Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!
Άνοιξη στο χωριό

Πριν από αρκετό καιρό είχα κρατήσει ένα bullet journal με σημειώσεις από το παρελθόν. Έλεγα μήπως κάποια στιγμή, κατάφερνα να φτιάξω ένα αφηγηματικό κείμενο για την Ανάσταση στο χωριό, έτσι όπως εγώ τη θυμόμουν. Και αναφέρομαι στο δημοτικό και το γυμνάσιο, τότε, την εποχή που ερχόμουν στη Βωλάξ για τις διακοπές του Πάσχα. Τελικά άφησα το κείμενο όπως είχε, με τις κουκκίδες, κάνοντας μικρές ορθογραφικές διορθώσεις αλλά πρόσθεσα και δυο τρεις ακόμη αναμνήσεις.
 

♦ Να γράψω για την εποχή που την Μεγάλη Εβδομάδα και ανήμερα της Ανάστασης ήμουν παπαδάκι. Φορούσαμε λευκά εσωτερικά άμφια και απ' έξω κόκκινα. Στο τέλος της αναστάσιμης πανηγυρικής λειτουργίας ξεκινούσε η περιφορά. Αυτό ήταν σημαντικό γεγονός για το χωριό. Βέβαια αυτά άλλαξαν όταν μειώθηκαν οι ιερουργοί. Πριν από κάμποσα χρόνια έφτασε να ρωτούν τον πατέρα Nίκο αν προλαβαίνει να πραγματοποιήσει την περιφορά γιατί είχε και άλλες υποχρεώσεις στα γύρω χωριά. Μια φορά δεν τα κατάφερε και το χωριό μουρμούριζε τρεις μέρες...

♦ Πάντως, για την εποχή στην οποία αναφέρομαι, ήταν δεδομένη η περιφορά και πέρναγε από διαφορετικό δρομάκι κάθε φορά, για να μην έχουν παράπονα οι ενορίτες. Συχνά έβγαινε και «έξω» από τα κεντρικά δρομάκια του χωριού. Ό,τι ζητούσαν οι κάτοικοι στο τέλος εκείνοι έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι.

♦ Κάποτε είχε ζητηθεί στον πατέρα Ανδριώτη να φτάσει πιο μακριά, λίγο πριν την Αγ. Μαρίνα, ώστε να «δει» τον Αναστάντα και η εκκλησία της Καλαμάν... Υπάρχει φωτογραφία από εκείνη την ημέρα. Παπαδάκι πρέπει να ήταν ο Γιώργος ο Λεβαντίνος. Σπάνια ωριμότητα, από παιδί ακόμη. συνέχεια...

Επειδή δεν θέλω να προσωποποιήσω την παρακάτω ιστορία, Ανεβάζω μια εικόνα που περιλαμβάνει πολλά αηδόνια. © insanity100, vecteezy.com

Σε μια εποχή που ορισμένοι άνθρωποι που γνωρίζω θα ήθελαν να κρυφτούν από την πραγματικότητα, θα τολμήσω να δώσω μιαν ιδέα —παλιά αλλά σίγουρη, δοκιμασμένη! Παραθέτω λοιπόν δυο αποσπάσματα γύρω από το ίδιο θέμα. Τους δίνω μάλιστα τον τίτλο: «Πως το Αηδόνι κρύφτηκε για να μην το στείλουνε στο μέτωπο», τίτλος που κάνει τις κόρες μου να το βλέπουν σαν παραμύθι, ωστόσο ήταν αλήθεια. συνέχεια...

Τι θυμήθηκα τώρα...

Μιλάω για το παρελθόν, τέλη δεκαετίας του '60. Πολύ μεγάλες φτώχειες. Οικογένεια Βαλαρή, από Περάστρα. Δύσκολες εποχές και οι δυσκολότερες μπροστά. Ακούγανε ιστορίες από άλλους Τηνιακούς που είχαν φύγει για τον Καναδά και μια μέρα το πήραν απόφαση: μπαίνουν στο βαπόρι και πάνε να βρουν την τύχη τους στο Τορόντο και να ξεκινήσουν τη ζωή τους από την αρχή. Όλοι όμως ξέρουμε πως οι άνθρωποι δεν είναι δημιουργοί του κόσμου αλλά μέρος του. συνέχεια...

—Το χωριό ήταν όλοι φτωχοί, τρεις ξεχώριζαν με ζώα και χωράφια: Πρώτος ο Νταμιάνος, μετά ο γερο-Πιπέρης και μετά ο παππούς. Οι άλλοι φτωχοί. Δεν είχαν και τίποτα. Και οι άλλοι φτωχικά δηλαδή ζούσανε, αλλά είχανε ζώα και χωράφια, μπορούσαν να κάνουν τα κουμάντα τους… συνέχεια...

—Να κι ο παππάς Στέφανος Αρμακόλας. Εδώ είναι σε έναν γάμο στο Αγάπη, αρχές δεκαετίας του '80…
—Πως δεν τον ξέρω! Ο ντον Στέφανος. Εδώ είναι μεγάλος! Το ’40, στον Πόλεμο, ήταν στο χωριό μας, έμεινε πολλά χρόνια. Εγώ ήμουν τότε 8 χρονών, ήμουν ένα από τα παπαδάκια τις Κυριακές. Τότε ντυνόμαστε παπαδάκια κάθε Κυριακή, όχι μόνο στις μεγάλες γιορτές, και βοηθούσαμε. Βάζαμε το νερό στο κρασί στην Αγία Κοινωνία και τέτοια… Καλός άνθρωπος, καλός. Τσίβδιζε όμως…
—Τι σημαίνει αυτό;

—Μίλαγε, πως στα στο πω. Έχανε λέξεις, τις έτρωγε, τσίβδιζε. Μίλαγε και κάπως γρήγορα. Καρβουνιάρη τον ελέγαμε, αυτό ήταν το παρατσούκλι του.
—Γιατί έτσι;
—Στη Σαββαγιάννη του παππού —όχι της γιαγιάς—, την ξέρεις. Από κάτω ήταν το χωράφι του Φραγκίσκου του Γάτα. Αυτό είχε
μέσα μεγάλους βελάνους. Ήρθε ο Χειμώνας και ο κόσμος χρειαζόταν κάρβουνα. Ο ντον Στέφανος μίλησε ξέρω γω κι έφερε τελικά κάποιους και έφτιαξαν εκεί καμίνια ξύλου. Γι’ αυτό και τον ελέγαμε Καρβουνιάρη… Καλός άνθρωπος. Μετά ήρθε ο ντον Αντώνης. Το Αγάπη έβγαλε πολλούς παπάδες...

Φωτογραφία: Giovanni Baston

Πριν από πολλά χρόνια. Tο παπαδικό γεμάτο παιδιά, μεγαλύτερος σε ηλικία ο Αντρέας ο Πιπέρης. Ο μπαρμπα-Άγγελος προσπαθούσε να ξεκουραστεί στη κάμαρά του αλλά οι θόρυβοι των παιδιών δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι. Φώναζε ο Άγγελος, τίποτα. Ξανά αυτός ησυχία, σταμάταγαν για λίγο τα παιδιά και μετά τα ίδια από την αρχή, ακόμη πιο δυνατά —γέλια, φωνές, παιχνίδια.

Δεν άντεξε ο μπάρμπας, ντύθηκε, βγήκε κι ήρθε έξω από το παπαδικό, στο παραθύρι, δίπλα από το σχοινί της καμπάνας. Βγείτε έξω να δείτε τι θα σας κάνω, τους απειλούσε! Τα παιδιά φοβήθηκαν κι έτρεξαν να κρυφτούν στην τουαλέτα. Ο Άγγελος, με ανοιχτά τα πόδια, γερμένος μπροστά, στηριγμένος στους αγκώνες επάνω στο περβάζι, με τα χέρια να κρατάνε το σαγόνι και με ύφος «τώρα θα δείτε βρε διαόλια»... 

Βγείτε έξω! Τα παιδιά ψάχνουν να βρούνε πως θα το σκάσουν. Το κλειδί της πίσω πόρτας δεν υπήρχε, κλειδωμένη. Τι να κάνουν, κρατάνε τον μικρότερο από τα χέρια, έξω από το παράθυρο της τουαλέτας κι εκείνος πηδάει κάτω. Του φωνάζουν να φέρει τη σκάλα —μια ξύλινη, μεγάλη, καταγής, παράλληλα με την εκκλησία —αν κάποιος χωριανός χρειαζόταν ν’ ανέβει ψηλά να διορθώσει κάτι. Παίρνει ο μικρός τη σκάλα, νομίζω ο Γιάννης, τη φέρνει στο παράθυρο της τουαλέτας, ένας ένας κατέβηκαν όλοι κάτω, πίσω από την εκκλησία άδειο το παπαδικό. Tι να κάνουν τώρα, ο Άγγελος εκεί, πάντα στα ποράθυρο, να τους περιμένει, βρε βγείτε έξω!

Λέει ο Αντρέας, περνάμε από το δρομάκι κανονικά, σα να γυρνάμε από κάποια μακρινή βόλτα και βλέπουμε. Στην κολώνα της ΔΕΗ, ο Αντρέας: Εεε μπάρμπα, τι κάν’ς εκεί; Κι ο Άγγελος τους κοιτάει και λέει: Θα βγουν, δε θα βγουν!…

το πρώτο κουδούνι...

«Εγώ πήγαινα σχολείο στο Σκαλάδο, τη δασκάλα μου την έλεγαν Ανδριανή. Κάποτε, ο Άγγελος ο Γκανάνης, αδερφός του Γιάννη του Ταζέλου και του Μάρκου (ο Ιωσήφ ο Φυρίγος, Γκανάνης κι αυτός, γεννήθηκε αργότερα), πολύ άτακτο παιδί. Που λες, κάτι έκανε στη δασκάλα, πήρε εκείνη τη ρίγα τη μεγάλη και τον φώναξε να της δείξει τη παλάμη του και να φάει τις ξυλιές του. Ο Άγγελος γύρισε το κεφάλι, είδε ανοιχτό το παράθυρο, έτρεξε και πήδηξε έξω, πόσο ήταν, ενάμιση μέτρο. Μείναμε εμείς να κοιτάμε τη δασκάλα και εκείνη το παράθυρο. Κανείς δεν έβγαλε λέξη».

»Μια άλλη μια φορά, ο Νάσος ο αδελφός μου —πρέπει να ήταν η ίδια δασκάλα κι ας είχαμε διαφορά ηλικίας— έπρεπε να τιμωρηθεί κι αυτός με τη ρίγα, δεν θυμάμαι τι της έκανε. Αυτό μου το είχε πει ο ίδιος, δεν ήμουν μπροστά. Σήκωσε το χάρακα η Ανδριανή και μόλις τον κατέβαζε με δύναμη, εκείνος τράβηξε το χέρι του,  τελευταία στιγμή, και η δασκάλα χτύπησε το δικό της που το είχε από κάτω για να κρατάει χαλαρά τη παλάμη του. Αααα, φώναξε εκείνη, γέλια οι υπόλοιποι, άντε να φύγουνε να γυρίσουνε στο σπίτι τους. Τελικά η Ανδριανή μας βαρέθηκε, πήρε σύνταξη, σηκώθηκε κι έφυγε εκείνη».

«Nα σου πω κι ένα άλλο: Πριν από 80 χρόνια, θα ’μουν δε θα ’μουν 6 χρονώ, πριν το πόλεμο, δύο μόνο ήξεραν μπάνιο στο χωριό —κανείς άλλος! Ο ένας ήταν ο μπάρμπας μου ο Άγγελος, ο Καλλιάνος που τον φώναζαν κάποιοι —αυτός είχε κάνει στο Πολεμικό Ναυτικό. Ο δεύτερος ήταν ο Γιακουμής ο Φιλιππούσης, ο γερο-Καρύδας. Αυτός ήταν Αγαπιανός. Οι Αγαπιανοί είχαν τις Αποθήκες, τη θάλασσα μετά τις Κολυμπήθρες, ξέρεις, που τη βαράνε οι άνεμοι —εκεί. Με πήρε που λες μια φορά, με έβαλε μέσα στη θάλασσα που άφριζε, βγαίνει έξω και μου φωνάζει, άντε, έλα βγες τώρα! Εγώ φώναζα, πάλευα με τα κύμματα, αυτός εκεί, ατάραχος, βγες έξω. Κούναγα τα πόδια, κούναγα τα χέρια, είδα κι έπαθα, τα κατάφερα και βγήκα… Αυτό ήταν, ήμουν ο τρίτος».

Μάρτιος 1982, ζητείται από ένα 9χρονο παιδί να γράψει έκθεση με θέμα: «Ἄν ζοῦσα στό χωριό».

Μεταφέρουμε το κείμενο όπως γράφτηκε:

συνέχεια...

«Στο γενέθλιο τόπο να επιστρέφουμε, όπου, καθώς περνάνε τα χρόνια, πληθαίνουν οι απουσίες και αραιώνουν οι παρουσίες. Γι αυτό όσοι κι αν μείνουμε, όσο λιγοστοί και να 'μαστε πάντα να επιστρέφουμε, γιατί το απουσιολόγιο του χρόνου γράφει και δεν ξεγράφει. Να μην ξεχνούμε να επιστρέφουμε στον τόπο το μικρό που μας γέννησε. Εκεί που αποθέσαμε την πιο ζωντανή μας μνήμη, που κρατήσαμε στα χέρια μας το πιο ζεστό χαμόγελο, τον πιο καθάριο λόγο, το πιο καυτό μας δάκρυ. 

Να επιστρέφουμε στο γενέθλιο τόπο, να ακουμπούμε στα χώματα που κάποτε περπατήσαμε ξυπόλητοι και να παίρνουμε δύναμη. Να ανταμώνουμε με γνώριμα πρόσωπα που τα κοιτάς και έχεις πλήρη την αίσθηση των αλλαγών που πάνω τους σμιλεύει ο χρόνος. συνέχεια...