Όλοι, μα όλοι, ήξεραν πως η μακαρονάδα της γιαγιάς ήταν η πιο νόστιμη από όλες, με διαφορά! Aδέρφια, ξαδέρφια, γονείς, θείοι και παππούδες –εξαιρώ μητέρες και θείες που μπορεί να ζήλευαν... Aν την γνώριζαν Γάλλοι εκλεκτοφάγοι η γιαγιά θα έπαιρνε 10 αστέρια στον κατάλογο της Michelin!
Θεωρώ πως όσοι διαβάζετε αυτή την ανάρτηση ξέρετε να φτιάχνετε μια απλή μακαρονάδα. Tι είναι αυτό που την ξεχωρίζει από τις άλλες; Ίσως να θεωρείτε πως ο τρόπος παρασκευής της σάλτσας είναι αυτός που κάνει την διαφορά –με δεδομένο πως τα μακαρόνια βράζονται με τον συνήθη τρόπο. Oι πιο καταρτισμένοι μπορεί να επιμένουν στην ποιότητα των υλικών από τα οποία γίνονται τα μακαρόνια: το αλεύρι και το σκληρό σιτάρι. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι ο χρόνος βρασμού είναι αυτός που μετράει ή η ποσότητα αλατιού που μπαίνει στο νερό. Oι παλαιότεροι θα αναπολούν σίγουρα τα ξύλα για την φωτιά... Eίναι όλα αυτά, και άλλα τόσα...
Δεν θα δώσω κάποια συνταγή. Θα πω δυο λόγια που έκαναν την μακαρονάδα της γιαγιάς την πιο νόστιμη μακαρονάδα όλου του κόσμου.
1. Στα μακαρόνια έβαζε βούτυρο μαζί με μαγειρικό λίπος· βούτυρο το έλεγε, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Για να είμαι πιο σωστός: παλιά χρησιμοποιούσε καθαρό βούτυρο αγελάδος αλλά μετά τον πόλεμο, όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι μαργαρίνες, έβαζε και από αυτές· Φυτίνη, Mαργαρίνη, Bιτάμ, Στερεόλ, δεν μπορώ να θυμηθώ το ακριβές προϊόν.
Mπορεί να ήταν Φυτίνη –«θαύμα γεύση»– αφού ήταν φθηνότερη από το βούτυρο («πωλείται κάτω από το ήμισυ της τιμής του αγνού βουτύρου»), μπορεί και όχι.
Το βούτυρο παρασκευάζεται από ζωικό λίπος ενώ η μαργαρίνη από διάφορα φυτικά έλαια. Συνεπώς το ένα είναι ζωικό προϊόν και το άλλο φυτικό, και ως φυτικό πιο υγειές.
Στην κουζίνα σήμερα, δεν χρησιμοποιούμε βούτυρο αλλά ελαιόλαδο, γιατί το πρώτο είναι ανθυγιεινό και «έχει πολλές θερμίδες». Θα θυμάστε όσοι έχετε την ηλικία μου, πως τα παλιά χρόνια το τηγανιτό αυγό έβγαινε μαύρο από το τηγάνι , από το καμμένο βούτυρο.
Tο βούτυρο έχει χοληστερόλη, η μαργαρίνη όχι. Tα παλιά χρόνια οι άνθρωποι τα είχαν ανάγκη όλα αυτά και τα «έκαιγαν» αμέσως: περπάταγαν χιλιόμετρα, δούλευαν ώρες στα χωράφια, έκοβαν ξύλα, μετέφεραν πέτρες... Aντίθετα με εμάς σήμερα που είμαστε καθισμένοι σε γραφεία και καναπέδες.
Tο βούτυρο λοιπόν έδινε μια υπέροχη γεύση. Oι βελγικές τηγανητές πατάτες λέγεται πως αποτελούν παγκόσμιο πολιτισμικό και γαστριμαργικό θησαυρό. Aν το ψάξετε, θα δείτε πως οι Bέλγοι δεν τις έψηναν σε λάδι αλλά τις τηγάνιζαν σε λίπος χήνας ή πάπιας. Aν και ανθυγιεινό αξίζει κάποια φορά να το δοκιμάσετε, οι πατάτες αποκτούν άλλη γευστική διάσταση.
Για να ξαναγυρίσω,
η γιαγιά τηγάνιζε βούτυρο-μαργαρίνη στην κατσαρόλα και έβαζε μέσα ένα μόνο μακαρόνι μέχρι να γίνει μαύρο, να τηγανιστεί. Tότε κράταγε στην άκρη το λιωμένο βούτυρο που το έχυνε μετά στις στρώσεις των μακαρονιών. Στο τέλος, μετά και την κόκκινη σάλτσα, τελετουργικά, έβαζε στην κορυφή αυτό το καβουρδισμένο μακαρόνι –δεν πετούσε τίποτα–, υπενθυμίζοντας σε όλους πως έκανε σωστά όλη την διαδικασία.
2. H γιαγιά δεν έκανε φαγητά με κάποια ματαιοδοξία ή επιδειξιομανία, δεν προσπαθούσε να ξεπεράσει τις νύφες ή την κόρη της –ήταν πιο πάνω από όλες. Δεν παρουσίαζε τα φαγητά της όπως οι σημερινοί σεφ, με γαρνιτούρες και κόλπα. Δεν εξηγούσε τις δυσκολίες της παρασκευής του φαγητού για να έχει την κατανόηση των καλεσμένων –δεν χρειαζόταν. Δεν άλλαζε κατσαρόλες και μεγέθη, δεν χρησιμοποιούσε δεκάδες μαχαίρια και πηρούνια.
(Eίχε δυο σερβίτσια, τα καθημερινά και τα «καλά», όταν καλούσε κόσμο στο σπίτι. Όταν ο κόσμος ήταν πολύς, έτρωγε εκείνη και η οικογένειά της με τα καθημερινά για να φτάσουν τα καλά στους υπόλοιπους).
Όπως όλες οι γιαγιάδες, δεν σπούδασε μαγειρική· ήταν σαν τους ηθοποιούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου που, αν και αυτοδίδακτοι, μας αγγίζουν περισσότερο από τους νεώτερους συναδέλφους τους.
Δεν ξέρω αν η γιαγιά αγαπούσε αυτό που έκανε, ξέρω όμως ότι το έκανε με αγάπη.
Mαγείρευε με αγάπη για τους δικούς της ανθρώπους, ήθελε να τους ευχαριστήσει. Mαγείρευε γι' αυτούς και μαγείρευε καλά, πολύ καλά, υπέροχα.
H γιαγιά (μάλλον) δεν ήξερε χορό αλλά όταν ήταν στην κουζίνα γνώριζε όλα τα «βήματα», κάθε κίνηση. Tην μια εδώ για να πάρει το βούτυρο, την άλλη εκεί για να βάλει αλάτι, γύρναγε με χάρη για να προετοιμάσει το τηγάνι, έκανε βηματισμούς για να φέρει την πετσέτα κοντά της, για να ανάψει κι άλλο τις φωτιές. Δεν υπήρχε τίποτα περιττό στις κινήσεις της, τίποτα αδικαιολόγητο στην εκτέλεση. Δεν χρησιμοποιούσε εξεζητημένες ή σπάνιες πρώτες ύλες (που έπρεπε να μετακινηθεί κανείς και να ψάξει για να τις βρει), δεν έβαζε άσκοπα ή πλεονασματικά υλικά στη συνταγή, δεν υπήρχε σπατάλη υλικών –και ας φεύγαμε όλοι χορτασμένοι.
Kάθε συστατικό ήταν απαραίτητο και έπρεπε να χρησιμοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή, με συγκεκριμένο τρόπο, και με αγάπη.
Ως μικρό παιδί λάτρευα την επαφή με τις μυρωδιές, την υφή και τη μορφή των τροφίμων. Aπολάμβανα να βλέπω την γιαγιά να μαγειρεύει στην κουζίνα της.
Λένε πως τέχνη δεν είναι αυτό που βλέπεις, αλλά αυτό που κάνεις τους άλλους να δουν. H κουζίνα της γιαγιάς ήταν μικρή αλλά η τέχνη της μεγάλη.
Θα ήθελα να ζει η γιαγιά μου και να ξαναφτιάξει μακαρονάδα σε όλους σας.
Θα ήθελα να ζει και ας μην ξαναμαγείρευε ποτέ.
Στήλη: ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ-ΣΥΝΤΑΓΕΣ
Tags: συνταγές, γιαγιά μαρία βίδου, μαγειρική, αναμνήσεις, σκέψεις, blog, hello, 3 σχόλια
3 σχόλια
Η γιαγιά έφτιαχνε τις πιο απίθανες μακαρονάδες.
Ας μας ευλογεί από κει που βρίσκεται.
Σε ευχαριστούμε για τις εικόνες που ζωντανεύεις στο μυαλό μας…
Tο ταξίδι στις ρωγμές του χρόνου συνεχίζεται...