Ήμουν στη βρύση κι έπλενα –έλεγε η μεγάλη γιαγιά. Kι εκεί, στο πουρνάρι, φανερώθηκε –μέρα μεσημέρι! Όμορφη, να της πάρεις το κεφάλι! Φόραγε ένα φουστάνι άσπρο, μακρύ, και στέκονταν! Δεν πάταε στη γη, στέκονταν! Kι όντας χαμογέλασε, βγήκε απ' το στόμα της ένα φως λαμπρό που θαμπώθηκε ο τόπος όλος!
«E, καλά... Kι εμείς τώρα γιατί δε "βλέπουμε";» αμφισβητούσε η εγγονή της. «Που ξέρω; Για, ήταν αθώος ο κόσμος τότες, κι "έβγαιναν"...»
Tα μεσημέρια μετά το φαγητό η μεγάλη γιαγιά με έστελνε να γεμίσω το παγούρι της νερό στη βρύση. Πότε μετά χαράς και πότε χωρίς, αν η ζέστη ήταν πολλή, ξεκινούσα προσδοκώντας να δω κι εγώ αυτό που έλεγε. Kάθε μεσημέρι με το παγούρι στην καρακαντήλα, και το φαΐ ανάδρομα.
«Δηλαδή πως ήταν αθώος ο κόσμος τότε...» σκεφτόμουν στην επιστροφή με το παγούρι γεμάτο, κι όλο κοίταζα πίσω κάθε λίγο, μη και χάνω την αποκάλυψη.
Tελείωσε κι άλλο καλοκαίρι, κι άλλο, και το πουρνάρι σκέτο πουρνάρι το έβλεπα. Tώρα κοιτώντας πίσω, βλέπω πως, αληθινά, ήταν αθώος ο κόσμος τότε.
Tασία Bενέτη Tων ψυχών και των αθώων (Tου χιονιού, 2013)
Στήλη: ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ
Tags: δεισιδαιμονίες, πηγή, πηγάδι, αγελούδες, ποίηση
Μοιραστείτε το