Το σπίτι της Μαίρης του Ζακ —με την πόρτα στα δεξιά, εκεί που σήμερα υπάρχει το παράθυρο (!)— που ακόμη λεγόταν «πατητήρι», εξαιτίας της πρώτης χρήσης του. Από τη δεκαετία του '60 και για τα επόμενα 25-30 χρόνια, είχε πάψει πια να είναι ο χώρος που πατούσαν τα σταφύλια για το ρακί της οικογένειας, και ο Γιωργούλας είχε φτιάξει εντός του, μια μεγάλη πέτρινη δεξαμενή για τον ασβέστη. Την άνοιξη —όπως φαίνεται και εξωτερικά του κτίσματος—, μετά τα μεγάλα κρύα και τις βροχές του χειμώνα, ξεκινούσε το άσπρισμα των σπιτιών του χωριού. (Για την ιστορία, στο βραχάκι δεξιά, στο Cactaki studio του Βασίλη, σταμάταγε ο τσιμεντένιος δρόμος και ξεκίναγε το χώμα για το εικονοστάσι... Ναι, δεν υπήρχε ακόμη η ταβέρνα του Ρόκου)...
Εκείνο το Σάββατο η Ρόζα άνοιξε το ψυγείο και βρήκε κάμποσα γιαούρτια. Κατάλαβε αμέσως ότι προορίζονταν για το άσπρισμα του σπιτιού.
Η Ρόζα Δελλατόλα είχε ανέβει στο κατάστρωμα για να δει το αγαπημένο της σημείο στο ταξίδι, το στενό ανάμεσα στην Άνδρο και την Τήνο, μισό μίλι απόσταση. Κατόπιν το βαπόρι θα έπλεε παράλληλα με το νησί της, την Τήνο. Θα χάζευε τα χωριά που ξεχωρίζουν αστραφτερά και πάλλευκα στον ορεινό όγκο. συνέχεια...
Να κι ο δρόμος προς το Πηγάδι, με τη μεγάλη φραγκοσυκιά. Τι ωραία που δείχνει.
Και αυτή η σωλήνα έβγαζε τα νερά της νέας κουζίνας που είχε τότε η κυρα-Μαρία η Πιπέραινα...
Φωτογραφία: Giovanni Baston
Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι, στο τηλέφωνο της Ζωζεφίνας πηγαίνανε οι «Αθηναίοι» και έπαιρναν σειρά για να μιλήσουν στους δικούς τους, κυρίως αυτοί. Μια φορά φτάσαμε στο χωριό αλλά για κάποιον άγνωστο (και σπάνιο) λόγο, ο παππούς δεν είχε έρθει ακόμη. Είχε μείνει πίσω στην Αθήνα. Τον πήρε τηλέφωνο ο Ζακ και μόλις βγήκε στη γραμμή, άλλαξε τη φωνή του στα βωλακίτικα. Του έλεγα, παιδάκι τώρα, γιατί το κάνεις αυτό μπαμπά; Έτσι και άλλοι, μόλις έβλεπαν συγγενή από το χωριό, αλλάζαν τη φωνή τους στα βωλακίτικα, λέει, να με νιώθουν δικό τους, έναν από αυτούς.
Τι πλάκα...
Το ραντεβού κλείστηκε για το απόγευμα της Δευτέρας. Η ανταπόκριση μεγάλη, η διάθεση καλή. Τα υλικά μέσα περίσσευαν.
Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Ήθελαν να προλάβουν το σκοτάδι. Καθάρισαν όλο το χωριό. Χωρίς «δικό μου», «δικό σου» , «του άλλου». Και αυτό είναι το σημαντικότερο.
Από εμάς εδώ στην Αθήνα, που βλέπουμε τα πράγματα από μακρυά (δυστυχώς), ένα μόνο μπορεί να ειπωθεί:
Μ Π Ρ Α Β Ο σε όλους....
Υ.Γ. Ευχαριστούμε την Μαρία για τις φωτογραφίες. Μας έχει κρατήσει καλή συντροφιά όλο τον χειμώνα...
Περί οικονομίας νερού είναι ένα άρθρο του αμμοδύτη (9.06.2008) στο blog της οφιούσσας. Μεταφέρουμε μέρος του κειμένου που μιλάει για την, όχι και τόσο μακρινή, υδρο-ιστορία του νησιού:
«Το μοντέλο στο νησί μας το ξέρουν πολύ καλά όσοι είναι πάνω από 40 ή 50 ετών στα χωριά. Πριν 40-50 χρόνια, οι οργανωμένοι οικισμοί ήταν κοντά σε πηγή, με κάποια προστασία από τον αέρα, μακριά από την θάλασσα και τις απειλές της, κατά προτίμηση με καλλιεργήσιμη γη. Αν κοιτάξετε τα παραδοσιακά χωριά της Τήνου όλα πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις.
Οι νοικοκυρές κουβαλούσαν 30-50 λίτρα νερό την ημέρα για το μαγείρεμα, την καθαριότητα και τις όποιες σπιτικές ανάγκες, συμπεριλαμβανομένων των λίγων λουλουδιών στην αυλή. Το νερό από το ξέπλυμα των πιάτων ανακυκλωνόταν στις κότες ή το γουρούνι. Δεν υπήρχαν υγροί «βόθροι» γιατί δεν υπήρχε νερό.
Τα ρούχα πλένονταν στο πλυσταριό κοντά στην πηγή. Το νερό διοχετευόταν με χαντάκια υδραγωγούς (υνταγούς) σε περιβόλια, με αυστηρά προκαθορισμένα και τηρούμενα ωράρια. Φυσικά οι τουαλέτες ήταν στεγνές. Δεν υπήρχαν μέσα για μεταφορά ή βαθειά πηγάδια ή γεωτρήσεις. Τα επιφανειακά πηγάδια δούλευαν με «μπαλάγκο», χαμηλής τεχνολογίας και εντάσεως εργασίας». συνέχεια...
Εφέτος, για τρίτη –αν δεν κάνουμε λάθος– χρονιά, οι εθελοντές της ΕΛΙΞ δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή μας! Την Παρασκευή (2.07.2010) ολοκληρώθηκε, με απόλυτη επιτυχία, ο καθαρισμός της διαδρομής Φαλατάδος-Βωλάξ! Ίσως, όμως, η μεγαλύτερη κληρονομιά της δράσης αυτής είναι το ίδιο το κίνημα του εθελοντισμού... συνέχεια...
Όταν ήμασταν μικροί δεν έτρεχε το νερό στα σπίτια του χωριού. Έπρεπε να κατέβει κανείς στην πηγή (πηγάδι όπως το έλεγαν) και να φέρει νερό στο σπίτι. Έτσι οι μεγαλύτεροι μας έβαζαν να πηγαίνουμε νερό σε όλα τα σπίτια της Βωλάξ (δεν ήταν τόσο πολλά τότε).
Mας έλεγαν οι γονείς μας να βοηθάμε τους γέροντες και να συμμετέχουμε και μεις, οι μικροί, στις δουλειές του χωριού, για να ξεκουράσουμε κάπως τις γιαγιάδες, αφού οι παππούδες έλειπαν από νωρίς στα χωράφια. Παίρναμε λοιπόν στάμνες, μπιτόνια, καρίκια, μπουκάλια, οτιδήποτε για να μοιράσουμε νερό στα σπίτια... συνέχεια...