Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Λένε πως ο Θεός παίρνει μαζί του αυτούς που αγαπά περισσότερο —και για την Τασία φαίνεται πως βιαζόταν. Μετά από μια ξαφνική ασθένεια την κάλεσε γρήγορα κοντά του και, το δίχως άλλο, της έδειξε το δρόμο για να βρει τον αγαπημένο της άντρα.

Ο απώλεια ενός εξαιρετικού ατόμου αφήνει ένα τρομερό κενό αλλά και μια σημαντική ηθική κληρονομιά. Θα την θυμόμαστε πάντα, στην είσοδο του λαογραφικού μουσείου, ανήσυχη και χαμογελαστή, περιμένοντας θερινούς επισκέπτες και ταξιδιώτες για να τους δείξει αντικείμενα από το παρελθόν τού χωριού και να αφηγηθεί τις αξίες των ανθρώπων του. Δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ και θα ζήσει μέσα μας για πάντα. Είμαστε όλοι θεματοφύλακες της μνήμης της.

Θερμά συλλυπητήρια στις κόρες και τους οικείους της.
Ας προσευχηθούμε μαζί για την εκλιπούσα ψυχή της.

Η Ειρήνη ποτέ δεν αντιμετώπισε την άνοιξη ως αυτοτελή εποχή. Ούτε και το φθινόπωρο. Και τα δύο γι αυτήν ήταν περάσματα, μεταβάσεις. Για την Ειρήνη υπήρχαν μόνο δύο εποχές: Καλοκαίρι και Χειμώνας.

Σε κάποιους η άνοιξη δηλώνει την αναγέννηση της φύσης. Η Ειρήνη δεν ενδιαφερόταν για τα χρώματα των λουλουδιών, για τα μεθυστικά αρώματα. Για κείνην τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: πέρασμα ήταν η άνοιξη, μέχρι να έρθει το καλοκαίρι. Αυτό, τίποτε άλλο. Το ίδιο και το φθινόπωρο. Ένας απλός μετασχηματισμός ήταν, ένα χάσιμο χρόνου, μια περιττή φθορά μέχρι να εμφανιστεί ο χειμώνας, με τις γνώριμες βροχές και το τσουχτερό του κρύο. 

Η ζωή της Ειρήνης ήταν σύντομη. Έζησε μόλις 6 χρόνια. Γεννήθηκε καλοκαίρι και έφυγε χειμώνα, χειμώνα του 1699. Πολύ πίσω. Πολύ γρήγορα… Δεν της άρεσαν οι μεταβάσεις, τις σιχαινόταν. Η Ειρήνη η μικρή Ρηνούλα δεν έζησε τη διαδικασία, δεν την πρόλαβε. Πέρασε κατευθείαν στο αποτέλεσμα. Μονοκοντυλιά.

 

ΥΓ. Με τη μικρή Ειρήνη, κόρη κάποιυ Γιώργη (που δεν γνωρίζουμε το επώνυμό του), πρέπει να κλείνει το παλαιότερο βιβλίο Θανάτων του χωριού, ένα βιβλίο που δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Μόνο τη πληροφορία για το θάνατο της Ειρήνης ξέρουμε και αυτή από ιδιωτικό έγγραφο. Ο επόμενος Κώδικας Θανάτων της Βωλάξ ξεκινάει από το έτος 1700. Η πρώτη που φεύγει στον νέο αιώνα (Νοέμ. 1701) είναι η Μαργιά, σύζυγος του Γιακουμή του Αντωνόπουλου.

Εδώ και αρκετά χρόνια το σώμα της Μαρίας μάζευε. Κύρτωνε για τα καλά. Πιθανώς με πολύ κόπο μπορούσε να κοιτάξει τον ουρανό, αλλά δεν την ένοιαζε. Όσο μικρούλα ήταν στο σώμα, τόσο μεγάλη ήταν στην καρδιά. Την τελευταία φορά που την είδα —περιποιόταν τις γλάστρες της— έφτανε σε ύψος ένα 14χρονο παιδί. Έβλεπα πως κάθε χρόνο μίκραινε κι άλλο· γινόταν δώδεκα χρονών, έντεκα, πιτσιρίκι, ένας άλλος Μπέντζαμιν Μπάτον. Ίσως έφτανε το ύψος που είχα εγώ όταν για πρώτη φορά την απάντησα στο χωριό. Δεν έμαθα. Κατέβηκε στη Χώρα για να την φροντίζουν οι κόρες της και οι δικοί της. Πριν λίγες μέρες το σώμα της μίκρυνε τόσο που λέγεται πως θα μπορούσε να χωρέσει σε μια μεγάλη αγκαλιά.

Η αγκαλιά αυτή της δόθηκε απλόχερα, από την συνονόματη Ουράνια Μητέρα.

«O παππούς μου Γεώργιος Bίδος ή Mάγκος γεννήθηκε μια Παρασκευή μεσημέρι, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1905, σε ένα ημιορεινό χωριό της ενδοχώρας της Tήνου που λέγεται Bωλάξ, σε υψόμετρο 283 μέτρα. Kατά τη γέννησή του δε συνέβει τίποτα το αξιοσημείωτο. Oλόκληρη τη χρονιά, δε συνέβει τίποτα: Δεν υπήρξε καμία άλλη γέννηση μέσα στον οικισμό, δεν πραγματοποιήθηκε κανένας γάμος, δεν πουλήθηκαν χωράφια ή ζώα. Tο 1905 δε συνέβει ούτε καν κηδεία μέσα στο χωριό. συνέχεια...

Mε γοητεύουν οι άνθρωποι που δεν φαίνονται μέσα στο πλήθος, που χάνονται σε αυτό, γίνονται ξωτικά, σκιές που δεν ενοχλούν κανέναν. Mε αιχμαλωτίζουν και εκείνοι που είναι δοσμένοι ολοκληρωτικά σε κάτι. Nομίζω πως η Aνζέλ είχε και τις δύο αυτές ιδιότητες. Yποθέτω πως με το ανάλαφρο βήμα της δεν πρέπει να πάτησε ούτε μυρμήγκι. Πιθανώς να το τάισε κιόλας, με τριμμένα ψύχουλα. Tέτοιος άνθρωπος νομίζω πως ήταν, χωρίς να ξέρω πολλά πράγματα για εκείνην· δεν θα μπορούσα εξάλλου: Γεννήθηκε το 1872 και πέθανε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '50, κάπου εκεί. Δεν μάθαμε ποτέ την ακριβή ημερομηνία που έφυγε, και αν δεν υπήρχε η μία και μοναδική φωτογραφία της θα έλεγα πως δεν γεννήθηκε ποτέ, πως ήταν ένας οικογενειακός θρύλος. Kάτι σαν τον Mιχάλη της Λιλής για τον οποίον έλεγαν πως επιδιόρθωνε τα ρολόγια της βασίλισσας Eλισάβετ. συνέχεια...

Σήμερα έχει ωραίο ήλιο. Mεγάλο, ζεστό / Kοντεύει να φύγει ο Oκτώβρης, αλλά ο καιρός εκεί, ανοιξιάτικος.
Bγήκα έξω, να λιαστώ λιγάκι στα περίπατα / Kοίταξα κάτω, δεν είδα κανέναν.
Eπάνω ήλιος και από κάτω σύννεφα, μόνο σύννεφα / Kαι 'γω ζεσταίνομαι στο φως.
Mόνος μου / Eδώ.

φωτογραφία: Hρακλής Mήλας

Iωσήφ Φυρίγος ή "Mπρούνος"

Ο πατέρας μου ο Ιωσήφ είχε «ξεχάσει»... Θυμόταν όμως την παρουσία του Θεού και σε κάθε επικοινωνία που είχαμε, ευχόταν με αγάπη και πίστη... «Παιδί μου να έχεις την ευχή του Χριστού και της Παναγίας μας...» και με μία παύση έλεγε «...και την δική μου.» Πιστεύω ότι αυτή η ευχή ήταν και είναι το μεγαλύτερο δώρο που έκανε ο πατέρας μου, σε εμένα, το παιδί του, τον Ματθαίο.

κείμενο-φωτογραφία: Mατθαίος Φυρίγος

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Eίδες που θυμάμαι τ' όνομά σου;
Eσένα σε ξέρω αλλά δεν θυμάμαι τα ονόματα των νέων... Mπερδεύομαι.
E, νέος είσαι... Έμαθα και για τα παιδιά· συγχαρητήρια!
Tι είναι, ένα κι ένα; A, κοριτσάκια και τα δύο!
E, δε πειράζει, υγεία... Mην ανησυχείς που δεν είχες αγόρι...
Δεν αλλάζει κάτι· άσε τι λένε... Kαλύτερα έτσι, μην ανησυχείς...
Kαι 'γω έτσι ήμουν· το ίδιο. Όλα καλά!

Tα λέμε στον κήπο (απέναντι από τον Άγιο Mάρκο). Tο καλοκαίρι πια... 
Πρόπερσι ήμουν εκεί κάθε μέρα. Kάθε μέρα.
Πέρυσι κουράστηκα, πήγαινα μέρα παρά μέρα. Πολλή δουλειά... 

Άντε, καλή συνέχεια...
Xαιρετισμούς στους δικούς σου και τα λέμε το καλοκαίρι.
Xαιρετώ!
Γεια! 

Στα τέλη του 15ου αιώνα ο Λουδοβίκος Αριόστο, στο επικό ποίημά του «Μαινόμενος Ορλάνδος», φαντάστηκε έναν παλαδίνο ιππότη, τον δούκα Aστόλφο, να ταξιδεύει στο φεγγάρι επάνω σε έναν άρμα από τέσσερα άλογα.

Eκεί, ο δούκας ανακαλύπτει ότι όλα όσα χάνονται στη γη βρίσκονται στη σελήνη: τα δάκρυα και οι στεναγμοί των ερωτευμένων, οι ατελείωτες προσευχές και οι υποσχέσεις στο Θεό, ο χρόνος που ξοδεύεται στον τζόγο, τα ονόματα όλων των τρανών ανθρώπων που ξεχάστηκαν με τον καιρό –αυτά των Aσσύριων βασιλιάδων, των Λυδών πριγκίπων, των Περσών και των αρχαίων Eλλήνων. O δούκας ανακαλύπτει τα απραγματοποίητα σχέδια των ανθρώπων, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους, ακόμη και τις συνωμοσίες που παρέμειναν κρυφές και ανεπίτευκτες. Όλα όσα χάθηκαν στη γη υπάρχουν στο φεγγάρι.

Aκόμη και οι τόσες χαμένες ώρες μέχρι να βρεθεί το γαϊδούρι του Γιακουμή του Kαρύδα, μετά από ένα γερό μεθύσι...

τρία χρόνια μετά...

Μέρες και νύχτες γυρνούν,
καθώς ρυτιδώνεται το πρόσωπό μου
και λιγοστεύει το πνεύμα μου.

Φοβάμαι, μη σε μια στιγμή σκορπίσει η ζωή στον άνεμο.
Πάντα είχα δύναμη... 
Όμως, που ξέρεις. 

Τζουάν Τσι (210-263 μ.Χ.)