Σε έναν τόπο όπου το χιόνι δεν είναι τόσο συχνό –θα έλεγα, μάλλον σπάνιο– έχουν κρατηθεί μέσα μου έντονες οι αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια· από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Ακόμη και σήμερα θυμάμαι τον διάλογο από τους ηλικιωμένους του χωριού:
–Κουμπάρε, τι λες, θα έχουμε αύριο χιονάκι;
–Α, δε νομίζω! Τα τελευταία χρόνια δεν χιονίζει πια. Πάνε εκείνα τα χρόνια που δεν μπορούσαμε να βγούμε από τα σπίτια μας.
–Μα ο καιρός δεν φαίνεται σίγουρος. Εγώ, θα σταβλίσω τα ζωντανά.
Έτσι σίγουροι ήταν πάντα οι χωριανοί όταν μιλούσαν για τον καιρό, λες και ήταν προφήτες.
–Α, κι' αν ρίξει, τι θα πάθουν; συνέχεια...
O αέρας φυσά απίστευτα σε αυτόν εδώ τον τόπο και ας φαίνεται όλο αυτό συνηθισμένο μπροστά στο ρολόι του χρόνου.
Xωριό και άνεμος έχουν ταιριάξει για τα καλά, εδώ και χιλιετίες. Γι' αυτό και η Bωλάξ περιμένει πως και πως τον αέρα, για να τα πούνε, και του λέει «καλώς ήρθες» κάθε τόσο. Kαι ο αέρας απαντά: κλαδεύει τα δέντρα και τα αφήνει νάνους για να μην του εμποδίζουν τον δρόμο· λειαίνει τα σκληρά βράχια και τα στρογγυλεύει για να μην γδαρθεί στο πέρασμά του· σφυρίζει μέσα από τις τρύπες των βράχων, τις κουφάλες των δέντρων, τα στενά σοκάκια και το χωριό τον οδηγεί στην θέση του στην κεντρική πλατεία, στο σαλόνι του χωριού. Kαι για το καλοσώρισμα τα φύλλα γυρίζουν γύρω-γύρω και χορεύουν κυκλικά.
Tο χωριό δείχνει αμήχανο σε όλα τα άλλα φυσικά φαινόμενα: τη ζέστη, τα χιόνια, το χαλάζι... Mπορεί να γοητεύεται από αυτά αλλά πάντα το μπερδεύουν· δεν τα θέλει. Τον αέρα όμως, τον ξέρει καλά. Είναι φίλος του. Κι ας έρχεται μερικές φορές παρέα με τη βροχή. Δεν έχει πρόβλημα το χωριό, δεν ζηλεύει.
Και όταν φεύγει η βροχή και βγαίνει το ουράνιο τόξο, για να δείξει φιλόξενο το χωριό, βγάζει τόσες μυρωδιές από τα γύρω χωράφια που σε κάνει να τρελαίνεσαι. Και οι αισθήσεις γρήγορα αντιστοιχούν με τα ερεθίσματα. Και όλα συμφωνούν: η όσφρηση με την μυρωδιά, η αφή με το άγγιγμα, η ακοή με τους ήχους...
...
Στον Άγιο Μάρκο μόλις τελείωσε η «γιορτή των νεκρών» και οι κάτοικοι γυρίζουν ήσυχοι στα σπίτια τους. Στη Λουμπ τα βελάνια έχουν πέσει από τα δέντρα. Τα κόκκινα φύλλα στην αυλή του Ρήγα φωτίζουν με πορφυρό φως τον βαρύ ουρανό. Το χώμα νοτισμένο από την πρωινή βροχή, στο φρεσκοσκαμένο χωράφι του Αντωνάκα (πίσω από τον Άγιο Μάρκο), μυρίζει υπέροχα. Τα κυκλάμινα έχουν βγει στο μονοπάτι προς τον Φαλατάδο και η Άννα καμαρώνει το φρεσκοασπρισμένο σπίτι της. Η εκκλησία είναι ακόμη στολισμένη με χρυσάνθεμα από τον γάμο του Αργύρη και της Μαρίας, όλα δείχνουν ήρεμα. Όλα, εκτός από έναν γκρίζο λαγό που όταν περνάω από δίπλα του, τρέχει φοβισμένος και χάνεται πίσω απ' την Καυκάρα.
Σε λίγο ο αέρας μάς ξαναχτυπάει το κουδούνι. Τι να ξέχασε πάλι;
Λένε ότι ο Σεπτέμβριος είναι ο θάνατος του καλοκαιριού, και ότι το μόνο που μπορεί να βοηθήσει για να μην χαθεί τελείως το καλοκαίρι, είναι να ξαναπάρουμε με την σειρά τις στιγμές του. Δεν μπορώ να τις θυμηθώ όλες, ίσως και να μην μπορώ να τις μοιραστώ. Κι αυτό γιατί καλοκαίρι δεν είναι μόνο ό,τι συνέβη κατά την διάρκειά του, αλλά και κάθε σκέψη και κάθε όνειρο για τα πράγματα που θα θέλαμε να συμβούν και δεν τα καταφέραμε...
Με αυτό το post προσπαθώ να φτιάξω ένα ημερολόγιο μιας καλοκαιρινής ημέρας, ένα σύνολο συμπυκνωμένων στιγμών από τις διακοπές μουστο χωριό, τις διακοπές.
Ήσουν εκεί, μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! συνέχεια...
Το καλοκαίρι φεύγει –ευτυχώς σιγά-σιγά. Στο πέρασμά μας από το χωριό γνωριστήκαμε λίγο παραπάνω, μιλήσαμε, διασκεδάσαμε, κοιμηθήκαμε πολύ + ξαγρυπνήσαμε μέχρι αργά (πως γίνεται αυτό;). Φορτώσαμε εικόνες και αναμνήσεις για να μπορέσουμε να περάσουμε τον χειμώνα όσο πιο ανώδυνα γίνεται. Πολλές από τις σκέψεις μας, τις αναμνήσεις και τις εικόνες, θα τις ξαναζήσουμε μέσα από αυτή την ιστοσελίδα.
Ακόμη βλέπουμε τις αχτίνες του ήλιου να περνάνε μέσα από τις πασχαλιές, ακόμη θυμόμαστε τα παιχνίδια μυστηρίου με τους περίεργους ναυαγούς και τους ανεξήγητους φόνους, τον (φωτισμένο κατακόκκινα) βράχο επάνω από το θέατρο, το τηνιακό τυράκι στην ταβέρνα του χωριού, τους μπεζέδες της Αγνής, την πυρά με τις ομάδες κατάκοπες και ευχαριστημένες, τον αέρα στα στενά του Πηγαδιού, τον Batman να λύνει μυστήρια στην αυλή του Αντώνη, την αλμύρα στο δέρμα και το φως στα μάτια. Ακόμη ακούμε την καμπάνα της ενορίας, την μουσική των Encardia, τα γέλια των παιδιών, τον ήχο από τα τζιτζίκια...
(Δεν σκέφτομαι την επόμενη άδεια, την 28η, τα Χριστούγεννα. Μόνο το καλοκαίρι σκέφτομαι. Αυτό και το επόμενο).
«κρύο πολύ, μην το συζητάς...»
"When I think of winter / I put my hand in father's glove"
διήγηση: Ζακ Βίδος,
ηχογράφηση: 2009,
διάρκεια: 5:34
Για την μεταφορά: mix 09/2015