Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!


Καρτ ποστάλ "Γυναικεία ενδυμασία από την Τήνο"

...το χωριό μέσα από τις αναμνήσεις μιας άλλης «ξένης» γυναίκας που τόσο αγάπησε τον τόπο αυτόν, δεν λογάριασε κόπους, ώρες, ανέσεις. Ένας άνθρωπος που επέλεξε να περνά τις διακοπές του στο χωριό όταν όλα ήταν πολύ δύσκολα, να ζει με τον τρόπο των χωριανών και συνέβαλε στην εξέλιξη του χωριού με την δική της πολιτισμική ματιά.

Η κυρία Σοφούλα θυμάται

ηχογράφηση: Βωλάξ 12.08.2016

διάρκεια: 7:34

δεκαετία του '70, η κα Σοφούλα στο γκρεμισμένο πέτρινο βόλτο, σήμερα είναι μέρος από το σπίτι της κας Ελπίδας

 

...το χωριό μέσα από τις αναμνήσεις μιας "ξένης" που την καλοδεχθήκανε και αυτή με την σειρά της πρόσφερε την αγάπη της απλόχερα...

 

Η κυρά Τασία θυμάται

ηχογράφηση: Αθήνα 12.03.2016

διάρκεια: 9:35

 

…..και φτάνει μια στιγμή να σε γυρίσει πίσω, σε ανθρώπους και συνήθειες μια άλλης εποχής!!!

 

Το facebook και το instagram δεν έχουν μνήμη. Αυτή εξαντλείται στα γενέθλια των χρηστών του.

Το viber εξαφανίζεται από μόνο του, μόνο παρόν γνωρίζει.

Στο site αυτό —και στα χαρτιά του Xρόνου— μπορείς να διαβάσεις για τον Μάρκο τον Γκανάνη που στον ύπνο του, έκλεινε ζωή και θάνατο στο ίδιο κρεβάτι.

Tην κυρα-Αγγελική του Μπρούνου αν την γνώριζες μια φορά, δεν τη ξεχνούσες ποτέ.

Για εκείνους που τη θυμούνται, για κείνους που τη γνώρισαν δηλαδή, να πω πως έφυγε κι αυτή.

Κάτι μου λέει ότι δε θα ’ναι και πρώτο θέμα στις ειδήσεις αυτές τις μέρες

Λένε πως ο Θεός παίρνει μαζί του αυτούς που αγαπά περισσότερο —και για την Τασία φαίνεται πως βιαζόταν. Μετά από μια ξαφνική ασθένεια την κάλεσε γρήγορα κοντά του και, το δίχως άλλο, της έδειξε το δρόμο για να βρει τον αγαπημένο της άντρα.

Ο απώλεια ενός εξαιρετικού ατόμου αφήνει ένα τρομερό κενό αλλά και μια σημαντική ηθική κληρονομιά. Θα την θυμόμαστε πάντα, στην είσοδο του λαογραφικού μουσείου, ανήσυχη και χαμογελαστή, περιμένοντας θερινούς επισκέπτες και ταξιδιώτες για να τους δείξει αντικείμενα από το παρελθόν τού χωριού και να αφηγηθεί τις αξίες των ανθρώπων του. Δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ και θα ζήσει μέσα μας για πάντα. Είμαστε όλοι θεματοφύλακες της μνήμης της.

Θερμά συλλυπητήρια στις κόρες και τους οικείους της.
Ας προσευχηθούμε μαζί για την εκλιπούσα ψυχή της.

Η Ειρήνη ποτέ δεν αντιμετώπισε την άνοιξη ως αυτοτελή εποχή. Ούτε και το φθινόπωρο. Και τα δύο γι αυτήν ήταν περάσματα, μεταβάσεις. Για την Ειρήνη υπήρχαν μόνο δύο εποχές: Καλοκαίρι και Χειμώνας.

Σε κάποιους η άνοιξη δηλώνει την αναγέννηση της φύσης. Η Ειρήνη δεν ενδιαφερόταν για τα χρώματα των λουλουδιών, για τα μεθυστικά αρώματα. Για κείνην τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: πέρασμα ήταν η άνοιξη, μέχρι να έρθει το καλοκαίρι. Αυτό, τίποτε άλλο. Το ίδιο και το φθινόπωρο. Ένας απλός μετασχηματισμός ήταν, ένα χάσιμο χρόνου, μια περιττή φθορά μέχρι να εμφανιστεί ο χειμώνας, με τις γνώριμες βροχές και το τσουχτερό του κρύο. 

Η ζωή της Ειρήνης ήταν σύντομη. Έζησε μόλις 6 χρόνια. Γεννήθηκε καλοκαίρι και έφυγε χειμώνα, χειμώνα του 1699. Πολύ πίσω. Πολύ γρήγορα… Δεν της άρεσαν οι μεταβάσεις, τις σιχαινόταν. Η Ειρήνη η μικρή Ρηνούλα δεν έζησε τη διαδικασία, δεν την πρόλαβε. Πέρασε κατευθείαν στο αποτέλεσμα. Μονοκοντυλιά.

 

ΥΓ. Με τη μικρή Ειρήνη, κόρη κάποιυ Γιώργη (που δεν γνωρίζουμε το επώνυμό του), πρέπει να κλείνει το παλαιότερο βιβλίο Θανάτων του χωριού, ένα βιβλίο που δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Μόνο τη πληροφορία για το θάνατο της Ειρήνης ξέρουμε και αυτή από ιδιωτικό έγγραφο. Ο επόμενος Κώδικας Θανάτων της Βωλάξ ξεκινάει από το έτος 1700. Η πρώτη που φεύγει στον νέο αιώνα (Νοέμ. 1701) είναι η Μαργιά, σύζυγος του Γιακουμή του Αντωνόπουλου.

Εδώ και αρκετά χρόνια το σώμα της Μαρίας μάζευε. Κύρτωνε για τα καλά. Πιθανώς με πολύ κόπο μπορούσε να κοιτάξει τον ουρανό, αλλά δεν την ένοιαζε. Όσο μικρούλα ήταν στο σώμα, τόσο μεγάλη ήταν στην καρδιά. Την τελευταία φορά που την είδα —περιποιόταν τις γλάστρες της— έφτανε σε ύψος ένα 14χρονο παιδί. Έβλεπα πως κάθε χρόνο μίκραινε κι άλλο· γινόταν δώδεκα χρονών, έντεκα, πιτσιρίκι, ένας άλλος Μπέντζαμιν Μπάτον. Ίσως έφτανε το ύψος που είχα εγώ όταν για πρώτη φορά την απάντησα στο χωριό. Δεν έμαθα. Κατέβηκε στη Χώρα για να την φροντίζουν οι κόρες της και οι δικοί της. Πριν λίγες μέρες το σώμα της μίκρυνε τόσο που λέγεται πως θα μπορούσε να χωρέσει σε μια μεγάλη αγκαλιά.

Η αγκαλιά αυτή της δόθηκε απλόχερα, από την συνονόματη Ουράνια Μητέρα.

«O παππούς μου Γεώργιος Bίδος ή Mάγκος γεννήθηκε μια Παρασκευή μεσημέρι, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1905, σε ένα ημιορεινό χωριό της ενδοχώρας της Tήνου που λέγεται Bωλάξ, σε υψόμετρο 283 μέτρα. Kατά τη γέννησή του δε συνέβει τίποτα το αξιοσημείωτο. Oλόκληρη τη χρονιά, δε συνέβει τίποτα: Δεν υπήρξε καμία άλλη γέννηση μέσα στον οικισμό, δεν πραγματοποιήθηκε κανένας γάμος, δεν πουλήθηκαν χωράφια ή ζώα. Tο 1905 δε συνέβει ούτε καν κηδεία μέσα στο χωριό. συνέχεια...

Mε γοητεύουν οι άνθρωποι που δεν φαίνονται μέσα στο πλήθος, που χάνονται σε αυτό, γίνονται ξωτικά, σκιές που δεν ενοχλούν κανέναν. Mε αιχμαλωτίζουν και εκείνοι που είναι δοσμένοι ολοκληρωτικά σε κάτι. Nομίζω πως η Aνζέλ είχε και τις δύο αυτές ιδιότητες. Yποθέτω πως με το ανάλαφρο βήμα της δεν πρέπει να πάτησε ούτε μυρμήγκι. Πιθανώς να το τάισε κιόλας, με τριμμένα ψύχουλα. Tέτοιος άνθρωπος νομίζω πως ήταν, χωρίς να ξέρω πολλά πράγματα για εκείνην· δεν θα μπορούσα εξάλλου: Γεννήθηκε το 1872 και πέθανε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '50, κάπου εκεί. Δεν μάθαμε ποτέ την ακριβή ημερομηνία που έφυγε, και αν δεν υπήρχε η μία και μοναδική φωτογραφία της θα έλεγα πως δεν γεννήθηκε ποτέ, πως ήταν ένας οικογενειακός θρύλος. Kάτι σαν τον Mιχάλη της Λιλής για τον οποίον έλεγαν πως επιδιόρθωνε τα ρολόγια της βασίλισσας Eλισάβετ. συνέχεια...