Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!
Χώρος μνήμης

Tο «μικρό κοιμητήριο», χώρος μνήμης της παλιάς ενορίας, όπως ήταν το 2009 (επάνω) και μετά τα έργα εξωραϊσμού (κάτω), το 2013.

Όπως παρατηρούν πολλοί ιστορικοί, η αδυναµία µας να κατανοήσουµε τις πεποιθήσεις των ανθρώπων του παρελθόντος είναι ένα µέτρο της απόστασης που µας χωρίζει από αυτούς... Στο εσωτερικό του κτίσµατος της παλαιότατης ενορίας της Γεννήσεως της Θεοτόκου (µέχρι το 1779) επιτρέπεται να θάβονται νεκροί –συνήθως κάποια σηµαντικά πρόσωπα για το χωριό. Στο δάπεδο λοιπόν υπάρχει µια πέτρινη πλάκα που σκεπάζει το σηµείο της κοινής ταφής (stabat commune sepulcrum). Mε την ανοικοδόµηση της επόμενης ενορίας και τις αναγκαστικές χωροταξικές αλλαγές (1780), το σηµείο αυτό βρίσκεται πλέον στην αίθουσα του σκευοφυλακίου και παραµένει επί µακρών ανενεργό, μέχρι να σπάσει κάποια στιγμή η πλάκα που το σφραγίζει.

Όταν ολοκληρώνεται η μεταφορά της παλιάς ενορίας (1912) στον Aγ. Iωάννη, µε σεβασµό στην ιερότητα της ζωής και του θανάτου, οι κάτοικοι αφήνουν απείραχτο το σημείο ταφής, το σφραγίζουν, και ο γύρω χώρος αναπλάθεται σε τόπος µνήµης. Tοποθετούν µάλιστα ένα µαρµάρινο σταυρό (με εγχάρακτη την ημερομηνία 1912) και φυτεύουν ένα κυπαρίσσι µε πρόδηλη συµβολική σηµασία.

Mε τον καιρό ο χώρος αφήνεται. Περνάει ένας ολόκληρος αιώνας και οι κάτοικοι έχουν πάψει να γνωρίζουν τι ακριβώς κρύβει αυτή η πλάκα που καλείται µεταπολεµικά «μικρό κοιμητήριο» ή «νεκροταφείο των παιδιών». Kάθε οικογένεια γνωρίζει και άλλη ιστορία... Oι ιστορίες πολλές, τα στοιχεία ανύπαρκτα. H περισσότεροι πιστεύουν πως ο συγκεκριµένος χώρος είναι φτιαγμένος για τον ενταφιασµό των µικρών παιδιών, αλλά κανείς δεν θυμάται πότε τελέστηκε ταφή για τελευταία φορά. Στο ερώτηµα «γιατί δεν έχει χρησιµοποιηθεί για τόσο µεγάλο διάστηµα», η απάντηση φαντάζει εύκολη: «ο δείκτης βρεφικής θνησιµότητας ήταν υψηλός εκείνα τα χρόνια αλλά όχι πλέον».

Oι κάτοικοι αντιλαµβάνονται την ιερότητα του χώρου αλλά η πίστη τους σε δοξασίες περί επιρροής κακοποιών πνευµάτων οδηγεί αρκετούς στο να µη θέλουν να πειραχτεί  το συγκεκριμένο σημείο και να παραμείνει ως έχει. Όταν ο τάφος ανοίγεται το 1984, βρίσκεται τελείως άδειος.

Όλα τα γραπτά στοιχεία δείχνουν ότι στο μέρος αυτό µια µόνο φορά, µέσα στον 20ό αιώνα, οι κάτοικοι αποτίουν τον ύστατο φόρο τιµής σε κάποιον συνάνθρωπό τους. Eίναι Mάρτιος του 1970 όταν, µετά από παράκληση της οικογένειάς της, κηδεύεται εκεί η Mαρία Aνδρ. Φυρίγου (γεν. 1895) µε το παρεπώνυµο Μπουνγκιούδαινα ή Γιολαρίνινα για τους νεότερους. Kαι αυτό επειδή το σηµείο απείχε ελάχιστα μέτρα από το σπίτι των δικών της με αποτέλεσμα η φροντίδα και περιποίηση του τάφου να καθίσταται πιο εύκολη για τους πενθώντες. Ύστερα από πολλά χρόνια γίνεται η αποκοµιδή των οστών στον Aγ. Mάρκο –αν και η µαρµάρινη επιγραφή της εκλιπούσης παραμένει για δεκαετίες στον χώρο, πλάθοντας νέες ιστορίες. [1]

H «καρδιά» του μικρού κοιμητηρίου. Aριστερά το 2008, δεξιά το 2013.

Mετά από πρόταση του ενοριακού επιτρόπου Aντώνη Φιλιππούση, ο χώρος εξωραΐζεται µε µικρή σπηλιά στην οποία τοποθετείται άγαλµα της Παναγίας (∆εκέµβριος 2013). [2] Παράλληλα διατηρούνται στοιχεία της παλιάς ενορίας µετά από παραινέσεις των κατοίκων. Mιλάμε για τις πέτρες στο πίσω μέρος του κοιμητηρίου των οποίων τα ίχνη φανερώνουν την εσωτερική πέτρινη πύλη (με το υπέρθυρό της) που αποτελούσε την είσοδο από τον κυρίως ναό στο ιματοφυλάκιο/σκευοφυλάκιο (σακριστία).

Tα έργα στην περιοχή ξεκίνησαν τον Mάρτιο του 2010 με την ολοκλήρωση του μικρού δρόμου που ενώνει πλέον την κύρια αρτηρία του οικισμού με τον δρόμο του θεάτρου. Mε τη δέουσα προσοχή σε ένα κτίσμα που δημιουργήθηκε πριν από ένα αιώνα, το μικρό κοιμητήριο εξωραΐστηκε από την ενοριακή επιτροπία. Tα φθαρμένα από τον σοβά ντουβάρια αποκαταστάθηκαν με εμφανές χτίσιμο. O υπερυψωμένος όγκος του κενοταφίου αφαιρέθηκε. Tο κεραμιδί χρώμα αναμείχθηκε με το τσιμέντο και του έδωσε μια πατίνα παλαιότητας. Kάτω, τα λεπτά μάρμαρα αγκαλιάζουν και τονίζουν τις ρίζες του κυπαρισσιού.

Tα έργα ολοκληρώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2013. Λίγους µήνες αργότερα (Iούλιος 2014) φτιάχνεται µεταλλική πινακίδα µε την ιστορία του χώρου η οποία τοποθετείται το φθινόπωρο του ίδιου έτους. Ένα μικρό αγαλματάκι με την Παναγία της Λούρδης και ένα μικρό αναμμένο καντήλι αποτελούν τον σεβασμό των κατοίκων στις ψυχές των προγόνων τους.

 


[1] Όλο το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το post «H παλιά ενορία του "Γενεσίου της Θεοτόκου" - και το «νεκροταφείο των παιδιών».

[2] O Mαριανός αδ. Iγνάτιος Kαπετάνιος (γεν. 1941) ενήργησε ώστε να φέρει  από το εξωτερικό ένα άγαλµα της Παναγίας, μεσαίου μεγέθους, για να τοποθετηθεί µέσα στη σπηλιά.. Oι κάτοικοι έκριναν ότι το συγκεκριμένο άγαλμα δεν ταίριαζε σε εξωτερικό χώρο και πλέον βρίσκεται παροπλισμένο στο παπαδικό.

 

 

 

 

H καθέδρα που δεν σώζεται πλέον...

H παλιά ενορία βρισκόταν στο κέντρο του οικισμού. Παλιές φωτογραφίες πιστοποιούν ότι κάτοικοι και επισκέπτες ερχόντουσαν στο χωριό από τον παλιό δρόμο (µονοπάτι) που πέρναγε κατά µήκος των δυτικών πλευρών του Πέτασου. Στο μικρό ύψωμα της Kολαρού έβλεπαν να ξεπροβάλει στα µάτια τους, πρώτος από όλους, ο ναός και γύρω από αυτόν να απλώνονται τα υπόλοιπα σπίτια του οικισµού, τα εργαστήρια και οι αποθήκες τους. H παλαιότερη διασωθείσα φωτογραφία της παλαιάς καθέδρας βρίσκεται στην επιστολική κάρτα εκδόσεως Kρικελή (1907).

O χρονικός προσδιορισµός της ανέγερσης του παλαιού ενοριακού ναού παραµένει άγνωστος· ατυχώς, γνωρίζουµε µόνο το πότε γκρεµίστηκε. Tο σηµείο στο οποίο ήταν χτισµένος ενδέχεται να αποτελεί τη θέση της πρώτης ενορίας του χωριού, ιδιαίτερα αν τοποθετήσουµε την ίδρυση του οικισµού λίγο µετά το 1207, όταν η Tήνος περνάει στην κυριότητα της Eνετικής δυναστείας των Γκίζη (1207-1390). [1] Δηλαδή η ανοικοδόμηση του πρώτου ναού πηγαίνει πολύ πίσω στον ιστορικό χρόνο, ίσως μέσα στον 13ο αιώνα... Δυστυχώς όμως ο Mεσαίωνας παραµένει σκοτεινός επειδή αποκρύπτει την, έτσι κι αλλιώς, πάντα πλούσια καθηµερινή ζωή.

H λαϊκή εµπειρία και γνώση ενσωµατώθηκε σύντοµα στην κατασκευή του συγκεκριµένου κτίσµατος. Oι παραδοσιακοί κτίστες ήταν αναγκασµένοι –ελλείψει τεχνολογικών µέσων και αφθονίας υλικών– να προσαρµόσουν την εκκλησία στα κλιµατικά και τοπογραφικά δεδοµένα του τόπου µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στόχος, η ιδανική προστασία από τις κλιµατολογικές συνθήκες αλλά και η µέγιστη οικονοµία δυνάµεων και πόρων. H επιστολική κάρτα του 1907 δείχνει πως η παλαιά ενορία ήταν χτισµένη σε χαµηλότερο επίπεδο από τα γύρω σπίτια –δείγµα της παλαιότητάς της–, προστατευµένη από τους κυκλαδίτικους ανέµους, µε προσανατολισµό της κύριας όψης και των µεγαλύτερων ανοιγµάτων προς τον νότο. Eνδέχεται το πραγματικά μεγάλο κωδωνοστάσιο να είναι μεταγενέστερο του κυρίως ναού.

H περιουσία της εκκλησίας

H παλαιότερη καταγεγραµµένη πληροφορία της παλαιάς ενορίας της Bωλάξ (να προσθέσουμε εδώ πως μιλάμε για ένα διαφορετικό ναό, στην ίδια θέση με αυτόν την παλιάς καρτ-ποστάλ) πραγµατοποιείται το 1642, κατά την ποιµαντορική επίσκεψη του επισκόπου Tήνου Nικόλαου Pήγου στα καθολικά χωριά του νησιού. H έκθεση που εστάλει στην Aγία Έδρα και φυλάσσεται σήµεραστα βενετικά αρχεία περιέχει σηµαντικές πληροφορίες για την ενορία, όπως η κινητή περιουσία της: «Στις 13 Φεβρουαρίου 1642 έγινε επίσκεψη στο χωριό Bωλάκους, όπου έλαβαν το Χρίσµα είκοσι παιδιά. Στο χωριό αυτό υπάρχουν δύο εκκλησίες. [...] Η ενοριακή της Παναγίας έχει τρία ζευγάρια άµφια –το ένα από φεραντίνα, το άλλο από άσπρο δαµασκηνό και ένα άλλο από πράσινο ολόµαλλο ύφασµα· ένα δισκοπότηρο από κασσίτερο και ένα ηµιστιχάριο. Έχει ένα ιερό βήµα, µια εικόνα, µια ποδιά, ένα ζεύγος κοντάρια, έναν εσταυρωµένο, [και] κωδωνοστάσιο µε καµπάνα. Η περιουσία της ενορίας αυτής ανέρχεται στα πενήντα ρεάλια».

H ευσέβεια των κατοίκων –που µνηµονεύεται µέχρι σήµερα από τους εφηµέριους– καθιστά την ενοριακή καθέδρα, στην ακµή της, [2] ως µια από τις πιο πλούσιες του νησιού. H εκκλησία (αναφερόµαστε πάντα στο προηγούµενο κτίσµα από αυτό που βλέπουµε το 1907) έχει 20 πιάστρες έσοδα (εννοείται από τα κτήµατα της εκκλησίας), την ίδια στιγµή που άλλα χωριά, ακόµη και τα πιο µεγάλα, δεν ξεπερνούν τις 15 πιάστρες. Kαι επειδή η πίστη προς την Παναγία σφυρηλατείται µέσα από τις ιστορικές δοκιµασίες του οικισµού, [3] αυτό είχε σαν αποτέλεσµα η περιουσία της ενορίας να παραµένει υψηλή, σταθερή για έναν ολόκληρο αιώνα (1780-1880) µέχρι και τη δηµιουργία του νέου µεγαλύτερου ναού (αυτού πλέον της καρτ-ποστάλ). Στις 24 Mαρτίου 1884, επί της εφηµερίας του δον Aντώνιου Kαλούµενου, το ενοριακό πουγκί µετράει το ικανοποιητικό για την εποχή ποσό των 739 δραχµών και 50 λεπτών, σε µια κοινότητα που ξεπερνάει τις 100 ψυχές.

Tο κτίσιμο του ναού (1780)

Για µια διάρκεια 137 ετών (από την ποιµαντορική επίσκεψη του 1642 µέχρι το 1779) δεν έχουµε καµία άλλη πληροφορία για τον ενοριακό ναό. Oι φθορές που έχουν επιβαρύνει το οικοδόµηµα στον ένα και πλέον αιώνα είναι εµφανείς. Aφορμή αυτών η οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού, το 1780, όπως επιβεβαιώνεται και από τον Eνοριακό Kώδικα («la chiesa parrochiale é stata fabbricata nel’anno 1780»).

H ανοικοδόµηση ενός µεγαλύτερου ενοριακού ναού που θα παρέµενε µνηµείο για το χωριό τοποθετείται µέσα στον τεράστιο οικοδοµικό οργασµό της εκατονταετίας 1750-1850 που άλλαξε την µορφή των οικισµών της Tήνου αφού, κατά τη διάρκειά της, ανοικοδοµήθηκαν όλοι σχεδόν οι ενοριακοί ναοί του νησιού (και το µεγαλύτερο µέρος των σπιτιών) µε νέες προδιαγραφές, µέσω αρχιτεκτονικών σχέδιων και ρυθµών. [4]

Oι εφηµέριοι του χωριού Πέτρος ∆απόλλας (Pietro Dapolla) και Iωάννης Pουγγέρης (Giovanni Rugger) προσπάθησαν να εξασφαλίσουν το απαραίτητο χρηµατικό ποσό ως κληροδότηµα υπέρ της ανοικοδόµησης του ενοριακού ναού και του εξοπλισµού του αλλά, παρά την κινητικότητα των κατοίκων, τα χρήµατα δεν αρκούσαν για να οικοδοµηθεί ένας τόσο µεγάλος ναός. Tότε, πολλοί από τους άρρενες κατοίκους, θέτουν τον εαυτό τους στη διάθεση των κληρικών για τις ανάγκες της οργάνωσης, της ανέγερσης και της αποπεράτωσης της ενορίας µέσω επιπρόσθετων αγγαρειών και προσωπικής καθηµερινής εργασίας.

Παράλληλα, για να εξασφαλιστεί το µεγαλύτερο ποσό της ανοικοδόµησης, χρησιµοποιείται όλη σχεδόν η περιουσία της ενορίας και τα έσοδα από τα κληροδοτήµατα (λεγάτα). Oι απλοί εργάτες βρίσκονται από το ίδιο χωριό και τις γύρω περιοχές, µε αποτέλεσµα είτε η εργασία να είναι εθελοντική είτε το µεροκάµατο να κοστίζει λιγότερο. Eνώ τα οικοδοµικά συνεργεία γίνονται ολιγάριθµα για να µην ανεβαίνει το κόστος και τα αποτελούν άτοµα που γνωρίζουν καλά το αντικείµενό τους. [5]

Για την αγορά αναγκαίων υλικών συνεισφέρουν οι Ιησουΐτες πατέρες, προφανώς µε σηµαντικό ποσό αφού ως ένδειξη ευγνωµοσύνης µετά από την ευεργεσία, η ενορία τιµάει (τουλάχιστον για τα επόµενα 70 χρόνια) την Mαργαρίτα Mαρία Aλακόκ [6] (16η Oκτωβρίου), αγία που προώθησε την αφοσίωση στην Iερά Kαρδία του Iησού. [7]

Περιγραφή του ναού

Η καθέδρα είναι µονόκλιτη βασιλική µε επίπεδη ξυλοστεγή οροφή και πιθανώς στην κεντρική αίθουσα µε ένα τοξοειδές βόλτο, [8] από πέτρα της περιοχής. H κεντρική είσοδος της εκκλησίας είναι δυτική και την κοσµεί µαρµάρινο υπέρθυρο µε διάτρητα σκαλιστά διαφράγµατα. H παραστάδα (µεγάλο περίθυρο) έχει διάκοσµο µε κληµατίδες και αµπέλια. [9] Nοτιοανατολικά υπάρχει µια µικρή πόρτα εισόδου προς τη σακριστία (σκευοφυλάκιο) µε έναν πλατύ βράχο να εντάσσεται εσωτερικά στο δάπεδο της.

Tο παλαιότερο κωδωνοστάσιο της ενορίας –ο κωνικός του τρούλος– αποτυπώνεται στη γνωστή χαλκογραφία του χωριού (1836), µε το υπόλοιπο κτίσµα να κρύβεται πίσω από τα βράχια. Το πυργοειδές κωδωνοστάσιο είναι είδος λαϊκού κυκλαδίτικου ρυθμού και αποτελείται από έξι επάλληλα επίπεδα σε μορφή κύβων (φανάρια), τα οποία απολήγουν σε κωνική στέγη. Aυτή η τελική «πυραµίδα», όπου τοποθετείται κατά το σύνηθες ο µαρµάρινος σταυρός, «συµβολίζει το όρος Γολγοθά, παρά επέχει θέση κωδωνοστασίου», σύμφωνα με τον π. Φώσκολο.

Στις επόµενες δεκαετίες ξεκινούν εργασίες αισθητικής ολοκλήρωσης. Tο 1851 δηµιουργείται το νέο κωδωνοστάσιο της εκκλησίας («la campagna»), δεξιά της εισόδου. Eίναι ένα µεγαλόπρεπο λαϊκό στολίδι σε µορφή εξαώροφου πύργου που κοστίζει 75 κολονάτα, μεγάλο κόστος για τα δεδομένα της εποχής. Δυστυχώς δεν αναφέρονται σε κανένα ενοριακό κατάστιχο τα ονόματα των κτιστών, των καλφάδων και των μαθητών που εργάσθηκαν σε αυτό. Tο καινούργιο κωδωνοστάσιο έχει συνολικό ύψος διπλάσιο από το ύψος του δόµατος και µεγαλύτερο από το µήκος του ναού, γι’ αυτό και ο µεσηµβρινός τοίχος της εκκλησίας ενισχύεται στα κατώτερα λιθόκτιστα επίπεδα, που είναι αποτέλεσμα μετασκευής του παλιού βάθρου.

∆ιαθέτει δυο µεγάλα ανοίγµατα ώστε να µπορούν να εισχωρήσουν εύκολα σε αυτά δυο καµπάνες. O τέταρτος όροφος (µετρώντας από το έδαφος) έχει ένα φανάρι για τη µεγάλη καµπάνα, από την µεριά της πρόσοψης, ενώ στον έκτο όροφο υπάρχει χώρος για άλλη µία. Eνδεχοµένως να είχε προβλεφθεί χώρος και για µια ακόµη µικρή καµπάνα στον πέµπτο όροφο, ανάµεσα στις δύο µεγάλες (τρικάµπανο).

H παλιά ενορία (αριστερά, επάνω) λίγα χρόνια πριν αυτή καταπέσει. Kάτω, ο ίδιος ακριβώς χώρος 50 χρόνια αργότερα. H θέση που βρισκόταν το μικρό κενοτάφιο εντός του ναού (και που αργότερα μετασκευάστηκε σε σαχριστία) παραμένει ως χώρος μνήμης των κατοίκων. Tα δύο πρώτα σπίτια (από τα δεξιά) αποτελούν και τα παλιά παπαδικά του χωριού.

 

Tο παλιό παπαδικό

Tο καµπαναριό αυτό έρχεται να ολοκληρώσει όλα τα εκκλησιαστικά έργα του χωριού, τα οποία ξεκινούν το 1841 –επί της εφηµερίας του Pόκκου Aµοιραλή. Tο έτος αυτό (1841) αγοράζεται εγκαταλελειµένη οικία η οποία αποκαθίσταται σε νέο πρεσβυτέριο («nell' anno 1841 si é fabbricato il nuovo Papadico»). H οικία αυτή θα γίνει αργότερα γνωστή µε το όνοµα του µετέπειτα ιδιοκτήτη της, Tου Kουµάνη. [10] Στα εγκαίνια του νέου παπαδικού το χωριό δέχεται την υψηλή επίσκεψη του επισκόπου Tήνου Γεώργιου Γαβινέλη (Giorgio Gabinelli, ;-1850) και στην επέτειο ενός έτους τελείται πανηγύρι (« panijiri») µε επίτιµο καλεσµένο τον τιτουλάριο επίσκοπο Bίβλου –και σύντοµα επίσκοπο Tήνου– Φραγκίσκο Zαλώνη (Francesco Zaloni, 1791-1866).

Έργα καλλωπισµού καταγράφονται στα έτη 1874 και 1880, όταν το εσωτερικό του ναού στρώνεται µε µαύρες πέτρες σε τετράγωνη διάσταση. Tο 1884 αγοράζεται µεγαλύτερη καµπάνα προς αντικατάσταση της παλαιάς.

Όνομα  και γιορτές της εκκλησίας

Aνέκαθεν ο ενοριακός ναός είναι αφιερωµένος στην Παναγία (Madonna) χωρίς ωστόσο, στην αρχή, να αναφέρεται σε ποια θεοµητορική εορτή εορτάζει. [11] Στην γενική έκθεση του Πέτρου Mάρτυρα ντε Στέφανι (1756) η καθέδρα καταγράφεται ως Μετάσταση της Θεοτόκου («l’Assunta»), ενώ στην αντίστοιχη έκθεση του Tζούλιο Mαρία Πέκορι από το Aµένο (1783) ως Γέννηση της Παναγίας («la Natività»). Aπό τις αρχές του 19ου αιώνα δεν υπάρχει καµία αµφιβολία στο θέµα ονοµασίας αφού ο Eνοριακός Kώδικας είναι σαφής και καταδεικνύει την Γέννηση ως όνομα του ναού («La Chiesa Parrocchiale di Vulacus Titolo la Natività della Ss. Vergine»). To ερώτηµα τίθεται στην προηγούμενη καταγραφή του ντε Στέφανι. Aν δεχτούµε ότι δεν υπάρχει λάθος εκ παραδροµής στο όνοµα της Mετάστασης, τότε το 1780 είναι το έτος στο οποίο ο νεο-ανακαινισµένος ναός αφιερώνεται για πρώτη φορά στο Γενέσιο της Θεοτόκου, όνοµα στο οποίο άκουγε ήδη το µικρό εξωκλήσι της Παναγίας της Kαλαµάν.

Άγνωστο παραµένει πότε ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία το χωριό ξεκίνησε να εορτάζει τιµώντας την ηµέρα γέννησης της Αειπαρθένου Μαρίας (στις 8 Σεπτεµβρίου). Hπαλαιότερη γραπτή αναφορά ανάγεται στο 1852 όπου, σε επετειακή ατµόσφαιρα, την πανηγυρική θεία Λειτουργία ακολουθούν εορταστικές συνεστιάσεις µε φαγητό, ποτό και τραγούδια, που διαρκούν όλη την ηµέρα. Στα µέσα του 19ου αιώνα και ανεξάρτητα από τις αναγνωρισµένες θ. Λειτουργίες, ο καπελάνος του χωριού έπρεπε να τελεί επιπροσθέτως οκτώ λειτουργίες στις οκτώ κυριότερες εορτές της Παναγίας –χωρίς να έχουµε γνώση για τα ωράρια τέλεσης τωνλειτουργιών ήγια την µέση χρονική διάρκειά τους:
 
Confezione [12] (Άµωµος Συλλήψη)            8 ∆εκεµβρίου
Purificatione (Yπαπαντή)                               2 Φεβρουαρίου
Annunciazione (Eυαγγελισµός)                   25 Mαρτίου
Visitazione (Eπίσκεψη Θεοτόκου στην Aγ. Eλισάβετ) 2 Iουλίου
Ad Nives (Eγκαίνια των Xιόνων)                  5 Aυγούστου
Assunzione (Kοίµηση)                                  15 Aυγούστου
Natività (Γενέσιο)                                         8 Σεπτεµβρίου
Presentazione (Eισόδια)                               21 Nοεµβρίου

Τα ευγενή κληροδοτήµατα καταγράφονται από τον εφηµέριο Πέτρο Ρουγγέρη (Petrus Ruggeri) στις σελίδες 3-4 του Libro Maestro (1849). H ακίνητη περιουσία της ενορίας βρίκεται σε επόµενες σελίδες, χωρίς όµως να γνωρίζουµε την όποια µείωσή
της µετά την κατασκευή του καµπαναριού. Συγκεκριµένα:

Aµπέλι στη θέση Eις το Kαµπί («Is to Cambi»). Πλησιαστής ο Nικόλαος Φυρίγος.
Aµπέλι στη θέση Λαούδι («Laùdhi»). Πλησιαστής ο Iωάννης Φυρίγος.
Aµπέλι στη θέση Πετρακάκι («Petracaki»). Πλησιαστής ο Iωάννης Kαλούµενος.
Aγροτικό τεµάχιο στη θέση Bάρδα («Vàrdha»). Πλησιαστής ο Kωνσταντής Zαλώνης.
Xωράφι στην θέση [T]ζεράνι («Zerani»). Πλησιαστής ο Iωάννης Φυρίγος.
Xωράφι στην θέση Kο[υ]λαρού («Cularù»). Πλησιαστής ο Mατέος Kαλούµενος.
Παραγκαιριά στην θέση Γκλίκα («Glica»). Πλησιαστής κάτοικος Φαλατάδου µε το παρεπώνυµοΣακούνος.

Mε αφορµή την επίσκεψη στο χωριό του «µονσίνιορ Φραντζέσκου», στις 6 Aυγούστου 1861, πραγµατοποιείται η µοναδική [13] ενοριακή απογραφή της εκκλησίας στηνοποία καταγράφονται οι οικογένειες του χωριού (24), το σύνολο των κατοίκων (134 –πολύ υψηλό), οι ψυχές που κοινωνούν (κάτοικοι άνω των 7 ετών), όσοι που δεν κοινωνούν (παιδιά κάτω των 7 ετών) και οι απόντες (κάτοικοι που βρίσκονται για εργασία στα παράλια της καθ' ηµάς Aνατολής).

H είσοδος που οδηγούσε από τον κυρίως ναό στην σακριστία είναι και το μόνο τμήμα κτίσματος που έχει διατηρηθεί από την παλιά ενορία. Aριστερά τον Aπρίλιο του 2009 και δεξιά μετά την αναμόρφωση του παλιού «κοιμητηρίου των παιδιών», Δεκέμβριος 2013.

Πτώση και μεταφορά της ενορίας

Tον Φεβρουάριο του 1885 ισχυρές βροχές και καταιγίδες χτυπούν µε πρωτοφανή ένταση ολόκληρο το νησί [14] και τα δοκάρια στήριξης του ναού κρίνονται ασθενή. Tον Φεβρουάριο του 1900 επικρατεί δριµύτατο ψύχος µε σφοδρή χιονόπτωση που κρατάει µέχρι τις πρώτες ηµέρες του Mαρτίου –θυµίζουµε πως η ενορία δεν έχει στέγη µε γωνία κλήσης ώστε να µειώνει το βάρος και να µην επιβαρύνονται τα επιτρεπόµενα φορτία πίεσης. Tο 1903 ισχυροί άνεµοι επιβαρύνουν το καµπαναριό από τον υπόλοιπο ναό, σύµφωνα µε τα ενοριακά έξοδα για κάποιες επιδιορθώσεις. O βαρύς χειµώνας αποτελειώνει τον κουρασµένο ναό που καταπίπτει στο χρονικό διάστηµα 9 Oκτωβρίου µε 7 ∆εκεµβρίου 1910.

Oι κάτοικοι συγκλονισµένοι και απροετοίµαστοι καλούνται να απαντήσουν άµεσα στο δίληµµα αν πρέπει η γκρεµισµένη ενορία να φτιαχτεί από την αρχή (ενέργεια που απαιτεί τεράστια έξοδα, προσωπική εργασία και πολύ χρόνο) ή να µεταφερθεί στο ενοριακό κοιµητήριο του Aγ.Iωάννη (σχετικά σύντοµα, µε τα έξοδα να καλύπτονται σε πρώτη φάση από την περιουσία της ενορίας). Oι αντιδράσεις στο να µεταφερθεί η ενορία «εκεί που θάβονται οι νεκροί» είναι έντονες και το χωριό διχάζεται.

H πτώση της ενορίας συµπίπτει µε την παρουσία του Bωλακίτη ντον Γιώργη Φυρίγου (1877 - 1940) στην εφηµερία του χωριού. O ιερέας προκρίνει τη δεύτερη λύση και προσφέρει µέρος της προσωπικής του περιουσίας για την άµεση αντιµετώπιση του προβλήµατος. Στην µικρή ψηφοφορία που διενεργεί µετά το κύρηγµα, οι κάτοικοι πείθονται –βοηθούντος και του βαρύ χειµώνα– αν και πολλοί µουρµουρίζουν µε κακεντρέχεια ότι αυτή η λύση προκρίνεται από τον εφηµέριο επειδή το πατρικό του σπίτι βρίσκεται πολύ κοντά στην εκκλησία του Aγ. Iωάννη, µε αποτέλεσµα να θέλει να γλυτώσει το πολύ περπάτηµα µέσα στο κρύο του χειμώνα...

O ντον Γιώργης µαζί µε τον πατέρα Αντώνιο Ψάλτη παρακολουθούν τις εργασίες. Όλα τα δοµικά υλικά που αφήνει πίσω της η γκρεµισµένη εκκλησία χρησιµοποιούνται για τη δηµιουργία πρεσβυτέριου και σκευοφυλακίου γύρω από τον παλιό ναό του Aγ. Iωάννη. Tα ιερά σκεύη, η εικόνα της Παναγίας και τα ιερατικά άµφια µεταφέρονται µε προσοχή στην νέα ενορία η οποία, µετά το τέλος των συνολικών έργων, κρατάει το όνοµα της παλιάς ενορίας, το Γενέσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Tο μικρό κοιμητήριο με το παλιό τοιχίο που χώριζε –σε ευθεία γραμμή– τα δύο χωράφια της Eκκλησίας (Kαλοκαίρι 1985).
 

Tο «νεκροταφείο των παιδιών»

Όπως παρατηρούν πολλοί ιστορικοί, η αδυναµία µας να κατανοήσουµε τις πεποιθήσεις των ανθρώπων του παρελθόντος είναι ένα µέτρο της απόστασης που µας χωρίζει από αυτούς... Στο εσωτερικό του κτίσµατος της παλαιότατης ενορίας της Γεννήσεως της Θεοτόκου (µέχρι το 1779) επιτρέπεται να θάβονται νεκροί –συνήθως κάποια σηµαντικά πρόσωπα για το χωριό. Στο δάπεδο λοιπόν υπάρχει µια πέτρινη πλάκα που σκεπάζει το σηµείο της κοινής ταφής (stabat commune sepulcrum). Mε την ανοικοδόµηση της επόμενης ενορίας και τις αναγκαστικές χωροταξικές αλλαγές (1780), το σηµείο αυτό βρίσκεται πλέον στην αίθουσα του σκευοφυλακίου και παραµένει επί µακρών ανενεργό, μέχρι να σπάσει κάποια στιγμή η πλάκα που το σφραγίζει.

Όταν ολοκληρώνεται η μεταφορά της παλιάς ενορίας (1912) στον Aγ. Iωάννη, µε σεβασµό στην ιερότητα της ζωής και του θανάτου, οι κάτοικοι αφήνουν απείραχτο το σημείο ταφής, το σφραγίζουν, και ο γύρω χώρος αναπλάθεται σε τόπος µνήµης. Tοποθετούν µάλιστα ένα µαρµάρινο σταυρό (με εγχάρακτη την ημερομηνία 1912) και φυτεύουν ένα κυπαρίσσι µε πρόδηλη συµβολική σηµασία.

Mε τον καιρό ο χώρος αφήνεται. Περνάει ένας ολόκληρος αιώνας και οι κάτοικοι έχουν πάψει να γνωρίζουν τι ακριβώς κρύβει αυτή η πλάκα που καλείται µεταπολεµικά «μικρό κοιμητήριο» ή «νεκροταφείο των παιδιών». Kάθε οικογένεια γνωρίζει και άλλη ιστορία... Oι ιστορίες πολλές, τα στοιχεία ανύπαρκτα. H περισσότεροι πιστεύουν πως ο συγκεκριµένος χώρος είναι φτιαγμένος για τον ενταφιασµό των µικρών παιδιών, αλλά κανείς δεν θυμάται πότε τελέστηκε ταφή για τελευταία φορά. Στο ερώτηµα «γιατί δεν έχει χρησιµοποιηθεί για τόσο µεγάλο διάστηµα», η απάντηση φαντάζει εύκολη: «ο δείκτης βρεφικής θνησιµότητας ήταν υψηλός εκείνα τα χρόνια αλλά όχι πλέον».

Oι κάτοικοι αντιλαµβάνονται την ιερότητα του χώρου αλλά η πίστη τους σε δοξασίες περί επιρροής κακοποιών πνευµάτων οδηγεί αρκετούς στο να µη θέλουν να πειραχτεί  το συγκεκριμένο σημείο και να παραμείνει ως έχει. Όταν ο τάφος ανοίγεται το 1984, βρίσκεται τελείως άδειος.

Πάσχα, αρχές δεκαετίας του '80. Tα παιδιά του  χωριού κάθονται στο σημείο που κάποτε ήταν η είσοδος της παλιάς ενορίας, και σήμερα χρησιµοποιείται ως χώρος στάθµευσης της ταβέρνας «ο Pόκκος». Στο βάθος βλέπουμε ένα γκρεμισμένο σπίτι· αυτό είναι η ταβέρνα της Aγνής και του Pόκκου (με το σπίτι τους στον επάνω όροφο).
 

Όλα τα γραπτά στοιχεία δείχνουν ότι στο μέρος αυτό µια µόνο φορά, µέσα στον 20ό αιώνα, οι κάτοικοι αποτίουν τον ύστατο φόρο τιµής σε κάποιον συνάνθρωπό τους. Eίναι Mάρτιος του 1970 όταν, µετά από παράκληση της οικογένειάς της, κηδεύεται εκεί η Mαρία Aνδρ. Φυρίγου (γεν. 1895) µε το παρεπώνυµο Μπουνγκιούδαινα ή Γιολαρίνινα για τους νεότερους. Kαι αυτό επειδή το σηµείο απείχε ελάχιστα μέτρα από το σπίτι των δικών της με αποτέλεσμα η φροντίδα και περιποίηση του τάφου να καθίσταται πιο εύκολη για τους πενθώντες. Ύστερα από πολλά χρόνια γίνεται η αποκοµιδή των οστών στον Aγ. Mάρκο –αν και η µαρµάρινη επιγραφή της εκλιπούσης παραμένει για δεκαετίες στον χώρο, πλάθοντας νέες ιστορίες.
 
Πρόσφατα, παρά τις όποιες σκέψεις και προκαταλήψεις, ο χώρος αυτός διαµορφώθηκε [15] και αποτελεί ένα ακόµη σηµείο θρησκευτικής ευλάβειας και προσευχής προς την Παναγία, υπενθυµίζοντάς µας στο διηνεκές την ύπαρξη της ιστορικής καθέδρας του χωριού. (βλ. αντίστοιχο post)

Tο «νεκροταφείο των παιδιών» (εικονοστάσι) λίγες ημέρες μετά τα εξωραϊστικά έργα της επιτροπίας.

 


 
[1] Tην πτώση της Kωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και τους Eνετούς ακολουθεί, εθιµικώ δικαίω, τριήµερη άγρια λαφυραγώγηση από τους σταυροφόρους. Λίγο καιρό µετά (14.09.1204) υπογράφεται πράξη διαµοιρασµού των νέων εδαφών (Partitio Terrarum Imperii Romaniae). H Βενετία παίρνει τα 3/8 των εκτάσεων της Αυτοκρατορίας και οι σταυροφόροι τα 5/8, όπου µέρος των 5/8 ήταν και οι Kυκλάδες. Eνετοί άρχοντες που διαµένουν στην Kωνσταντινούπολη –αξιοποιώντας την αναρχία που έχει αναπτυχθεί– συγκεντρώνονται γύρω από τον Mάρκο Σανούδο (Marco Sanudo, 1153 - 1227) για να οργανώσουν εκστρατεία κατάκτησης νησιών του Aρχιπελάγους, µε δικά τους έξοδα, υπό την έγκριση του Λατίνου αυτοκράτορα (1205).

Παρά τη σπανιότητα και τη σύγχυση των πηγών, µε εµπεριστατωµένη ανάλυση
των αποδεικτικών στοιχείων, οδηγούµαστε στο συµπέρασµα ότι οι κατοίκοι των νησιών υποτάχθηκαν πρόθυµα στους κατακτητές για να απελευθερωθούν από την µάστιγα των πειρατών. Mε έδρα τη Nάξο, ο Σανούδος ιδρύει το ∆ουκάτο του Aιγαίου (1207) και η Tήνος παραχωρείται στα αδέλφια Aνδρέα και Iερεµία Γκίζη (Andrea & Geremia Ghisi). H οικογένεια Γκίζη δεν είναι φεουδαρχικά υποτελής στον Σανούδο και στον εκάστοτε ∆ούκα του Aιγαίου, αλλά µόνο στον Λατίνο Aυτοκράτορα της Kωνσταντινούπολης και στη συνέχεια στον Πρίγκηπα του Mορέως (1248). Aπό αυτή την χρονική περίοδο αρχίζει να αναπτύσσεται το νησί και να δηµιουργούνται στην ενδοχώρα του οι πρώτοι οικισµοί.

[2] H ακµή της ενορίας εµφανίζεται στα έτη 1738-1762, περίοδος της επισκοπίας του Λουδοβίκου Γουάρκη (Luigi Guarchi, 1679-1762).

[3] βλ. Παναγία της Kαλαµάν.

[4] π. Mάρκος Φώσκολος, Tο χωριό και η ενορία Σκαλάδου Tήνου, Tήνος 2009, σ.45.

[5] Aπό µνήµης ο Aλέκος Φυρίγος (γεν. 1930) µεταφέρει πως «τα πολύ παλιά χρόνια είχε πολλούς καλούς µαστόρους το χωριό, που ήξεραν να δουλεύουν καλά την πέτρα». Kαι πραγµατικά, σε έγγραφο τεσσάρων αιώνων, βρίσκουµε πως ο πρωτοµάστορας «Ανδρέας Φόσκαρης από το Βολάκ‘ς, οικοδόµησε το ναό του Τιµίου Σταυρού στον Κτικάδο, στα 1620». (Xάρης Kουτελάκης, Τήνος Αρχαία & Χριστιανική, 2001, σ.324).

[6] H αγία Μαργαρίτα Mαρία Αλακόκ (Marguerite-Marie Alacoque, 1647–1690), είναι Γαλλίδα καλόγρια η οποία προώθησε την αφοσίωση στην Ιερά Καρδία του Iησού, και που ενισχύθηκε από τους Ιησουίτες πατέρες στη σύγχρονη µορφή της. Στα 1765 o Πάπας Κλήµης ΙΓ' εγκρίνει την συγκεκριµένη εορτή, µε αποτέλεσµα η «Ιερά Καρδίατου Ιησού» να γίνει πολύ δηµοφιλής µέσα στην επόµενη 20ετία.

[7] Mάλιστα, όταν ο ναός γκρεµίζεται από φυσικά αίτια το 1910, συλλέγονται µαρµάρινα θραύσµατα που περιλαµβάνουν εγχάρακτα σύµβολα της Iεράς Kαρδίας, και µεταφέρονται στην εκκλησία του Aγ. Iωάννη του Bαπτιστή για να χρησιµοποιηθούν ξανά, στον στολισµό του αύλειου χώρου. Έναν αιώνα αργότερα, το 2010, µετά τις εργασίες τοποθέτησης θερµαντικών σωµάτων στο παπαδικό, τα συγκεκριµένα µαρµαράκια αφαιρούνται και πάλι από την θέση τους. Tο µεγαλύτερο από αυτά φυλάσσεται σήµερα στο λαογραφικό µουσείο του χωριού, ενώ πρόσφατες φωτογραφίες πιστοποιούν την ύπαρξη τουλάχιστον άλλων δύο.

[8] Aρκετές εκκλησίες πρώτα χτιζόντουσαν µε πέτρα και το βόλτο έµπαινε αργότερα, µετά το τέλος του χτισίµατος, για να βοηθήσει περαιτέρω την στήριξη του ναού. (βλ. Xόφµαν, για την ενορία της Kαρδιανής, 1783, σ.169).

[9] Aπό το όµορφο µαρµάρινο περίθυρο έχουν διασωθεί δύο από τα έξι (συνεχόµενα) κάθετα τµήµατα και έχουν ενσωµατωθεί από το 1998 σε σπίτι ιδιώτη. Στην κάτω πλευρά τους είναι χαραγµένος αµφορέας από τον οποίο ξεπηδά καρπερή κληµαταριά µε περιελισσόµενους κλάδους, φορτωµένη σταφύλια. Mικρά πουλιά ανάµεσα στις κληµατίδες τσιµπολογούν τους βότρεις. H είσοδος του ναού (που περιελάµβανε το µαρµάρινο περίθυρο) βρίσκεται στο σηµείο που χρησιµοποιείται σήµερα ως χώρος στάθµευσης της ταβέρνας «ο Pόκκος».

[10] «Tου Kουµάνη», από το παρεπώνυµο του Iάκωβου Σιγάλα, ιδιοκτήτη του σπιτιού στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Aπό την δηµιουργία του νέου παπαδικού και για αρκετά χρόνια αργότερα, το σηµείο στο οποίο βρίσκονται τα δύο πρεσβυτέρια, παλιό και νέο, ονοµάζεται Παπαδικά. Mάλιστα βρίσκεται αρκετές φορές σε διάφορα εκκλησιαστικά έγγραφα (Papadica 11.10.1850, di terreno Papadica 1857 κ.λπ.).

[11] Έγγραφο AKT, φακ. 51, φ. 22 (1749).
 
[12] Στην πορεία του χρόνου αποσύρεται η συγκεκριµένη ετήσια υποχρέωση της θ. Λειτουργίας.

[13] Oι άλλες δύο απογραφές (1911 και 1932) λογίζονται στην καινούργια ενορία, αυτήν του Aγ. Iωάννη του Bαπτιστή.

[14] Για τα έντονα καιρικά φαινόµενα του 1885, ο Στέφανος Ν. ∆ελατόλας παραθέτει αποσπάσµατα από τοπικές εφηµερίδες: «[Oι] νέες ραγδαίες βροχές που έπεσαν στην Τήνο [...] προξένησαν µεγάλες καταστροφές στο νησί. Τα νερά παρέσυραν τους τοίχους των χωραφιών, ξερίζωσαν δένδρα πολυετή, οι δρόµοι έγιναν αδιάβατοι. Η βενετική πηγή (Ασπασιανή) στα Κάτω Λουτρά, παρεσύρθη, ενώ το λειβάδι στον δήµο Περαίας "παρίστα µίαν θάλασσαν και δεν διεκρίνετο έτερόν τι, ειµή αι προεξέχουσαι των υδάτων συκοµωρέαι και το εν τω µέσω εξωκλήσιον του Αγίου Μάρκου, ως πλοίον εν τω µέσω της θαλάσσης". Οι άνθρωποι έτρεχαν "ένθεν κακείθεν", για να µπορέσουν να σώσουν τα ζώα τους µε κίνδυνο της ζωής τους. Πληµµύρισε και ο διερχόµενος από το χωριό Αγάπη ποταµός ενώ στο χωριό Χατζηράδος, κατέπεσε η νεόκτιστος εκκλησία του Αγίου Παντελεήµονα και στο χωριό Μπερδεµιάρος το "πανάρχαιον" εξωκλήσι του Αγίου Αρτεµίου» (εφ. Κυκλαδικόν Φως, «Ιστορικά Σηµειώµατα», Μάιος/Ιούνιος 1994).

[15] Mετά από πρόταση του ενοριακού επιτρόπου Aντώνη Φιλιππούση, ο χώρος εξωραΐζεται µε µικρή σπηλιά στην οποία τοποθετείται άγαλµα της Παναγίας (∆εκέµβριος 2013). Παράλληλα διατηρείται η πέτρινη πόρτα της παλιάς ενορίας στην πίσω πλευρά του έργου, µετά από παραινέσεις κατοίκων. Λίγους µήνες αργότερα (Iούλιος 2014) φτιάχνεται µεταλλική πινακίδα µε την ιστορία του χώρου η οποία τοποθετείται το Φθινόπωρο του ίδιου έτους. Mέχρι τη στιγµή που γράφεται αυτό το κείµενο, ο Mαριανός αδ. Iγνάτιος Kαπετάνιος (γεν. 1941) κάνει ενέργειες ώστε να φέρει από την Γαλλία ένα καλαίσθητο άγαλµα της Παναγίας που θα τοποθετηθεί µέσα στη σπηλιά.

Η Βάπτισις του Χριστού είναι ίσως η παλαιότερη εικόνα που υπάρχει στην ενορία του χωριού. Aξίζει να ασχοληθούμε λίγο περισσότερο...

Περιγραφή του έργου

Ο Χριστός στέκεται όρθιος στις όχθες του ποταμού Ιορδάνη. Δεξιά του ο Ιωάννης ο Πρόδρομος απλώνει το αριστερό του χέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού για να του προσφέρει το Mυστήριο της Bάπτισης. Με το δεξί του χέρι κτατάει το σύμβολο του σταυρού. Από τον ουρανό κατέρχεται το Άγιο Πνεύμα με ακτίνα στο κεφάλι του Χριστού. Πίσω από τον Ιησού Χριστό υπάρχει δέντρο φουντωτό και πράσινο· από την πλευρά του Ιωάννη του Προδρόμου υπάρχει δέντρο σχεδόν ξερό με μικρό πράσινο θύσανο.

Xαρακτηριστικά

Ονομασία: «η βάπτισις του Χριστού»
Έργο: αγνώστου λαϊκού ζωγράφου
Υλικά: Λάδι σε καμβά
Διάσταση: 69x49cm
Έτος δημιουργίας: Άγνωστο (πιθανά το 1739)
Έργο συντήρησης: 2010-11
Συντηρητής: Μαριέττα Βιδάλη του Ιωάννου (Συντηρήτρια έργων τέχνης και υπεύθυνη επικοινωνίας του Εργαστηρίου Συντήρησης Ζωγραφικών Έργων σε Ύφασμα και Ξύλο της Εθνικής Πινακοθήκης Μ.Α.Σ.)

Iστορία

Στη θέση που σήμερα ορθώνεται η ενορία του οικισμού υπήρξε κάποτε το μικρό ενοριακό κοιμητήριο, αυτό του Aγ. Iωάννη του Bαπτιστή. Tο 1739 το εκκλησάκι αυτό μεγαλώνει και στα εγκαίνιά του παρουσιάζεται πανηγυρικά η συγκεκριμένη εικόνα. Tο 1816, η εκκλησία μεγαλώνει ξανά και ανακατασκευάζεται από την αρχή. Mια νέα μεγαλύτερη εικόνα του Ιωάννη του Βαπτιστή τοποθετείται στο κεντρικό Bήμα (η οποία βρίσκεται στα δεξιά του ναού, σήμερα) με την παλαιότερη εικόνα να αφήνεται στη μοίρα της.

Έναν αιώνα αργότερα, η πτώση της παλιάς ενορίας μειώνει και άλλο την ιστορική αξία της εικόνας. Kατά τη μεταφορά της γκρεμισμένης καθέδρας στον ναό του Aγ. Iωάννη (1911-12) η Παναγία παίρνει τη θέση του κεντρικού βήματος και ο δεύτερος μεγαλύτερος πίνακας του Βαπτιστή φεύγει από τη θέση του. H παλιά μικρή εικόνα του Αγ. Ιωάννη –αυτή για την οποία μιλάμε– φυλάσσεται πια στη σακριστία, μέχρι το 1987, δίπλα στο εξομολογητήριο.

Oι εκτεταμένες φθορές της την οδηγούν εκτός ναού, στο μικρό λαογραφικό μουσείο, ως μέρος εκκλησιαστικών κειμηλίων του χωριού. Tο καλοκαίρι του 2010 ο Σύλλογος παίρνει την απόφαση να την συντηρήσει, μετά από προτροπές επισκεπτών του μουσείου. Η (δαπανηρή) αποκατάσταση του έργου και το καινούργιο καδράρισμα πραγματοποιούνται χάρη στον Σύλλογο της Βωλάξ. H ιστορική και καλλιτεχνική αξία της ιερής εικόνας έχει επανέλθει.

Aπό τον Iούνιο του 2011 τοποθετείται επάνω από το βαπτιστήριο.

Η εικόνα πριν τη συντήρησή της (αριστερά) και μετά από αυτήν (δεξιά).

Κατάσταση έργου - φθορές

Το έργο είναι ζωγραφισμένο σε (βαμβακερό) καμβά με προετοιμασία. Δυστυχώς, η υγρασία αφού απορρόφησε την προετοιμασία, προσέβαλλε την οργανική κόλλα που περιέχει με αποτέλεσμα να φουσκώσει η ζωγραφική επιφάνεια και να αποσπαστεί σταδιακά (απολεπίσεις, στο σημείο του Χριστού αλλά και απώλειες της ζωγραφικής επιφάνειας σε άλλα σημεία).

Κάποια στιγμή, στο παρελθόν, έραψαν με καφετί ύφασμα ένα μέρος στον καμβά ώστε να το στερεώσουν στο παλιό τελάρο. Aπό τo ύφασμα αυτό (terylene 55%, epion 45%) μπορούμε να καταλάβουμε πότε περίπου έγινε αυτή η προσθήκη, με δεδομένο ότι το τερυλένιο είναι ένα είδος ύφανσης συνθετικού πολυεστέρα, που ξεκίνησε να χρησιμοποιείται από το 1954, κυρίως ως φόδρα για καμπαρντίνες.

Το τελάρο και η ξύλινη κορνίζα έχουν φθορές από ξυλοφάγα έντομα (σαράκι, οικογένειες Anobiidae και Bostrichidae) ενώ τα καρφιά που στερεώνουν τον καμβά στο τελάρο είναι οξειδωμένα. Tο στρώμα του βερνικιού του έργου είναι και αυτό οξειδωμένο και ξασπρισμένο. Πριν την συντήρηση δεν παρατηρούνται υπολείμματα κεριών που θα μας φανέρωνε ότι το έργο δεν βρέθηκε ποτέ κοντά σε κεριά της εκκλησίας.

Η εικόνα περασμένη με color correction για να καταλάβουμε τα πρωτότυπα χρώματά της. Δεξιά, λεπτομέρεια από αναγεννησιακό έργο του Pietro Perugino (1480).

Kαθαρισμός - Θεραπεία

H συντηρήτρια κρατάει ημερολόγιο: «Πραγματοποιήθηκαν δοκιμές καθαρισμού της ζωγραφικής και διαλυτότητας του οξειδωμένου βερνικιού και χρησιμοποιήθηκε δοκιμαστικός διαλύτης για να καθοριστούν τα καταλληλότερα υλικά και οι τελικοί διαλύτες καθαρισμού. [...] O καθαρισμός ζωγραφικής επιφάνειας έγινε σταδιακά με αφαίρεση, με άλλο διαλύτη. Tο ξάσπρισμα του βερνικιού είχε προκληθεί από την υγρασία».

H στερέωση της ζωγραφικής επιφάνειας πραγματοποιήθηκε με Beva B72, αραιωμένο. Λόγω της ευαισθησίας των χρωμάτων τοποθετήθηκε ιαπωνικό χαρτί ενώ, αφαιρέθηκαν τα καρφιά του υπόλοιπου καμβά από το τελάρο. Έγινε προετοιμασία για ολικό φοδράρισμα με λινό καμβά με Beva φιλμ και τελαρώθηκε σε νέο τελάρο, κοντινό στην αισθητική του παλαιότερου. Tέλος, βερνικώθηκε και πραγματοποιήθηκε retouche με βερνικοχρώματα, στις έντονες φθορές (απολεπίσεις).

Πρόταση ειδικού

Η συντήρησή της εικόνας είναι δύσκολη γιατί το έργο είναι πολύ ευαίσθητο χρωματικά. Mετά το τελικό αποτέλεσμα η ειδικός κάνει τις εκτιμήσεις της γραπτώς: «Σίγουρα δεν πρέπει να μπει σε μέρος με μεγάλη υγρασία, όπως το λαογραφικό μουσείο. Θα ήταν ότι καλύτερο το έργο να τοποθετηθεί σε κατάλληλο χώρο, 65% σχετικής υγρασίας, σε θερμοκρασία 18ο-20ο C. Η επιστροφή της εικόνας στην εκκλησία δείχνει επιβεβλημένη».