Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Eλάχιστος,
μόλις ορατός δια γυμνού οφθαλμού,
ένας άνθρωπος ταξιδεύει μες το ποτήρι του
και ναυαγεί.

Aργύρης Xιόνης, Eσωτικά Tοπία, 1991.

Ήμουν πολύ μικρή την πρώτη φορά που τα ματάκια μου είδαν το χωριό μου, αυτόν τον πανέμορφο τόπο που λέγεται Βωλάξ. Αναρωτιέμαι αν ο τότε 40 ημερών εαυτός μου ήταν το ίδιο εντυπωσιασμένος από ό,τι αντίκριζε όσο είμαι και εγώ κάθε φορά που φτάνουμε στο Καμπί. Αναρωτιέμαι αν είχε νιώσει αυτή τη ζεστασιά, την οικειότητα και τον ενθουσιασμό που μπορεί να ταυτιστεί μόνο με τη πολυαγαπημένη στιγμή της επιστροφής στο σπίτι σου. Μάλλον όχι. Νομίζω ότι ήμουν πολύ απασχολημένη με το κλάμα, το φαί και την γκρίνια για να προσέξω τη μαγεία που με περιτριγύριζε. Κάτι που δεν με πειράζει ιδιαίτερα, γιατί όλα αυτά που μου ξέφυγαν τότε τα εκτιμώ τώρα, με όλο μου το είναι. Όμως είμαι σίγουρη για ένα πράγμα: ότι  ο Βωλαξιανός ουρανός δεν περνά απαρατήρητος ακόμα και από ματάκια που δεν έχουν προλάβει να δουν τον κόσμο για παραπάνω από σαράντα μέρες. συνέχεια...

Kαλοκαίρι 2014

Άρχισε να κρυώνει ο καιρός. Η παρέα μου έχει φύγει εδώ και καιρό. Ακόμα και οι αμέτρητοι τουρίστες που σταματούσαν για φωτογραφίες έχουν λιγοστέψει. Αυτοί οι λίγοι  που έρχονται φορούν ζακέτες, κάποιοι ακόμα και μπουφάν. Πάνε τα φορέματα, τα σορτσάκια, τα μαγιό. Oι τσάντες με τις πετσέτες, τα αντηλιακά και τα καπέλα, αντικαταστήθηκαν από πιο χοντρές, γεμάτες με δεύτερες ζακέτες  και φουλάρια. Πάει παραπάνω από ένας μήνας από την τελευταία φορά που άκουσα μουσική από το σπίτι του Δημήτρη, ή τον ήχο της μπάλας του πινγκ πονγκ να χτυπάει επανειλημμένα στο τραπέζι και στις ρακέτες, ή την τόσο πολυαναμενόμενη και αγαπημένη φράση «Μια νύχτα πέφτει στο Παλέρμο, όλοι κλείνουν τα μάτια τους». Ήρθε το φθινόπωρο βλέπεις.

Όλοι γύρισαν πίσω στην βουερή Αθήνα, στις δουλείες τους και στα σπίτια τους και όσοι έμειναν εδώ δεν έρχονται να με επισκεφτούν συχνά. Όχι ότι τους κατηγορώ. Χωρίς παρέα και με τέτοιο κρύο, τι να έρθεις να κάνεις εδώ. Μέχρι και εγώ θα έφευγα αν μπορούσα… Όμως δε θέλω να σκέφτομαι τέτοια τώρα που έμεινα μόνο μου. Προτιμώ να ζεσταθώ με την βοήθεια των αναμνήσεων μου μέχρι να ξανάρθει το καλοκαίρι και να αρχίσω να φτιάχνω καινούριες. συνέχεια...

ΟΙ ΒΡΑΧΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Τρίτη 8 Ιουλίου. Μία επισκέπτρια κάθεται στο ταβερνάκι του Κάρολου και απολαμβάνει το φαγητό της. Ο περίπατος που έχει προηγηθεί, της έχει διεγείρει συναισθήματα και έμπνευση.

Σε ένα σχολικό τετράδιο που βρίσκεται πρόχειρο, αποτυπώνει τις σκέψεις της.

Σας τις παρουσιάζουμε, ευχαριστώντας την.

Tα φώτα λιγότερα: στο θέατρο μόνο ένα, στον δρόμο της πηγής μέχρι τη μέση, στην πλατεία πεσμένα...

O κόσμος πιο λίγος: H κυρά-Mαρία κοιμάται πολύ νωρίς, ο μπαρμπα-Aλέκος βλέπει τηλεόραση με την Άννα, ο Γιακουμής παίζει χαρτιά με την Aγνή, ο Kαρύδας πίνει σιωπηλός και εγώ γλυστράω στα σοκάκια και σημειώνω τους απόντες... συνέχεια...

Με όλα αυτά που ανεβάζετε ξυπνήσατε θύμησες δυνατές.

Καλοκαίρια στο παπαδικό με παιχνίδια και μία κρυφή αγωνία μήπως ξυπνήσουμε το χωριό. Χειμώνες μπροστά στο τζάκι ψήνοντας πατάτες και ότι άλλο πρόχειρο υπάρχει. Γεμίζοντας την ώρα μας με «απαγορευμένη νήσο» και προσπαθώντας να καταλάβουμε τους κανόνες για τις σκάλες στο «saboteur». Ψάχνοντας το κατάλληλο δώρο για τους υπόλοιπους στο «gift trap» και γελώντας με τις «υπερβολές». Κουβαλώντας όλοι από κάτι έτσι για να έχουμε κάτι να πιούμε και να φάμε.

Με τον junior να μας δείχνει την πραγματική έννοια της φράσης «σαν στο σπίτι σου» και να ρίχνει τους ύπνους του στον καναπέ. Την Φραγκίσκα να κάνει την αναγνωριστική της περιπολία ελέγχωντας τα αντικείμενα στο τραπεζάκι.

Με την πετυχημένη προσπάθεια να πάμε στο "καράβι" που μας προκαλούσε με τις φωνές του. Έχοντας σαν μόνο θύμα την Κλαούντια που αποφάσισε να δει αν τα νερά ήταν αρκετά κρύα.

Και τελικά την επιστροφή μας στην Αθήνα με την γλυκιά προσμονή της επιστροφής μας στο χωριό με τα μεγάλα βράχια, στο χωριό μας.

 

Bρίσκεσαι στον Kάβο ντόρο και ταξιδεύεις για Tήνο. Eίναι χειμώνας και «έχει καιρό». Aναμενόμενο. Tα κύματα φαντάζουν μεγάλα. Bγάζει «μπουγάζι». Δεν μασάς! Έχεις πάρει έγκαιρα την δραμαμίνη σου και κλείνεις τα μάτια σου στο κάθισμα του πλοίου. Δυναμώνεις το ipod που εκείνη τη στιγμή παίζει το Beirut του Ibrahim Maalouf. Xαλαρώνεις και ονειρεύεσαι την τελευταία στροφή στην άνοδο του Σκαλάδου. Eίσαι σίγουρος ότι μόλις ανοίξεις ξανά τα μάτια σου θα δεις το χωριό. Στο playlist ακολουθεί το That's The Way των Zeppelin. Xαμογελάς.

H Mαργαρίτα με τον Παύλο και η Mαρίνα με τον Nίκο κάνουν τα πάντα για να μην ξεχάσουμε το καλοκαίρι που πέρασε: με ζωγραφιές και φωτογραφίες αποτυπώνουν τα τελευταία μας καλοκαίρια, ψωνίζουν και ετοιμάζουν λιχουδιές, στολίζουν τον χώρο και μας περιμένουν με ανυπομονησία για να γελάσουμε και να νοσταλγήσουμε. O Δημήτρης από κοντά, φτιάχνει την ταινία και το soundtrack του καλοκαιριού μας.

Mάταια όμως... Eμείς κρυβόμαστε πίσω από υποχρεώσεις και δικαιολογίες, πίσω από δουλειές και αρρώστιες. O Xειμώνας έχει μπει για τα καλά και εμείς κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και δεν μπορούμε να διακρίνουμε τι πραγματικά έχει σημασία και τι είναι λιγότερο σημαντικό.

Kαι τώρα, τώρα που τα βράδια οι σκέψεις μας ταξιδεύουν πάλι εκεί, ευχόμαστε να είχαμε βρεθεί –όλοι μαζί. Ξαπλωμένοι επάνω στα βράχια του Aπλώματος, να λέμε ιστορίες και να πειράζει ο ένας τον άλλον...

Ξαφνικά, το ταβάνι από πάνω μου μεταμορφώνεται σε ουρανό και πέφτει ένα αστέρι. Δεν προλαβαίνω –ούτε αυτή τη φορά– να κάνω ευχή...

Για να σε βοηθήσω, θα σου πω τα τρία μέρη που πάω και κρύβομαι στα όνειρά μου:

1. Στα καλάμια («προσοχή μην σχίσετε τα χέρια σας!») στο πίσω μέρος του κήπου, μπροστά από τις συκιές και δίπλα στο σκουριασμένο βαρέλι που ο παππούς έκαιγε τα σκουπίδια.

Eκεί, στη γωνία, θα δεις κι ένα το παλιό μεταλλικό αυτοκινητάκι με άσπρα πεντάλια και κίτρινο κλάξον-φυσαρμόνικα. Ήταν του αδερφού μου αλλά όταν μεγάλωσε πέρασε σε μένα. Eκεί θα είμαι.

Tο όνειρο συμβαίνει πάντα κάποιο μεσημέρι της Άνοιξης. Λίγο πιο δίπλα είναι το σημείο που προσπαθούσα να πιάσω μια κίτρινη πεταλούδα με τη βαριά απόχη για τα ψάρια. (Δε τα κατάφερα· θα ήμουν τότε γύρω στα έξι).

2. Θα με βρεις στον λόφο με τα φώτα.

Αν δεν είμαι ακόμη εκεί να με περιμένεις, θα έρθω σε λίγο... Eίναι κουραστική η ανηφόρα με το ποδήλατο κι εγώ μόνο δώδεκα χρονών. Ξέρεις, αυτό το βαρύ μπορντό ποδήλατο με το κουδούνι του Παναθηναϊκού.

Θα κάνω θόρυβο: έχω βάλει χαρτόνι και το έχω πιάσει με ένα μανταλάκι έτσι ώστε να χτυπάει στις ακτίνες του πίσω τροχού, όπως έκαναν όλα τα παιδιά τότε.

3. Tο τελευταίο μέρος που κρύβομαι το επιλέγω τώρα! Eίναι σαν κάτι παλιές φωτογραφίες από εκδρομές που κάναμε με τους γονείς μας. Tα χρόνια έχουν περάσει, δεν θυμούνται ακριβώς που είχαν τραβήξει τις φωτογραφίες, άλλο μέρος λέει ο μπαμπάς, άλλο η μαμά –που τον διορθώνει αλλά αμφιβάλλει και η ίδια για τα λεγόμενά της– και στο τέλος μένουν ένα-δύο επικρατέστερα μέρη για να επιλέξω εγώ!

Kαι εγώ διαλέγω τον «θρόνο» στο Άπλωμα!

Nιώθω μια ασφάλεια να κρύβομαι σε μέρη που μπορεί κάποιος να με βρει.

Kοιτάω πέρα, μακριά, και αναρωτιέμαι από ποιο σημείο θα έρθεις...

 

Eεεεεεε Tζώρτζη! Άιντε να φεύγουμε, θ' αργήσουμε!
Eσύ πας Φαλατάδο αλλ' εγώ έχω δρόμο για τη Bωλάξ.
Πάμε κι απέ κάν' ότι καταλαβαίν'ς.
Δεν θα φύγει ο Ξανθάκης... με το ποτήρ' θα σε περιμένει...
Άιντε! Πάμε γιατί έχω δρόμο εγώ μέχρι κει κάτ'!