αναστέναζε: «Aχ, τι καλά που θά 'τανε να είχαμε και μεις ένα παιδάκι όπως όλοι οι νέοι». Δεν πέρασε πολύ καιρός και η γυναίκα του έμεινε έγκυος. Mόλις έμαθε το χαρμόσυνο γεγονός το παλικάρι άρχισε να κερνάει ρακί όλο το χωριό, μέχρι αργά τη νύχτα. Aπό εκείνη την ημέρα δεν άκουγες σε όλη τη Bωλάξ παρά ευχές και κεράσματα.

Mόλις ήρθε στον κόσμο και ένα όμορφο αγοράκι, το παλικάρι από την χαρά του πρόσφερε όσα προϊόντα είχε στο κελάρι του σπιτιού του: ντομάτες, κηπευτικά, αγκινάρες με φασόλια, ρεβύθια και πατάτες –όλα έβρισκαν τη θέση τους στο γιορτινό τραπέζι του. Θυσίασε και χοίρους ποτισμένους από χυμούς λεμονιού και τους έψησε με ρίγανη. Ό,τι είχε το έδινε, τέτοια ήταν η χαρά του: σύκα, σαλάτες με υπέροχα τυριά και κάπαρη, λιαστές ντομάτες με μπόλικο χοντρό αλάτι που έφερναν οι μικροί από τη θάλασσα. Tου Αι-Γιαννού –γιατί Γιαννάκη βάφτισαν το παιδί– έβγαζε σε συγγενείς και φίλους, λούζες και λουκάνικα, κουμαριανό κρασί με μαραθοκεφτέδες και ρακί από τους άμβυκες του πηγαδιού. συνέχεια...

Eικονογραφημένος