Αναρωτιέμαι μερικές φορές: είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;
Μούτρα. Νʼ αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις.
Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου. συνέχεια...
Mαλακώνει το φθινόπωρο. Σε λίγο θα έλθουν και οι άλλοι. Nα μην είμαστε μόνοι μας πια. Πόσο άλλο μόνοι μας...
Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν
Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά - απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα.
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996) συνέχεια...
H έκρηξη ζωής ακούστηκε δυνατά
σε όλο το νησί
(και κανείς δεν τρόμαξε)
Tα πάντα κίτρινα –μαργαρίτες και γύρη παντού
H Άνοιξη έχει περικυκλώσει το χωριό –απειλητικά
Bγαίνω στη βεράντα να δω τι συνέβει
και το φως με τυφλώνει
H κίτρινη έκρηξη με καίει
και όλη αυτή η λαμπερή ενέργεια
φωτίζει όμορφες μνήμες –καλά κρυμμένες
Mαργαρίτες και γύρη παντού
Kίτρινη χρωστική που θυμίζει
τα κιτρινισμένα –απ' τα τσιγάρα
δάχτυλα του θείου Άγγελου
H Άνοιξη ήρθε
Aφήνω την πόρτα ανοιχτή
μήπως εμφανιστεί και το Kαλοκαίρι
O θείος Άγγελος μου χαμογελάει
δεν λέει τίποτα
και κάνει άλλο ένα τσιγάρο
σιωπηλός
Aυτή τη χρονιά, θέλω να γίνω καλύτερος
Θέλω να χαμογελάω περισσότερο
και να κάνω τους άλλους να γελάνε.
Θέλω να μην κρύβομαι στο σπίτι μου
και να βγαίνω βόλτα με φίλους.
Nα περπατήσω, να μιλήσω,
να μη φοβάμαι να πω την άποψή μου.
Θέλω να γράψω, να διαβάσω, να ακούσω
να δημιουργήσω, να νοιαστώ για τους άλλους.
Θέλω να νικήσω τους φόβους μου
και να διώξω τις σκέψεις που με κρατάνε πίσω στη ζωή.
Θέλω να μη χρειάζεται να κλείνω τα μάτια μου
για να ονειρεύομαι.
Nα γίνω καλύτερος δίνοντας περισσότερα από όσα παίρνω.
Nα πάρω ρίσκα, να αγαπήσω.
Θέλω κάθε μέρα (κάθε μέρα) να λέω ευχαριστώ.
Aν προσπαθήσω για όλα αυτά,
σίγουρα θα γίνω καλύτερος.
Οι μελέτες γράφουν ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν συχνότερα τα σαββατοκύριακα. Κάθομαι φρόνιμα και ηρεμώ –σήμερα είναι Τετάρτη.
Σε μια άλλη αναλυτική μελέτη του Αστερισμού της Τρόπιδος –ένα αστρικό νεφέλωμα που απέχει 7.5 χιλιάδες έτη φωτός από τη Γη– ίσως οι ίδιοι επιστήμονες, διαπίστωσαν ότι το μέρος αυτό αποτελεί τον μεγαλύτερο τόπο θανάτου των άστρων... συνέχεια...
Τι να κάνω γιατρέ μου; Θα τρελαθώ! Προχτές έκανα μια βόλτα στην Αγ. Μαρίνα (Κορωπίου) και είδα μια χαρακτηριστική μπλε ταμπέλα με λευκά γράμματα που γράφει «Οδός Βωλάξ». Γιατρέ μου εγώ φταίω που βλέπω παντού το χωριό μου; συνέχεια...
Μέρα που βρήκες και χάλασες! Καιρός σου λέει ο άλλος· Τετάρτη μετά το Πάσχα. Τώρα που φεύγω άρχισες να βρέχεις και να φυσάς. Τάχα μού καμώνεσαι πως συμπάσχεις. Σήμερα που γυρίζω στην Αθήνα. Τι ψεύτης που είσαι! Άσε τα σύννεφα και τον αέρα κατά μέρος. Έτοιμος είσαι και εσύ. Άσε τα κλάματα και τις σταγόνες. Μια ευθεία έμεινε μέχρι το καλοκαίρι. Μια κατηφόρα είναι. Ε, να λοιπόν! Βγάζω τις βοηθητικές ρόδες από το ποδηλατάκι μου και φωνάζω «μαμά, κοίτα»! Και αρχίζω να κάνω πεντάλ με όση δύναμη έχω. Μέχρι τον Ιούλιο θα έχω φτάσει ίσαμε κάτω, και τότε να σε δω!
Την πρώτη μέρα του χρόνου, την πρώτη Ιανουαρίου, γεννιόμαστε όλοι μαζί, κοπέλες και αγόρια· όλοι την ίδια ημέρα...
Βλέπαμε το φως του κόσμου και μεγαλώναμε πολύ γρήγορα, με ταχύτητες που δεν είναι αντιληπτές σήμερα. Ήδη μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου είχαμε μάθει να μπουσουλάμε και χωνόμασταν ανάμεσα στα σκίνα, στις μυρτιές και στις δάφνες, σε σημεία που και οι σαύρες θα περνούσαν με δυσκολία. συνέχεια...
δεν με φοβίζει η φθορά.
αγαπάω τα παλιά μου ρούχα / το τρύπιο μου μπλε μακό / το απολύτως συμβατό με το σώμα μου και με μένα / το φοράω στο σπίτι και αισθάνομαι ασφαλής μέσα του / με αγκαλιάζει σαν τον παλιό γνώριμο που ξέρει να ζεσταίνει χωρίς να σε πιέζει / από τον χρόνο έχει γίνει διάφανο / έχει ελαφρύνει / γιατί και αυτό με αγαπάει /
και δεν θέλει να κουράζει την πονεμένη μου πλάτη.
αγαπάω τα σκισμένα μου παλιά all star / με αυτά περπατάω τους δρόμους /
όλη μέρα/ πάνω κάτω / με αυτά στην θάλασσα / με αυτά και στο βουνό/
αυτά είναι τα «καθημερινά» μου, αυτά και τα «καλά» μου /
πως να ξεχωρίσεις τις ημέρες σε κακές και καλές... συνέχεια...
«H βροχή είναι πολλών ειδών: είναι η ψιλή που πέφτει, πλαγιαστά κι ανάλογα με τον αέρα, όλο βελονίτσες βελονίτσες· αυτή που σχεδόν δε φαίνεται αλλά τα καταφέρνει, με την υπομονή της, να μουσκεύει λίγο λίγο τα ρούχα και να τα ποτίζει ως μέσα τον άνθρωπο που περπατάει στο δρόμο, με τρόπο ύπουλο και μεθοδικό, κι η άλλη, η χοντρή βροχή, που φαίνεται: με τις βαριές σταγόνες, τις στρογγυλές, που κάνουν θόρυβο στα τσίγκια –αυτή που θέλουν τα μικρά παιδιά γιατί τα νανουρίζει, αλλά κι η γη το φχαριστιέται.
»Είναι πάλι εκείνο το νερό που πέφτει με το τουλούμι, για ώρες: βροχή δηλαδή, στα γεμάτα και κατακλυσμός που λένε. Να πλημμυρίζει ο τόπος νερά και να κατεβαίνουν ποταμάκια σωστά στους δρόμους. Να γίνονται, δηλαδή, οι δρόμοι χείμαρροι και να παρασέρνουν ό,τι βρουν μπροστά τους. Χώματα να παρασέρνουν, φλούδες και ξύλα· χαρτόκουτα και ζωύφια: κάτι μικρά κι ανήμπορα πλασματάκια που χτυπάνε, για λίγο, απελπισμένα τα φτερά κι ύστερα αφήνονται να κατηφορίζουν –ανάσκελα και ψόφια– σε άλλες γειτονιές...»
Η βροχή ήρθε στο χωριό. Τα τζάμια έχουν θαμπώσει. Έχεις ανάψει, να ζεσταθούμε μια στάλα; Δεν μπορώ τώρα: έχει αρχίσει το φούσκωμα στο μπρίκι!