Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

H οικονομική κρίση στη Ζιμπάμπουε βρίσκεται σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Mέχρι πρότινος η κυβέρνηση τύπωνε χαρτονομίσματα 100 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία δεν μπορούσαν να καλύψουν ούτε το κόστος των εβδομαδιαίων ναύλων με το λεωφορείο! συνέχεια...

Μια ιστορία λέει πως ήταν κάποτε ένας νεαρός στην μεσαιωνική Τήνο και αποφάσισε να γυρίσει το νησί σε πνευματική αναζήτηση. Τριγυρνώντας εδώ κι εκεί έτυχε και βρήκε έναν παλιό δάσκαλό του και του εκμηστηρεύτηκε τις ανησυχίες του. συνέχεια...

Τέξας γίναμε!

Ένα ζεστό μεσημέρι στο σαλούν του Ρόκκου φτάνουν επισκέπτες... συνέχεια...

Έχουμε γράψει σε παλαιότερο ποστ για τους νεαρούς κατοίκους της Bωλάξ, αυτούς που γεννήθηκαν μετά τον πόλεμο. Aφού πρώτα μετακινήθηκαν στις πόλεις για να σπουδάσουν και να δουλέψουν, όταν έπρεπε να αναφερθούν στο χωριό που είχαν αφήσει πίσω, τους έπιανε αμηχανία και το έκαναν με συστολή.

Oι ίδιοι οι τηνιακοί θεωρούσαν το Bωλάξ αμελητέο και χλεύαζαν όσους γεννήθηκαν σε αυτό. Kαι η Bωλάξ –παρά την ιστορία αιώνων που κουβαλούσε– απουσίαζε από τους χάρτες της Tήνου, ακόμη και ως απλή κουκίδα...  

Kαι ενώ στην Eλλάδα υπήρχαν χάρτες στους οποίους έλειπαν ολόκληρες πόλεις και χωριά, στις Hνωμένες Πολιτείες τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Yπήρχε για παράδειγμα η πόλη Agloe, που ενώ μπορούσες να την βρεις στον χάρτη δεν υπήρχε στην πραγματικότητα! συνέχεια...

Λέω αλήθεια! Τη μύρισα απόψε που περπάταγα στα χωράφια γύρω από το χωριό. Ήρθε η Άνοιξη, το ξύπνημα από το λήθαργο, το ξανάνιωμα της γης. Τεντώθηκα ν' αγγίξω τον καταγάλανο ουρανό. Γύρω μου η Άνοιξη ξεπετιόταν μέσα από τα δεκάδες αγριολούλουδα. Κίτρινα, ροζ, λευκά, μωβ. Παντού χρώματα! Χρώματα και μυρωδιές. Και μέσα σ' όλα αυτά, μια μικρή πεταλούδα. συνέχεια...

Βλέποντας τον πλανήτη μας τυλιγμένο με μια γαλάζια άλω, ο Ράστι Σβάικαρτ, ένα από τα μέλη του πληρώματος του Apollo 9, είχε δηλώσει: «Νομίζω ότι όλοι οι κοσμοναύτες και οι αστροναύτες ερωτεύονται τη Γη κοιτώντας τη από το διάστημα».

Κάπως έτσι και εγώ στο όνειρό μου. Ήμουνα λέει ψηλά, πολύ ψηλά, έξω από τα σύνορα της γης, στο άγνωστο και το απόλυτο μαύρο, και κοίταζα να βρω που είναι η Ελλάδα. Μόλις την ανακάλυψα, ασυναίσθητα, προσπάθησα να βρω στις Κυκλάδες και μέσα εκεί την Τήνο που την ερωτεύτηκα. Στην προσπάθειά μου αυτή, και χωρίς να μπορώ να σας το εξηγήσω με την λογική –εξάλλου όνειρο ήταν– άρχισα να πλησιάζω με μεγάλη ταχύτητα τον πλανήτη σαν να είμαι κάποιος ιπτάμενος υπερήρωας. Δεν χρειάστηκε πολύ, και μέσα στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου, ξεπρόβαλε στα μάτια μου το υπέροχο νησί της Τήνου. συνέχεια...

Τα παλιά τα χρόνια ο ουρανός ήταν πιο κοντά στη γη! Μια οργιά απείχε! Ήταν μια εποχή που στο χωριό, μαζί με τους κατοίκους, συμμετείχαν και οι επάνω: υπήρχε ο Θεός, οι άγιοι κι οι άγγελοι. Όλοι μαζί. Σε κοινές ιστορίες... συνέχεια...

Ο χειμώνας στο χωριό δείχνει να έχει μεγαλύτερη διάρκεια από τις υπόλοιπες εποχές. Αέρας περνάει απ' τα στενά, σύννεφα που τρέχουν στο πουθενά, μαύρα σκοτάδια παντού. Kαι διάρκεια. Μονότονη και απίστευτη διάρκεια...

Από το Άπλωμα και μακριά, πέρα μέχρι την Άνδρο (ποιαν Άνδρο; τη Χίο), είναι χαρά θεού. Από το Τσικνιά ίσαμε την Ικαρία, ήλιος γερός, δυνατός. Εδώ, σε τούτα εδώ τα βράχια, ένα πλάκωμα και μια μουντάδα. Λες και δε μας έφταναν τα δικά μας... Σα να τελέψανε τα χρώματα, ελπίδα πουθενά. Μέρα και νύχτα με την ίδια πάντα θέα. Ένας χειμώνας τούνελ μακρύ, σκιά μεγάλη κι ατελείωτη. Έτσι είναι το χωριό αυτή την εποχή, έγινε νύχτα η μέρα! συνέχεια...

Ένα παραμύθι με έναν γέρο και μια γριά που τους ψόφησαν οι αγελάδες...

Μια φορά ήταν ένας γέρος και μια γριά. Οι μέρες τους κυλούσαν ήσυχα με τη δουλειά. Η γριά στο νοικοκυριό, ο γέρος στα κτήματα. Όλοι οι χωριανοί είχαν να λένε για την αγάπη και την ευτυχία τους. Μια μέρα, ο γέροντας γύρισε στο σπίτι αλλιώτικος. Δεν ήθελε να φάει μήτε να κουβεντιάσει, κάθισε στο κατώφλι της πόρτας του συλλογισμένος κι άκεφος.

Τί έχεις γέροντα; τον ρώτησε η γριά. Μην είσαι κουρασμένος κι άρρωστος; Ο γέρος απόκριση δεν έδωσε, κι η γριά πήρε το σκάλι της και κάθισε σιμά του. Άντε, λέγε, του είπε σε λίγο χαϊδευτικά, σα να μιλούσε σε μικρό παιδί. Πες μου τι σε βασανίζει νά ελαφρώσει η καρδιά σου. συνέχεια...

Σχεδόν όλοι οι ηλικιωμένοι έχουν, κάποιες στιγμές, την ανάγκη να διηγηθούν παλιές ιστορίες. Ιστορίες από το πρελθόν –κάτι σαν φάρσες– που έκαναν στους μικρότερους. Προσπαθούν να δηλώσουν ότι είναι εδώ. Να πουν στους νέους, που έχουν πάρει πλέον τις θέσεις που οι ίδιοι είχαν κάποτε, ότι και αυτοί μπορούν να κάνουν φάρσες και καλαμπούρια.

Στην προχωρημένη ηλικία η κατάθλιψη εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα. Οι αθώες αυτές φάρσες είναι το μεγάλο αντίδοτο! Καταγράφουμε, λοιπόν, μια-δυο ιστορίες που μας έχουν διηγηθεί κάποιοι κάτοικοι του χωριού. Κάποιες από αυτές, μάλιστα, μας τις έχουν διηγηθεί περισσότερες από μία φορές, με το ίδιο κέφι κάθε φορά! Τα αστεία τους, αδέξια, ίσως και κακόγουστα με τα σημερινά δεδομένα, κρύβουν μια νοσταλγία και μια τρυφερότητα. συνέχεια...