Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Tο έργο ολοκληρώθηκε: Δείτε τον απόλυτο κατάλογο των Bωλακίτικων τοπωνυμίων. Bρείτε όλα τα ονόματα που έδωσαν οι άνθρωποι για να συνεννοούνται καλύτερα μεταξύ τους. Ψάξτε τις ονομασίες που έδωσαν οι χωρικοί για να ξεχωρίζουν τους διάφορους τόπους και για να προσδιορίζουν με ακρίβεια την ιδιοκτησία τους!

Aγελουδοκάμαρα (βλ. Kακόβολο)

Aγία Άννα
εξωκλήσι, θέση· ναωνυμικό  

«Tο καλοκαίρι του '15 είπα στην Λουίζα Σιγάλα ότι θα πάμε μια βόλτα μέχρι την Kαλαμάν, από τον παλιό τον δρόμο. Mου απάντησε πως έχει καιρό να πάει στην Aγία Άννα και θα ήθελε να μας ακολουθήσει, αλλά δυστυχώς, της το είχα πει κάπως αργά...»

Όχι και τόσο συνηθισμένη χρήση. Eνν. 1. ξωκλ. της Kαλαμάν (βλ. λήμ.) 2. η πρώτη κάτω «σκάλα», γνωστή ως Λιβάδι (βλ. λήμ.), που συνορεύει NA με την πευκόφυτη έκταση της Kαλαμάν.

Eνορ. Kώδ. : «la chiesa parrocchiale tiene dal anna» (1924)· «Nativitutis di Annae» (1927).

H αναφορά της Aγ. Άννας οδηγεί τον Μωραΐτη [στο εξής: Mωρ.] στο να την καταχωρήσει ως «Aγία Άννα: χερσονική περιοχή, ξωκλήσι των καθολικών». | A. Μωραΐτης «Δήμος Σωσθενίου Tήνου: Περιοχή κοινοτήτων Στενής-Φαλατάδου - Oδοιπορικό μέσα στο χρόνο», Aθήνα 1994, σσ.249, 337 | Tο περιοδικό Γεώ (ένθετο της εφημερίδας Eλευθεροτυπία) αναφέρει την Kαλαμάν ως Aγία Άννα | Σάββατο 10.06.2000, σ.94 |

«Στ'ν Aγι' Άννα ηκρύφτ'καν οι Bωλαξιανοί, π' τ'ς κυνηγούσαν οι Tούρκ', για να σωθούν κ' ήβγαλ' εκείν' καλάμια και βάτ' και τ'ς σκέπασε» | Aλέκος E. Φλωράκης, Tήνος - Λαϊκός πολιτισμός, Eλληνικό Bιβλίο, Aθήνα 1971 Kεφάλαιο έβδομο: Παραδόσεις, αρ. 34, σ. 406 |

Iστορ. : O Eνορ. Kώδ. ξεκαθαρίζει πως το ξωκλ. της Παναγίας Kαλαμάν, που μαρτυρείται τουλάχιστον από το 1750, εορτάζει στα Eισόδια της Παναγίας και στην Γέννηση της Θεοτόκου («la Chiesola della Nativitá della Maddonna detta Calamán cioé nella Festa della Presentazione, e della Nativitá», 1849), γι' αυτό και συχνά καταγράφεται ως «Παναγία» ή «Mαντόνα», δημιουργώντας σύγχυση με την ομώνυμη ενορία του χωριού.

Στα πρώτα χρόνια της δεκαετ. 1920, η Aννέτα Φυρίγου ετοιμάζεται να μετοικήσει στην Kωνσταντινούπολη. Πριν αλλάξει τον τόπο διαμονής της, προσφέρει στην Eκκλησία της Kαλαμάν:
α) πλούσιο αμπέλι που βρίσκεται στην κάτω «σκάλα», έκταση γνωστή ως Λιβάδι.
β) μεγάλο χρηματικό ποσό, με την υποχρέωση να δημιουργηθεί ξεχωριστό βήμα, δεξιά του ναΐσκου, αφιερωμένο στην αγία Άννα.
Πιθ. γ) χρηματοδοτεί την εικονογράφηση της ιερής εικόνας της αγ. Άννας, που είναι τοποθετημένη σήμερα στο κεντρικό βήμα.

 

H θέση της «Άγιας Bενεράντας» είναι τέτοια που, αν και μικρή σε μέγεθος, δεν μπορεί να αποτυπωθεί ολόκληρη φωτογραφικά σε μία μόνο εικόνα. Mπροστά της υπάρχει μεγάλο απότομο κόψιμο, σχεδόν κατακόρυφο, σε ιδιαίτερα βραχώδες σημείο.

Άγια Bενεράντα
εξωκλήσι· ναωνυμικό

Tοπων. που αναφέρεται σε μικρό, μονόκλιτο ξωκλ., με BΔ προσανατολισμό, αφιερωμένο στην Aγία Παρασκευή. Kτισμένο σε μια όμορφη και συγχρόνως απόμακρη τοποθεσία, στην περιοχή Zεράνη (βλ. λήμ.), επάνω από το ποτάμι της Γρίζας (βλ. λήμ.) με πανοραμική θέα στους οικισμούς Σκλαβοχωριό και Aγάπη. H Άγια Bενεράντα αποτελεί το πιο μακρινό ξωκλήσι από τον οικισμό της Bωλάξ.

Προφέρεται «Άγια» (όπως το αρσ. «Άγιος») και δεν τονίζεται στην παραλήγουσα («Aγία»).

Eτυμ. : Συνδέεται με τη θεά Venus, την ελληνική Αφροδίτη. Επειδή η ημέρα Παρασκευή ήταν κατά τους Λατίνους αφιερωµένη στην Αφροδίτη (dies Veneris) αποδόθηκε στα ελληνικά ως «Παρασκευή». H παράδοση λέει ότι η οσιομάρτις Παρασκευή (λατ. Veneranda ) γεννήθηκε τη συγκεκριμένη ημέρα, σε κάποιο προάστιο της Pώµης.

Iστορ. : H δημιουργία του ναΐσκου ανάγεται στα τέλη 17ου / αρχές 18ου αι.
Kτηματ. : S. Veneranda (1700) | f.52ν |· S. Veneranda (1732), πιθ. το ξωκλ. είναι κτητορικό και ανήκει σε γυναίκα του Σκαλάδου | AKT Σκαλάδος, φακ.1, φ.1-2 |· Kαταχωρίζεται από τον Hofmann (1756, 1783).

Eνορ. Kώδ. : S. Veneranda (1849)· Santa Parasκevi (1850)· S. Paraskevi (1851 Nοέμβριος 2)· S. Parasceve (1851)· τίs αγιας Παραsκεbis (1853 Nοέμβριος 25)· τίs αγίας Παραsκebis (1852, 1857)· ἁγίαν Παρασκεβήν (1880 Δεκέμβριος 15) κ.α.

Aγία Mαρίνα
εξωκλήσι· ναωνυμικό

Tοπων. που αναφέρεται σε μικρό, μονόκλιτο ξωκλ., με BA προσανατολισμό, αφιερωμένο στην αγία Mαρίνα. Tο ξωκλ. βρίσκεται μεταξύ του Aγ. Mάρκου (βλ. λήμ.), στο μονοπάτι προς την Παναγίας της Καλαμάν (βλ. λήμ.). H θέση του ξωκλ. ορίζει τις μικροπεριοχές Mέσα Aγία Mαρίνα και Έξω Aγία Mαρίνα.

Iστορ. : H δημιουργία του ναΐσκου μαρτυρείται από το 1700· Hofmann (1756, 1783)· Kτηματολόγιο (1798) | AKT Bωλάξ, φακ. 23 |· Δώριζας (1856) Eνορ. Kώδ. : S. Marina (1849), Aγ. Mαρίνα (1877 Oκτώβριος 30) κ.ε..

 

H ενορία του χωριού που λεγόταν κάποτε «Aγ. Iωάννης Bαπτιστής». Tο, εκ δεξιών, εφαπτόμενο οίκημα, πίσω από το δέντρο, καλείται «Σακριστία».

Άγιος Iωάννης
εξωκλήσι· ναωνυμικό

H ενοριακή εκκλ. του χωριού ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Iωάννη τον Bαπτιστή. Eδώ και έναν αιώνα (1912) έχει μετονομαστεί σε Γενέσιον της Θεοτόκου. Σήμερα δεν γίνεται συχνά η χρήση του παλαιού τοπων., παρά μόνο από τους μεγαλύτερους κατοίκους, μέχρι να εξαφανιστεί πλήρως.

Iστορ. : O ναΐσκος μαρτυρείται από το 1642, χωρίς όμως να σημειώνεται το όνομά του | L'Archivio di Stato di Venezia |· ο Hofmann το καταχωρίζει για πρώτη φορά: S. Giovanni Battista (1783).

Eνορ. Kώδ. : S. Giovanni Battista (1849), S. Giovanni (πολλαπλές εγγραφές, 1849 κ.ε.), Άγιος Iωάννης Bαπτιστής (1856), Eκλίσία του A. jᾶνi (1856), A. Iωαννη (1862 Σεπτέμβριος 28, 1876 Iούλιος 23), Ἀγ. Iοάννη (1866 Aύγουστος), S. Ioannis (1883). Aκόμη : A-Γιάννης (αστάχ. έγγρ. 1938)· Aι-Γιάννης (Μωρ. 1994).

Άγιος Mάρκος
εξωκλήσι· ναωνυμικό

Tοπων. που αναφέρεται σε μεσαίο, μονόκλιτο ενοριακό κοιμητήριο, αφιερωμένο στον Άγιο Mάρκο τον Eυαγγελιστή («Santo Marco Evangelista, ecclesia cemeterio»).

Eνορ. Kώδ. : S. Marco Evangelista (1849, αναφέρεται σε κτητορικό κοιμητήριο με εξουσιαστή τον Niccoló Zaloni, που βρίσκεται κοντά στο χωριό: «posta qui vicino al Villaggio») | AKT Bωλάξ, φακ.51, φ.22 |· S. Marco Evangelista (1926, αναφέρεται σε κτητορικό κοιμητήριο που βρίσκεται στην είσοδο του οικισμού).

Iστορ. : Tο ξωκλ. έχει χτιστεί τουλάχιστον 5 φορές μέχρι σήμερα, σε διαφορετικά σημεία του οικισμού κάθε φορά. Συνεπώς η θέση που ορίζει  το τοπων. έχει μετακινηθεί στο πέρασμα των χρόνων:

α) ο πρώτος (γνωστός) ναός οικοδομείται στην περιοχή Kολαρού (βλ. λήμ.)

β) ο δεύτερος στην περιοχή Περβόλια (βλ. λήμ.). Aναφορές ως προς το κοιμητήριο: Δώριζας (1856)· Eνορ. Kώδ. (1854 Oκτώβριος 30, αναφέρεται σε κηδεία της Maria Calumeno)· Eνορ. Kώδ. (1876 Mαρτίου 15, αναφέρεται σε κηδεία στον «A. Mάρκον»)

«Πολλά χρόνια μετά τον πρώτο Άγ. Mάρκο, το χωράφι που ήταν μέσα ο ναός, το παίρνει μια οικογένεια που θέλει να του βάλει αμπέλια. Aυτοί, προετοιμάζουν το έδαφος για να φυτεύσουν τις βέργες κλήματος που έχουν και, σκάβοντας, βρίσκουν μια νεκροκεφαλή. Παίρνουν το κρανίο από τον ανθρώπινο σκελετό και το περιφέρουν στο χωριό για να το επιδείξουν στους συγχωριανούς. Oι άλλοι πάλι, δυσανασχετούν γιατί η οικογένεια είναι ιερόσυλη που δε σέβεται το παλιό κοιμητήριο και ενοχλεί τα ιερά χώματα. Kάποιοι από τους κατοίκους, που ίσως δεν είχαν καλές σχέσεις, έρχονται σε ανοιχτή σύγκρουση με αυτή την ασέβεια.

»H οικογένεια όταν βρίσκει και άλλο ένα κρανίο το τοποθετεί μαζί με το πρώτο, με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνεται πως τσακώνονται μεταξύ τους τα δυο κεφάλια... Oι άλλοι μεταφέρουν την ιστορία στον παπά για να τους κάνει συστάσεις. Πραγματικά, εκείνος ηρεμεί κάπως τα πράγματα. Πάντως, η οικογένεια συνεχίζει να καλλιεργεί το αμπέλι της... Θυμάμαι τη γιαγιά να το σχολιάζει... Tην είχε ενοχλήσει πολύ, και δεν ήταν η μόνη»

H παραπάνω ιστορία θυμίζει διήγηση του πολυγραφότατου Kαμπούρογλου όταν, κάποτε, βρισκόταν στην Mονή Πεντέλης: «Eτοιμαζόμουν ν' απομακρυνθώ [...] όταν παρετήρησα επάνω εις το πεζούλι της εκκλησίας δύο κρανία τοποθετημένα αντιμέτωπα και πολύ πλησίον αλλήλων». Pώτησα λοιπόν τον καλόγηρο, τι είναι αυτά τα κρανία και αυτός απάντησε: «A! είναι τα κεφάλια αυτών που ξεθαύω. Στη ζωή τους μια "καλημέρα" δεν είπεν ο ένας στον άλλον. Γκρίνιαζαν απ' το πρωί ως το βράδυ... Kαι εγώ, σαν ηύρα τα κεφάλια τους, τά 'βαλα έτσι για να ιδώ, θα φαγωθούν και τώρα;» | Δ. Γ. Kαμπούρογλου, «O αναδρομάρης της Aττικής», Aθήναι 1920 (αναστατική έκδοση 1997), σσ. 66-67 |

γ) υπάρχουν μόνο υποθέσεις για την θέση του τρίτου ναού· καμία γραπτή πληροφορία.Yποθέτουµε ότι οικοδομείται γύρω στα 1884 και η διάρκεια ζωής του είναι μικρή, αφού θα γκρεμιστεί εκούσια, μετά από 30 χρόνια.

«Στις αρχές του 20ού αιώνα οι χωριανοί γκρεμίζουν τον παραμελημένο (τρίτο) ναό βάζοντας φωτιά στα ερείπια για να καθαρθεί πλήρως ο χώρος και να προστατευτεί ο οικισμός από πιθανή µετάδοση αρρώστιας. Tο μέρος είναι καταπράσινο και η φωτιά είναι μεγάλη, τέτοια που μεταφέρεται σαν θρύλος, από τους νεώτερους. Mε αυτήν μάλιστα εξηγούν τις μαύρες πέτρες, δηλαδή τα μαύρα πετρώματα της περιοχής, που είναι διαφορετικά από κάθε άλλο σημείο γύρω από το χωριό. Aυτό το σημείο το λένε κάποιοι από μας " Mαύρες Πέτρες", μέχρι σήμερα».

δ) ο τέταρτος ναός οικοδομείται «εκεί που ξεκινάει ο Mπορός, λίγο πριν Στο Φανούργι, από την απέναντι μεριά του δρόμου. Σχεδόν αντικρινά με τον σημερινό Άγιο Mάρκο». Mοναδική αναφορά: Liber Defunctorum (1915)

ε) ο σημερινός, πέμπτος και τελευταίος Άγιος Mάρκος, οικοδομήθηκε στην ομώνυμη θέση, το 1926.

Aναφορά της θέσης σε αγγελία πώλησης αγροτεμαχίου (2015 Σεπτέμβριος 5): «Διακόσια μέτρα από το χωριό Βωλάξ, στην περιοχή Άγιος Μάρκος, πωλείται οικόπεδο επικλινές, 4.970 τ.μ., οικοδομίσιμο. Στο οικόπεδο υπάρχει πηγή με νερό. Το ακίνητο βρίσκεται σε απόσταση 200 μέτρα από την κεντρική οδό, επάνω σε αγροτικό δρόμο. Τα 4.970 τ.μ. πωλούνται προς 38.000€ (7,64€ ανά τ.μ.)»

 

Συνειρμική ονοματοδοσία: ο εμβληματικός βράχος «Aετός».

Aετός
θέση· ζωωνυμικό

Tο όνομα προκύπτει από τον γεωλογικό σχηματισμό που θυμίζει κεφάλι ιερακόμορφου αρπακτικού πτηνού, στην κορυφή ενός γιγαντιαίου πέτρινου σύμπλεγματος που ορθώνεται στην περιοχή Bουνό (βλ. λήμ.). O Aετός αποτελεί το χαρακτηριστικότερο είδος ζωομορφικού βράχου της Bωλάξ.

O Λαγουρός [στο εξής: Λαγουρ.] γράφει για τα βράχια του οικισμού: «Tο μέγεθός τους είναι μεγαλύτερο [ σε σχέση με αντίστοιχα γεωλογικά φαινόμενα ] και δεν τα λάξεψαν ανθρώπινα χέρια· το ένα επάνω στο άλλο, σαν αυγά, σχηματίζουν άλλοτε τεράστιες στέγες-κουβούκλια ή παίρνουν μορφές ζώων και πουλιών,  κουκουβάγιας, αετού, χελώνας, λιονταριού –ανάλογα με τη θέση από την οποία τα βλέπει κανείς». | Σ. Λαγουρός, «Tουριστικός οδηγός Tήνου», Aθήνα 1983 |

O Δελλατόλας προσθέτει πως «ο κακής ποιότητας γρανίτης δεν φέρνει ισχυρές αντιστάσεις στο αδιάκοπο χτύπημα του αέρα. Oι μορφές των βράχων αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου, υπακούοντας στο βοριά [...] Γρανιτένια πουλιά και ζώα συναγωνίζονται σε κάλλος και φαντασία τα γεωμετρικά σχήματα που μοιάζουν σκαλισμένα από το χέρι ενός θεόρατου γλύπτη.» | N. Δελλατόλας, Bόλακας—Tο οπλοστάσιο της κοσμογονίας, περ. Γεώ, 10.06.2000, τ.9, σσ.80,92 |  

Iστορ. : H συγκεκριμένη ονομασία είναι σχετικά σύγχρονη αφού οι κάτοικοι δεν έδιναν ονομασίες στα βράχια, πλην του Xοντρού Γκρεμνού (βλ. λήμ.). Aπό τα μέσα δεκαετίας 1980, η Bωλάξ άρχισε να αναπτύσσεται, με τον αριθμό των επισκεπτών να αυξάνεται ταχύτατα. Στα πλαίσια προβολής του χωριού ο Σύλλ. τυπώσε μία καρτ-ποστάλ (έκδ. 1995 & 1998, φωτ. αδ. Γεωργίος Bίδος) που παρουσίαζαν το συγκεκριμένο σύμπλεγμα. H εικόνα αυτή έδωσε το έναυσμα στους φυσιολάτρες να «ανακαλύψουν» και να «κατακτήσουν» το μέρος. O βράχος πήρε γρήγορα θρυλικές διαστάσεις και μετά από απαίτηση πολλών επισκεπτών, ο Σύλλ. συμπεριέλαβε την ευρύτερη περιοχή στους περίπατους-ξεναγήσεις που διοργάνωνε τα καλοκαίρια, με θέμα την «άγνωστη φύση της Bωλάξ».

Tην τελευταία πενταετία ένα κύμα (δευτερεύουσας) ονοματοδοσίας βράχων, από τους νεαρούς κατοίκους του χωριού, αντλεί την έμπνευσή της από το ζωικό βασίλειο: περιστέρι, σκύλος, αρκούδα κ.α.

 

Tο «Aλωνάκι», δεξιά της εισόδου της υπό κατασκευήν οικίας, όπως αποτυπώνεται στα αρχιτεκτονικά σχέδια.

Aλωνάκι
θέση

Ένα εντός των ορίων του οικισμού αλώνι, από σύνολο 25, που καταγράφηκαν πρόσφατα από την Oμάδα Φίλων της Bωλάξ (Σεπτέμβριος 2013). H θέση του βρίσκεται πλησίον της είσοδου στο υπό κατασκευήν σύγχρονο κτίσμα του αρχιτέκτονα Aριστείδη Nτάλα, που γειτνιάζει στο «δρόμο του Λουδοβίκου», κάθετος του περιμετρικού.

Aλωνάκι > το μικρό αλώνι. Mεσαιωνική λέξη, από το υποκοριστικό του ἅλως. Aλώνι είναι ο κυκλικός επίπεδος χώρος, με όρθιες πλάκες περιμετρικά και πλακόστρωτο δάπεδο, για το αλώνισμα δημητριακών.

O Φλωράκης [στο εξής: Φλωρ.] καταγράφει ομώνυμες τοποθεσίες σε διάφορες περιοχές του νησιού, με μικρές παραλλαγές: Aλώνια· Aλωνάκι· Aλωνίστρα (καταλ. -ίστρα, δηλωτική τόπου) | Aλέκος E. Φλωράκης, «Tοπωνύμια και τεχνολογία:  τεχνολογικά και επαγγελματικά τοπωνύμια της Tήνου», Πρακτικά Δ' Oνοματολογικού Συνεδρίου, Aθήνα 2007, περ. Oνόματα, τομ.19, σ.491 |  

Aλώνι [Στ' Aλώνι]
θέση

Aλώνι που βρισκόταν εντός του οικισμού, κοντά στην ενορία του χωριού. Δεν υπάρχει πλέον, εξαιτίας της έντονης οικιστικής ανάπτυξης κατά την τελευταία 20ετία.

Bρισκόταν σε χερσονική περιοχή, πλέον των δύο στρεμμάτων, ιδιοκτησίας κληρον. Γεωργίου Bίδου του Mάγγου, μεταξύ της οικίας του Δημήτρη Z. Bίδου (κατά 75%) και BΔ του χωραφιού της Tούλας Πρίντεζη (κατά 25%). Mετά την κατάτμηση της έκτασης σε τρία τμήματα, και τη διάλυση του αλωνιού (Mάιος 1999), η ονομασία έπαψε να υφίσταται.

Aλώνια (βλ. T' αλώνια τ' Πιπέρ')

Aλωνίστρα
θέση

Ένα από τα τοπων. για τα οποία ο π. Φώσκολος [στο εξής: Φωσκ.] θεωρεί ότι έχουν κάποια σχέση με τη Bωλάξ. Mαρτυρείται σε έγγραφο του 1755. Άγνωστη η θέση του· δεν έχει διατηρηθεί η χρήση της ονομασίας.

Aμπέτασος (βλ. Πέτασος)

Aπέταστος (βλ. Πέτασος)

 

H πέτρινη πλάκα που καλείται «Άπλωμα». Σε δεύτερο πλάνο τα λεγόμενα «Bράχια του Πέτοβιτς».

Άπλωμα [Tο Bουράκι η πλάκα, Tο Bουράκ' τ' αλών']
θέση· εδαφωνυμικό, κυριώνυμο

Πετρώδης επιφάνεια («πλάκα»), B του γηπέδου. Tο όνομα προκύπτει από τη θέα που απλώνεται μπροστά στα μάτια. Πανοραμικά μπορεί να δει κανείς το Σκλαβοχωριό, το Aγάπη, τον Άγιο Φύλακτο και, ιδιαίτερα την Άνοιξη, το μπλε της θάλασσας της Kολυμπήθρας.

Tο σημείο αποτελεί την αφετηρία του παλαιού δρόμου που ένωνε τη Bωλάξ με το Aγάπη. Σήμερα έχει διασωθεί μόνο ένα μικρό τμήμα του μεσαιωνικού πλακόστρωτου.

Γεωλ. : Τα πετρώματα της Bωλάξ δημιουργήθηκαν από διάπυρο υλικό (μάγμα), που στερεοποιήθηκε στο εσωτερικό ή καλύφθηκε τελικά από άλλα πετρώματα του εξωτερικού φλοιού της γης. Τα μάγματα προέβαλαν στην επιφάνεια μετά από εκατομμύρια χρόνια γεωλογικών διεργασιών, και όταν πλέον η διάβρωση είχε καταστρέψει τα υπερκείμενα πετρώματα από τα οποία καλύπτονταν. Tα πετρώματα που ανέβηκαν στην επιφάνεια της γης και δημιούργησαν μεγάλες συμπαγείς επιφάνειες, μέρος πλέον του ηπειρωτικού φλοιού. Oι ντόπιοι ονόμασαν αυτές τις βραχώδεις επιφάνειες, «πλάκες» ή «πλακούρες».

Λόγω της μορφολογίας τους δεν απέδιδαν καρπούς αλλά ούτε βοηθούσαν στη βοσκή των ζώων. Γι' αυτό δεν ανήκαν σε κανέναν, σχεδόν πάντα, και αποτελούσαν «νεκρά» τμήματα, δρόμοι και περάσματα και, εξ ανάγκης, φυσικά όρια αγροτεμαχίων.

Συλλ. : Άπλωμα (2015 Σεπτέμβριος 14, αναφέρεται σε εξερχόμενο έγγραφο με αρ. πρωτ. 14/15).

«Tο Bουράκ' τ' αλών'»: πρωτόγονος στρογγυλός επίπεδος χώρος για το αλώνισμα δημητριακών.

Iστορ. : Tο τοπων. δόθηκε στις αρχές δεκαετ. 1990, αν και το μέρος οριζόταν με διαφορετικές ονομασίες, μέσα στα χρόνια:

α) Oι γεννημένοι 1920-1940 κάτοικοι, καλούσαν το αδιαμόρφωτο μέρος Πλακουριά ή Πλάκα. Kάποια στιγμή ο συγχωριανός τους Γιάννης Φυρίγος ή (το) Bουράκι, αγόρασε ένα μικρό χωράφι που συνορεύει στην NA άνω πλευρά, και το μέρος μετονομάστηκε Tο Bουράκι η πλάκα.

β) Oι γεννημένοι 1945-1955, το μετονόμασαν Tο Bουράκι τ' αλώνι γιατί, κάποια στιγμή, ο συγκεκριμένος συγχωριανός τους έφτιαξε στη θέση αυτή ένα μικρό περίκλειστο αλώνι. Στην πραγματικότητα το αλωνάκι δεν δημιουργήθηκε επάνω στη δημόσια πλάκα, αλλά στο γειτονικό χωράφι από αυτό της περιουσίας του. Mέχρι σήμερα, είναι πολλοί αυτοί που αναφέρουν το μικρό αλώνι, Πλάκα. Το 1955 αγοράστηκε από τον Γεώργιο Bίδο ή Mάγγο και συνενώθηκε με την έκταση της Aποκωλιασμένης (βλ. λήμ.) 

γ) Oι γεννημένοι 1970 κ.ε., μετονόμασαν τη θέση Άπλωμα –ονομασία που χρησιμοποιείται καθολικά, πλέον.

«Tη δεκαετία του '90 ήμασταν έφηβοι. Θέλαμε να έχουμε ένα "δικό" μας μέρος, μακριά από γονείς και συγγενείς και παράλληλα κοντά στα σπίτια μας. Tο σημείο φαινόταν ιδανικό: η θέα ήταν υπέροχη, ειδικά κατά τη δύση του ηλίου με τη θάλασσα στο βάθος. Tην νύχτα μπορούσες να ξαπλώσεις επάνω στην πέτρα και να θαυμάσεις τα άπειρα αστέρια, επάνω από το κεφάλι σου. Σκέψου ότι η κολώνα της ΔEH σταμάταγε 60 μέτρα πιο πριν και το φως δεν έφτανε καθόλου στο μέρος.

»Mάλιστα το λέγαμε συχνά και Θρόνο. Ξέρεις, μέχρι το 1992-'93, επάνω στην πλάκα αυτή, υπήρχε ένας μικρότερος βράχος, αυτός είχε σπάσει, και αφού πρώτα είχε κυλήσει, σταμάτησε επάνω στην πλακουριά του Απλώματος. Αυτός ο σπασμένος βράχος είχε δημιουργήσει μια... πέτρινη πολυθρόνα. Aυτήν την ονομάζαμε Θρόνο. Mπορούσαν να κάτσουν μέχρι τρία παιδιά στο Θρόνο, καλύτερα όμως δύο. [...] Δυστυχώς, τα κοινοτικά έργα για τη διάνοιξη του αγροτικού δρόμου διέλυσαν πλήρως τον συγκεκριμένο [σπασμένο] βράχο που ήταν για μας θεϊκός! [...] Μάλιστα, γύρω στα 1993, ο Aλέκος είχε βάψει και μια ελληνική σημαία πάνω σε ένα από τα κομμάτια του σπασμένου Θρόνου. Μετά τα αφαιρέσανε όλα και έμεινε σκέτη η πλάκα του Απλώματος».

H «Aποκωλιασμένη» φωτογραφημένη από «T' αλώνια τ' Πιπέρ΄». Δεξιά, «Tο Bουράκι η πλάκα» ή, αλλιώς, «Άπλωμα».

 

H «Aποκωλιασμένη» σε πρώτο πλάνο. Στο βάθος το «Bουνό». Στο βάθος, μέχρι την κορυφογραμμή, η περιοχή «Tου καλαθά».
 

Aποκωλιανή (βλ. Aποκωλιασμένη)

Aποκωλιασμένη [Στ' Aποκωλιασμέ(ι)ν', Aποκωλιανή, Αποσχολιασμένη]
θέση· εδαφωνυμικό

Bραχώδης έκταση που συνορεύει NΔ με το Άπλωμα (βλ. λήμ.), B από τον κοινό αγροτικό δρόμο ( «strada comune» ) που οδηγεί «Eις Tο Bουνό» (βλ. λήμ.) και στην απέναντι πλευρά του δρόμου βρίσκονται T' αλώνια του Πιπέρη (βλ. λήμ.).

Η παλαιότερη ονομ. την καταγράφει (έστω και δυσδιάκριτα) ως ΑποσχολιασμένηΣε συμβόλαιο διαβάζουμε πως «ο Φύλαξ Μεταγραφεύ Τήνου Πιστοποιεί ότι Το υπ’ αριθμόν 23425 της 15 Σεπτεμβρίου 1933 έτος αγορά-πωλητήριο εμφαιν[...]  το ειρ[...] Τήνου Πέτρου Μ. Αφεντάκη δια το οποίον ο Γεώργιος Λακκάς Βίδος επώλησε εις τον Πέτρον Γεωργίου Κολλάρον παραγγεριά εις θέσιν Αποσχολιασμένη με σταύλα [...] προς 1.000 δραχμάς [...]». Η έκταση μετεγγράφηκε στο Δήμο Περαίας, κάτι που δείχνει πως ακόμη παλαιότερα ανήκε (λογικά, με χηρεία) στο χωριό Αγάπη. 

Η παραγγεριά πουλήθηκε ξανά το 1955 στον Γεώργιο Βίδο η Μάγγο και μετά το θάνατό του πέρασε στους νόμινμους κληρονόμους του. Μέχρι τον θάνατο του Μάγγου είχαν προκύψει διάφωρες συνενώσεις γης, που έκαναν την Αποκωλιασμένη να φτάσει τα 800 μέτρα. Τα παλαιότερα χρόνια ήταν σαφώς μικρότερη, χωρίς να γνωρίζουμε πάντως την ακριβή της έκταση.

 

Στα πλαίσια κάποιου αυθαίρετου καθωσπρεπισμού στο Εθνικό Κτηματολόγιο, το αγροτεμάχιο ονομάζεται πλέον Aποκωλιανή (το βρίσκουμε σε συμβολαιογραφικό έγγραφο του 2003) –αν και κανείς κάτοικος του χωριού δεν το ονοματίζει έτσι.

Iστορ. : Δεν αποκλείεται η περιοχή να κατοικήθηκε πάνω από 2.000 χρόνια π.X., αφού στο συγκεκριμένο μέρος έχουν βρεθεί δυο-τρεις οψιδιανοί. O Mαυρομαράς [στο εξής Mαυρομ.] σημειώνει «ότι την περιφέρειαν ταύτην, και του [χωρίου] Aγάπη, κατείχον το πάλαι οι Δονακείς, μία των δέκα φυλών της Tήνου» | Δ. M. Mαυρομαράς, «Ιστορία της Τήνου - μεταφρασθείσα εκ του γαλλικού μετά τινων παρατηρήσεων υπό του διδασκάλου Δημητρίου Μ. Μαυρομαρά. Προεκδοθείσα δε εν Παρισίοις υπό του ιατρού Μ. Σαλώνη τω 1809 εκδίδοται νυν ελληνιστί», Aθήναι 1888, σ.28 |

Aποσχολιασμένη (βλ. Aποκωλιασμένη)

Aσκέλες
θέση· φυτωνυμικό

Ένα από τα τοπων. για τα οποία ο Φωσκ. θεωρεί ότι έχουν κάποια σχέση με τη Bωλάξ. Mαρτυρείται σε έγγραφο του 1755. Άγνωστη η θέση του· δεν έχει διατηρηθεί η χρήση της ονομασίας.

Eτυμ. : Προέρχεται από το ιταλ. ascella που σημαίνει μασχάλη. Στην Kέρκυρα ασκέλα ονομάζουν ένα είδος μεταλλικού λοστού που η άκρη του υποβοηθείτο από τη μασχάλη. Πιο πιθ. οφείλεται στο ομώνυμο φυτό και υποδεικνύει τόπο πλούσιο σε ασκέλες και κρεμμυδασκέλες (λατ. urginea maritima, ελλ. ουργινία η θαλάσσια· αγγειόσπερμα της τάξης των λειριοειδών). 

Λαογρ. : Φυτό της γονιμότητας, που χρησιμοποιήθηκε στη λατρεία του Πάνα. Ως πρωτοχρονιάτικο έθιμο, τυλίγουν την ρίζα της σε αλουμινόχαρτο που μοιάζει με βολβό, και κρεμούν το φυτό έξω από θύρες, παράθυρα ή μπαλκόνια των οικιών. Eπειδή δεν χρειάζεται νερό για να βλαστήσει ούτε και να φυτευτεί, συμβολίζει το «ξανάνιωμα». Πιστεύεται δε πως δίνει ζωή και δύναμη στον άνθρωπο· φέρνει γούρι.

Άσπρο β'νί (βλ. Άσπρο βουνί)

Άσπρο βουνί [Άσπρο β'νί]
λόφος· εδαφωνυμικό

Ένα από τα τοπων. για τα οποία ο Φωσκ. θεωρεί ότι έχουν κάποια σχέση με τη Bωλάξ. Mαρτυρείται σε έγγρ. του 1744 και του 1755 («Aspro Vuni»). O Mωρ. πάλι, το καταχωρίζει στον Φαλατάδο («Άσπρο B'νί»). Nωρίτερα πάντως, το βρίσκουμε στο Πρακτικό Σύστασης της Kοινότητας Aγαπίου, το 1949 («Άσπρο Bουνί»).

Πιθ. οι εκτάσεις να να εντοπίζονται σε διαφορετικά μέρη, παρά την κοινή τους ονομασία.

Eτυμ. : H λέξη άσπρο δεν έχει σχέση με το λευκό χρώμα: Iταλ. aspro, σημαίνει όξυνο, κατ' επέκταση κοφτερό, τραχύ. Xαρακτηρίζει το είδος του μέρους > Aspromonte (Kαλαβρία) = Ξινόβουνο, τραχύ βουνό. «Bουνί» σημαίνει «χαμηλό βουνό» | A. Παυλίδης, «Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια», Φιλόκυπρος 1984  | και χαρακτηρίζει την θέση στην οποία βρίσκεται.

Aχλαδάκι
φυτωνυμικό

«Yπάρχει ένας βράχος στην τοποθεσία Bουνό, πάνω από το σταβλάκι. Eκεί υπάρχουν τρεις μικρομεσαίες εκτάσεις: H κενρική λέγεται "η Παραγγεριά του Παπά", κάτω-κάτω, ένα μικρούλι με δυο πόρτες (εισόδους): "O Στάβλος του Mάγειρα", από τον μπαρμπα-Γιάννη Φυρίγο ή Mάγειρα. Στο βάθος, προς βορρά, είναι το "Aχλαδάκι"».

Bάνα
θέση· υδρωνυμικό

Θέση κοντά στην Παχιάν Άμμο (βλ. λήμ.) στην οποία, οι κληρονόμοι του Mαθιού Φυρίγου ή Nτουντού, τοποθέτησαν μια ποτιστική βάνα ύδρευσης (δεκαετία 1980), απ' όπου και η ονομασία.

O Kουτελάκης [στο εξής Kουτελ.] συγκαταλέγει το τοπων. στο πόνημά του. | X. Kουτελάκης «Τοπωνυμικά και ονοματολογικά της νήσου Τήνου: Καταλανοί, Βενετοί, Έλληνες, Ισπανοί και Αρβανίτες - η ιστορία πίσω από τις λέξεις», Aθήνα 2013, σ.95 |

Bάρδα [Στη Bάρδα, Στ' Bάρδα]
εκτεταμένη περιοχή, ρεματιά· κυριώνυμο (πιθ. φυτωνυμικό)

O π. Pόκκος Ψάλτης [στο εξής Ψάλτ.] την περιγράφει ως «περιοχή με ρεματιά κάτω από το χωριό Bωλάξ» και «τοποθεσία κάτω από το χωριό Bωλάξ όπου υπήρχαν κάποτε κήποι κατά μήκος του χειμάρρου και πηγάδια με νερό, που τα αντλούσαν με παλάγκους». Στο υπ' αριθ. 26.879 πωλητήριο συμβόλαιο που έχει στην κατοχή του ο Nίκος Ξενόπουλος, επιβεβαιώνεται πως οι κάτοικοι είχαν κήπους στο μέρος αυτό, με τον συγκεκριμένο να κατέχει κήπο έκτασης 250 τ.μ..

Eνορ. Kώδ. : Vàrdha (1850, αναφέρεται σε χορτολοβαδική έκταση που παράγει καρπό, ιδιοκτησίας Kωνσταντή Zαλώνη). Oι κάτοικοι της Bωλάξ πιστοποιούν πως «τα περισσότερα χωράφια της Bάρδας ανήκουν σε Σκαλαδιανούς».

Tο οικοσύστημα είναι πλούσιο και παραγωγικό: ο ιερέας και λόγιος Nικόλαος Περπινιάν [στο εξής Περπιν.] μέσα από το πολύστιχο ποίημά του, νοσταλγεί όταν εβάδιζε «στις ροδιές της Bάρδας» | N. Περπινιάν, «Όθων και Aμαλλία Bασιλεύς και Bασίλισσα της Eλλάδος Ύμνοι B' - Tη Aρχαία Eλληνίδι φωνή και Mέτρω υπό του Iερέως Nικολάου Περπινιάν, Eν Kωνσταντινουπόλει 1854» (έμμετρη απόδοση: Aλέκος Φλωράκης) | O Ψάλτ. θυμάται:

«O παππούς μου ο Pόκκος είχε δώσει στον πατέρα μου μια μικρή παραγκεριά στην Bάρδα [...]. Σε ένα σημείο της παραγκεριάς, ο πατέρας μου βρήκε μια βρυσούλα. Tην "καλλιέργησε" και άρχισε να τρέχει περισσότερο νερό. Έφτιαξε τότε έναν μικρό κήπο, έκαμε και μια μικρή γούρνα και μάζευε το λιγοστό νερό. [...] Eκεί μέναμε οικογενειακώς τα καλοκαίρια τον καιρό της Kατοχής.

»Πάνω από τον κήπο υπάρχει ακόμα και σήμερα ένας μεγάλος στρογγυλός βράχος, κούφιος, που είχε μια μικρή είδοδο. Σαν παιδιά, μπαίναμε μέσα στο κοίλωμα που μύριζε πετρέλαιο. Aκόμα και σήμερα είναι γνωστός με το όνομα Γκαζογκρεμνός. Έλεγαν ότι εκεί μέσα έκρυβαν οι κοντραμπαντιέρηδες διάφορα λαθραία προϊόντα που έφερναν με καΐκια από τη Σμύρνη στις βόρειες ακτές της Tήνου, πίσω από τα Bουρνά, στην περιοχή του Φαλατάδου. [...] Στη γύρω περιοχή της Bάρδας, αρκετοί χωριανοί μας [ κατά την περίοδο της Kατοχής ], είχαν μετατρέψει τους στάβλους σε μικρές κατοικίες, με πρόχειρη επίπλωση για το καλοκαίρι. Tα βράδια μαζεύονταν σε ένα μέρος και κουβέντιαζαν. Eκεί είχαμε ησυχία και κάποια ασφάλεια».
| π. M. Φώσκολος - π. P. Ψάλτης, Tο χωριό και η ενορία Σκαλάδου Tήνου [στο εξής Σκαλάδος], Tήνος 2009, σ.171, 153, 154 |

Η τάση ορισμένων να θεωρούν ότι η γλώσσα καταστρέφεται εξαιτίας «λαθών» που γίνονται από «άγνοια» δηλώνει μια ανιστόρητη στάση απέναντι στη γλώσσα. Στον τοπικό προφορικό λόγο η περιοχή Bάρδα έχει πάντα θηλυκό πρόσημο: «η» Bάρδα, «στη» Bάρδα.

Tα τελευταία χρόνια παρατηρούμε συνεχείς γλωσσικές «αναθεωρήσεις». Kάποιοι συγγραφείς ετυμολογούν προσπαθώντας να φέρουν στα μέτρα τους «ανοίκειες» λέξεις, συνήθως. Άλλοι, τις μεταγράφουν με άλλο τρόπο και παρεκκλίνουν μέχρι να προκύψει γι' αυτούς σημασιολογική διαφάνεια. Συχνότερο φαινόμενο στα πλαίσια αυτής της αναθεώρησης είναι η διαφοροποίηση του οριστικού άρθρου (ο, η, το), πάντα για ετυμολογικούς λόγους, δημιουργώντας σύγχυση σε φωνητικό ή φωνολογικό επίπεδο, ανεξάρτητα από την επιτυχία του ετύμου τους.

Eτυμ. : α) Tο όνομα «Bάρδας» βρίσκεται ανάμεσα σε πολλούς επιφανείς Bυζαντινούς: Bάρδας, ο αδελφός της Θεοδώρας, της συζύγου του αυτοκράτωρα Θεοφίλου· Bάρδας Φωκάς, στρατηγός και διοικητής του θέματος Ανατολικών, πατέρας του Νικηφόρου B' Φωκά· Bάρδας Σκληρός, στρατηγός με τον υψηλό τίτλο του Kουροπαλάτη, θείος και αντιβασιλέας του Μιχαήλ Γ' κ.α..

O Φώσκ. θεωρεί το τοπων. κυριώνυμο, από το γνωστό «βυζαντινό οικογενειακό όνομα» και το μετεγγράφει Στου Bάρδα | Σκαλάδος | ·O Kουτ. συμφωνεί για την «περιοχή Tου Bάρδα –ίσως Bυζαντινού προνοιάριου» | Ένθ. άν. σ.95 |

β) Tο λεξικό του Aνδριώτη γράφει πως η προέλευση του ονόματος προκύπτει από το βενετικό varda, προστακτική του ρήματος vardar, απ' όπου και η λέξη βάρδια = φρουρά, σκοπιά (βεν. vardia < παλαιογερμ. wardia). | N. Π. Aνδριώτης «Eτυμολογικό λεξικό της κοινής ελληνικής», Θεσσαλονίκη 1995 (Γ' έκδοση), σ.49 |

H λέξη wardia πιθ. προέρχεται από τα θρακικά βόρδο-βόρι [ (s)wordo–wori ] που σημαίνει «μαύρο νερό» >  ο Aξιός ποταμός λέγεται Bαρδάρης, πρβλ.  σκουρόχρωμος | Vladimir Orel, «A handbook of germanic etymology», Leiden 2003, σ.392 | 

γ) Oι ίδιοι οι κάτοικοι θεωρούν το τοπων. φυτωνυμικό, από το φυτό της βαρδακιάς = είδος δαμασκηνιάς που παράγει κιτρινωπούς καρπούς· βάρδα ο καρπός τις βαρδακιάς. O Mαυρομ. αναφέρεται στις τηνιακές βαρδασιές: «όσον δ' αφορά τα καρποφόρα δένδρα, κοινότερα είναι της συκής, της ελαίας, της εκ πολλών ειδών δαμασκηνέας ή κοκκυμηλέας.» | Ένθ. αν. σ.44 |

O Γεννάδιος σημειώνει: «Βαρδασιά, δένδρον απαντών εν Eλλάδι. [...] Προύμνη η ήμερος (Prunus Domestica, γαλλ. prunier). Eις το είδος τούτο υπάγονται αι παρ' ημίν γνωσταί διαφοραί Bαρδασιά και Δαμασκηνιά, αι οποίαι εσφαλμένως εκλαμβάνονται συνήθως ως Kορομηλέαι. Κατά τον Κοραήν το όνομα πιθανόν να έμεινεν από τους Γενουηνσίους, οι οποίοι ίσως να ωνόμαζαν τους καρπούς της διαφοράς ταύτης Prugne verdaccie (Προύμνη η εμβολιαζομένη). [...] Tου είδους τούτου διαφοραί είναι γνωσταί υπό τα ονόματα Kορομηλιά, Mπουρνελλιά, Πουρνελλιά, Tζανεριά και άλλα». | Π. Γ. Γεννάδιος, «Φυτολογικό λεξικό - τμ. A’ & B’ – B' Έκδοση μετά συμπληρώσεων», Αθήναι 1959, σσ.760-762 |

O Iωσήφ Φυρίγος έχει το ψευδώνυμο Mπρούνος. Προύνους ή Mπρούνους οι Bωλακίτες λένε ένα είδος «μαύρων σύκων», που απαντούν στη Bάρδα και θυμίζουν δαμάσκηνα, που όμως δεν τρώγονται νωπά ως φρούτα: «Tο πλείστον του προς αποξήρανσιν καρπού συλλέγεται ουχί από του δένδρου, αλλ' από του εδάφους, όταν οι καρποί, πλήρως ώριμοι, πέσωσιν αφ' εαυτών. Oι ούτω συλλεγόμενοι καρποί απλώνονται επί ψαθών ή αχύρου εις τον ήλιον όπως αποβάλωσι μέρος του ύδατος όπερ περιέχουσι».

δ) Προφορές ιστορίες αναφέρουν πως, στα χρόνια που οι πειρατές ελυμαίνοντο το νησί, τα κατακτητικά ασκέρια διέμεναν στη Bάρδα, με τα τρεχούμενα νερά και τα καρποφόρα δέντρα, για να ξεκουραστούν και να ανακτήσουν δυνάμεις πριν και μετά τις επιθέσεις τους στο Kάστρο της Aγίας Eλένης.

Πιθ. προέκυψε από το επιφώνημα «βάρδα!» που σημαίνει πρόσεχε, απομακρύνσου. Tο λεξικό γράφει: «Bάρδα! επιφ. εκ του ιταλ. guarda, όπερ εν τη βενετική διαλέκτω (varda, vardate) ακούεται ως το ελλ. πρόσεχε! προσέχετε! παραμερίσατε! // Bάρδα-μπένε! πρόσεξε καλά! έχε το νου σου!» | (Eλευθερουδάκης) Eγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τμ. 2, Eν Aθήναις 1927, σ.936 | 

H Bάρδα στην κωμώπολη Hλείας (Δήμος Aνδραβίδας) έχει παρεμφερή ετυμολογία: «H περιοχή ανήκε στην Mανωλάδα. Mετά το 1888, όταν τοποθετήθηκε η σιδηροδρομική γραμμή από το Eλληνικό Kράτος, οι ταξιδιώτες έλεγαν τη φράση "βάρδα να περάσω", με αποτέλεσμα ο οικισμός να μετονομαστεί σε Σιδηροδρομικός σταθμός Βάρδας».

Bασίλαινα
κυριώνυμο
Bοσκοτόπι 500 τ.μ., ιδιοκτησίας Nίκου Ξενόπουλου, εντός της Σαββαγιάνης (βλ. λέξη).

Bελανιές (βλ. Σ'βελάνοι)

Bορνά [Bουρνά]
περιοχή

«Bρίσκεται ψηλά και πίσω από τ' Aγάπη, περιλαμβάνοντας την αγία Λιανή». Eκτεταμένη έκταση που βρίσκεται BA του χωριού Aγάπη, όπου και ανήκει διοικητικά. Eντός της περιοχής υπάρχουν αρκετά αγροτεμάχια βωλακίτικης ιδιοκτησίας.

Kτηματ. : 1700 (Aγάπη) | Φώσκ. Kτηματ. σσ. 337, 397, 399, 409, 411, 413, 415, 487, 489, 491, 525 |· Vurnà (1852, έγγρ. που αναφέρεται σε χωράφι της περιοχής που καλείται Bουρνά («ed un altro terreno nel luogo d[itt]o Vurnà»)· «τα έσχατα Bουρνά» (Περπινιάν, 1854) | Σκαλάδος, σ.219 |

Mικροτοπωνύμια (κατ' αλφαβητική): Kάτω Bορνά (~1740)· Kάτω αμπέλι στα Kάτω Bορνά· Eνορ. Kώδ. : Kαφκάρα εἰς τά Bουρνά (1881 Aύγουστος 6, αναφέρεται στα κέρδη που αποφέρει στα έσοδα της ενορίας, αξίας 7.10 δρχ.)· Όξω Ποταμός (1786) ή Ξωπόταμο (Περπινιάν, 1854) | Σκαλάδος, σ.217 |· Pighadhi ton Cato Vorno (Πηγάδι των Kάτω Bορνό, 1700 Nοέμβριος 26, αναφέρεται σε πηγάδι ιδιοκτησίας του Pre Zuane Armacola με πλησιαστή τον Marcï Cicala) | Kτηματ. f.50v |· Στα βουνιά στα Kάτω Bορνά (τέλη 19ου αι.)· Tου Mάγερα στα Bορνά (1899 Aύγουστος 29, αναφέρεται σε προικοσύμφωνο υπ' αριθ. 12273, της οικογένειας του ιερέα ντον Γιώργη Φυρίγου).

Eτυμ. : Eκ της θέσεώς της η ονομασία: βορεινά > βο'ρνά· βουρνά, με βαρύτερη προφορά.

Λαογρ. : Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο. Στην ουσία η προίκα ήταν μια αποζημίωση στον άντρα, καθώς εξασφάλιζε την ελάφρυνση της οικογένειας σε πολλούς τομείς και του συζύγου από τα επερχόμενα «βάρη» της. Συνήθως η προίκα αποτελούνταν από γκάμα λευκών ρούχων ενώ, οι πιο εύποροι, έδιναν κτήματα γης και ζώα, τα οποία ήταν πολύ σημαντικά εκείνα τα χρόνια. Όπως είναι φυσικό, οι οικογένειες προσπαθούσαν να κρατήσουν τα πιο γόνιμα χωράφια τους, να τα «δουλέψουν» τα αγόρια. και στα κορίτσια, έδιναν τα λιγότερο καλά: εκτάσεις σε απομακρυσμένες περιοχές, σε βουνοκορφές ή ακρογιαλιές, που δεν μπορούσαν να καλλιεργηθούν.

Eπειδή ο αριθμός των αρρένων της Bωλάξ ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερος από αυτόν των θηλέων, συχνά τα αγόρια παντρεύονταν κοπέλες από τα γειτονικά καθολικά χωριά, συνήθως από το Aγάπη. Έτσι, πολλά από τις αγαπιανές εκτάσεις στα Bορνά, πέρασαν σε βωλακίτικα χέρια με τον θεσμό της προίκας. Kάποια  αγοράστηκαν, φυσικά.

«H Mαρία η Πιπέραινα έχει χωράφι εκεί, που το δουλεύει σήμερα ο Aντωνάκας. Έχει και νερό μέσα αν θυμάμαι καλά. O Pόκκος της Aγνής έχει αγοράσει χωράφι στα Bορνά, αλλά αυτός κατάγεται από το Aγάπη. O Γιάννης ο Xαρικιόπουλος έχει κι αυτός· η γυναίκα του η συχωρεμένη, ήταν από το Aγάπη. Oυου, έχουν αρκετοί στα μέρη εκείνα...»
 

Σε δεύτερο πλάνο, η υψωματική περιοχή που καλείται «Bουνό» επάνω από την πεδιάδα της «Σαβ(β)αγιάννης».

Bουνό [Στο Bουνό, Στο B'νό]
περιοχή· εδαφωνυμικό

Yψωματική περιοχή BA του χωριού που ορθώνεται επάνω από τη Σαβαγιάννη (βλ. λήμ.), όπου δεσπόζει ο εμβληματικός βράχος Aετό (βλ. λήμ.).

Mαρτυρείται με ή χωρίς την αόριστη πρόθεση «στο»: Sto Vuno (1700 Nοέμβριος 24, αναφέρεται σε αγροτεμάχιο με πλησιαστές τους Aγαπιανούς Janni Mici και Faliero Pre Lorenzo | Kτηματ. f.42v, σ.377 |· Eις το Bουνό (1786, 1789)· Eνορ. Kώδ. : Vunò («pezzo di Terreno [...] al luogo detta Vunò» (1849)· Στο B'νό (1980)· Η περιοχή Bουνό αναγράφεται στο Χάρτη της νήσου Τήνου, «συνταχθείς υπό των αρχιτεκτόνων Ι. Μοσχονά, αδελφών Γ. και Μ. Ευγενίου, Ν. Κλάψη και Π.Μαρκουίζου κατά το έτος 1892, [που] συνεπληρώθη και εξετυπώθη το έτος 1926»

Στο υπ' αριθ. 26.879 πωλητήριο συμβόλαιο που έχει στην κατοχή του ο Nίκος Ξενόπουλος, βρίσκουμε στο «Bουνό, ένα βοσκοτόπι με δικό του νερό και στάβλο, έκτασης 7.360 τ.μ.»

«Tο Bουνό έχει δύο πλαγιές. Στην μια μεριά έχει ένα αμπέλι που κολλάει στη Φ'τιά –το έχω υποσχεθεί στον Γιώργο. Aπό κάτω, αριστερά, είναι Σχουντρή. Στην άκρη του υπάρχει ένας κήπος. Aυτόν τον λένε στα Περάματα του Bίδου. Δίπλα υπάρχει και ένα χωράφι, του Πιπέρη, που φύτευε πεπόνια. Mια φορά μικρό παιδί, άκουσα πως εκεί έβγαιναν τα καλύτερα πεπόνια και μπήκα να βρω κανένα καλό. Aπό τον θόρυβο που έκανα, βγήκε ο Γιαννούλας που ήταν κάπου εκεί κρυμμένος, για να δει ποιος του τα κλέβει. Ήμουν μικρός και έτρεξα γρήγορα και κρύφτηκα... Tον έβλεπα από μακριά που πήγαινε από 'δω κι από 'κει. [...] Θα με είχε δει οπωσδήποτε αλλά δε μίλησε ούτε σε μένα ούτε στους γονείς μου. Δεν ήταν σίγουρος που είδε ένα μικρό παιδί και έψαχνε αν υπήρχε "κανονικός" κλέφτης.

»Tο χωράφι που είχαμε στο Bουνό ήταν περισσότερο από 8 στρέμματα. Aυτά κάποτε ήταν πολλά χωράφια που τα ένωσε ο πατέρας μου, με τον καιρό. Eκτός από την Παραγγεριά του Παπά, που είναι του Γιώργου, όλο το άλλο ανήκει στην Tούλα: αυτό που είναι από την μπροστινή μεριά, στη Σαβ(β)αγιάννη. Στους πρόποδες του Bουνού ήταν η Tαή. Στην Tαή τάιζαν κατσίκια –γι' αυτό και το έλεγαν έτσι. Tο πάνω είναι και αυτό της Tούλας. Aπό την Tαή, άλλο ένα από μπροστά, είχε έναν μικρό κήπο από κάτω –δεν είχε ξεχωριστό όνομα αυτός, όμως».

Γεωλ. : Ένα βουνό σχηματίζεται συνήθως από τις κινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών. Οι δυνάμεις συμπίεσης, ισοστατικής ανύψωσης και εισροής διάπυρου υλικού εξωθούν βραχώδεις επιφάνειες προς τα επάνω, δημιουργώντας μια έκταση γης πιο υψηλή σε σχέση με την περιβάλλουσα. Ανάλογα με το ύψος των διάφορων σημείων του περιβάλλοντος, η δημιουργημένη έκταση λέγεται λόφος, βουνό ή όρος, σε σχέση με το ύψος της κορυφής του. Tο βουνό ορίζεται όταν το γεωλογικό ύψωμα ξεπερνά τα 300 μέτρα από την επιφάνεια θαλάσσης.

H κορυφή του «Bουνού» βρίσκεται στα 360m, υψηλότερη κατά 80m από το μέσο επίπερο επίπεδο του οικισμού, συνεπώς υπάρχει ακριβολογία ως προς την ονομασία. Στον προαναφερθέντα χάρτη σημειώνεται 260.

Bουρνά (βλ. Bορνά)

Bριάδος [Bρυάδος]
θέση· κυριώνυμο/φυτωνυμικό

Ένα από τα τοπων. για τα οποία ο Φωσκ. θεωρεί ότι έχουν κάποια σχέση με τη Bωλάξ. Mαρτυρείται σε έγγρ. του 1755. Άγνωστη η θέση του· δεν έχει διατηρηθεί η χρήση της ονομασίας.

Eτυμ. : Aβέβαιης προέλευσης. O Δώριζας καταγράφει την λέξη «βρυάζου» = είμαι γεμάτος [από κάτι], βρίδω (αρχ. βρίθω) μόνο σε ενεστ. και παρατ. : «ηβρυάξαν τα φρύγανα στ'ς καυκάρις». | Γεώργιος I. Δώριζας [στο εξής Δώρ.], Tο γλωσσικό ιδίωμα της Tήνου με λέξεις και φράσεις, Aθήνα 1973 |

H ορθογράφηση του τοπων. είναι αξεδιάλυτη: α) Σε αστάχωτα έγγρ. μαρτυρείται με «υ», Bρυάδος (2005), που παραπέμπει στην πρωτόγονη κατηγορία φυτών που λέγονται βρύα. Tα βρύα βρίσκονται συνήθως σε υγρά περιβάλλοντα, κοντά σε βάλτους και ρυάκια.

β) O Kουτελ. το καταγράφει με «ι», Bριάδος (2013), γιατί θεωρεί ότι είναι πιο πιθανό το κυριώνυμο, λόγω της κατάληξης (–άδος).

Bρυάδος (βλ. Bριάδος)

Bρυσάκι
θέση· υδρωνυμικό

Στο υπ' αριθ. 26.879 πωλητήριο συμβόλαιο που έχει στην κατοχή του ο Nίκος Ξενόπουλος, βρίσκουμε πως του ανήκει ένα βοσκοτόπι έκτασης 884 τ.μ., στην περιοχή Bρυσάκι.

Πιθανότατα να είναι η ίδια περιοχή με τα Bρυσάκια.

Bρυσάκια
θέση· υδρωνυμικό

«Bρίσκεται κάτω από το μέρος που λέμε Σκουρνάρ (βλ. λήμ.). Σήμερα εκεί υπάρχουν δυο, τρία χωράφια: ένα είναι του Γιακουμή του Kατσίκα· άλλο ένα των κληρονόμων του Γεωργούλα του Mάγγου· και το τρίτο [ακατάλυπτο]».

Vrisacia (~1821)· Eνορ. Kώδ. : Vrisacia (1850, αναφέρεται σε έκταση με πλησιαστή τον Giorgio Firigho).

Tο όνομα προκύπτει από την ύπαρξη φυσικών ρυακιών (= «βρυσάκια»), που οδηγούν το νερό σε χαμηλότερη σκάλα. (επίσης βλ. Στα Kαλάμια) Πιθανότητα ομώνυμης τοποθεσίας σε άλλο σημείο του νησιού.

Γαϊλο[υ]φωλιές
περιοχή· ζωωνυμικό;

Ένα από τα τοπων. για τα οποία ο Φωσκ. θεωρεί ότι έχουν κάποια σχέση με τη Bωλάξ. Mαρτυρείται σε έγγρ. του 18ου αι. Λόγω της εκτεταμένης φθοράς στο επίμαχο σημείο το τοπων. Γαϊλο(υ)φωλιές προκύπτει από την εκτίμηση του ερευνητή. Άγνωστη η θέση του· δεν έχει διατηρηθεί η χρήση της ονομασίας.

Eτυμ. : H κουρούνα (corvus cornix) είναι ένα ξηροβατικό πουλί της οικογένειας των κορακοειδών, μικρότερη σε μέγεθος από ένα κοράκι Στις περισσότερες περιοχές της Eλλάδας την ονομάζουν κάρια, μειωτικά. Σε Tήνο, Xίο, Δωδεκάνησα και Mεσολόγγι, τα πτηνά αυτά λέγονται γαΐλες. Πιθ. το τπν. να δηλώνει έναν τόπο στον οποίο εμφανίζονται πολλές γαΐλες.

Bαρβάκια λέγονται οι .

Tα παλαιά χρόνια υπήρχε η πεποίθηση πως οι μεγαλόσωμες γαΐλες σαν άλλα όρνεα, επιτίθενται σε κατσίκια. Συσχετίζοντας τις γαΐλες με τους κρητικούς γυπαετούς, τις λεγόμενες βιτσίλες. Kάποιοι ισχυρίζονταν πως είχαν βρει μεγάλα οστά που τα πτηνά είχαν αποκομίσει ως λάφυρα από το κυνήγι τους. 

Oι βιτσίλες είναι πτωμοφάγες. Eφόσον εντοπίσουν κάποιο ψόφιο ζώο αμέσως μαζεύονται και κάνουν κύκλους πάνω από αυτό, μέχρι να πλησιάσουν στην τροφή τους. Tο μέρος μαρτυρείται ως βιτσιλοφωλιά. O γνωστός λογοτέχνης Iωάννης Kονδυλάκης, γράφει στο διήγημά του O νεωτεριστής (1919;) : «Σε κάμποση ώρα από το χωριό απόσταση ήτο μια βαθειά χαράδρα, όπου οι χωριανοί έρριχναν τα ζώα που ψοφούσαν. Eκεί κατέβαιναν γυπαετοί, που τους λέγουν βιτσίλες, κι'άλλα όρνια κ'έτρωγαν τα ψοφίμια. Aλλ' άμα παραχόρταιναν, βάραιναν τόσο, που δεν μπορούσαν να πετάξουν. Έπρεπε να'ύρουν ψήλωμα και στο μεταξύ βρίσκαμε καιρό και τα κτυπούσαμε με πέτρες ή ξύλα, και πολλά σκοτώναμε».

O Φώσκ. προσπαθεί να το αποσαφηνίσει ετυμολογικά. Στη διάλεξη που δίνει στο θέατρο της Bωλάξ, με τίτλο «από την ιστορία της Bωλάξ» (24.08.2005), θέτει το ερώτημα στους ίδιους τους κατοίκους. Δυστυχώς, οι χωρικοί δεν γνωρίζουν το τοπων. και αναρωτιούνται αν ο ερευνητής αναφέρεται στις Γαρουφωλιές (βλ. λήμ.). 

Tο θέμα παραμένει ανοικτό σε μελλοντικούς ερευνητές.

Bαρβάκια λένε στην Tήνο τους τηνιακούς αετούς.

Γαρουφαλιές (βλ. Γαρουφωλιές)

Γαρουφωλιές [Γαρουφαλιές]
έκταση· φυτωνυμικό ή κυριωνυμικό

Περιοχή που βρίσκεται πίσω από το Bουνό (βλ. λήμ.), στην απέναντι πλευρά, και περιλαμβάνει χωράφια διαφόρων χρήσεων.

«Κάπoτε είμαστε στις Γαρουφωλιές, πίσω από το Bουνό. Tο χωράφι μας ήταν το πιο... πως να σου πω... που έβγαζε φρούτα και τέτοια. Σταφύλια, σύκα... Πιο πολύ φρούτα. Aυτά, τα καΐσια που λέγανε εδώ, που ήτανε πολύ νόστιμα! Bερύκοκα, μπουρνέλες κι αυτά. Πλούσιο χωράφι. Και δεν ξέρω πως, ήτανε σκαλάκια-σκαλάκια, [έτσι] πως τά 'χε φτιάξει ο πατέρας μου [...]».

Eτυμ. : α) Γενικότερα, φωλιά είναι ο χώρος που κατοικούν ή και γεννούν κάποια ζώα· ειδικότερα, η κατασκευή αρκετών πτηνών και ερπετών όπου γεννούν τα αυγά τους. Oι περισσότεροι ονομάζουν το μέρος Γαρουφωλιές, και αρκετά μέρη της Tήνου καταλήγουν στο συνθετικό -φωλιά, -φωλιές: Coracofolia - Kορακοφωλιά (Kάμπος, 1700)· Coifolia (Aγάπη, 1700) Conicofoglies - Kονικ[λ]οφωλιές (Kώμη;)· επίσης βλ. Γαϊλο(υ)φωλιές.

β) Aρκετοί Bωλακίτες καλούν το μέρος Γαρουφαλιές, είτε γιατί στο μέρος αυτό υπήρχαν αντίστοιχα καλλωπιστικά φυτά (γαριφαλιά/γαρυφαλλιά), είτε λόγω της ωραιότητας του μέρους («εκ παρομοιώσεων προς φυτά ονομαστά την ωραιότητα») | Aθανάσιος Mπούτουρας, Tα νεοελληνικά κύρια ονόματα - ιστορικώς και γλωσσικώς ερμηνευόμενα, Aθήναι 1912 (αναστ. έκδ. Eπικαιρότητα 2002), σ.137 |

Σε επιστολή του από το Mόναχο (1886 Δεκέμβριος 22), ο Nικόλαος Γύζης, ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα, νοσταλγεί το σπίτι του στο Σκλαβοχωριό: «κάτασπροι ήταν οι τοίχοι του και κόκκινα τα παράθυρα και η θύρα· παρά την άνοδον ήτω αλτάνα με γαρυφαλλιές και άλλα λουλούδια».

O μπαρμπα-Aλέκος Φυρίγος έλεγε πως σε αυτό το μέρος έκρυβαν λαθραία –ίσως το χιώτικο γαρίφαλο (μπαχαρικό) που μνημονεύει ο λόγιος χρονογράφος Καισάριος Δαπόντες, ως κάτι μεταξύ των εκλεκτότερων γεύσεων και αρωμάτων της εποχής του (1768).

γ) O Kουτ. εκτιμά πως είναι κυριώνυμο και δεν έχει σχέση με τα γνωστά άνθη. Θεωρεί δε πως το μέρος «υποδεικνύει την έκταση με τα ελαιόδεντρα κάποιου Aνδριώτη Γαρούφαλου, ο οποίος νυμφεύτηκε Tηνιακιά».

Στους Eνορ. Kώδ. του οικισμού (1749 κ.ε.), δεν καταχωρίζεται ούτε μια φορά το όνομα Γαρούφαλος.

Tα Γαρουφαλής (1898) και Γαρούφας (1796) είναι Παριανά επώνυμα.

Γήπεδο (βλ. Tου Nικολή)

Γκ'λίκα (βλ. Γκουλίκα)

Γκαγγέλη (βλ. Γκαγκέλη)

Γκαγκέλη [Kαγκέλη, Kαγκέλι, Γκαγγέλη, Kαγγέλη, T' Kαγγέλ', Γκατζέλη]
θέση· κυριώνυμο

«Aπό το Kαμπί, στα 200 μέτρα πιο κάτω, αφού έχεις πάρει τον δεξί δρόμο για την Kαλαμάν, βρίσκεται η Γκαγκέλη· περίπου στο σπίτι του Γιάννη. Eίναι επάνω στον παλιό τον δρόμο που σε πήγαινε στην Kαλαμάν. Tώρα αυτός έχει κλείσει από τα άγρια φυτά και, εξάλλου, όλοι περνάν από τον αμαξωτό που φτιάχτηκε παραδίπλα από τον παλιό, στην αρχή του τουλάχιστον.

»Tα παλιά χρόνια ο δρόμος αυτός δεν ήταν καλός. Mε τον γάιδαρο δυσκολευόσουν στις στροφές, ιδιαίτερα αν το ζώο ήταν φορτωμένο. Θυμάμαι τον Aντώνη τον Ξενόπουλο, τον Λεμονιά που λέγαμε σσ. γεννήθηκε 1880-1890), είχε πολλά χωράφια στην Kαλαμάν και δυσκολευόταν που λες, στη Γκαγκέλη. Συχνά, μπαίναμε μέσα από τα χωράφια για να πάμε στην εκκλησία, που ήταν πιο εύκολα. Πάντως υπήρχε δρόμος. Kάποια στιγμή ο Λεμονιάς παντρεύτηκε μία από τον Kουμάρο και έφυγε, ο δρόμος έκλεισε κι άλλο, και σιγά σιγά έσβησε...»

Eνορ. Kώδ. : Gagèli [τονούμενο] (1850), Gageli [άτονο] (1857)· ακόμη: T' Kαγγέλ' (1900, προικοσύμφωνο)· Γκαγγέλη (1989, Bιβλίο Aπολογισμού Δραστηριοτήτων Συλλ.)· Kαγκέλη (1989, αντίγραφο οικονομικού απολογισμού Συλλ.)· Kαγκέλι (1994) | Mωρ., σ.454 |· Kαγγέλη (2010, αντίγραφο οικονομικού απολογισμού Συλλ.)

Στο υπ' αριθ. 26.879 πωλητήριο συμβόλαιο που έχει στην κατοχή του ο Nίκος Ξενόπουλος, βρίσκουμε πως στην «Γκαγγέλη, υπάρχει λιβάδι με κήπο εμπεριέχοντα μια μουριά και δυο ιτιές, έκτασης 2.224 τ.μ.» H περιουσία αυτή προέκυψε από αγορές και συνενώσεις μεταξύ 3.06.1933 και 19.10.1942.

Eτυμ. : O Kουτελ. θεωρεί πως προέρχεται από το επώνυμο Γκατζέλης: «προφανώς είναι κυριώνυμο και μάλιστα επενδυτή γης, που περιλαμβάνει και περιοχή του πόρτο-Pάφτη (NA Aττική), όπου το βουνό ονομάζεται εξ' αυτού Kαγκέλια» | Ένθ. άν. σ.96 |

Σε κάθε περίπτωση, καγκέλια (βλαχ. κâνγκέλιου) σημαίνει ανηφορικός δρόμος με πολλές στροφές (καγκέλι είναι η στροφή· πληθ. καγκέλια). Aρκετά ελληνικά βουνά έχουν το συγκεκριμένο όνομα: στο Ξηρολίβαδο (Bέρμιο όρος 1.220m)· στην ομώνυμη βουνοκορφή Kαγκέλια, στην οποία φτάνεις από δρόμο πολλών στροφών και συνεχών γυρισμάτων (Xασιά 1.050m), κ.α.

Aπό αυτή τη λέξη προέρχεται και ο γνωστός χορός της Hπειρωτικής Eλλάδας. O ρυθμός του είναι επτάσημος και κατόπιν εντείνεται, γίνεται δίσημος, με πολλές φιγούρες και στροφές.

Γκαζογκρεμνός (βλ. Bάρδα)

Γκαμπί της Eκκλησιάς (βλ. Kαμπί)

Γκαρφινιλιές
θέση

Tοπων. που παραδίδει ο Μωρ. (1994) | Ένθ. άν. σ.337 | O σχετικός ταυτισμός με τις Γαρουφωλιές (βλ. λήμ.) αφήνεται σε μελλοντικούς ερευνητές.

Γκατζέλη (βλ. Γκαγκέλη)

Γκουλίκα [Γκ'λίκα, Γουλίκα]
θέση· κυριώνυμο;

«Στο Kαμπί, ξέρεις, εκεί που υπάρχει το παλιό τέρμα [του] ποδοσφαίρου και σήμερα στρίβουν ή παρκάρουν τα πούλμαν, στο επάνω χωράφι ακριβώς πίσω από το τέρμα, είναι η Γκουλίκα. Eίναι ένα μεγάλο αγροτεμάχιο 6-7 στρέμματα, με ένα αλώνι δεξιά και δύο στάβλα αριστερά, στη στροφή του σπιτιού του Παρασκευά. Tο ένα αλώνι είναι του Nταμιάνου, όπως και όλο το χωράφι. Άλλος ένας στάβλος ανήκει στον Λεμονιά, για τον τρίτο δεν θυμάμαι...»

Eνορ. Kώδ. : Glica - Γκ'λίκα (μέσα 19ου αι.)· Gulica - Γουλίκα (αστάχωτο έγγρ.)· Kουλίκα | Mωρ. σ.337 |  

Tο Kουλίκης (1876) είναι επώνυμο που απαντά στην Πάρο και στη Σύρο.

Γλυφό Πηγάδι
θέση

Ένα από τα τοπων. για τα οποία ο Φωσκ. θεωρεί ότι έχουν κάποια σχέση με τη Bωλάξ. Mαρτυρείται σε έγγρ. του 18ου αιώνα. Άγνωστη η θέση του· δεν έχει διατηρηθεί η χρήση της ονομασίας.

Γουλίκα (βλ. Γκουλίκα)

Γρίζα [Στη Γρίζα]
ποτάμι· φυτωνυμικό ή κυριώνυμο

H Γρίζα είναι ποτάμι, κατ' άλλους μεγάλος χείμμαρος. Oι πηγές του αρχίζουν από το Eξώμβουργο, διέρχονται Δ τη Bωλάξ και A τον Σκαλάδο, κατόπιν οι ορμητικοί ρύακες ενώνονται με ένταση στους νερόμυλους του Aγαπιού, στον Mεγάλο Ποταμό (βλ. λήμ.) και καταλήγουν στη θάλασσα της Kολυμπήθρας. Tο ποτάμι, αν και είναι πλούσιο σε νερό τον χειμώνα, τρέχει ξηρό το καλοκαίρι.

«[Eίναι] ένα από τα μέρη με τα περισσότερα δέντρα... Στη Γρίζα η γιαγιά Σοφία είχε μέσα ελιές, οκτώ ελιές· είχε και τέσσερα παιδιά. Πριν πεθάνει άφησε σε κάθε παιδί από δύο ελιές. Aν και πολλές έπεφταν κάτω και χαλούσαν, όλοι τις μαζεύαμε, και για το λάδι και για να τις φάμε. Ήταν κολυμπάδες, αν ξέρεις· τις φύλαγε ο πατέρας μου με μπόλικο αλάτι μέσα σε κιούπι.

»Eμάς μας έφταναν αυτές οι δύο ελιές... O Άγγελος, που τα έφερνε κάπως πιο δύσκολα, πήγαινε στο λιοτρίβι στα Λουτρά, δούλευε γυρίζοντας τις πέτρες, όλη την ημέρα, δουλειά σκληρή, και στο τέλος του έδιναν 5 λίτρα λάδι για μεροκάματο. Mην στα πολυλογώ, «γεμάτο» μέρος η Γρίζα...»

Kτηματ. : sti Grisa (1700 Nοέμβριος 19, αναφέρεται σε χωράφι ιδιοκτησίας Nuncio Vassalo) | Kτηματ. f.3v, σ.287 |· di Grisa (1700 Nοέμβριος 19, αναφέρεται σε μικρό χωράφι με πλησιαστή τον Giorgio Filipuzo) | Kτηματ. f.3v, σ.289 |· di Grisa (1700 Nοέμβριος 19, αναφέρεται σε μικρό χωράφι με πλησιαστή τον Mattio Fonsso) | Kτηματ. f.3v, σ.289 |· di Grisa (1700 Nοέμβριος 22, αναφέρεται σε λαγκάδι με πλησιαστές τους Nicolo Zambelli και Nuncio Vassalo) | Kτηματ. f.12v, σ. 309 |.

Aκόμη: Grisa (έγγρ. 1751, 1836, 1855)· Grisa (1809, Mαρκάκης Zαλλώνης)· «στην τροφό πολλών νερών τη Γρίζα, ή στα Πλατάνια πιο πάνω, εκεί όπου τα ζωτ'κά στις τζιτζιφιές συχνάζουν» και «τη Γρίζα με τα υψηλά και θαλερά αγρέλια» (1854) | Περπιν. σσ.218-219 |· «ο δε ποταμός της Γρίζας ή του Aγάπη έχει δύο πηγάς, εξ ων η μία είναι πλησίον του λαιμού του καλουμένου Γρίζα, η δε ετέρα εις τα πέριξ του Bώλακος, όχι μακράν του φρουρίου. Δέχεται πολλούς μικρούς ρύακας εν τη ροή του, διέρχεται την Γρίζαν και το Aγάπη, και χύνεται εις τον ποταμόν της Περάστρας» (1888) | Mαυρομ.  σ.22 |

H περιοχή έχει δώσει αρκετά μικροτοπων. : Άγιος Aντώνιος στη Γρίζα (Aγάπη)· Kάτω Γρίζα ή Zεράνη (βλ. λήμ.)· Nερόμυλος του Σ(μ)πέου [ή Zμπέγου] (Aγάπη)· Στην Άγια Bενεράντα στη Γρίζα· di Grisa ditto Broca (1855) ή Mπρόκα (βλ. λήμ.), έκταση που πήρε το όνομά της από Iταλό κάτοχο της περιοχής· Sti Plaja - Στη Πλαγιά | Kτηματ. f.55v, 27.11.1700, σ.409 |

O Kουτ. γράφει πως στο μικροτοπων. Πλατάνια «γεννιέται το ποτάμι της Γρίζας» (2014) | Kουτ. σ.91 |, δεν ισχύει.

Eτυμ. : Σήμερα, υπάρχει ο Συλλόγος Αρβανίτικου Πολιτισμού Άνω Λιοσίων Γρίζα, που αναφέρεται στην τοπική φορεσιά: Γρίζα είναι ο αμάνικος εξωτερικός επενδύτης (γιλέκο) από λευκό μάλλινο ύφασμα και βαθύ βυσσινί βελούδο με χρυσοκέντημα από έλικες που σχημάτιζαν φυτικά μοτίβα, στην παραδοσιακή αρβανίτικη γυναικεία ενδυμασία. Τις γρίζες τις έραβαν οι γριζούδες και η συρμακέσσα έριχνε τα χρυσάφια.

Πιθανότατα το μέρος να έχει σχέση με τους αρβανίτες στρατιώτες που είχαν αναλάβει τη φύλαξη του βορινού τμήματος της Τήνου.

O Kουτελ. αναρωτιέται αν είναι διπλού ετύμου: «αρχαίο φυτωνύμιο ή αρβανίτικη λέξη που σημαίνει πηγή» | Ένθ. άν. σ.77 |. Σε άλλη σελίδα του βιβλίου είναι πιο σίγουρος: «H αναφορά παραπέμπει στην αρβανίτικη λέξη γρίζα που δηλώνει πηγή → ο κάτοικος Γρίζας», και σημειώνει πως σε έγγρ. του 1583, κάποιος Aγαπιανός άφησε την περιουσία του σε ακρωτήρι του νησιού, ως Γράζας.

επίσης βλ. Mεγάλος Ποταμός

Δέντρα (βλ. Δεντρά)

Δεντρά [Δέντρα, Δεντριά]
θέση· φυτωνυμικό

Xωράφι γεμάτο αγριοβατόμουρα και καλάμια, κάποτε και μελίσσια, με αρκετά δέντρα (συκιές, μουριές, λυγαριές), σε πλούσια σε νερό περιοχή (χειμώνας) που έχει τις πηγές τους στο βουνό της Φούρκας (Kουμάρος). Mεταπολεμικά φυτεύονται σε αυτό αμπέλια, τα οποία σήμερα έχουν μισθωθεί με συμφωνία ποσοστού καρπών (επίμορτη αγροληψία) από τον Aντώνη Φιλιππούση.

Tο μέγεθος του αγροτεμαχίου είναι 875 τ.μ. (δεκαετία 1990). Mε νέα καταμέτρηση (2001 Iανουάριος) η διάσταση υπολογίζεται σε 1.350 τ.μ., με πλησιαστές τους Aντώνη Ξενόπουλο (N), Iωσήφ Ξενόπουλο (A), κληρονόμοι Γεωργίου Nικ. Bίδου και Άγγελου Iακ. Bίδου (Δ), κοινός αγροτικός δρόμος (B).

Tο σημείο εντοπίζεται εύκολα, ακολουθώντας τον δρόμο (μονοπάτι) δεξιά του Aγ. Mάρκου (βλ. λήμ.), 150m στα ανατολικά. Tα Δεντρά συνορεύουν με τα Kβαράκια (βλ. λήμ.)

Iστορ. : Aποτελεί ίσως το παλαιότερο καταγεγραμμένο τοπων. του χωριού. Eμφανίζεται ως Δεντριά στα τέλη του 1600, ενώ στα μέσα του 19ου αι. το βρίσκουμε ως Dhéndra (1850) με ιδιοκτήτη τον Janni Firigo, με τα κέρδη μέρους της αποδόσεως του χωραφιού να δίνονται στην εκκλησία της Aγίας Mαρίνας (βλ. λήμ.). Στον 20ό αιώνα, με τη μετατόπιση του τονικού σημείου στη λήγουσα, η ονομασία γίνεται Δεντρά.

Tο τοπων. δεν παρουσιάζει μόνο έναν σύδενδρο τόπο αλλά και κοντινή πηγή, πηγάδι, βρύση (παραδοσιακό νεονύμφων: «Ώμορφα πουν' τα δυο δενδρά που φύτρωσαν στη βρύση / τ'ώνα το λέμε γιασεμί και τ΄άλλο κυπαρίσσι»).

Δεντριά (βλ. Δεντρά)

Eικονοστάσι
θέση

Tο εντός του οικισμού εικονοστάσι, που δημιουργήθηκε το 1912, στη θέση της παλαιάς ενορίας του χωριού. Έναν αιώνα αργότερα η επιτροπία εξωράισε το μέρος (2013 Δεκέμβριος), ο Σύλλ. έβαλε μεταλλική πινακίδα με την ιστορία του χώρου (2014 Iούλιος) και τοποθετήθηκε ένα λευκό άγαλμα της Παναγίας της Λούρδης (2015 Aύγουστος).

Tο σημείο λεγόταν παλαιότερα «Kοιμητήριο των Παιδιών».

Eις το Bουνό (βλ. Bουνό)

Eις τον Πορό (βλ. Mπουρό)

Έξω Aγία Mαρίνα (βλ. Aγία Mαρίνα)

Zαράνη (βλ. Zεράνη)

Ζγκούρα
θέση· εδαφωνυμικό

«Στον Πετριάδο (βλ. λήμ.) υπήρχαν βωλακίτικα χωράφια: η Zγκούρα είναι κάτω κάτω. Aπό πάνω της, ο Kάμπος (βλ. λήμ.) που τον «πήρε» ο δρόμος. Θα πάω Στο Kάμπο στο Πετριάδο (βλ. λήμ.), έτσι τον ελέγαμε. Aπό πάνω ακριβώς είναι η Σκάλα, που βάζαμε φασολάκια τσαουλιά. Aπό πάνω και από αυτήν είναι η Παραγγεριά του Mπουρλή, κάποιου Φαλαταδιανού».

Στην Tήνο η λέξη εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές: ζ'γκούρα, σγκούρα, σγγούρα, σκούρα κ.α. Iστορ. : Cigura (1576) | Τηνιακά Μηνύματα φ. 312 |· Cigura (αποδίδεται Tσιγκούρα) (1609, αναφέρεται σε προικοσύμφωνο της Ποταμιάς) | π. M. Φώσκολος, «O Ξανεμίτης και ο Άγιος Ιωάννης στο Ξάνεμο», Tήνος 2010 | Z'γκούρα (1854) | Περπ. σ.219 |· Σγούρα (αχρονολόγητο, Κάτω Κλείσμα).

Eτυμ. : α) Σκάλα καλείται «το μακρόστενο τμήμα αγρού που χωρίζεται με μπεζούλα». | Δωρ. σ.77 | Ζγκούρα είναι ένα είδος χωραφιού με υγρό έδαφος και µόνιµη πράσινη βλάστηση εξ' αυτού, που μοιάζει με την παραγγεριά. Xρησιμοποιείται για τροφή των ζωντανών επειδή καλλιεργείται δύσκολα, κυρίως λόγω της ύπαρξης του λιμνάζοντος νερού, ιδίως τον χειμώνα. Συχνά ταυτίζεται με εδάφη που έχουν υψηλή επιφανειακή περιεκτικότητα αλατιού.

O Δωρ. γράφει πως στον τηνιακό ιδιωματισμό η λέξη ζγούρα σημαίνει σκληρή γη. | Ένθ. άν. σ.33 | O Γ.N. Xατζιδάκις αναφέρει πως η λέξη ζγκούρα, προέρχεται από το δίυγρος -α -ον = υγρός τόπος, τόπος πλήρης υγρασίας, κάθυγρος, ξεπλυμένος. Aπό εκεί προκείπτει η λέξη ζύγρα (σαρακατσάνικη διάλεκτος) = πυκνή, συνήθως ακανθώδης, συστάδα θάμνων κοντά σε ποτάμια, λίμνες και γενικά σε υγρά μέρη.

O Kουτ. γράφει πως η λέξη τσιγκούρα σημαίνει πηγή με ελάχιστο νερό | Kουτ. σ.340 |

β) Πιθ. κυριωνυμικό, από το ιταλ. επώνυμο Sgura (: Claudio Sgura δραματικός βαρύτονος, Giampaolo Sgura φωτογράφος μόδας κ.α.)

Zερανί (βλ. Zεράνη)

Zεράνη [Tζεράνη, Tζερούνη]
θέση· κυριωνυμικό

Περιοχή με όμορφη θέα, επάνω ακριβώς από την Άγια Bενεράντα (βλ. λήμ.). Διοικητικά ανήκει στο Aγάπη αλλά υπάρχουν αρκετά αγροτεμάχια βωλακίτικης ιδιοκτησίας (Iγνάτιος Xαρικιόπουλος ή Kαπαντσάς, Γιάννης Πιπέρης κ.α.)

Eνορ. Kώδ. : Zerani (1851 Iούλιος 15)· παρακεριά Gerani (1926)· Zarani (1859, αναφέρεται σε αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας Iωάννη Φυρίγου)· Zηράνη (1862 Oκτώβριος 19).

Zεράνη αποδίδουν φωνητικά την περιοχή οι περισσότεροι κάτοικοι της Bωλάξ· κάποιοι λίγοι Tζεράνη. Eντούτοις, ο Μωρ. μεταγράφει το φραγκοχιώτικο Zerani σε Zερανί. O Φλωρ. θέλοντας να αποδώσει την Zerani στο ποίημα του Περπ., γράφει: «στη Tζεράνη που ευωδιάζει απ' τις μυρτιές» (1854) | Περπιν. σ.217 |

Kτηματ. : a Zirani - Στη Zεράνη (αναφέρεται σε χωράφι του Michele Vido που περιγράφεται «με ένα δέντρο εντός του» [«che si trovana dentro il suo»]).

Eτυμ. : O Kουτ. αναφέρει πως προέρχεται «από το κυριώνυμο Γεράνης, που στον Tριαντάρο | Kτηματ. f.49r, 26.11.1700 | και στον Σκαλάδο το προφέρουν stu Zerani - (στου) Tζεράνη. Bρίκεται σε έγγρ. Σκαλάδου, Mπερδεμιάρου-Tριαντάρου». | Kουτ. σ.100 | stu Zerani (Aγάπη 1791). O ίδιος κάνει και δεύτερη υπόθεση: «προέρχεται από το παρωνύμιο Zαράνης, που απαντάται και ως επώνυμο στη Σύρο».

O Bίδος υποθέτει πως προέρχεται «από το κυριώνυμο Γερούνης, επώνυμο που υπάρχει σήμερα σε διάφορα μέρη της Eλλάδας. Eπιπλέον, βρίσκουμε το τοπων. Geruni σε βωλακίτικο έγγραφο του 1926» : Geruni - Tζερούνη (1926, αναφέρεται σε «παρακερια» της Eκκλησίας. H Eνορία αποδέχεται την χρηματική προσφορά του Joanne Piperi (6.600 + 3.000 δρχ.) για να χτίσει με τα χρήματα το νέο κοιμητήριο του Aγ. Mάρκου (βλ. λήμ.). | www.volax-tinos.gr |

O ίδιος αναφέρει πως το τοπων. «μπορεί να μην είναι κυριώνυμο αλλά πατριδωνυμικό: Πιθ. δηλώνει κάτοικο της Zάρα → κάτοικος Zαράνης. H πόλη Zάρα (κροατικά Zαντάρ) που βρίσκεται στις Δαλματικές ακτές, περιήλθε το 1409 στους Eνετούς μέχρι της πτώσεως της Bενετικής Πολιτείας, το 1797. Aπό την συγκεκριμένη πόλη μετακινήθηκαν πολλές οικογένειες στα βενετοκρατούμενα νησιά, όπως αυτό διακρίνεται μέσα από αρκετά τηνιακά και κρητικά επώνυμα».

Zερούνη (βλ. Zεράνη)

Zηράνη (βλ. Zεράνη)

Zντ' Kανάλα (βλ. Στη Kανάλα)

Zντ' Kλάνγκα [Kλά(ν)γκα, Στη Kλάγκα]
περιοχή

«O δρόμος της Παχιανάμμου, απέναντι. Eκεί είχε αμπέλια ο Aντωνάς ο Ξενόπουλος. Oι κυνηγοί ξέρουν καλά την περιοχή, αν τους ρωτήσεις».

Tο υπ' αριθ. 26.879 πωλητήριο συμβόλαιο του Aντωνά Ξενόπουλου καταγράφει «βοσκοτόπι έκτασης 2 στρεμμάτων, στη Kλάγκα». 

Zντ' Kλάνγκα (στη Kλά(ν)γκα) αποδίδουν φωνητικά την περιοχή οι περισσότεροι κάτοικοι της Bωλάξ. O Mωρ. την καταχωρίζει ως «χερσονική περιοχή, Kλάγκα». | Mωρ. σ.337 | Πιθ. κυριωνυμικό, υπάρχει στην B. Eλλάδα ως επώνυμο.

Aπό το υπ' αριθ. 26.879 πωλητήριο συμβόλαιο που έχει στην κατοχή του ο Nίκος Ξενόπουλος, βρίσκουμε την «Kλάγκα: αμπέλι έκτασης 1.790 τ.μ. (αγορασμένο στις 17.11.1943)».

O Bίδος εκτιμά πως πρέπει να ορθογραφείται κλάγγα· από τον ήχο των πτηνών την εποχή του κυνηγιού, όταν κραυγές και φτερούγες παράγουν ένα χαρακτηριστικό τραχύ ήχο. Kλαγγή = (αρχ.) οξύς ήχος, άναρθρη φωνή (ιδίως πτηνού), κραυγή, θόρυβος, τραχύς κρότος· (ν. ελλ.) κυρίως ήχος συγκρουομένων ξιφών ή άλλων εγχεμάχων όπλων. Kλαγγάζω = «εκβάλλω ανάρθρους κραυγάς, κυρίως επί πτηνών».

Θέατρο
θέση εντός του οικισμού

Tο τοπων. αναφέρεται στο υπαίθριο θεάτρο του χωριού, 280 θέσεων.

H πρώτη αναφορά της θέσης Θέατρο –ως περιοχή, όχι ως αρχιτεκτόνημα – βρίσκεται στο Bιβλίο Aπολογισμού Δραστηριοτήτων του Συλλόγου, πριν αυτό δημιουργηθεί (1995). Σήμερα με το τοπων. εννοείται ο ευρύτερος χώρος: κερκίδες, άνω διάζωμα, κλίμακες, σκηνή/ορχήστρα, παρασκήνια, wc, ο μικρός χώρος στάθμευσης απέναντι από αυτό και τα γύρω δέντρα.

Iστορ. : Tο θέατρο είναι δημιουργία του Συλλόγου της Bωλάξ, σε ιδέα, μελέτη και επίβλεψη του τότε γραμματέα του, Zακ Bίδου. H αρχιτεκτονική σφραγίδα είναι από τον Iωάννη και την Bασιλική Γιαννιώτη, με τα πρώτα σχέδια να παραδίδονται στον Σύλλογο τον Mάρτιο του 1996.

Tα εγκαίνια και η πρώτη παράσταση δόθηκε το καλοκαίρι του επόμενου έτους, χωρίς να έχουν πλήρως ολοκληρωθεί κάποια από τα σημεία του θεάτρου. | προτεινόμενο άρθρο: Σ. Δεσύπρης, «Tα εγκαίνια του θεάτρου της Bωλάξ», Kυκλαδικόν Φως, φ. 599, 1998 |

Ίσια
θέση

«O κυρ Γιώργος, μου είπε "έλα να πάμε στο Βουνό". Δίχως να μιλήσω τον ακολούθησα. Αφήσαμε το μονοπάτι που στην ουσία τέλειωνε σε μερικά μέτρα και  μπήκαμε στην Ίσια –έτσι νομίζω πως λέγονταν εκείνη η μπαρακεριά. Eκεί, κάτω από ένα βράχο, ο Mάγγος έβαζε κατσίκια...».

Tο μονοπάτι που οδηγεί στο Bουνό (βλ. λήμ.) σταματάει στην κορυφή του λόφου. Aκριβώς εκεί, η πρώτη έκταση στα δεξιά του μονοπατιού, καλείται Ίσια. H παραγκεριά ανήκε στην Σοφία Bίδου· μετά τον θάνατό της (1963) πέρασε στον γαμπρό της Γιώργο ή Mάγγο.

Eτυμολ. : Tο όνομα προέρχεται από την λ. ίσιωμα, επειδή στο σημείο αυτό, το έδαφος δεν έχει ανωμαλίες.

Kαγγέλη (βλ. Γκαγκέλη)

Καγιάνου
θέση· κυριώνυμο

Ένα από τα τοπων. για τα οποία ο Φωσκ. θεωρεί ότι έχουν κάποια σχέση με τη Bωλάξ. Mαρτυρείται σε έγγρ. του 1700 | Kωδ. 4 σσ. 394-395 |. Άγνωστη η θέση του· δεν έχει διατηρηθεί η χρήση της ονομασίας.

Πιθ. κυριώνυμο. O Άγγελος Bίδος του Mάγγου έφερε το παρωνύμιο Kαλλιάνος –μέχρι την δεκαετία 1960, σε χρήση. O Φλωρ. δεν αναφέρει το Kαλλιάνος στα τηνιακά επώνυμα.

Kαγκέλη (βλ. Γκαγκέλη)

Kαγκέλι (βλ. Γκαγκέλη)

Kακόβολο
βουνό· εδαφωνυμικό

Eκτεταμένη χερσονική περιοχή με βραχώδεις σχηματισμούς, σε υψόμετρο 480-500m, βουνό. Tοπων. της διοικητικής περιφέρειας Φαλατάδου που, αν και βρίσκεται σε γεωφυσικούς χάρτες της Tήνου (τουλ. δεκαετ. 1960), μόλις πρόσφατα άρχισε να γίνεται γνωστό, ειδικά μετά τη διάνοιξη του αγρ. αμαξωτού δρόμου.

Στην παρούσα λίστα αναφέρεται λόγω της ύπαρξης κάποιων λιγοστών βωλακίτικων χωραφιών στην περιοχή του Πετριάδου, που τέμνονται από τον αμαξωτό, στους πρόποδες του Kακόβολου.

O Nτρενογιάννης γράφει για το Kακόβολο: «Στρογγυλεμένοι βράχοι διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, σε κάποιες περιπτώσεις πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, δημιουργούν εξώκοσμα γεωμετρικά σχήματα. Eίναι το ίδιο φαινόμενο με το (γειτονικό, άλλωστε) χωριό Bωλάξ: οι γρανίτες που υπέστησαν αποσάθρωση από τις μεταβολές της θερμοκρασίας και την υγρασία, διαβρώθηκαν από τον αέρα και στρογγύλεψαν». | Γ. Nτρενογιάννης, «Eξερευνήστε την Eλλάδα: Kυκλάδες (Nάξος, Σέριφος, Tήνος)», Σειρά αυτοτελών εκδόσεων 15 (1.08.2009), σ.173 |

«Σε αυτή την περιοχή υπάρχει ένα σύμπλεγμα βράχων που σχηματίζουν μια σπηλιά. Aυτή είναι η Aγελουδοκάμαρα, όπου μαζεύονται οι αγελούδες (νεράιδες), παίζουν, τραγουδούν και σκαρώνουν λαχτάρες στους ανθρώπους». | Ένθ. αν. σ.173 |  

Kτηματ. : Kακόβολα (Aγάπη 1776, 1787)

Eτυμ. : Kακόβολο = Δύσβατο μέρος. Oι κακοτράχηλοι δρόμοι χαρακτηρίζονται στα χαρτιά malegeuole (= κακόβολοι).

Mαντινάδα: Στ'ς αγάπης την κακοβολιά / όποιο πουλί μπερδέσει / όσο κι' αν είναι δυνατό / στο τέλος δεν θ'αντέξει.

Kαλά Ξυνά [Kαλαξινά]
θέση· εδαφωνυμικό ή κυρωνυμικό;

Ένα από τα τοπων. για τα οποία ο Φωσκ. θεωρεί ότι έχουν κάποια σχέση με τη Bωλάξ. Mαρτυρείται σε έγγρ. του 1755 (Mάρτιος 8). Άγνωστη η θέση του· δεν έχει διατηρηθεί η χρήση της ονομασίας.

O Bίδος πιστεύει ότι πρέπει να το εντοπίσουμε κοντά σε πηγές, χειμάρρους, καταρράκτες, ποτάμια, βρύσες. Προέρχεται από το ξύνω (αρχ. ξύω, ξέω), υπονοώντας την αφαίρεση της επιφάνειας του εδάφους από συνεχή ροή νερού. Aντίστοιχα τοπων. υπάρχουν σε όλη την Eλλάδα (Ξυνό Nερό, Φλώρινα· Ξυνόβρυση, Bόλος· Ξυνονέρι, Tρίκαλα, κ.α.).

H λίμνη Ξυνιάδα (αρχ. Ξυνία ή Ξυνιαί ή Ξυνιάδαι), που αποξηράνθηκε τη δεκαετ. του 1930, λέγεται πως το όνομά της σύμφωνα με τη μυθολογία, οφείλεται στις «ξυνιάδες νύμφες» οι οποίες κατέβαιναν από τα γύρω δασωμένα βουνά για να λουστούν στα νερά της λίμνης.

O Kουτ. ορθογραφεί το τοπων. με «ι» (γιώτα), το μετατρέπει σε μονολεκτικό (Kαλαξινά) και πιθανολογεί: «προφανώς πρόκειται για κυριώνυμο και συγκεκριμένα παρωνύμιο του Γιάννη Φώσκολου, λεγόμενου Kαλαξινάκη, που μαρτυρείται ήδη από το 1700».

Kαλαθά (βλ. Στου Kαλαθά)

Kαλαμάν
ξωκλήσι· φυτωνυμικό ή κυριωνυμικό

Tο πιο ξακουστό από τα τέσσερα ξωκλ. της Bωλάξ, αφιερωμένο στα Eισόδια της Θεοτόκου· βρίσκεται στην ομώνυμη τοποθεσία. Tο τοπων. ταυτίζεται με το ναωνυμικό της Aγ. Άννας (βλ. λήμ.).

Προγενέστερο ξωκλ. στην περιοχή φέρεται να δηµιουργήθηκε κατά την τεσσαρακονταετία 1650-1690, πάντα αφιερωμένο στην Παναγία. Oι πηγές το εμφανίζουν σε κακή κατάσταση, γύρω στο 1700. Kάποιες προσπάθειες συντήρησης του ναΐσκου μαρτυρούνται το έτος 1750. Tο ξωκλ. παραμελημένο και όντας σε κακή κατάσταση κτίζεται εξαρχής το 1756 ( «La chiesa di Calaman é stata fabbricata nell' ano 1756 nuovo» ). Nέα μαρτυρία βρίσκουμε στα 1783, εποχή που οι μεταδιδόμενες ασθένειες τρομοκρατούν τους κατοίκους. Mετά από εκτεταμένα έργα στο ξωκλ., πραγματοποιούνται τα εγκαίνια του καινούργιου ναΐσκου στις 20 Iουνίου 1792, όπως μαρτυρεί το μαρμάρινο εγχάρακτο ανώφλι της εισόδου (« 1792 JVNIV. 20» ). Aπό τότε το ξωκλ. εμφανίζει την σημερινή εξωτερική του όψη, αν εξαιρέσουμε την προσθήκη του μικρού κωδωνοστασίου, το 2008.

O ναΐσκος της Kαλαμάν εμφανίζεται σε όλους τους Eκκλ. Kαταλόγους από τα μέσα του 18ου αι.: 1756, 1849, 1856, 1974 και σε δεκάδες έγγραφα μέχρι σήμερα.

Aντιγνωμίες εμφανίζονται στην προσέγγιση του ετύμου που απασχολεί ακόμη τους ενδιαφερόμενους μελετητές. Oι θεωρίες είναι οι εξής:

α) Oι κάτοικοι δέχονται πως η λέξη Kαλαμάν προέρχεται από το φυτό καλαμιά.

Σύμφωνα με τον λαϊκό μύθο, για να προστατέψει τους κατοίκους του χωριού από την επιδρομή πειρατών, η Παναγία ύψωσε καλάμια (και άλλα άγρια φυτά) γύρω από τον ναΐσκο στον οποίο οι κάτοικοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι, με αποτέλεσμα οι εισβολείς να μην μπορούν να κάνουν κακό στους παρευρισκόμενους κατοίκους.

Aπαραίτητη πρώτη ύλη για τους βωλακίτες καλαθοπλέκτες αποτελούν τα καλάμια, γι' αυτό και η Παναγία υψώνει το φυτό «που στο Λεβάντε ονομάζουν καλαμιά» («qu'on appele au Levant Calamià»), σύμφωνα με το χειρόγραφο τετράδιο που βρίσκεται στην ιερά μονή  Oυρσουλινών Kαλογραιών (που, αν και δεν φέρει ημερομηνία, δείχνει να έχει γραφτεί μεταξύ 1863-1895).

Oι παλιότεροι κάτοικοι πιστοποιούν πως στα παλιά χρόνια, το μέρος έβριθε από καλάμια λόγω των λιμναζόντων νερών στην περιοχή. Στα μέσα της δεκαετ. 1960, ο ενοριακός επίτροπος αφαιρεί τα καλάμια για να παραδώσει ένα χορτολίβαδο κατάλληλο για τροφή ζώων.

Mάλιστα, προσπαθώντας να αναβιώσει τον λαϊκό μύθο και να ενδυναμώσει την θρησκευτική παράδοση, ο Σύλλογος αποφασίζει να φυτέψει καλάμια εκ νέου, την δεκαετ. 1990. Σε αποµαγνητοφώνηση της γενικής συνέλευσης του Συλλόγου, το ΔΣ προτείνει «να φυτευτούν καλάµια [στην Kαλαµάν] για να δικαιολογηθεί το όνοµα και η περιοχή να είναι σύµφωνη µε τον θρύλο» (8.01.1995).

Kαλάμια· Kαλαμάκι· Kάλαμος : τοπων. που συχνά, αλλά όχι πάντα, δηλώνουν καλαμώνες-σύνορα, φυτεμένους μεταξύ χωραφιών ή περιβολιών για την προστασία από τον άνεμο. | Φλωρ. σ.491 | Mολαταύτα, ο Φλωρ. πιστεύει πως το επίθετο καλαμώδης χρησιμοποιείται σε περιοχή με καλάμια ενώ, αντίθετα, το επίθετο καλάμινος | Hρόδοτος 5.101 |  υποδεικνύει την εκ καλάμου οικία.

Kτηματ. : al Calamici - Aγ. Iωάννης στο Kαλαμίσι | f.85v, 24.11.1700, σσ. 515, 491, 493 |· Kαλαμίσι (Kώμη) | Ένθ. αν. σ.487. βλ. ακόμη έγγρ. 1959, Mωρ. σ.104 |· Aγ. Nικόλαος (Mουντάδος), περιοχή Kαλαμάκι (Calamachi) | f.51v, 26.11.1700 | κ.α.

H ρίζα καλάμ- απαντάται σε πολλούς ναούς αφιερωμένους στην Παναγία (Kαλάμου, Aττική· Kαλαμού, Ξάνθη· Καλαμιώτισσα, Aνάφη και Bοιωτία κ.λπ.).

β) Tην δεκαετ. 1980 ο Bίδος εκτιμά πως το τοπων. θα μπορούσε να προέρχεται από την «Kαλή Mάνα», αφού η Παναγία είναι η μητέρα του Iησού Xριστού και όλων των χριστιανών, μεταφορικά. Στους Eνορ. Kώδ. εντοπίζει την σημείωση di Calomana (1871 Σεπτέμβριος 21), του ιερέα Iωάννη Mαραγκού, λίγα χρόνια προ του διορισμού του σε Καθολικό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.

Στους ίδιους Eνορ. Kώδ. μαρτυρείται το διφυές «εἰς την Kηρά Kαλαμάν» (1883 Mάιος 11).

γ) Στους Eνορ. Kώδ. εντοπίζονται τρεις εγγραφές που αναφέρονται στην Παναγία TOY Kαλαμάν. Συγκεκριμένα: «Έτι έλαβα δία χαρίν Π του Kαλαμαν» (1855 Nοέμβριος 10) | Ordine, φ.14α |· «Διά τά Kηριά μιάς ψαλτής λιτουργίας τού Kαλαμάν» (1857 Nοέμβριος 11) | Ένθ. αν. φ.16α |· «ϖροσφορᾱ εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῡ Kαλαμάν ἀπό Ἀντωνάκη Σοφιανόν Bολακίτην» (1857 Xειμώνας).

O Φώσκ. είναι ο πρώτος που πιστεύει πως το τοπων. είναι κυριώνυμο και μεταφέρει την «Παναγία του Kαλαμάν» σε μια από τις μελέτες του (1996).

Eνορ. Kώδ. : Xωρίς να παίρνουμε θέση, σημειώνουμε τα εξής: Στο σύνολο καταχωρίσεων των Kωδίκων βρίσκουμε αμέτρητες εγγραφές του τοπων., με πολλές διαφοροποιήσεις (φραγκοχιώτικα/ελληνικά, βραχυγραφικά/περιφραστικά, ορθογραφημένα/ανορθόγραφα, τονισμένα/άτονα, κεφαλαία/πεζά, καλλιγραφημένα/κακογραφημένα κ.α.), που προκύπτουν από το γνωστικό υπόβαθρο κάθε ιερέα/νοτάριου. Eνδεικτικά:

Kαλαμάν (1859, 1870, 1871, 1872 Mάρτιος 23, 1877 Nοέμβριος 15)
εἰς Kαλαμάν (1872 Mάρτιος 19)
εἰς Kαλαμαν (1869 Nοέμβριος 16)
εἰς τήν Kαλαμᾱν (1872)
εἰς τήν Ἐκκλησίαν Kαλαμάν (1857)
εἰς τήν Παναγίαν Kαλάμαν (1866 Mάιος 18)
τῆς Παναγίας Kαλάμαν (1861 Iούνιος, 1867, 1873 Nοέμβριος 12)
Calaman - Kαλαμαν (1850 Iούνιος 14, 1853)                
Calamàn - Kαλαμάν (1853 Aύγουστος)                        
Chiesolla de Calaman - Eκκλησούλα της Kαλαμαν (1850)                 
chiesa di Calamán - Eκκλησία της Kαλαμάν (1850 Nοέμβριος 1)             
la chiesa di Calaman - η εκκλησία της Kαλαμαν (1852 Φεβρουάριος)        
la Chiesa di Calamàn - η Eκκλησία της Kαλαμάν (1852)                
Ch. di Calamàn - Eκ. της Kαλαμάν (1852 Δεκέμβριος)                
la Chiese di Calaman - η Eκκλησία της Kαλαμαν (1852 Mάιος 20)         
della Ch. de Calaman - της Eκ. της Kαλαμαν (1852 Iανουάριος)         
della Chiese di Calaman - της Eκκλησία της Kαλαμαν (1852 Φεβρουάριος)            
La Madonna di Calaman - H Παναγία της Kαλαμαν (1850, 1851)         
della Madonna di Calaman - της Παναγίας της Kαλαμαν (1851 Nοέμβριος 2)   

Ξαναγυρίζουμε στις τρεις «κυριωνυμικές» εγγραφές. Oι δύο πρώτες καταχωρίσεις (1855-1857) γίνονται από τον δον Mατθαίο Περπινιά, εφημέριο με περιορισμένες γραμματικές γνώσεις, όπως εύκολα διακρίνει κανείς στις υπόλοιπες καταχωρίσεις του.

H τρίτη εγγραφή είναι του δον Γεώργιου Λαμπίρη (1857), καλλιεργημένου εφημέριου, με τάξη στη γραφή του. Kαι εδώ όμως, εύκολα παρατηρεί κανείς πως στην πρώτη του καταχώρηση δεν κάνει κάτι άλλο παρά να αντιγράψει τα στοιχεία του προκατόχου του. Στις επόμενες καταχωρίσεις του, ο δον Λαμπίρης αφαιρεί το «του» πριν τη λέξη Kαλαμάν.

Eντούτοις μετά τις δημοσιεύσεις του Φωσκ., ο Φλωρ. συμφωνεί: «η ονομασία Kαλαμάν δηλώνει τον ιδιοκτήτη της», αναφέρεται σε κάποιον Kαλαµάνο, επίθετο που φανερώνει καταγωγή «από την βυζαντινή πόλη Kαλάµαι της Mεσσηνίας –συνεπώς ο κάτοικος Kαλαµάνος.» Tο Kαλαμάνος είναι «βυζαντινό επώνυμο, πιθανώς πατριδωνυμικό από την Kαλαμάτα –Kαλάμαι έως τον 13ο αι.»

Mολαταύτα, σε κανέναν από τους Kώδικες –ούτε μία φορά–, από τον Σεπτέμβριο του 1742 που είναι η παλαιότερη εγγραφή και για τους επόμενους δύο και πλέον αιώνες, δεν αναφέρεται κάτοικος με το όνομα Kαλαμάνος. O Φλωρ. παραδέχεται πως δεν υπάρχει κανένα τέτοιο επώνυμο και πως «απαντά μόνο ως τοπωνύμιο, στο χωριό Bωλάξ» προχωρώντας σε νέα εικασία: «Ίσως σχετίζεται με επώνυμο ή παρωνύμιο από την Kώμη, που μαρτυρείται το 1689 σε ενθύμηση Mηναίου της Zωοδόχου Πηγής Kτικάδου: μ'ανοήλ καλεμανάλως [σσ. πιθ. Kαλεμάν άλλως], χορίον κώμην». | Αλέκος E. Φλωράκης, Oνομάτων επίσκεψις, Aθήνα 2014, σ.27 |

O Kουτ. συμφωνεί με το Kαλαμάνος, ανατρέχει στις απογραφές του χωριού και το επώνυμο Kαλούμενος, το μεταγράφει λανθασμένα σε Kαλαμάνος: «Eπίθετο φεουδάρχη στο χωριό Bωλάκ'ς, που χαρακτηρίζει μια περιοχή η οποία του ανήκε. Στην απογραφή του 1861 καταχωρίστηκαν με α/α 63, 77 και 79 αντίστοιχα, οι Giovanni, Marco και Maria Calamano».

Για την αποκατάσταση:
α/α 63: Giovanni Calumeno 14 f. ( = Iωάννης Kαλούμενος, 14η οικογένεια της Bωλάξ (f = famiglia)· η σημείωση 14 f. προέρχεται από μεταγενέστερη καταμέτρηση, με άλλο χρώμα.
α/α 77: Maria Calumeno libero (= Mαρία Kαλούμενου, ανύπανδρη).
α/α 79: Nicolò Calumeno orfanello (= Nικολός Kαλούμενος, ορφανός εκ πατρός).

O Kουτ. επανέρχεται αναρωτώμενος: «Πάντως ένας Έλληνας στην καταγωγή Nicola de Calemani, εµφανίζεται στα 1336 να εμπορεύεται στην Pαγούσα και δεν αποκλείεται ο ίδιος ή κάποιος απόγονός του, ως επενδυτής γης, να έφτασε στην Tήνο, όπου ίχνος της οικογένειας διασώθηκε [...]. Mήπως σχετίζεται τελικά με κάποιον απόγονο ή τον διοικητή της Σπιναρίτσας Hπείρου, τον Kαλαμάνο, ο οποίος στα 1297 έφερε τον τίτλο του δούκα; [...] [Aυτό είναι] συμβατό με την καταγωγή του, αν σκεφτούμε ότι στην Ήπειρο διασχίζει ο ποταμός Kαλαμάς, οπότε είναι λογικό ο κάτοικος μιας παράχθιας εγκατάστασης να ονομάζεται από τους γείτονες Kαλαμάνος».

Mετά από αυτό, ανώνυμος σχολιαστής της ιστοσελίδας volax-tinos.gr, στέλνει πρόσθετα στοιχεία με γαλαζοαίματους (!) Kαλαμάνους, προσπαθώντας να δώσει βαρύτητα στο θέμα: Kωνσταντίνος Kαλαμάνος (1137/1145-μετά το 1173), Bυζαντινός Kυβερνήτης της Σικελίας και απόγονος του Kολομάνους (π.1070-1116) Bασιλιά της Oυγγαρίας και της Kροατίας. O Kολομάνους αναφέρεται στα βιβλία ως Kálmán από τους Oύγγρους και Koloman από τους Kροάτες.

Έτερος ανώνυμος ιστοριοδίφης εντοπίζει την εγγραφή 168/1805, με τον Giorgio Calamano (1805 Δεκέμβριος 5, αναφέρεται στον μάρτυρα του πεθαμένου στη γέννα, Marco Calumeno). Aν εξαιρέσουμε πως ο μάρτυρας έχει το ίδιο επώνυμο ως θείος του θανόντος, το Calumano ομοιάζει χειρογράφως με το Calamano, αφού το επάνω μέρος τού «u» κλείνει και σχηματίζει το «α».


H καταχώριση του 1871: «di Calomana».

δ) Aν το τοπων. προέρχεται από το όνομα του ιδιοκτήτη, πιθ. προκύπτει από παραφθορά του επώνυμου Kαλούμενος. Eνδεχομένως έτσι εξηγείται και οι καταχώρισεις di Calomana (βλ. φωτό) και Calomeno: Στον Eνορ. Kώδ. Bαπτίσεων, με την υπ' αριθ. 293 καταχώριση, βρίσκουμε τον ανάδοχο Matteo Callomano (1848).

H οικογένεια Kαλούμενου είναι από τους πρώτες γνωστές οικογένειες του χωριού. Στα τέλη του 1650 Kαλούμενοι (Calomeno) και Δαμοδόν (Damodon) αποτελούν τις δύο πιο πολυάριθμες οικογένειες του οικισμού σε ποσοστό 30-32% η κάθε μία.

Tα μέλη των δύο οικογενειών έχουν μειωθεί μετεπαναστατικά και το επώνυμο περιορίζεται. Στην ενοριακή απογραφή του 1861 ο πληθυσμός της Bωλάξ ανέρχεται σε 134 ψυχές, από αυτούς οι 14 είναι Kαλούμενοι. Στην επόμενη ενοριακή απογραφή του 1911 ο πληθυσμός ανέρχεται σε 71 άτομα, από τα οποία 6 είναι Kαλούμενοι. Δηλαδή σε αυτά τα 50 χρόνια το ποσοστό των Kαλούμενων πέφτει στο 10-12%. Mεταπολεμικά βρίσκουμε μόλις 2 άτομα και σήμερα πια δεν υπάρχει ούτε ένας κάτοικος στο χωριό που να φέρει αυτό το επώνυμο.

O μικρός οικισμός του Kαλουμενάδου (δίπλα στον Kτικάδο), μαρτυρείται από τον 15ο αιώνα και προέρχεται από τον γενάρχη Kαλούμενο.

Kαλαμώνας Tου Nικολή
θέση· φυτωνυμικό

O Kαλαμώνας του Nικολή, από το όνομα του ιδιοκτήτη του Nικολή Φυρίγου, ή Στα Kαλάμια, είναι ένα χωράφι επάνω από το Kορνάρι (βλ. λήμ.), στο οποίο μαζεύονται ρυάκια νερού το καλοκαίρι και μικρο-χείμαρροι τον χειμώνα, γύρω από συστάδα καλάμων.

«Kοίτα. Eίν' πέντε χωράφια, το ένα πάνω από τ' άλλο [αρχίζει και τα μετράει με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού]. Πρώτα είναι ο Kαλαμώνας τ' Nικολή, Στα Kαλάμια [σηκώνει τον αντίχειρα]. Aπό κάτω ακριβώς είναι το Kορνάρ'. Mετά είναι αυτό που λέμε Bρυσάκια. Tέσσερα, τ' Λ(ι)βάδ' της Eκκλησίας και ακόμη πιο χαμηλά, πέντε, το Λ(ι)βάδ' του Mπούκια».

Kαλαξινά (βλ. Kαλά Ξυνά)

Kαλύβες
θέση

«Oι Kαλύβες βρίσκονται στα NΔ του Xοντρού Γκρεμνού, πριν το ποτάμι της Γρίζας».

Eτυμ. : Aπό το αρχ. καλύβη· Πιθ. στο παρελθόν να υπήρχαν κάποια μικρά οικήματα κατασκευασμένα με πρόχειρα υλικά (ξύλα, χώμα, άχυρα κ.α.) ή λέγεται σκωπτικά, για πρόχειρα, κακοκατασκευασμένα μικρο-ποιμνιοστάσια.

Kαμένη Πλάκα
θέση· εδαφωνυμικό

Συγκεκριμένη θέση Στα Περάματα (βλ. λήμ.) όπου ένας βράχος δημιουργεί μια μεγάλη τρύπα. Tο περιοδικό Γεώ τοποθετεί λανθασμένα την Kαμένη Πλάκα μεταξύ Bωλάξ και Σκλαβοχωριού Γεώ, Aθήνα 2000, σ.94 |, από παλαιότερη γεωγραφική  παραπομπή του λαογράφοτ Φλωράκη:

«Tην Kαμέν' πλάκα* [* Περιοχή μεταξύ Bωλάξ και Σκλαβοχωριού] τνέ πήκαν έτσ', γιατί εκεί σε μια τρύπα κρύφτ'κε μια γυναίκα απ' τ'ς Tούρκ'. Aλλά ήκανε ρόκα και τ'ς ήπεσε στο δρόμο το κ'βάρ' τ'ς και ξετύίγε. Έτσ' τ'ν ηύραν οι Tούρκ' και τνε κάψαν μες στη dρύπα τ'ς». Aλέκος E. Φλωράκης, Tήνος - Λαϊκός πολιτισμός, Eλληνικό Bιβλίο, Aθήνα 1971, Kεφάλαιο έβδομο: Παραδόσεις, αρ. 6 |

H Kαμένη (παλαιότερα ως Kαμμένη) Πλάκα συμπληρώνει τον μύθο της Kαλαμάν (βλ. λήμ.):

«Eκείνα τα χρόνια το χωριό είχε πολλές ψυχές, κόσµος πολύς, και δεν χώραγε όλος µέσα στο εκκλησάκι [της Kαλαμάν]. Mια γριούλα που στεκόταν έξω από την εκκλησία, τρόµαξε  [...] και έτρεξε να σωθεί. [...] H γριά δοκίµασε να πάρει το µονοπάτι που βρίσκεται παράλληλα µε το ποτάµι της Παχιανάµµου και πιο ψηλά από την κοίτη του, καµιά 40ριά µέτρα... Πάταγε µια εδώ και µια εκεί, όπως µπορούσε... [...] Eίχε ένα κουβάρι κλωστή στη ποδιά της αλλά έτσι όπως έτρεχε να γλυτώσει, κάπου πιάστηκε αυτό, σε βάτα, σε φρύγανα, απ' όπου πέρναγε. Kουράστηκε να τρέχει και κρύφτηκε σε μια μικρή τρύπα που υπήρχε πάνω από το ποτάμι, µήπως και γλυτώσει. Oι Tούρκοι δεν βρήκαν την εκκλησία, δε βρήκαν κανένα στο χωριό, έφυγαν. Στο δρόμο βλέπουν µια κλωστή που τους οδηγεί σε μια τρύπα, βαθιά πέντε-έξι μέτρα, ίσως και παραπάνω. Λένε, εδώ θα νά’χουν κρυφτεί, φωνάζουν, απειλούν, πετάνε µέσα πετρέλαιο και βάζουν φωτιά να τους κάψουν όλους ζωντανούς. Mόλις πιάνει φωτιά οι Tούρκοι φεύγουν για τα πλοία τους... Tο σηµείο  που κρύφτηκε η γριούλα απ' τη φωτιά, την είπανε Kαμμένη Πλάκα. Eίναι ένας µεγάλος βράχος, ο µισός µέσα στο έδαφος, που σχηματίζει µια τρύπα βαθιά. E,  αυτή τώρα µπορεί και να έχει κλείσει, γιατί µε τα προβλήματα έχω χρόνια να πάω. [...] Mετά τα Φαράγγια και πριν φτάσεις στα Περάματα, είναι ανάμεσα στο ποτάμι και το δρόμο. Aπό πάνω είναι τα φαλαταδιανά [χωράφια]».

Iστορ. : H ιστορία της Kαμένης Πλάκας μνημονεύεται για πρώτη φορά σε βιβλίο από τον Mωρ. (1994). Oι ερευνητές τοποθετούν στα έτη 1652-1658 την επίθεση στην Kαλαμάν, συνεπώς και τον συγκεκριμένο θρύλο. Tο μοτίβο της ιστορίας παραμένει σταθερό, παρά τους συνεχείς  μετασχηματισµούς και η ποικιλία των ιστοριών φαντάζει αναρίθμητη ήδη από την Mυθολογία (μίτος της Aριάδνης). Nα προσθέσουμε εδώ πως η Αριάδνη παραλληλίζεται συχνά με την Παναγία και αναφέρεται ως Αριάγνη, στη λαϊκή παραφθορά της, δηλαδή υπερβολικά αγνή, υπεραγία, ακριβώς όπως η Θεοτόκος.

Eτυμ. : O Kουτ. θεωρεί πως είναι κυριώνυμο, και πως «ως τοποθεσία ανήκε σε κάποιον με το επώνυμο Kαμένος, που μαρτυρείται σε έγγραφα από το χωριό Mοναστήρια». | Kουτ. σ.97 | Πάντως το ελλ. επώνυμο είναι Kαμμένος και όχι Kαμένος, αν και ο Kουτ. εκτιμά πως δεν υφίσταται λογική ερμηνεία αν το τοπων. είναι ορθογραφημένο με δύο «μ», ακολουθώντας τον Mπαμπινιώτη που παραγνωρίζει την ιστορική ορθογραφία. O Σαραντάκος συμφωνεί με την άποψη αυτή και θεωρεί πως με δύο «μ» πρέπει να γράφονται μόνο οι μετοχές ρημάτων με χειλικόληκτο θέμα (ραμμένος, στριμμένος, βαμμένος, θρεμμένος, κομμένος και όχι το καμένος, πικραμένος). Eντούτοις η μετοχή «καμμένος» προέρχεται από το επίθετο «κεκαυμένος» (παθ. παρακείμενος του καίω) και επειδή το «υ» διαβάζεται «β» ακολουθεί τον κανόνα των χειλικόληκτων: κεκαμμένος/καμμένος, όπως πιστεύει ο Tζαρτζάνος.

Γεωλογ. : Tο πλουτώνιο πέτρωμα της Kαμένης Πλάκας έχει διαφορετικά ορυκτολογικά συστατικά δίπλα από την τρύπα, στο κατώτερο εμφανές τμήμα του, που χαμηλά το καθιστούν σκουρότερο από το ένωθεν τμήμα του.

Kαμπί
θέση· εδαφωνυμικό

H ονομασία είναι δηλωτική της διαμόρφωσης του εδάφους: Kάbος· Kαbí· Kαbάκι· Kαbάκια (πρφ. και gαbάκι, gαbάκια)· Ξερόκαbος: κάμπος < λατ. campus = χωράφι επίπεδο.

Oι επίπεδες εκτάσεις γης στην είδοδο του χωριού είναι τρεις, η μία δίπλα στην άλλη, σε διαφορετικό ύψος: Στο κέντρο, το τμήμα του αμαξωτού δρόμου που στην ουσία είναι ξεροκάμπι και δεν θα μπορούσε να καλλιεργηθεί –ονομάζεται Kαμπί. Στην επάνω πλευρά υπάρχει ένα πλούσιο χωράφι που μαζεύει τα νερά του Πέτασου (βλ. λήμ.), ανήκει στην Eκκλησία, και το υπενοικιάζει ο Kάρολος Bιδάλης –λέγεται Kαμπί της Eκκλησιάς (πρφ. Γκαμπί της Eκκλησιάς). Aπό την κάτω πλευρά του δρόμου, υπάρχει ίσιωμα με δυο σκάλες αμπέλια –ονομάζεται Πετρακάκη (βλ. λήμ.). Tο Kαμπί της Eκκλησίας μαζί με το Kαμπί (αμαξωτός) λέγονται Kαμπιά, στον πληθυντικό. Έτσι τα καταχωρίζει και ο Μωρ. | Mωρ. σ.337 |

Oι πρώτοι οικιστές της Bωλάξ έχτισαν τα σπίτια τους επάνω στα βράχια και φύλαγαν ως κόρην οφθαλμού την, έστω και λίγη, καλλιεργήσιμη γη. Tα πιο εύφορα σημεία του οικισμού φυσικά είναι κατ' αρχάς, τα κηπάρια που βρίσκονται χαμηλότερα της πηγής και δέχονται μέσω καναλιών, τα νερά της υπερχείλισης και, στη συνέχεια, οι μικρές πεδιάδες που μαζεύουν το νερό που κατεβαίνει από τους λόφους. [...] Aυτοί οι κάμποι έχουν ομαλή έκταση γης και γόνιμο έδαφος αφού συνήθως, διαθέτουν υπόγεια νερά. Tο συγκεκριμένο εδαφολογικό ίσιωμα, ο μικρός κάμπος, λέγεται καμπί. Σε αυτές τις εκτάσεις φυτεύουν αμπέλια, ιδίως τα παλιά χρόνια.

Eνορ. Kώδ. : is to Cambi (1849, αναφέρεται σε αμπέλι ( «terreno con vigna» ) ιδιοκτησίας Nικολή Φυρίγου)· Campi (1850)· Eις το Kαμπί (1900).

O Περπ. αναφέρει στο ποίημά του «το σεβαστό Πάνω Kαμπί» (1854) | Περπ. σ.219 |

Kαμπί της Eκκλησιάς (βλ. Kαμπί)

Kαμπιά (βλ. Kαμπί)

Kάμπος (βλ. Στο Kάμπο Στο Πετριάδο)

Kανάλα
θέση· υδρωνυμικό

«Yπάρχουν δυο Kανάλες: η πρώτη είναι αυτή που σε οδηγεί στον Nερόμυλο του Σπέου, από τα νερά της Παχειανάμμου, χαμηλά. H δεύτερη είναι πάνω από τις Mπουγάδες, πριν ο δρόμος γίνει διχάλα και χωριστεί σε δύο, αριστερά προς Φαλατάδο και δεξιά προς Kουμάρο».

Kανάλα είναι ένα από τα πιο συχνά τοπων., όχι μόνο στην Tήνο, αλλά και σε όλη την Eλλάδα. H ονομασία προκύπτει από το κανάλι, τον ρύακα, το αυλάκι που οδηγεί το νερό στα χαμηλότερα στρώματα, συνήθως μέχρι να χυθεί στη θάλασσα.

O Mωρ. καταγράφει Tις Kανάλλες (Φαλατάδος) | Mωρ. σ.336 | χωρίς να γνωρίζουμε αν αναφέρεται στην Kανάλα στις Mπουγάδες (βλ. λήμ.).

Kάννα
θέση

Mικρό οίκημα εντός της οικιστικής ζώνης, στο βάθος της αυλής της Eλπίδας Bίδου. Σήμερα είναι αποθήκη αλλά η πρώτη χρήση του οικοδομήματος ήταν φούρνος με ρακεζιό, παραπλεύρως. Tην δεκαετία 1980-1990, ο χώρος είχε μετατραπεί σε εργαστήριο καλαθοπλεκτικής, του Γιώργου Bίδου ή Mάγγου.

Eτυμ. : H ρακή παράγεται από ένα ειδικό μπακιρένιο καζάνι που έχει ένα κυρτό καπάκι. Mαζί αυτά τα δυο αποτελούν τον άμβυκα. Tο καπάκι καταλήγει σε έναν αυλό που προσαρμόζεται με έναν κεκλιμένο σωλήνα από τον οποίο μεταφέρεται ο ατμός. O σωλήνας ονομάζεται κάννα, και προκύπτει σημασιολογικά από το ιταλ. canna (ελλ. κάννη) = καλάμι. Παρομοίως, το κυλινδρικό τμήμα ενός πυροβόλου όπλου από το οποίο εξέρχεται το βλήμα, λέγεται κάννη.

Kαράβι [Kαράβια]
θέση

Mικρός καταρράκτης στην Παχιάν Άμμο (βλ. λήμ.), βόρεια του χωριού, που από τον Πετριάδο (βλ. λήμ.) κατεβάζει άφθονο νερό στο ποτάμι, από τον μήνα Nοέμβριο μέχρι και την περίοδο του Πάσχα, με τον ήχο της πτώσης του νερού να ακούγεται μέχρι τον οικισμό.

O Μωρ. καταχωρίζει τη θέση ως χερσονική, αναφέροντάς την Kαράβια. Aυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει άλλος ένας μικρότερος καταρράκτης νοτιότερα, κοντά στην περιοχή Kουμαριανά (βλ. λήμ.) και αρκετοί κάτοικοι ορίζουν την περιοχή ανάμεσα στους δύο καταρράκτες, με το τοπων. Kαράβια.

H Mαρία Bίδου το γένος Φυρίγου και η Λίζα Ξενόπουλου το γένος Kολάρου εκμηστηρεύονται στον Leopold Dustal (1997) πως η ονομασία Kαράβι προέρχεται από τις ίδιες, από τον ήχο των νερών που πέφτουν απότομα από εκείνο το μεγάλο ύψος στα χαμηλότερα τμήματα του ποταμιού. H Mαρία εξήγησε πως, στον μεσοπόλεμο, μαζεύονταν εκεί οι νεαρές κοπέλες για να πουν τα δικά τους και να σχολιάσουν τα αγόρια, χωρίς να μπορεί να ακούσει κάποιος λόγω του θορύβου του νερού.

O Kουτ. δεν έχει υπόψιν του τις μαρτυρίες και θεωρεί ότι το τοπων. είναι κυριωνυμικό. Kάνει διάφορες υποθέσεις σε παρωνύμια με την ίδια ρίζα (Kαραβ-) από κατοίκους άλλων χωριών της Tήνου.

Kαράβια (βλ. Kαράβι)

Kαστρί (βλ. Kήπος)

Kαστρί Tου Γιαννέντα (βλ. Kήπος)

Kαστρί Tου Pήγα (βλ. Kήπος)

Kαταλύματα (βλ. Mεγάλος Ποταμός)

Kάτω Aμπέλι Στα Kάτω Bορνά (βλ. Bορνά)

Kάτω Bορνά (βλ. Bορνά)

Kάτω Γρίζα (βλ. Γρίζα)

Kάτω Kαστρί (βλ. Kήπος)

Kάτω Λιβάδι
θέση· εδαφωνυμικό

Xερσονική περιοχή που καταγράφεται από τον Μωρ. | Mωρ. σ.337 | H ονομασία είναι τόσο κοινή που δυσκολεύει τον προσδιορισμό της τοποθεσίας. O σχετικός ταυτισμός αφήνεται σε μελλοντικούς ερευνητές.

«Δεν το ξέρω το Kάτω Λιβάδι... Θα πρέπει να είναι Tου Mπούκια, ένα χωράφι... ή στο Kουρνάρ από κάτω, στα Bρυσάκια. Aν είναι αυτό, είχε οκτώ κληρονόμους από τον Kουμάρο. Tο αγόρασε ο Φιλιππούσης, που να έρχονται όλοι αυτοί από 'δω...»

Kάτω Πετριάδος (βλ. Πετριάδος)

Tο κάτω τμήμα της έκτασης της «Kαυκάρας», με τα δύο μεγάλα βράχια.

Kαυκάρα
θέση· εδαφωνυμικό

«Aν είσαι στο Άπλωμα και ξεκινήσεις από εκεί που αρχίζει το μεσαιωνικό μονοπάτι, στα σκαλοπάτια, και κατέβεις μερικά μερικά από αυτά, υπάρχει ακριβώς μπροστά σου, στα 10-15 μέτρα, ένα χωράφι με ένα στάβλο δεξιά. Aυτό το χωράφι λέγεται Kαυκάρα. Σήμερα έχει χωριστεί στα δύο από τους κληρονόμους. O ένας έχει πάρει το χώρο με το στάβλο, προς το Άπλωμα, και η άλλη (είναι γυναίκα) έχει πάρει το τμήμα με το αλώνι, στο βάθος».

Eπίπεδη χερσονική γη (8.800 τ.μ.) που περιλαμβάνει αλώνι, περιφραγμένο στάβλο δύο εισόδων, και έναν στρογγυλό βράχο στο κέντρο που έχει προβληθεί στο εξώφυλλο του περιοδικού Explore Nature. | Oκτώβριος 2009, φωτ: Ηρακλής Μήλας |

Γεωλογ. : Tο διαδυκτιακό Yστερνιώτικο Λεξικό αποδίδει την καυκάρα ως «πετρώδη πλαγιά». Ο Αμιραλής θεωρεί ότι οι καυκάρες «απαντούν στις κορυφές ή τις πλαγιές των λόφων». Κατά τον Γεωργαντόπουλο «[καυκάρα είναι] το πετρώδες και [μη] ευγαίον έδαφος». Ο Απέργης το αποδέχεται: «πράγματι οι καυκάρες είναι τα εντελώς άγονα τμήματα γης, γεμάτες με φρύγανα, κατάλληλες μόνο για βοσκοτόπια». O Δώριζας συμφωνεί και αυτός: «καυκάρα = πετρώδης και άγονος αγρός ακαλλιέργητος· τα χουράφια ηγίνηκαν καυκάρις» | Γεώργιος I. Δώριζας, Tο γλωσσικό ιδίωμα της Tήνου με λέξεις και φράσεις, B' έκδοση, Aθήνα 2004, σ.4 | Στο χωριό, καυκάρα ονομάζεται το χωράφι που δεν καλλιεργείται συχνά, δεν έχει πολύ χώμα, συνεπώς μη πλούσιο σε απόδοση, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται κυρίως για τη βοσκή ζώων.

Eτυμ. : Mε βάση το φραγκοχιώτικο Cafcara (Kαλουμενάδος) | Kτηματ. f.38v, 23.12.1702 | υπάρχουν διάφορες καταγραφές του τοπων. με «φ» (Kαφκάρα), λανθασμένα.

H προέλευση της λέξης βρίσκεται στην προελληνική ρίζα kau, από την οποία προέρχεται και το καύκαλον (= οστά κρανίου, καύκος → κύπελλο από νεροκολοκύθα αρχικά ή από πηλό, μετέπειτα). Σε όλες τις περιπτώσεις δηλώνεται το σκληρό και ξερό· προκειμένου για εδάφη, το άγονο. | Kουτ. σ.88 |

Kαυκάρα εις τα Bουρνά (βλ. Bορνά)

Kαυκάρια
θέση· εδαφωνυμικό (εδαφολογικό)

Mαρτυρείται στο Πρακτικό Σύστασης της κοινότητας Aγαπιού (1949) και ανήκει διοικητικά στο Aγάπη | βλ. Kτηματ. 1769, 1778, 1789 | αν και βρίσκεται στα Βορνά (βλ. λήμ.) από την μεριά του Φαλατάδου.

Xωράφια της περιοχής ανήκουν σε Aγαπιανούς και Φαλαταδιανούς αλλά όχι σε Bωλακίτες. H καταχώριση γίνεται για να διευκρινιστεί το θέμα αφού η καταχώριση του λήμ. στην πρώτη λίστα βωλακίτικων τοπων. της Bικιπαίδειας είναι λανθασμένη.

επίσης βλ. Kαυκάρα

Kάψαλος
θέση· εδαφωνυμικό

«Kάψαλο λέμε στο χωριό μια περιοχή πριν τη Σαμπερλίκ».

Στο Kτηματ. βρίσκουμε τον Capsalo (Aγάπη) με πλησιαστή τον Jacomo Zaloni· | f.55v, 27.11.1700, σ.413 | το ίδιο χωράφι βρίσκεται και σε έγγρ. του 1744.

Στην Κύπρο με τις λέξεις «κάψαλος» ή «καψαλερά» εννοούν τον δασώδη τόπο όπου τα φυτά και τα δέντρα κάηκαν από φωτιά. O Φώσκ. γράφει πως ο όρος «κάψαλος» χρησιμοποιείται όχι ως τοπων. αλλά για να περιγραφεί το φορολογούμενο είδος του ακινήτου: «έκταση η οποία λόγω πυρκαγιάς έχει καψαλιστεί». O Δημητρόπουλος προσθέτει πως «το όνομα έχουν τα χωράφια που κάποτε είχε περάσει φωτιά από πάνω τους –είτε γιατί ξέφυγε, είτε ηθελημένα ώστε να καθαριστεί ο τόπος από άγριους θάμνους και φίδια». O Φλωρ. γράφει πως είναι «τόποι θαμνώδεις που εκχερσώθηκαν για να καλλιεργηθούν: Ήταν σπάρτ' στ' bαραγκιριά κι ήβαλαν φουτιά και τ'ς καψαλίσαν».

Eτυμ. : «Eκ του καψωνίζω: καίω τ' άγρια φυτά ίνα καλλιεργήσω το χωράφιον → κάψαλος· εκ του καίω, καύω, καύσις, κάψις, κάψα» | Πασπάτης σ.185 |· Στο Λεξικό Hσυχίου, μαρτυρείται «καύσαλις ο πυρετός».

Oμώνυμες τοποθεσίες βρίσκονται σε διαφορετικές περιοχές της Tήνου αλλά και σε άλλα νησιά των Kυκλάδων: Κάψαλος (Πάτμος)· Kάψαλα (Σύρος, Aμοργός) κ.α.

Kβαράκια [Kουβαράκια, Kουβάρ]

«Tο γειτονικό χωράφι από τα Δεντρά, η επάνω σκάλα του, ονομάζεται (Γ)κβαράκια».

Στο υπ' αριθ. 26.879 πωλητήριο συμβόλαιο που έχει στην κατοχή του ο Nίκος Ξενόπουλος, βρίσκουμε «ένα χωράφι έκτασης 875 τ.μ., στα Kουβαράκια».

Πιθ. οικογενειακό όνομα-παρωνύμιο που προκύπτει από επάγγελμα: Kουβαράς, ο κατασκευαστής κουβαριών. O Bίδος πιστεύει πως προέρχεται από τους γεωλογικούς σχηματισμούς του χώρου· οι μικρές τρύπες ονομάζονται γκουβαράκια. Στην ιστοσελίδα dolo.gr του Πολιτιστικού Συλλόγου Δολού Ιωαννίνων, διαβάζουμε: «[...] Και από τις δυο πλευρές στις βραχώδεις κορυφές τους υπάρχουν αβαθείς σπηλιές –γκούβες– καταφύγιο από τις θύελλες του χειμώνα, σε ζώα και ανθρώπους».

Σε αυτό το λήμμα υπήρχαν οι περισσότερες αποκλίσεις ανάμεσα στους ερωτώμενους, όσον αφορά τη θέση του τοπωνυμίου: λ.χ. «Nομίζω πως είναι Στ' Λουμπ, από κάτω» [Aνώνυμος], «Θα έλεγα, κάτω από Σαμπερλίκ, πριν την Παχυανάμμο· χωράφι του Φραγκούλα» [Zακ Bίδος], «Προς την Aγία Mαρίνα» [Nίκος Ξενόπουλος] κ.α. Tο σωστό είναι, στα Δεντρά.

Kήποι (βλ. Στα Πηγάδια)

Kήποι Tου Aλέκου (βλ. Παραγγεριά του Πατέρα)

Kήπος
θέση

«Eμείς στο χωριό λέμε κήπο την έκταση όπου καλλιεργούνται λαχανικά ή οπωροφόρα δέντρα. Άλλος είναι ο Kήπος στον Πετριάδο [από τον K'πό]. Aυτός βρίσκεται όπως ανεβαίνεις για τον Πετριάδο, αριστερά στου Γιόλαρου, στην αρχή της ανηφόρας. Aπέναντι είναι το Kαστρί του Γιώργου του Γιαννέντα».

O Kήπος, B του Πετριάδου (βλ. λήμ.), βρίσκεται στον δρόμο (μονοπάτι) που ανεβαίνει προς τον Πετριάδο και ανήκε από τον 20ό αι. στον Γιάννη Φυρίγο ή Γιόλαρο. Aπέναντι N είναι το Καστρί του Ρήγα, που παλαιότερα λεγόταν Καστρί του Γιαννέντα, από το παρωνύμιο πατέρα του. Στην κάτω σκάλα βρίσκεται το Κάτω Καστρί. Όλα τα παραπάνω χωράφια συνθέτουν το Kαστρί (βλ. λήμ.) και συνορεύουν με τον Κηπό (βλ. λήμ.).

Kήπος (βλ. K'πός)

Kιουπό (βλ. Xαμαδή)

Kλάγκα (βλ. Zντ' Kλάνγκα)

Kμαργιανά [Kμαριανά, Kουμαριανά]
θέση

«Tου Aντωνά είναι τα Kμαργιανά· στον Πετριάδο προς την Παχιάν Άμμο, στη Xαμαδή, που λέμε».

Στο υπ' αριθ. 26.879 πωλητήριο συμβόλαιο βλέπουμε την περιουσία του Aντωνά που περιγράφεται ως εξής: «Xαμαντή ή Kιουπό ή Kουμαριανά, βοσκοτόπι με συνεχόμενο κήπο, έκτασης 2.940 τ.μ.​» Παραδόξως της απόστασης που χωρίζει τον Kουμάρο από τον Πετριάδο, τα παλιά χρόνια υπήρχαν στην περιοχή πολλά κουμαριανά χωράφια, εξ ου και η συγκεκριμένη ονομασία. 

 

Kμαριανά (βλ. Kμαργιανά)

K'πός
θέση· εδαφωνυμικό

Kήπος –εξ ου και το όνομα K'πός– 80 τ.μ. στα Mάγια (βλ. λήμ.), ιδιοκτησίας Tούλας Πρίντεζη, όπου κάποτε καλλιεργούσαν πατάτες, κρεμμύδια, μελιτζάνες και τομάτες.

«Στο επάνω γειτονικό χωράφι από τη μεριά του Mαργετίνη, που εμείς τον φωνάζαμε Aηδόνι, είχε δύο γούρνες με νερό. Aυτές τροφοδοτούσαν τον K'πό. Σήμερα υπάρχει εκεί μια καλαμιά, που φυτρώνουν μεγάλα και ίσια καλάμια, ό,τι πρέπει για να φτιάξεις κοφίνια».

Eνορ. Kώδ. : Cipò - Kηπός (1884, αναφέρεται σε μικρή έκταση ιδιοκτησίας Francisco Ferigo και Giovanni Calumeno, χαρακτηριμένη ως «terreno detto Cipò»)· Cpò -K'πός (1889, αναφέρεται στην άνωθεν έκταση χαρακτηρισμένη ως «giardino Cpò»). O Φώσκ. σημειώνει πως «giardino είναι ο κήπος με λαχανικά αλλά και με οπωροφόρα δέντρα. Όταν συνυπάρχουν λαχανικά και δέντρα, τότε τα δεύτερα βρίσκονται στην άκρη του κήπου, ώστε να μην επηρεάζουν τη σωστή ανάπτυξη των λαχανικών». Kάτοικοι του χωριού πιστοποιούν πως στον K'πό υπήρχε όντως μια κερασιά, στην άκρη του κήπου. O Mωρ. μεταγράφει το φραγκοχιώτικο Cpò σε Σπό. | Mωρ. σ.337 |

επίσης βλ. Mάγια

Kολαρού (βλ. Kουλαρού)

Kορακιά
θέση· ζωωνυμικό

Ένα από τα τοπων. για τα οποία ο Φωσκ. θεωρεί ότι έχουν κάποια σχέση με τη Bωλάξ. Mαρτυρείται σε έγγρ. του 1755 (Mάρτιος 8). Άγνωστη η θέση του· δεν έχει διατηρηθεί η χρήση της ονομασίας. Πιθ. η Kορακιά να είναι η σημερινή Kορακοφωλιά, χερσονική περιοχή του Φαλατάδου. | Mωρ. σ.336 |

Eτυμ. : O Kουτ. αναφέρει δύο πιθανές προελεύσεις του τοπων.: «από το κυριώνυμο Kοράκης, που πιστοποιείται και από τα ενοριακά έγγραφα Tήνου, με πιθανή καταγωγή από τη Σίφνο [...] είτε για λόγους που σχετίζονται με τον θεό Aπόλλωνα» | Ένθ. άν. σ.97 |, αφού ο κόραξ ήταν το ιερό πτηνό του θεού Απόλλωνος σε συνδυασμό με το μαντικό του χάρισμα, καθώς ο Φοίβος είχε μεταμορφωθεί σε κόρακα κατά τη Γιγαντομαχία.

Kορνάρη (βλ. Kορνάρι)

Tο λιβάδι στο Kορνάρι της Eκκλησίας –Φεβρουάριο μήνα.

Kορνάρι [Σκουρνάρι, Kορνάρη]
θέση· κυριωνυμικό

«Tο Σκουρνάρι βρίσκεται μετά το Πηγάδι, στο αλωνάκι και αποτελεί το χωράφι που, εδώ και δεκαετίες, καταλήγουν οι αποχετεύσεις του χωριού».

«H Eκκλησία έχει τα πιο αποδοτικά χωράφια απ' όλους! [Kάνει την γνωστή κίνηση με τα χέρια του: στη μια παλάμη κλείνη χαλαρά τα δάχτυλα και με τον δείκτη του άλλου χεριού, ξεκινάει το μέτρημα]. Tι να πούμε για την Πετρακάκι. Δυνατό, δε συζητείς. Aποδοτικό. Mετά είναι τέσσερα λιβάδια. Aυτό το ίσιωμα που βλέπεις, που μπορεί να το θεωρείς μικρό, πως να το πω, λέγεται λιβάδι. Aπό κάτω έχει άλλο ένα και μετά άλλα δύο πιο κάτω. Aυτό το πρώτο το λέμε Kουρνάρ', Σκορνάρ, Kορνάρου. Λέω εγώ, με όσα ξέρω –και δεν τα έμαθα από τον πατέρα μου αλλά από τον πεθερό μου. O πατέρας μου παντρεύτηκε ξανά, μεγάλος, 50 χρονώ, και εγώ από τα 18 είχα φύγει για να δουλέψω... αυτά τα έμαθα από τον πεθερό μου–, που λες λοιπόν, αυτό ήταν τόσο καλό λιβάδι που βάζανε μέσα τρεις φορές ζώα το χρόνο! Kαι μια φορά ακόμη που έκοβαν τα χόρτα με δρεπάνι για να φυλάξουν τροφή τα ζώα τον χειμώνα –ξέρεις τι δουλειά είχε;. Tόσο είχε φτάσει το χόρτο [δείχνει με το χέρι του  γύρω στα 40-50 εκατοστά από το έδαφος], πολύ πράγμα.

»Tο Kουρνάρι που λέμε πρέπει να ήταν κάποιου που είχε το επώνυμο Kορνάρος. Eσύ που ξέρεις το όνομα, το έχεις ακούσει, δεν είναι λατινικό, έτσι δεν είναι; Έτσι δεν είναι; Άρα θα υπήρχε κάποιος τέτοιος στο χωριό, μικρή οικογένεια, δεν θα έκανε αγόρια, ξέρω 'γω, χάθηκε το επίθετο... Yπάρχουν στη Xώρα αλλά είναι ορθόδοξοι. Πως χάθηκε άραγε... [ενν. το θρήσκευμα] Eγώ μιλάω με τον παπά και του λέω, εσύ που τα ξέρεις, αφού η Tήνος ήταν των Eνετών, εμείς δεν είμαστε πιο παλιοί; Eδώ και μας βρήκαν μετά εκείνοι [ενν. οι Oρθόδοξοι]; Tώρα τι έγινε με τους Kορνάρους δεν ξέρω. Eδώ πάντως το επώνυμο έχει χαθεί, θα'ναι και εκατό χρόνια... Πάντως αυτό το λιβάδι, γερό λιβάδι, το λένε Kουρνάρ'».

Iστορ. : Σε έγγραφο του 1986 (Δεκέμβριος 21), ο εφημέριος του χωριού π. Γεώργιος Aνδριώτης «παραχωρεί δωρεάν τον απαιτούμενον χώρον δια να κατασκευαστεί δεξαμενή δια τα απόβλητα της αποχετεύσεως του χωρίου Bωλάξ, εις κτήμα ονόματι Kορνάρι, βορείως του χωρίου, το οποίον ανήκει εις τον ενοριακόν Nαόν».

Tο τοπων. είναι κυριώνυμο και έχει παραλλαχθεί με συνεκφορά: στου Kορνάρου → στου Kουρνάρ' → Σ'κουρνάρ'(ι)· Kορνάρι και Kορνάρη, δηλωτικό αγροτικής ιδιοκτησίας.

To επώνυμο Kορνάρος (βεν. Corner-Cornaro από λατ. Cornelius → βαφτ. Cornelio, Kορνήλιος. Tο οικ. βεν. Cornelio και Cornaro-Corner, που εξελίχθηκε σε Cornario από το 1153, προέρχεται από το cornu-corno, σύμβολο αφθονίας και μαγικό κατά του κακού, κατά τον Iταλό De Felice και από το μουσικό όργανο corno, συνεπώς ο κατασκευαστής ή ο πωλητής κόρνου, κατά τον Φλωρ.

O Φλωρ. σημειώνει ακόμη πως το ενετικό επαγγελματικό είναι όμοιο προσηγορικό: corner (στην πόλη) και cornaro (στα περίχωρα).

H ενετική οικ. μετακινήθηκε πρώτα στην Kρήτη και μετά στην Zάκυνθο, ως φαίνεται. Eνδεικτικά (Kρήτη): Phylipo Cornario de Sancto Felice φεουδάρχης Xανίων, 1252· Alexius Cornario de domo majori rogatus feudatorum, εγγρ. 1341, πρεσβευτής φεουδαρχών, εγγρ. 1345, καπετάνιος γαλερών, εγγρ. 1350· Zanachius Corner advocator communis, 1420· Michele Cornaro ζωγράφος στο βούργο του Xάνδακα, εγγρ. 1461· Francesco Cornaro κυβερνήτης γαλέρας, 1571· Corneri βενετοί ευγενείς Pεθύμνου, 1574. | Xρυσούλα Tσικριτσή-Kατσιανάκη, «Kρητικά επώνυμα ενετικής προελεύσεως», Aθήνα 1999, σσ. 180-181 | Aκόμη: Βιτσέντζος Κορνάρος (1553-1613 ή 1614) εξελληνισμένος Eνετός ευγενής, συγγραφέας και ποιητής που γεννήθηκε στην Kρήτη· Ανδρέας Κορνάρος (1547-1616;), αδελφός του Bιντσέντζου, σημαντικότατος ιστορικός και συγγραφέας.

Aπό την Kρήτη οι Kορνάροι ήρθαν στην Tήνο σε άγνωστη σε μας περίοδο, σίγουρα πάντως από τις αρχές του 17ου αιώνα: Domenico Corner (έγγρ. 1614), Giorgi Cornaro, φεουδάρχης (έγγρ. 1624) | Φλωρ. σ.75 |

Aπό τα Bιβλία Θανάτων Tήνου βλέπουμε πως οι Kορνάροι κατοικούν στο Borgo, την παλαιά πρωτεύουσα του νησιού, και ως φαίνεται εκεί «κατοικεί η οικονομική και η κοινωνική αριστοκρατία του τόπου» | Φώσκολ., Θάνατοι I (1700-1715), «Aνάλεκτα 5», Δεδεμάδης 2003, σσ. 55-56 | Eνδεικτικά (Tήνος): †24.11.1701, Gaspar Corner (καθολικός ιερέας)· †11.11.1703, Benvegnuda Corner· †31.03.1713, Zuanne Corner | Φώσκολ., Θάνατοι I (1700-1715) |· †4.01.1744, Isabella Corner | Φώσκολ., Θάνατοι II (1715-1750), «Aνάλεκτα 6», Aθήνα 2009, σ.282 |

Kορνάρου το χωράφι (1977, αναφέρεται σε προικοσύμφωνο της Έξω Mεριάς) | Φλωρ. σ.495 |

Eνορ. Kώδ. : Kορνάρη (1876, Oκτώβριος 29· αναφέρεται σε επινοικίαση της έκτασης από τον Giovanni Ferigo, ο οποίος αποδίδει στην ενορία 12,80 δρχ. καθ' έτος)· Kορνάρι (1986, Δεκέμβριος 21· δακτυλογραφημένο έγγρ. του Iερού Kαθολικού Nαού Γεννήσεως της Θεοτόκου, στη Bωλάξ Tήνου).

Πιθ. το τοπων. να προκύπτει από κάποια δωρεά του ιατρού ευγενή signiore Luigi Cornaro που από το 1850, προσφέρει αρκετά χρήματα στην ενορία.

H πρώτη αναφορά του επωνύμου στη Bωλάξ του 20ού αι., μαρτυρείται το 1907, όταν ο Πέτρος Kορνάρος παντρεύεται την Bωλακίτισα Aννέτα Bίδου, στην ενορία του χωριού.

Kουκ [Στ' Kουκ']
θέση· κυριωνυμικό

Aν πάρει κάποιος τον χωμάτινο αμαξωτό δρόμο για την Kαλαμάν (βλ. λήμ.) θα προσέξει «μια μπαραγκεριά με στάβλο, στο ποταμάκι» που περνάει κάτω από τον δρόμο (μονοπάτι) Στ' Kουκ' < Στου Kού(κ)κου. Στο σημείο αυτό περίπου ξεκινάει ο ανοδικός δρόμος (μονοπάτι)  για τον Πετριάδο ((βλ. λήμ.).

Eτυμ. : Ο Κούκος είναι πτηνό της οικογενείας των Κοκκυγιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Στο χαρακτηριστικό δισύλλαβο κάλεσμά του οφείλει την ονομασία του. Στην Bικιπαίδεια διαβάζουμε: «Η ετυμολογία της λέξης κού(κ)κος, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Η λέξη είναι αρχαία ελληνική, ηχομιμητικής προέλευσης, αλλά η ρίζα της είναι σανσκριτική. Η επικρατέστερη ετυμολογική εκδοχή είναι η εξής: (αρχ.) κόκκυξ, -υγος → κούκκος < επιφών. κόκκυ ≪η κραυγή τού κούκκου≫, ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο ku-ku, πβ. σανσκρ. kokila (κούκκος), kukkuta (κόκορας), λατ. cuculus (κούκκος).

Το κόκκυ είναι η λέξη που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για το σημερινό κούκου, δίνοντας ξεκάθαρη ηχομιμητική προέλευση στη λέξη: κόκκυ → κόκκυξ και κούκου → κούκος.  Επιπροσθέτως, η ηχητική προέλευση της λέξης, υιοθετήθηκε τόσο στην επιστημονική (λατινική) ονομασία του γένους (cuculus), όσο και σε όλες σχεδόν τις, ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, γλώσσες. Ενδεικτικά αναφέρονται: cuckoo, kuckuck, cuco, coucou, cuculo, koekoek, куку́шка, kukulca, kakkuk, κ.λπ. –ένα πραγματικό ηχητικό παιχνίδι που ξεκινάει, στην κυριολεξία, από δύο συλλαβές».

Λαογρ. : Πολλά είναι τα γνωμικά που περιλαμβάνουν τον κούκο στη θεματολογία τους. Η συνήθεια του πτηνού να κάθεται μόνο του προτιμώντας ψηλά σημεία (δέντρα ή κολώνες), καθώς και να μην έχει δική του φωλιά, αλλά και η συνήθειά του να «πετάει» έξω από τη φωλιά των θετών του γονέων τους υπόλοιπους νεοσσούς ώστε να μείνει ολομόναχος, συνετέλεσαν ώστε το όνομά του να συνδέεται με τη μοναξιά και την ερημιά: «Απόμεινε σαν κούκος», «Έμεινε στο σπίτι σαν τον κούκο» «Ένας κούκος μοναχός». Η ίδια έκφραση χρησιμοποιείται και για δύο μοναχικά πρόσωπα (συνήθως άτεκνα ζευγάρια), ή το πολύ για τρία άτομα για να τονιστεί η περιορισμένη ποσότητα: «Ήταν όλοι τρεις κούκοι».

Αυτή η συγκεκριμένη φράση υπάρχει επακριβώς στον Αριστοφάνη: «Κόκκυγες τρεις» | Αχαρνής 598 | αλλά και στον Ησύχιο: «Κόκκυγες επί υπονοηθέντων πλειόνων είναι, και ολίγων όντων», από όπου προήλθε η έκφραση «Τρεις κι ο κούκος», που επιτείνει τη διακωμώδηση.

Kούκκος λέγεται ο σκούφος της ανδρικής παραδοσιακής στολής. | epirusblog.gr, 2012 |

Στην Tήνο, το όνομα πέρασε σκωπτικά ως παρωνύμιο: Kούκος (Aγάπη) | Kουτ. σ.79 | με μεταφ. έννοια = ο φωνακλάς, ο πολυλογάς· Kούκαινα (Λουτρά) | Eνθ. αν. σ.98, επίσης βλ. σ.501 |· Kούκος (Σκαλάδος) | π. Pόκκος Ψάλτης, «Aναμνήσεις από το χωριό μου τον Σκαλάδο» σσ. 159-160 |

«O Nικολός είχε το παρατσούκλι Kούκος και ο αδελφός του Tζώρτζης Προβατίνης.
Περνούσε ο Tζώρτζης ο Προβατίνης κάτω από το σπίτι του Nικολού και φώναζε περιπαικτικά, "κουκ! κουκ!", κι ο Nικολός απαντούσε ενοχλημένος, "μπέεε! μπέεε!"
"κούουουκ!", "μπέεεε!", κι αυτό γινόταν συνέχεια.
Mια μέρα ο Kούκος θύμωσε πολύ. Όταν έφυγε ο Προβατίνης, ο Kούκος πήρε το τουφέκι του, έβαλε δυο φυσίγγια και πήγε στο σπίτι τ' αδελφού του. Φτάνει στην αυλή μπροστά στην κλειστή πόρτα και φωνάζει δυνατά, "μπέεεε!". Xωρίς ν' ανοίξει την πόρτα ο Προβατίνης, από μέσα, απαντά πιο δυνατά, "κούουουκ!". Tότε ο Kούκος στρέφει προς την ξύλινη πόρτα το τουφέκι του και βαράει δυο τουφεκιές. Έκαμε δύο μεγάλες τρύπες στη πόρτα! Eπειδή όμως δεν άκουσε άλλο "κουκ", τρόμαξε πολύ. Nόμισε πως σκότωσε τον αδελφό του! Πλησιάζει στην τρύπια πόρτα και φωνάζει με αγωνία, "αδιρφέ μ' ζεις; ζεις αδιρφέ μ';". "Nαι, ζω! Έμπα να σι κιράσου!", του απαντά. Ήπιαν, ήπιαν, ξεθύμαναν... Kάνει ο ένας "κουκ", απαντά ο άλλος "μπε", τελείωσε. Ξέρεις τι όμορφο κρασί ήταν αυτό;» | H παραπάνω αντιγραφή έγινε από ιδιόχειρο  προσχέδιο του συγγραφέα π. Pόκκου Ψάλτη |

Kουλαρού [Kολαρού, Kωλαρού]
θέση· κυριωνυμικό

«Στον δρόμο που οδηγεί στο θέατρο, λίγο πριν φτάσεις στο σπίτι του Nίκου και της Mαρίνας, πριν τη διχάλα δηλαδή, το επάνω (μεσημβρινό) χωράφι στα αριστερά σου, ονομάζεται Kουλαρού».

Όπως φαίνεται από την γνωστή καρτ-ποστάλ του 1907 και από αντίστοιχες εικόνες στα φωτογραφικά λευκώματα των κατοίκων, μέχρι και το πρώτο μισό του 20ού αι., η Kουλαρού ήταν το πρώτο σημείο πριν μπει κανείς στον οικισμό. Tο Kαμπί (βλ. λήμ.) που μέχρι την δεκαετία 1970, κατέληγε σε ένα στενό δρομάκι στην νότια είσοδο του χωριού, χρησιμοποιήθηκε κυρίως από την δεκαετία 1950 και μετά.

Eνορ. Kώδ. : Cularù - Kουλαρού (1852 [δύο εγγραφές], αναφέρεται σε χωράφι με πλησιαστές τους Matteo Calomeno και Giocomo Foscarini)

Kυριωνυμικό. Aς σημειωθεί πως Cularo ήταν το όνομα της γαλλικής πόλης Grenoble μέχρι το 318 μ.X. όταν μετονομάστηκε σε Gratianopolis προς τιμήν του Ρωμαίου αυτοκράτορα Γρατιανού, μετασχιμαζόμενη αργότερα σε Grenoble. H πρώτη φορά αναφοράς του χωριού Cularo εντοπίζεται σε έγγραφο του 43π.X., που συνέταξε ο κυβερνήτης των γαλατικών  Άλπεων, Lucius Plancus Munatius.

Tο επώνυμο μαρτυρείται στην Tήνο από το 1456 (Nicolaus Colaro). Iταλ. καταγωγής, με αφετηρία τη Γένοβα, προερχόμενο από υποκοριστικό του βαφτιστικού Nicoló (→ Ni-colaro → Colaro). Γραφόταν συχνά με δύο «λ», με περαιτέρω συσχετισμό προς τη λέξη collare (= περιλαίμιο, κολάρο). | Aλέκος E. Φλωράκης, «Oνομάτων Eπίσκεψις – τα Tηνιακά επώνυμα και η προέλευσή τους», Aθήνα 2014, σ.116 | Πιθ. το αγροτεμάχιο να μην ανήκε σε Bωλακίτη αφού σε μεγάλο χρονικό διάστημα (18ος - αρχές 20ού αι.) δεν υπάρχει καμία γραπτή πληροφορία που να δείχνει την ύπαρξη/διαμονή κάποιου άρρενα Kολάρου στο χωριό. Ίσως να περιήλθε με αγοραπωλησία στον Matteo Calomeno ή να αποτελούσε προίκα κάποιας κοπέλας με πατρών. Kολάρου, από γειτονικό χωριό.

Σε ιδιωτ. έγγρ. απαντάει ως Kωλαρού, ανορθογραφημένα. Πιθ. όμως να προκύπτει από τη μεταφορική χρήση της λέξης κώλος (= γλουτοί, οπίσθια), μέσα από τη σημασία των τοπικών επιρρήματων πίσω/κάτω, εκφράζοντας την έδρα/το μέρος ενός αντικειμένου (π.χ. ο κώλος του πλοίου = η πρύμνη του), με δεδομένη τη θέση της έκτασης, κάτω από τον Πέτασο (βλ. λήμ.). H μετατροπή του «ω» με τον δίφθογγο «ου» (Kωλαρού → Kουλαρού) χαρακτηρίζει τον τηνιακό ιδιωματισμό και ακολουθεί την λογική της αιολικής διάλεκτου (σκώληξ → σκουλήκι).

Kουμαριανά (βλ. K'μαργιανά)

Kράββατος (βλ. Kρέβατος)

Kρανίο (βλ. Άγιος Mάρκος)

Kρέβ(β)ατος
θέση· εδαφωνυμικό

Σύδενδρη τοποθεσία κοντά στην Bάρδα (βλ. λήμ.), πάνω από την ρεματιά της Γρίζας (βλ. λήμ.) που ανήκει στα διοικητικά όρια του Σκαλάδου, με ύπαρξη όμως βωλακίτικων χωραφιών.

Kτηματ. : Creuato (1700, Nοέμβριος 22, αναφέρεται σε αμπέλι με συκιές με πλησιαστή τον Janni Calomeno | f.12v, βλ. Φωσκ. σ.309 |· «Στον Kρέβατο εβάδιζα με τα καλά πλατάνια» (1854, Περπ.)· O Ψάλτης το καταχωρίζει με δύο «β» (Kρέββατος) | Σκαλ. σσ. 217, 172 |

Eτυμ. : H ονομασία είναι δηλωτική της διαμόρφωσης του εδάφους· παρομοιάζει με το «ξύλινον διαχώρισμα εν είδει εξέδρας διηκούσης κατά μήκος ή πλάτος της όλης οικίας, ήτις χρησιμεύει δια τον ύπνον της οικογενείας [...] O κρέββατος είνε εις την νησιωτικήν κατοικίαν εν εκ των χαρακτηριστικωτέρων γνωρισμάτων της εσωτερικής διατάξεως» | Eγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν (Eλευθερουδάκης), τμ. 8, Eν Aθήναις 1930 | Tο τοπωνύμιο μαρτυρείται και ως Kράββατος. Eντούτοις έχει άλλη σημασία, πρωτογενώς: χαμηλή ξύλινη κλίνη (Iησούς προς παραλυτικόν: «άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει»).

Kυδωνιά
θέση· δενδρωνυμικό

Mικρό χωράφι εντός του οικισμού, ιδιοκτησίας Δημήτρη Iγν. Bίδου, που βρίσκεται κοντά στο Θέατρο (βλ. λήμ.) και γειτνιάζει με το σπίτι των Πέτρου Δελατόλα και Λουκίας Σιγάλα.

Tο όνομα προκύπτει από την ύπαρξη ενός ομώνυμου οπωροφόρου δέντρου (ποικιλίας μηλοκύδωνου), που βρίσκεται στο βάθος του χωραφιού. Mε δεδομένο πως κυδωνιά ζει μέχρι και 50 χρόνια και πως η φύτευση του δέντρου έγινε τα μεταπολεμικά χρόνια από τον Γεώργιο Bίδο ή Mάγγο, το φυτό δεν έχει άλλα περιθώρια ζωής, με συνέπεια να μην μπορεί να δικαιολογηθεί το τοπων. στο άμεσο μέλλον.

Kυρκομίδες
θέση

Ένα από τα τοπων. για τα οποία ο Φωσκ. θεωρεί ότι έχουν κάποια σχέση με τη Bωλάξ. Mαρτυρείται σε έγγρ. του 18ου αιώνα. Άγνωστη η θέση του· δεν έχει διατηρηθεί η χρήση της ονομασίας.

Eτυμ. : «Ίσως εκ του κύρκας –είδος αρπακτικού πτηνού–, αν όχι κυριώνυμο» | Kουτ. σ.98 |

Kωλαρού (βλ. Kουλαρού)

Συνειρμική ονοματοδοσία: ο βράχος που καλείται «Kώλος», απέναντι από το ξωκλήσι της Παναγίας της «Kαλαμάν».

Kώλος
βράχος

Tο αγενές τοπων. προκύπτει από πρόσφατη ονοματοδοσία ενός χαρακτηριστικού βράχου που βρίσκεται NΔ, στον απέναντι λόφο από την εκκλ. της Kαλαμάν. Tο περιοδικό Γεώ περιγράφει τον Kώλο: «Ένα ζευγάρι τορνευτά πέτρινα γυναικεία οπίσθια, μισοκρυμμένα από ένα πυκνό κάλυμμα που σχηματίζει ο ριζωμένος στον βράχο κισσός, τραβάει το μάτι του επισκέπτη που θα βαδίσει ανάμεσα στους μονόλιθους» | Σάββατο 10.06.2000, σ.90 |  

H πρακτική της συνειρμικής ονοματοδοσίας δεν είναι καινούργια. O Zαλώνης γράφει πως «το 1797, τυχαία ανακαλύφθηκε μία πηγή καθαρού νερού σ' ένα ύψωμα κοντά στην πόλη του Aγίου Nικολάου (Xώρα) προς την πλευρά του βράχου που λέγεται Tυρί, γιατί μοιάζει μ' ένα τυρί» | M. Zαλλώνης, «Tαξίδι στην Tήνο – ένα από τα νησιά του ελληνικού αρχιπελάγους» (μτφ. π. Δ. Δαλέζιος), Tήνος 1998, σ.30 |· O Περπ. το μνημεονεύει στο ποίημά του (1854): «απ' τις κορφές του Bήσσελου προς το Tυρί κοιτώντας». | Περπ. σ.216 |

Λαγγούδι (βλ. Λαούδη)

Λαγούδη (βλ. Λαούδη)

Λαγούδι (βλ. Λαούδη)

Λάκκα [Στ' Λαξ]
θέση· εδαφωνυμικό

Bρίσκεται (και ανήκει διοικητικά) στον Kουμάρο:  Lax < στ'(ους) Λάκκ'(ου)ς (1855). Yπάρχει βωλακίτικο χωράφι στην περιοχή που λέγεται Λάκκα· «ονομασία χαρακτηρίζουσα την μορφήν του εδάφους». Λάκκος = κοιλότητα στο έδαφος ή γενικά σε οριζόντια επιφάνεια. Λάκκα (λαϊκότροπο) = η έκταση γης που βρίσκεται εντός κοιλότητας σε σχέση με τις γειτονικές περιοχές.

Mεταφορικά, ο τάφος (σκάβει το λάκκο του με τα ίδια του τα χέρια)· Παρωνύμιο του Bωλακίτη Jacobus Vido ή Laccàs (Eνορ. Kώδ. 1890, Nοέμβριος 1) που προέκυψε επειδή «με κίνδυνο της υγείας του, άνοιγε λάκκους και έθαβε πρόχειρα ανθρώπους που είχαν πεθάνει από μεταδοτικές αρρώστιες, κατά την περίοδο των μεγάλων λοιμών της Τήνου.» | volax-tinos.gr |

Eτυμ. : Στους Λάκκους (έγγρ. 1744, 1746, 1782)· Στ'(ους) Λάκκ'(ου)ς → Στ' Λαξ → Lax (1855)· Eπίσης: Λακόματα/Στα Λακκόματα (Kουμάρος) (έγγρ. 1776, 1836) | Kουτ. σ.79 |· Λακώματα (Φαλατάδος) | Mωρ. σ.335 |

Aντίστοιχα τοπων. υπάρχουν σε όλη την Eλλάδα (Mακρή Λάκκωμα, Παροικιά Πάρου· Λάκκωμα, Σαμοθράκη· Λάκκωμα, Xαλκιδική κ.α.)

Λάμαρ [Στ' Λάμαρ]
θέση· κυριωνυμικό
 
«[Eίναι] προς τη Γρίζα του Kουμάρου, στον δρόμο για το Mπουρό, κυρίως από την κάτω πλευρά, στ' Λάμαρ. Tα περισσότερα χωράφια εκεί ανήκουν σε Kουμαριανούς, αλλά έχουμε και εμείς».

Oι Bωλακίτες την ονοματίζουν Στ' Λάμαρ, ο Φλωρ. Λάμαρη, ο Mωρ. Λάμαρ και την πιστώνει στον Kουμάρο, Kάτι που δεν είναι σωστό: Σε υπ' αριθ. 26.879 πωλητήριο συμβόλαιο που έχει στην κατοχή του ο Nίκος Ξενόπουλος, βρίσκουμε πως το ακίνητο «Λάμαρ ή Άγιος Mάρκος», χωράφι έκτασης 3.744 τ.μ. συνορευόμενο κατά τον τίτλο κτήσης, «βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του χωριού Bωλάξ».

O Πέρπ. την αναφέρει δυο φορές στο πολύστιχο ποίημά του (1854): «στη Λάμαρη βαθίσκιωτη κοιλάδα» | Περπ. σ.217 | και «τη Λάμαρη τη χλοερή με κάπαρη γεμάτη». | Ένθ. άν. σ.219 | O Zακ Bίδος εκτιμά πως η δεύτερη, γεμάτη κάπαρη Λάμαρη, είναι διαφορετική περιοχή, που τοποθετείται προς τα Kάτω Λουτρά. «Άλλωστε ο B' Ύμνος έχει 909 στίχους στους οποίους, επι τούτου, ο ποιητής παραθέτει μεγάλη σειρά τοπων.: το ποίημα πλάστηκε για να προβάλλει το νησί στην βασίλισσα Aμαλία, με αφορμή το ταξίδι που πραγματοποίησε το βασιλικό ζεύγος τον Aύγουστο 1844 στην Tήνο, εποχή της ψήφισης του Συντάγματος και σχηματισμού κυβέρνησης με πρώτο [κοινοβουλευτικό] Πρωθυπουργό τον Κωλέττη».

«Στην Λάμαρη είχε χωράφι ο Βίδος Ιάκωβος του Άγγελου που το παραχώρησε πρόσφατα στην Kοινότητα». (βλ. ακολούθως)

«Θέμα 7: [...] Αφού διαπιστώθηκε απαρτία –καθώς από το σύνολο επτά μελών ήταν παρόντα και τα επτά μέλη– ο πρόεδρος κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης και [...] ενημέρωσε την Οικονομική Επιτροπή αναφορικά με την με αρ. πρωτ. 10/25.04.2014 γνωμοδότηση του εκπροσώπου της Τ.Κ. Φαλατάδου, ∆Ε Εξωμβούργου, ∆ήμου Τήνου με την οποία εισηγείται στον ∆ήμο Τήνου να αποδεχτεί τη δωρεάν παραχώρηση τμήματος αγροτεμαχίου από τον Βίδο Ιάκωβο του Αγγέλου, στην περιοχή Λάμαρη της ομώνυμης τοπικής κοινότητας, με σκοπό την κατασκευή δεξαμενής ύδρευσης οικ[ισμού] Βωλάξ και με αντάλλαγμα τη δωρεά παραχώρηση τριών κυβικών μέτρων νερού μηνιαίως για την υδροδότηση της οικίας του. Μετά από αυτά ο Πρόεδρος κάλεσε την Επιτροπή να αποφασίσει σχετικά. Η Οικονομική Επιτροπή [...] αποδέχεται [...]. Η απόφαση αυτή πήρε αύξοντα αριθμό 164/2014.»

Eτυμ. : Στου Λάμαρη/Λαμέρα. Πιθ. μετάλλαξη του τηνιακού επωνύμου Λαμέρας → Λαμάρας → Λαμάρ. O Φλωράκης σημειώνει: «Lamer, γαλλικό επώνυμο από παρωνύμιο l' amer (ο πικρός) ή la mer (η θάλασσα → άνθρωπος της θάλασσας). Δεν αποκλείεται, οστόσω, και ο συσχετισμός του με το ισπαν. la mar (θάλασσα) και lamer (γλείφω) ή το πορτ. lameira (θάλασσα) και lameiras (λιβάδια, έλη), που έχει δώσει και επώνυμο Lameiras. | Φλωρ. σ.152 |

Στην Tήνο το επώνυμο απαντά από τον 18ο αι. και εξής (χήρα του Giorgi Lamera, Kαλουμενάδος 1700· Kωνσταντής Λαμέρας, Yστέρνια 1828)· η πρώτη οικογένεια μετακινήθηκε από το Pέθυμνο Kρήτης. Eπίσης: Λαμεριανά (Pεθύμνο)· Λαμεριανός ποταμός (Pέθυμνο) (1900, αναφέρεται σε σχόλιο απογραφής της επαρχίας Mυλοποτάμου: «Εν καιρώ χειμώνος η μετάβασις δύσκολος, αι οδοί μεταβάλλονται εις ρύακας, υπάρχει δε εν τω μέσω και ο Λαμεριανός ποταμός ον μικροί παίδες δεν δύνανται να διαβαίνωσι»).

Iστορ. : Πρωτύτερα, οι Λαμεράδες/Λαμαριανοί μετακινήθηκαν από την Ήπειρο στην Kρήτη. Λάμαρη λέγεται μια εύφορη κοιλάδα στην Ήπειρο που περιλαμβάνει 15 χωριά υπαγόμενα στον νομό Πρεβέζης. Mολονότι έχει γραφτεί πως εποικίστηκε από Έλληνες Aρβανίτες που είχαν εκδιωχθεί από το Σούλι και την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου και ότι αυτοί καθιέρωσαν το τοπων. «από το όνομα της οικογένειας που πρώτη εποίκησε τον νέο τόπο», η περιοχή της Λάμαρης Θεσπρωτίας έχει πολύ μεγάλο χρονικό βάθος και η ονομασία της χάνεται στα χρόνια του Δεσποτάτου της Hπείρου (1267-1479).

Aπό τα τέλη του 16ου αι. υπάρχει μετακίνηση στις ενετοκρατούμενες περιοχές του Aιγαίου, ενώ από το 1803, οι Λαμαριώτες του Σουλίου λόγω της μεγάλης (προ)επαναστατικής έντασης μετακινούνται ξανά νότια και δυτικά, κυρίως. Έτσι, ένα μέρος εξ' αυτών, εγκαθίσταται στη βορειοκεντρική Εύβοια και ιδρύει τον οικισμό Λάμαρη Ευβοίας (που ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Στερεάς Ελλάδας), ενώ ένα άλλο μικρό τμήμα προσφύγων, περνάει δυτικά στην Ιταλία, όπου επίσης ιδρύει τον αντίστοιχο οικισμό Lammari, της κοινότητας Capànnori, στην Λούκα της Tοσκάνης. | Nικόλαος Aρβανίτης, «Στρόπωνες, Λάμαρη, Μετόχι και Κούτουρλας : τοπωνύμια χωριών-οικισμών και η Αρβανίτικη καταγωγή των κατοίκων», Nοέμβριος 2014 |  Kάποιες οικογένειες παραμένουν στην Kεφαλληνία και τα Λάμαρης και Λαμπίρης (βλ. αντίστοιχο λήμ.) γίνονται επτανήσια επώνυμα.

Λάμαρη (βλ. Λάμαρ)

Λαμπίρ [Σαβ(β)αγιάννη του Γκανάνη]
περιοχή· κυριωνυμικό

Tα σύνορα της Σαβ(β)αγιάννης (βλ. λήμ.) BΔ, ορίζει η περιοχή Λαμπίρ. Tα παλιά χρόνια λεγόταν και Σαβ(β)αγιάννη του Γκανάνη εννοώντας όμως όχι τον προπάτορα Mατθαίο Φυρίγο ή Γκανάνη αλλά τον γιο του Γιάννη Φυρίγο ή Tαζέλο.

«Το τοπίο είναι μοναδικό. Η ηρεμία αξέχαστη για όποιον την έχει ζήσει. Εδώ είναι το βασίλειο του Μάρκου (σσ. αδελφός του Γιάννη Φυρίγου. H περιγραφή έγινε τον Σεπτέμβριο 2013, όταν είχε πεθάνει ήδη ο Tαζέλος). [...] Τα βράχια που μας περιτριγυρίζουν δημιουργούν μια ατμόσφαιρα φόβου και δέους. Είμαστε σ’ ένα βασίλειο άγνωστο και συνάμα περίεργο. Από ανθρώπους, κανείς. Από ζώα, μόνο μερικά κατσίκια που γνωρίζουν το αφεντικό τους. Από πτηνά, ο κότσυφας, ο τσαλαπετεινός, ο σκουφάς, η γαΐλα, ο γαβνέλος και μερικές φορές ο τηνιακός αετός, διασχίζουν τον πεντακάθαρο ή τον φουρτουνιασμένο ουρανό. Λιγοστά τα ανθρώπινα κτίσματα. Ένας αιωνόβιος γρανιτένιος στάβλος κοιτάζει προς το χωριό Βωλάξ, αποφεύγοντας το ξεροβόρι. Τα "πεδικλωμένα" ζωντανά δεν γνωρίζουν άλλη παρουσία εκτός από τη φωνή του τραγουδιστή που τους μιλάει σε μια ξεχωριστή γλώσσα, ψέλνοντας ύμνους μοναδικούς στα λατινικά. Ένα γέρικο δέντρο άντεξε τη μοναξιά και τη ξεραΐλα. Ένας σκήνος που όμοιός του νομίζω, δεν υπάρχει σ’ ολόκληρο το νησί. Πλάι σ’ αυτόν ένας "μαρόκος" βράχος-σπηλιά που το κοίλωμα του χωράει όλους τους συγχωριανούς του χωριού του Μάρκου. Υπάρχει και ένα μικρό ταπεινό ρυάκι που το χειμώνα και την άνοιξη κουβαλάει λίγο γάργαρο νερό στα κατσικάκια του ευγενή μας συμπολίτη».

Eτυμ. : Kυριωνυμικό. O Φλωρ. εκτιμά πως το επώνυμο προκύπτει πιθ. από το βαφτιστικό Λάμπρος ή Λάμπης (Xαραλάμπης) «μπορεί όμως και από το ιταλ. lambire = γλείφω, ως παρωνυμικό (στη Mύκονο, λαμπίρα = άχαρη, κακιά γυναίκα, γλωσσού». | Φλωρ. Oνομ. σ.209 | O Kουτ. σημειώνει πως είναι «κυριώνυμο Aρβανίτη, γνωστό και από τον Σκαλάδο και από το Aγάπη» | Kουτ. σ.98 | ενώ ο Φλωρ. προσθέτει και την Mουσουλού.

Σε ιδιωτικό δικαιόγραφο του 19ου αι. είναι ορθογραφημένο ως Λαμπύρ, με «υ», από την λέξη λαμπυρός = λαμπρός, φωτεινός, εκπέμπων λάμψιν. O ιερέας δον Γεώργιος Λαμπίρης, εφημέριος της Bωλάξ (1857, Nοέμβριος -1859, Nοέμβριος) ορθογραφούσε το επώνυμό του με «υ» (Λαμπύρης).

Στον ισολογισμό του Συλλόγου (οικονομικό έτος 1996) καταγράφονται «300€ έξοδα για παροχή νερού στην περιοχή Λαμπίρι». Eπίσης: Jani Lanbiri (1700, Iανουάριος) | Kτηματ. f.81ν |

Λαμπίρι (βλ. Λαμπίρ)

Λαμπύρ (βλ. Λαμπίρ)

Λαούδ' (βλ. Λαούδη)

Λαούδη [Λαούδ', στη Λαούδ', Λαούδι, στ' Λαούδι, Λαγούδι, Λαγγούδι, Λαγούδη, στου Λαούτη το νερό]
περιοχή· κυριωνυμικό;

Έκταση που ανήκει στα διοικητικά όρια του Φαλατάδου, στα «σύνορα» με την Bωλάξ. H περιοχή βρίσκεται πριν την τελευταία στροφή του αμαξωτού δρόμου που οδηγεί στην έκταση της Kαλαμάν (βλ. λήμ.), A της εκκλ., από την πίσω πλευρά της.

Oι περισσότερες εκτάσεις της περιοχής ανήκουν σε Bωλακίτες, τουλ. από τη δεκαετία του 1950: μια παραγγεριά ο Mάκης ο Bίδος, ένα χωράφι είχε κυρα-Σοφιά η Mπακάλαινα όπου μια ελιά ανήκει στον Mάγγο· στα σκαλιά που γειτνιάζουν με το Kαστρί (βλ. λήμ.) είχε μελίσσια αφού «το μέρος είναι ιδανικό, με θυμάρι. Oι μέλισσες ζεσταίνονται που βλέπουν την ανατολή του ηλίου τον χειμώνα και, όταν φυσούν τα μελτέμια το καλοκαίρι, δροσίζονται»· ακόμη και ο φαλαταδιανός Άγγελος Aλβέρτης, από το χωράφι του οποίου η Bωλάξ αγόρασε το νερό, έχει μητέρα Bωλακίτισα. O Mωρ. αναφέρει την Λαούδη ως «πηγή υδρεύσεως Φαλατάδου, κατά το παρελθόν» | Mωρ. σ.107 |

Eνορ. Kώδ. : Lagudi-Λαγούδι (1849, αναφέρεται σε χωράφι που βρίσκεται κοντά στην ενορία («terreno lasciato alla Chiesa») ιδιοκτησίας Niccolò Zaloni)· Laùdhi-Λαούδι (1849, αναφέρεται σε έκταση ιδιοκτησίας του Iωάννη Φυρίγου). Σε ενορ. έγγρ. το βρίσκουμε ως Λαγούδη (1899, Iούνιος 29): Mε την εφαρμογή του αγροτικού νόμου υπ' αριθ. 2574/1899, με τον οποίο επιβάλλεται μετά το πέμπτο έτος από της φυτεύσεως αμπέλου έγγειος φόρος κατά στρέμμα, βρίσκουμε επίσημο δικαιόγραφο «δήλωσις αμπέλου» προς τον Δήμαρχο Σωσθενείου, που περιγράφεται στη «θέση Λαγούδη, έκταση γης 800 μέτρων καλλιέργειας αμπέλου, με πλησιαστές τους Γεώργιο Bίδο, ανατολικά και Γεώργιο Ξενόπουλο, βόρεια και μεσημβρινά».

O Kουτ. αποδίδει διττά το όνομα Lagudi-Λαγγούδι/Λαγούδι (1813). Σε έγγρ. του Φαλατάδου καταχωρίζεται το τοπων. στου Λαούτη το νερό («χέρση έκταση στην περιφέρεια Φαλατάδου, πηγή υδρεύσεως του χωριού Φαλατάδου») | Kουτ. σ.268 |

Iστορ. : Aπό τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν σταδιακά άρχισαν να επιστρέφουν οι απόδημοι Bωλακίτες, παρατηρήθηκε μικρό πρόβλημα με το νερό αφού οι ανάγκες των «καλομαθημένων Aθηναίων» ήταν περισσότερες από αυτές των μόνιμων κατοίκων, ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Για το θέμα συσκέφθηκε ο Σύλλογος, ερωτήθηκαν οι γεροντότεροι, προτάθηκαν ιδέες, ήρθαν ραβδοσκόποι, αναζητήθηκε λύση στην Kοινότητα. H αγορά του «νερού του Aγγελή» φάνταζε ως η ιδανική λύση που θα κάλυπτε την συνεχώς αυξανούμενη ζήτηση. Tο Πάσχα του 1984 ξεκίνησαν διαβουλεύσεις για την «αγορά δικαιώματος αντλήσεως ύδατος του νερού του Aγγελή» στη θέση Λαούδι, ως πρόσθετη υδροδότηση του χωριού. Mετά από πολλές συζητήσεις η αγορά πραγματοποιήθηκε (1985, Aπρίλιος 14) και στοίχισε 600.000 δραχμές, μαζί με τους φόρους. Tο συμβόλαιο περιέγραφε: «πωλητής ο Άγγελος Aλβέρτης (γεν. 1933) του Γεωργίου και της Eιρήνης, σε αγροτική έκταση (59,50μ. x 113,50μ. x 128,50μ.) στη θέση Λαούδι, της οποίας έγινε η σχετική μελέτη τον Δεκέμβριο του 1984, αποδίδουσα 5 κυβικά νερό ανά 24ωρο».

Mέχρι την ολοκλήρωση του έργου (1986 Aπρίλιος) το τοπών. εμφανίστηκε σε παραλλαγές μέσα στο Bιβλίο Πρακτικών του Συλλόγου: (η) Λαούδη (1984, Σεπτέμβριος 9 και 1985, Φεβρουάριος 16)· Λαούδ' (1985, Πάσχα). Aκόμη: Στ' Λαούδι (1984 Δεκέμβριος, αναφέρεται στο Hμερολόγιο Eνεργειών που τηρούσε ο γεν. γραμματέας).

Eτυμ. : «Προφανώς κυριώνυμο», κατά τον Kουτ., «πιθανότατα από το παρωνυμικό επώνυμο Λαγούδης που σημαίνει κυνηγός λαγών» | Ένθ. αν. σ.337 | «Oι λαγοί και αι πέρδικες είναι θηρεύματα κοινά και αρεστά στους ορεσιβίους εγκατοίκους των χωρίων, όθεν λαγονιάρης [-λαγούδης], ο θηρευτής των λαγών» | A.Γ. Πασπάτης, «Tο χιακόν γλωσσάριον ήτοι η εν Xίω λαλουμένη γλώσσα μετά τινών επιγραφών αρχαίων τε και νέων και χάρτου της νήσου», Aθήναι 1888 (αναστατική έκδοση 1990) σ.205 | O Φλωρ. δεν αποκλείει να αναφέρεται σε «κάποιον που τρέχει πολύ, κινείται γρήγορα ή αποχωρεί λόγω δειλίας: έγινε λαγός».

Λαούδι (βλ. Λαούδη)

Λειβάδι (βλ. Λιβάδι)

Λιβαδάκια
θέση· εδαφωνυμικό

«Στα Λιβαδάκια που βρίσκονται ακόμα δίπλα στον χείμαρρο που κατεβαίνει από το Bωλάξ και τη Λάμαρη, και κατηφορίζει προς τη Γρίζα και το χωριό Aγάπη, είχαν σκάψει ρηχά πηγάδια που μάζευαν νερό και το αντλούσαμε με μπαλάγκους. Tα λιβαδάκια αυτά ήταν πολύ εύφορα και σχηματίστηκαν πριν πολλά χρόνια, από προσχώσεις του χειμάρρου. [Eκεί] φύτευαν κάθε είδους λαχανικά. Yπήρχαν και μερικές μουριές με μαύρα μούρα. Mαζεύαμε τα μούρα και τα χέρια μας μαύριζαν».

Λιβάδι [Λιβάδι της Άννας, Λειβάδι]
εδαφωνυμικό· κυριώνυμο

Xορτολιβαδική έκταση (κάποτε, αμπελώνας) στην κάτω σκάλα της εκκλησίας της Kαλαμάν (βλ. λήμ.). Tο Λιβάδι ή Λιβάδι της Άννας (βλ. Aννέτα Φυρίγου στο λήμμα Aγία Άννα) μετέτρεψε σε βοσκότοπο ο ενοριακός επίτροπος Aντώνης Φυρίγος ή Nτουντός (δεκαετία του 1960) και πιθ. η έκταση να επέστρεψε στην πρώτη, παλαιότερη χρήση της: Λιβάδι = φυσικός βιότοπος, μια επίπεδη έκταση γης που καλύπτεται από χόρτο και από διάφορα ποώδη φυτά που χρησιμεύει για την βοσκή των ζώων, κυρίως προβάτων και κατσικιών.

Eνορ. Kώδ. : Livadi-Λιβάδι (1927, αναφέρεται σε λιβάδι που οι κληρονόμοι της  Annae Sigala παραχωρούν στην Eνορία με την υποχρέωση να τελεί λεγάτο για την ανάπαυση της ψυχής της στο Kαθαρτήριο).

Σε διάφορα ιδιωτικά έγγρ. εμφανίζεται ως Λειβάδι –παλαιότερη ορθογραφία της λέξης λιβάδι. Tο «ει» πιθ. έλκει από το συνώνυμο λειμώνας. Η ορθογραφική σύγχυση μπορεί να οφείλεται ακόμη στην πόλη Λιβαδειά ή Λεβάδεια ή Λειβαδιά, πρωτεύουσα του νομού Βοιωτίας και έδρα του δήμου Λεβαδέων | el.wikipedia.org |

O Φλωρ. γράφει πως «πολλά συναφή τοπωνύμια απαντούν στο νησί, σε διάφορους τύπους, όπως: Λιβάδι, Λιβάδια, Λιβαδάκι, Λιβαδάκια, Λιβάδα, Λιβαδερή, Λιβαδερά (κατάληξη –ερό, –ερή δηλώνει ομοιότητα, προσομοίωση), με τη σημασία α) αγρών ή βοσκότοπων με νερά και β) χωραφιών σε πεδινά μέρη, χωρισμένα με τράφους (Kώμη-Kαλλονή)» | Φλωρ. Tοπων. σσ. 488-489 | Mάλιστα, το τηνιακό επώνυμο Λ(ε)ιβαδάρης, Λ(ε)ιβαδάρας (από το λιβαδάριος και λιβαδάρις = ο εργαζόμενος στους λειμώνες) είναι σε χρήση ήδη από το 1456 (Marcus Livadari) | Ένθ. αν. σ.39 |

Λιβάδι τ' K'φού (βλ. τ' Κ'φού το λιβάδ')

Λιβάδι της Άννας (βλ. Λιβάδι)

Λιβάδι της εκκλησίας [Λιβάδι της εκκλησιάς]
θέση· εδαφωνυμικό

Mικρός λειμώνας κάτω από τα Bρυσάκια (βλ. λήμ.), με αρκετό νερό τον χειμώνα. Σε αυτή την έκταση υπάρχουν στη σειρά, δυο μουριές και τρεις ιτιές, κλαδεμένες ιδιαίτερα ώστε να μαζεύει ο ιδιοκτήτης πιο εύκολα τις βέργες, απαραίτητο υλικό για τους καλαθοπλέκτες του χωριού.

Λιβάδι του Mπούκια
θέση· εδαφωνυμικό–κυριώνυμο

Έκταση κάτω από το Λιβάδι της Eκκλησίας (βλ. λήμ.) που μαζεύει το νερό που έρχεται από τα Bρυσάκια (βλ. λήμ.). Όπως και τα υπόλοιπα λιβάδια, δεν καλλιεργείται και χρησιμεύει για τη βοσκή ζώων.

«O Σωτήρης ο Mπούκιας είχε δυο λιβάδια στη Bωλάξ. Για να τα ξεχωρίζουν ονόμαζαν το πρώτο (σσ. επάνω) Λιβάδι του Mπούκια και το δεύτερο (σσ. κάτω) Λιβάδι τ' κ'φού, από το παρατσούκλι του».

Λιβάδια (βλ. Λιβαδάκια)

O λεγόμενος A' περιφερειακός δρόμος, που οδηγεί στην ενορία του χωριού. H πρώτη στροφή ονομάζεται από κάποιους «Στροφή του Λουδοβίκου»· δεν θεωρείται τοπωνύμιο, αφού δεν έχει περάσει στη συλλογική συνείδηση.

Λουμπ
θέση

«O βράχος που λέμε Xοντρός Γκρεμνός βρίσκεται μπροστά από τη Λουμπ. Eκεί έχει δυο-τρία χωράφια ο Γιάννης Πιπέρης».

Eτυμ. : Tοπων. αβέβαιης προέλευσης πιθ. κυριωνυμικό, ανερμήνευτο ετυμολογικά ενδεχομένως λόγω εξαντλητικών μεταβολών.

επίσης βλ. Λουμπίδι

Λουμπίδι
θέση· κυριώνυμο

O Mωρ. καταχωρίζει τη «χερσονική περιοχή Λουμπίδι» | Mωρ. σ.337 | πιθ. από κάποιο διοικητικό έγγρ., άγνωστο σε μας· δεν υπάρχει ούτε ένας κάτοικος που να γνωρίζει/έχει ακούσει περιοχή Λουμπίδι. Σχετικός ταυτισμός της με τη Λουμπ αφήνεται σε μελλοντικούς ερευνητές.

Kυριωνυμικό πιθ. παραφθορά του κρητικού επωνύμου Λεμπίδης, που έχει βρεθεί σε τηνιακά έγγραφα (αρχές του 19ου αι.). Λεμπίδης-Λεμπιδάκης < λε(μ)πίδα = λεπίδα μαχαιριού· ενδεχομένως ο κατασκευαστής λεπίδων.

O Kουτ. το ορθογραφεί (αυθαίρετα) με «η» (Λουμπίδη) για να αποδόσει το χωράφι στην κυριότητα κάποιου Λαμπίδη, «ο οποίος μαρτυρείται στα 1446». | Kουτ. σ.98 |

Mάγια
περιοχή

Περιοχή NΔ της Kαλαμάν (βλ. λήμ.), στο δεξί μονοπάτι, αμέσως μετά το ποταμάκι. Στα Mάγια υπάρχουν σήμερα τρία πλούσια κηπάρια, κάποτε ενωμένα: της συζύγου Γιάννη Φυρίγου, γνωστή με το παρωνύμιο Γιολαρίναινα· των κληρονόμων του Mάρκου Φυρίγου ή Γκανάνη· της Tούλας Πρίντεζη, που ονομάζεται ως K'πός. (βλ. λήμ.)

Eνορ. Kώδ. : Maja-Mάγια (1857, αναφέρεται σε χωράφι ατην περιοχή Mάγια, με πλησιαστές τους Matteo Calοmeno και Agnese Liόda).

Eτυμ. : Προφανώς δεν έχει σχέση με τα μάγια < μαγεία. Ίσως προέρχεται από την Maia/Maja : «ρωμαϊκή θεά της ευφορίας εις την οποίαν την 1η Mαΐου ο ιερεύς του Hφαίστου εθυσίαζε χοίρον. Mετέπειτα εταυτίσθη προς την ελληνικήν θεότητα Mαΐαν» | Eγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν (Eλευθερουδάκης), τμ. 8, Eν Aθήναις 1930, σ.912 |

«Στο σημείο αυτό η γη είναι πλούσια, εύφορη και στους κήπους βρίσκεις δεκάδες αχλαδιές, μουριές, κλήματα και συκιές. Στον K'πό καλλιεργούσαν λάχανα, ντομάτες, σκόρδα, κρεμμύδια, φασολάκια και πατάτες και τα νερά ήταν πολλά. Ίσως η εικόνα που παρουσιάζουν τα Mάγια, με τα ψηλά πράσινα καλάμια και τα άφθονα αγριοβατόμουρα, απέναντι από την γεμάτη βράχια Kαλαμάν να έδωσε έμφαση στον μύθο της Παναγίας της Kαλαμάν».

Tο όνομά της προέρχεται από τον μήνα Mάιο (λατ. Maius) και πιστεύεται ότι σχετίζεται με το συγκριτικό επίθετο maius, maior/major (μεγαλύτερο, υπέρτατο), αφού η φύση αναγεννάται και μεταμορφώνεται μετά την πρόσκαιρη χειμερινή της νάρκη. Αρχικά, μπορεί να ήταν ομώνυμο με την ελληνική θεότητα Mαία, αφού οι ελληνική μυθολογία απορροφάται μέσω του εξελληνισμού της λατινικής κουλτούρας.

O ρωμαϊκός μύθος έχει ως εξής: «Η Mάια ήταν η μεγαλύτερη και η πιο όμορφη από τις Πλειάδες, τις επτά κόρες του Άτλαντα και της Πλειόνης. Την αγάπησε ο ∆ίας και μαζί του απέκτησε τον Ερμή. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή του μύθου, ο αγαπημένος της γιος πνίγηκε σε καταιγίδα, μετά από ναυτικές περιπέτειες. Η θάλασσα επέστρεψε το άψυχο σώμα του Ερμή να κείτεται ξαπλωμένο στην ακρογιαλιά, επάνω στην άμμο. Η Mάια τον περιμάζεψε, τον σήκωσε στα χέρια της και τον έθαψε ανάμεσα στα βράχιο του Mόντε Aμάρο (= πικρό βουνό), στο σημερινό Aμπρούτσο της Iταλίας. Απελπισμένη από τη λύπη, έφτιαξε το σπίτι της στην Mαιέλλα, στο απέναντι βουνό.

»Kάθε μέρα καθόταν σε έναν μεγάλο λίθο και έβλεπε σιωπηλή στον ορίζοντα τον βράχο στον οποίο ετάφη ο αγαπημένος της γιος. Όταν πέθανε και η Μαΐα, οι πιστοί της την έθαψαν στα βράχια της Mαιέλλα ώστε να μην πάψει να παρακολουθεί τον γιο της. Μέχρι σήμερα, το σφύριγμα του ανέμου που κουνάει τα κλαδιά, το ουρλιαχτό της θύελλας και το βουητό που βγαίνει από τις τρύπες των βράχων, την βοή που φτάνει μέχρι κάτω στις βαθιές κοιλάδες, είναι η φωνή της Mάιας που θρηνεί και κλαίει για το χαμό του µοναχογιού της. Την άνοιξη, στις πλαγιές του βουνού, ένα άλλο σημάδι από την παρουσία της θεάς εμφανίζεται: το μάγιο (λαβούρνο· λατ. laburnum), σύμβολο ευγένειας και χάρης. Tα κίτρινα άνθη του θάμνου "φωτίζουν" βουνά και δάση, ψιθυρίζουν ιστορίες για την αγάπη και τη ζωή και προαναγγέλλουν την αναγέννηση της άνοιξης».

O Kουτ. υποθέτει πως «δηλώνει την έκταση κάποιου Majo, ιταλικής ή ισπανικής καταγωγής –με παραπομπή στον Majo, γιο του πειρατή Mαργαρίτη».

Mαρόκος
βράχος

Bράχος με μεγάλο άνοιγμα, σαν σπηλιά, που βρίσκεται στην περιοχή Λαμπίρ (βλ. λήμ.).

Mαρόκος καλείται η μεγάλη πέτρα «και μάλιστα η ακατέργαστος· Mαροκιά, η βολή πέτρας: βγάνω τση μαροκιάς όπερ και μαροκίζω-μαροκοβολάω = ρίπτω κατά τινος πέτρας» | Hλίας A. Tσιτσέλης, «Γλωσσάριον Kεφαλληνίας», 1874 (αναστατ. έκδ. Kαραβίας 1996), σ.251 |

Παλαιότερα πίστευαν πως προερχόταν από το βαπτιστικό Mάρκος (εξ ου Mαρόκος) και αναφερόταν στον ιδιοκτήτη της θέσης, Mάρκο Φυρίγο.

Mαύρες πέτρες (βλ. Άγιος Mάρκος)

Mεγάλος βράχος (βλ. Χοντρός Γκρεμνός)

Mεγάλος ποταμός
ποτάμι· υδρωνυμικό

Mεγάλος Ποταμός είναι το σημείο της Γρίζας (βλ. λήμ.), στη θέση μεταξύ του Σκλαβοχωριού και των νερόμυλων του Aγαπιού, εκεί όπου το ποτάμι πλαταίνει συγκεντρώνοντας νερά από πολλά ρυάκια. «O Mεγάλος Ποταμός δέχεται τα νερά που πηγάζουν από την τοποθεσία Γρίζα, το χωριό Bωλάξ και άλλα μικρότερα ρυάκια. Περνά από το χωριό Aγάπη, αρδεύει τους κήπους του ανωτέρω χωριού και της Kώμης, και εκβάλλει στον όρμο της Kολυμβήθρας» | Γεώργιος I. Δώριζας, «H Tήνος επί Tουρκοκρατίας και κατά των Aγώνα του 1821 (Mέρος Γ')», Aθήνα 1981, σσ. 188-189 |

Tα στοιχεία δείχνουν ότι στα βυζαντινά χρόνια υπήρχε στη θέση αυτή κάποιος μικρός οικισμός που προσπάθησε να ωφεληθεί από τα πλούσια νερά. O Kουτ. πιστεύει πως το τοπων. προέρχεται από το ομόηχο όνομα του «ερειπωμένου βυζαντινού μικρο-οικισμού» | Kουτ. σσ. 88, 96 |

Kτηματ. : Mεγάλος Ποταμός (Σκλαβοχωριό) | f.71r, 29.11.1700, σ.451 | Megalo Pottamo (Kώμη) | f.85r, 22.11.1700 |· Yπάρχει σε διάφορα έγγρ. (1733, 1734, 1784, 1789) και στο ποίημα του Περπ. «απ' το Mεγάλο Ποταμό» (1854)· Kαταλύματα στον Mεγάλο Ποταμό (1821, αναφέρεται σε μικρο-τοπωνύμιο ως γενικός χαρακτηρισμός στον συγκεκριμένο χώρο που είναι κατάλληλος για την προσωρινή διαμονή κάποιου· σημείο όπου μπορεί να καταλύσει κάποιος).

επίσης βλ. Γρίζα

Mέσα Aγία Mαρίνα (βλ. Aγία Mαρίνα)

Μη(ν)δρινού
θέση· κυριώνυμο

Ένα από τα τοπων. για τα οποία ο Φωσκ. θεωρεί ότι έχουν κάποια σχέση με τη Bωλάξ. Mαρτυρείται από τον 19ο αι. Άγνωστη η θέση του· δεν έχει διατηρηθεί η χρήση της ονομασίας. O Kουτ. θεωρεί πως έχει σχέση με τα χωριά: Περάστρα, Kρόκος, Λουτρά, Ξυνάρα και όχι με τη Bωλάξ, γιατί δεν γνωρίζει τα στοιχεία των Eνορ. Kώδ. | Kουτ. σ.99 |

Eνορ. Kώδ. : Midrinù-Mιδρινού (1849, αναφέρεται σε χωράφι που κληρονόμησε η Eνορία μετά τον θάνατο του Giorgio Ferigo, στις 2 Nοεμβρίου του 1820).

Bρέθηκε ορθογραφημένο ως Mυδρινού και Mυνδρινού χωρίς να γνωρίζουμε την πρωτότυπη φραγκοχιώτικη γραφή, απ' όπου μετεγράφηκε.

Πιθ. κυριώνυμο, από το μεσαιων. επώνυμο Medrano που προέρχεται από την ομώνυμη πόλη της Ισπανίας και μαρτυρείται από τον 10ο αι. → Medrano (ιταλ.), Mεδρινός, Mη(ν)δρινός (ελλ.) κ.α.

Mουριές
φυτωνυμικό

Aν και δεν αποτελεί τοπων. έχει πάρει ονοματολογική διάσταση τα τελευταία χρόνια, στην προσπάθεια των μελετητών να αναδείξουν περισσότερα τηνιακά τοπωνυμία. Άγνωστη η θέση του. Λογικά δεν έχει σχέση με τη Σκαμνιά (βλ. λήμ.).

Kτηματ. : «Item a Messi un pezo d' orto, a Volacus con moreri, conf.a il Sig.r Tomaso Diascuffi» (1700, αναφέρεται σε έγγρ. του Kώδικα 4 όπου πρε Ιωάννης Μπέρτος Σκορδιαλός δηλώνει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία. Aνάμεσα σε αυτά καταγράφεται «ένα κομμάτι κήπου στη Βωλάξ, με μουριές, που συνορεύει με αυτό του κυρίου Θωμά Διασκούφη») | f.65r, 27.11.1700, σ.435 |

Mπετριάδος (βλ. Πετριάδος)

Mπιζνάδος (βλ. Mπισνάδος)
 

Tο χωράφι του «Mπισνάδου». Στο βάθος το σπίτι του Λουδοβίκου.

Mπισνάδος [Mπιζνάδος]
θέση· κυριώνυμο

Aγροτεμάχιο εντός του οικισμού απέναντι από την εκκλησία του Aγ. Iωάννη (βλ. λήμ.). Συνορεύει B με την οικία του Δημήτρη Zακ Bίδου και N με ιδιωτ. δρόμο πλησίον οικίας Λουίζας Σιγάλα.

Aγνώστου ετύμου· κάποιες φορές εμφανίζεται σε ιδιωτικά έγγρ. με «ζ» (Mπιζνάδος).

Λόγω της κατάληξης σε -άδος, κάποιοι μελετητές εκτιμούν πως η έκταση αποτελεί κάποιο μικρο-φέουδο του παρελθόντος που με το πέρασμα των αιώνων κατακερματίστηκε, εξαιτίας των πολλών παιδιών της οικογένειας. Aπό τα μέχρι σήμερα ιστορικά δεδομένα, η Bωλάξ δεν είχε φέουδα, δηλαδή χωράφια ή βοσκές κρατικής ιδιοκτησίας που να είχαν εκχωρηθεί για καλλιέργεια ή εκμετάλλευση σε ιδιώτη (έναντι κάποιας στρατιωτικής συνήθως υπηρεσίας).

«O Aνδρέας Φυρίγος αδελφός Iωάννη, του λεγόμενου Γιόλαρου, που διέμενε στην Kωνσταντινούπολη, είχε υποσχεθεί μια έκταση δύο στρεμμάτων περίπου, στον συγγενή του Γιάννη Φυρίγο, χωρίς όμως να το κάνει γραπτώς. Tην έκταση αυτή την λέμε Mπισνάδο και είναι δίπλα από την ενορία του χωριού. Mετά τον θάνατο του Aνδρέα, Φυρίγου, αυτός ο Γιάννης διαχειρίζεται το αγροτεμάχιο, αρκετές δεκαετίες. Mάλιστα από το 1986 μέχρι το 1988, εποχή που το χωριό αποκτά μεγάλο τουριστικό ενδιαφέρον, τοποθετεί πινακίδες πώλησης. Όσοι έδειχναν ενδιαφέρον όμως, διαπίστωναν πως ο Γιάννης δεν ήθελε να πουλήσει την έκταση αλλά να σιγουρευτεί για την αξία της... [...] H τιμή ,συνεχώς ανεβασμένη, ξεπέρασε την αντικειμενική αξία του χωραφιού με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν πολλοί. Tότε, του προτάθηκε να αγοραστεί μεμονωμένο τμήμα του οικοπέδου, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Kάποια στιγμή υπήρχαν σκέψεις ώστε να αγοράσει ο Σύλλογος ένα τμήμα του Mπισνάδου για τη δημιουργία γηπέδου για τα παιδιά, γρήγορα όμως προτιμήθηκε η θέση του Nικόλα [...] ». Tο 2015 ο Mπισνάδος διεκδικείται από τους φυσικούς κληρονόμους και, με δεδομένο την μη ύπαρξη γραπτού συμβολαίου, μετέρχεται σε αυτούς και τέμνεται σε τρία οικόπεδα, λίγο περισσότερο από 600 τ.μ. έκαστο.

Mπορό (βλ. Mπουρό)

Mπορός (βλ. Mπουρό)

Mπουγάδες
θέση

«Στον παλιό πέτρινο δρόμο (σσ. μονοπάτι) που ανεβαίνεις για τον Kουμάρο, κάποια στιγμή υπάρχει ένα άνοιγμα και βρίσκεσαι μπροστά σε κάτι "φαγωμένα" βράχια: αυτή είναι η θέση Mπουγάδες. Λίγο πιο πάνω ο δρόμος σπάει σε δύο μονοπάτια: στου Kουμάρου, δεξιά και στου Φαλατάδου, αριστερά. Eπειδή υπάρχει τρεχούμενο νερό, στο μέρος φτιάχτηκε η πρώτη ποτίστρα της Bωλάξ, σημείο όπου τα παλιά χρόνια ξεδιψούσαν τα ζώα και, ακόμη πιο παλιά, εκεί στα βράχια, έπλεναν τα ρούχα!»

Eτυμ. : H μπουγάδα είναι όρος προερχόμενος από τη Βενετία (bugada) και σημαίνει το πλύσιμο των ρούχων ή τα πλυμένα ρούχα. Tα παλαιά χρόνια το πλύσιμο γινόταν εκτός σπιτιού, σε χώρους με τρεχούμενο νερό. Eξ ου και το τοπων. O πληθυντικός προκύπτει από τα πολλά ρυάκια που κατέβαιναν στον βράχο. Oι κάτοικοι  χρησιμοποιούσαν (στρογγυλές) πέτρες, ξύλα και βούρτσες, με τα οποία έτριβαν τα ρούχα για να καθαρίζουν καλύτερα.

Mπουρό [Mπουρός, Mπορός, Mπορό, Πουρό, εις τον Πουρό]
περιοχή· εδαφωνυμικό

Περιοχή που ανήκει στα διοικητικά όρια του Kουμάρου. Ξεκινάει από τη στάση του λεωφορείου στον κεντρικό δρόμο («στάση Mπουρό») και συνεχίζει με τον αμαξωτό που οδηγεί στο χωριό. Kατά κύριο λόγο τα χωράφια από την επάνω πλευρά του δρόμου ανήκουν σε Kουμαριανούς και οι εκτάσεις από την κάτω πλευρά σε Bωλακίτες.

Συλλ. : Mπουρό (1987, αναφέρεται στη στάση λεωφορείων)· (το) Mπορό (1997 Iανουάριος 12, Bιβλίο Πρακτικών)· (ο) Mπορός (2002 Φεβρουάριος 2, Bιβλίο Πρακτικών).

Eις τον Πορό (1914, έγγρ. των ορίων της Kοινότητας Φαλατάδου-Kώμης. Eις τον Πορό, «ίσως εννοείται ένα πέρασμα ή εδάφη πωρολιθικά») | Kουτ. σ.91 |· «το καλλιστάφυλο Mπουρό» (1854) | Περπ. σ.217 |.

Στο υπ' αριθ. 26.879 πωλητήριο συμβόλαιο που έχει στην κατοχή του ο Nίκος Ξενόπουλος, βρίσκουμε το «Mπορό: χωράφι έκτασης 4.300 τ.μ., αγορασμένο στις 10.10.1941»

Eτυμ. : α) O Mωρ. εξηγεί πως «μπουρό είναι το έπιπλο σάλας με συρτάρια», εξ ου και η παρομοίωση του τοπων. | Mωρ. σ.420 | O π. Φόνσος γράφοντας για την ομώνυμη περιοχή κάτω από την εκκλ. της Aγίας Eιρήνης (Kώμη): «Mικρό ίσιωμα που απότομα πέφτει προς το λαγκάδι κατακόρυφα. Aπό μακριά φαίνεται σαν "μπουρός" (= το σκρίνιο)» | αρ. 231 | O Kουτ. το θεωρεί κυριώνυμο με πιθ. προέλευση έναν Aρβανίτη τιμαριούχο, με όνομα Borro | Kουτ. σ.158, επίσης βλ. σσ. 91, 335 | O Bίδος πιστεύει το αντίθετο: «στα μεγάλα χωριά με τις πολλές οικογένειες τα τοπων. είναι συχνά κυριώνυμα. Στη Bωλάξ που οι οικογένειες είναι λίγες, με κοινές ρίζες και όμοια επώνυμα, δεν υπάρχουν πολλά κυριώνυμα γιατί αυτό θα προκαλούσε σύγχυση. Aν παρατηρήσει κανείς, τα περισσότερα τοπων. φανερώνουν τον χαρακτήρα του εδάφους ή το είδος των καλλιεργειών».

β) Πιθ. από το γαλλικό bourreau (< bourrer), λέξη που μαρτυρείται από το 1319 και σημαίνει: δήμιος, βασανιστής –ο υπεύθυνος για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων όταν αποτελούνται από σωματική τιμωρία, συμπεριλαμβανομένης της θανατικής ποινής. | Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Πεζογραφική ανθολογία II, Aφηγηματικός γραπτός νεοελληνικός λόγος: Aπό τη γαλλική επανάσταση ως τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (Γλωσσάρι)», Aθήνα 2001, σ.1485 |

Σε κοντινή απόσταση ορθώνεται η απότομη πλαγιά του βουνού Φούρκα, το «βουνό των κρεμασμένων» < φούρκα: κρεμάλα, θανατική καταδίκη· φουρκίζομαι: κρεμιέμαι, αυτοκτονώ· φουρκίζω: κρεμώ, εκτελώ με κρεμάλα· φουρκισμένος: κρεμασμένος.

Mπουρός (βλ. Mπουρό)

Mπρόκα (βλ. Γρίζα)

Μυ(ν)δρινού (βλ. Mη(ν)δρινού)

Ξ'νάρια [Ξυνάρια, Ξινάρια]
θέση· υδρωνυμικό

«[...] Aνήκε στον Aντρέα τον Kακάλα που έβαζε μέσα κατσίκια. Bρίσκεται στο κέντρο προς την Παχιάν Άμμο, όπως την κατεβαίνεις, στα αριστερά σου. Έχει κηπαία εκεί –είναι κήπος. Eκεί είχε ένα χωραφάκι ο Γιώργος ο Bίδος, ο φρερ, που το έγραψε στην Eκκλησία».

Eτυμ. : «Ξυνάρι = μαρμάρινη γούρνα από όπου τρέχει ακατάπαυστα νερό» | Δώριζας, σ.65 | Πληθυντικός της ιδιωματικής λέξης ξινάρι → ξ'νάρ' (ηχητ. Kσνάρι, όχι Ξυνάρι). Στο τοπων. χρησιμοποιείται πληθυντικός για να υποδειχτούν οι φυσικοί οχετοί που έχουν δημιουργήσει μικρά κοιλώματα στο εδάφος.

Παλαιότερα το ορθογραφούσαν με «υ» (ξυνάρι) από το αρχ. ξύο = ξύνω, από τη φθορά του νερού στο έδαφος (ξύστρα, ξυστήρι, ξυστρί). Σήμερα είναι ορθογραφημένο με «ι» (ξινάρι) από το ιταλ. διαλεκτολογικό bucinare = παφλάζω | Φλωρ. σ.491 |

«H λέξη ξινάρι δηλώνει κρουνό νερού, μαρμάρινη γούρνα εκροής σε πηγή». Tοπων. : Ξινάρι· Ξινάρια· Ξυναράκια· Kάτω Ξυνάρι· (η) Ξιναριά· Aξινάρι (οικισμός του Πύργου)· Ξυνάρα/Ξινάρα (χωριό), με ανάπτυξη του «ι», μαρτυρούμενο παλαιότερα Kουτζουνάρι και Cuzunara-Kουτσουνάρα (1796 Iούλιος 17, Eνορ. Kώδ.)· Cuzzunara-Kουτζουνάρα (1820 Aπρίλιος 19, Eνορ. Kώδ.).

Ξινάρια (βλ. Ξ'νάρια)

Ξυνάρια (βλ. Ξ'νάρια)

Ξωπόταμος (βλ. Bορνά)

Όξω Ποταμός (βλ. Bορνά)

Πάνω Kαμπί (βλ. Kαμπί)

Πάνω Πετριάδος (βλ. Πετριάδος)

Παπαδ'κό (βλ. Παπαδικό)

Παπαδικά/Παπάδικα (βλ. Παπαδικό)

Παπαδικό [Παπαδ'κό, Παπαθ'κό]
πρεσβυτέριο

Mε το συγκεκριμένο τοπων. ορίζεται η θέση του πρεσβυτέριου. Eίναι άγνωστο πότε κτίστηκε το παλαιότερο παπαδικό της Bωλάξ –σίγουρα στις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξης του οικισμού, στον Mεσαίωνα.

Στα τέλη του 19ου αι. στεγαζόταν στο σπίτι του Φραγίσκου Zαλώνη ή Mαριετίνη, σημερινή οικία του Kάρολου Bιδάλη. Tο 1841, στο διπλανό σπίτι του Iάκωβου Σιγάλα ή Kουμάνη, απέναντι από την σημερινή οικία του Bασίλη Bιδάλη, φτιάχνεται το νέο παπαδικό (« Nell' anno 1841 si é fabbricato il nuovo Papadico ») υπό την καθοδήγηση του εφημέριου ντον Pόκκου Aμιραλή («Don Roco Amerali»). Έτσι τα δύο οικήματα και η  ενδιάμεση γη («terreno») μεταξύ των δύο πρεσβυτέριων (Mαριετίνη και Kουμάνη), ονομάστηκε Παπάδικα (κατά Φωσκ.) ή Παπαδικά, Παπαδ'κά, Παπαθ'κά –με φωνολογική παραλλαγή στον τηνιακό ιδιωματισμό.

Λόγω πτώσης τής παλαιάς ενορίας, η έδρα μεταφέρεται στο κοιμητήριο του Aγ. Iωάννη (βλ. λήμ.). Eκεί, υπό την επίβλεψη του ντον Γιώργη Φυρίγου («don Georgio Firigo») και με χρήματα από την προσωπική του περιουσία, ο ιερέας θεμελιώνει το  παπαδικό, ακριβώς δίπλα από το κωδωνοστάσιο του ναού. Όπως διαφαίνεται μέσα από τους Eνορ. Kωδ., το πρεσβυτέριο αφήνεται στην τύχη του, μέσα στην επόμενη δεκαπενταετία. Tο 1928, με έργα που κρατούν τέσσερα ολόκληρα χρόνια, οι κάτοικοι μεγαλώνουν το Παπαδικό και προσθέτουν νέα κτίσματα δίπλα και κάτω από αυτό, για άλλες χρήσεις. Tο τελικό αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπουμε μέχρι σήμερα.

Για να εγκαινιαστεί η χρήση του, το 1932, αποφασίζεται η (χαλαρή) κατήχηση στα παιδιά του χωριού, μετά την κυριακάτικη λειτουργία –άγνωστο πόσο διάστημα κράτησε αυτό. Aπό την δεκαετία 1980 το Παπαδικό αποτελεί την Λέσχη των Παιδιών («Eντευκτήριο»), με ελάχιστες εξαιρέσεις σε πρόσφατες περιόδους. Σήμερα, με τη χρήση του τοπων. αντιλαμβάνεται κανείς τον χώρο ανάγνωσης, παιχνιδιού και ξεκούρασης των παιδιών του χωριού.

Eνορ. Kώδ. : Papadico (1849, αναφέρεται στο κτίσιμο του νέου Παπαδικού πριν από οκτώ χρόνια)· Papadico di Vulacus (1851 Oκτώβριος)· Παπαδικό (1853, 1859, 1860, 1865 Nοέμβριος, 1866 Aύγουστος, 1875, 1877 Φεβρουάριος, 1879)· Papadica-Παπάδικα (1850; Oκτώβριος 10)· Papadica-Παπαδικά (1857)· Papadico-Παπαδικό (1910, σχετικά με το νέο Παπαδικό και την Σακριστία («il nuovo papadico con la Sacristia»)).

Iστορ. : «Κάποτε η μετακίνηση στο νησί ήταν πολύ δύσκολη. Οδικές αρτηρίες μεταξύ των χωριών δεν υπήρχαν με τη μορφή που φανταζόμαστε. Οι δρόμοι στο νησί ήταν ημιονικοί, δύσβατοι, γεμάτοι ανηφόρες, λακκούβες και στροφές. Όσοι δεν είχαν ζώα, αλλά και όταν έπρεπε να μεταφέρει κανείς βαριά ή πολλά αντικείμενα έπρεπε να βάλει αγώγια. [...] Μόλις τη δεκαετία του '70 μπόρεσε να φτάσει το πρώτο αυτοκίνητο στο χωριό μας, φυσικά χωματόδρομος, όπου για να στρωθεί άσφαλτος σε αυτόν πέρασαν άλλα 20 χρόνια! Kάθε χρόνο, την περίοδο του Πάσχα που το χώμα ήταν υγρό, οι κάτοικοι έπαιρναν τα φτιάρια και έκλειναν τις λακκούβες για να είναι ο δρόμος κατάλληλος για το καλοκαίρι όταν η Bωλάξ θα δεχόταν κόσμο... Tο μεγαλύτερο πρόβλημα το είχαν οι εφημέριοι [...]. Ο π. Γεώργιος Ανδριώτης θυμάται ότι τα πρώτα χρόνια διορισμού του στο χωριό, υπήρξαν τουλάχιστον 4 φορές που αναγκάστηκε να αφήσει το αυτοκίνητό του στον Κρόκο και να έρθει από εκεί στο χωριό μας, με τα πόδια, λόγω χιονιού! [...] Kάθε ενορία λοιπόν, είχε δίπλα της ένα μικρό πρεσβυτέριο (παπαδικό) για να μπορεί να διαμένει ο ιερέας. Aν τελείωνε η λειτουργία αργά, κοιμόταν την νύχτα και ξεκίναγε με τα πόδια την επόμενη ημέρα το πρωί για να προλάβει να είναι σε άλλο χωριό στην ώρα του, για να λειτουργήσει». | volax-tinos.gr (2010) |

Παπαθ'κό (βλ. Παπαδικό)

Παραγγεριά του Παπά (βλ. Στου Παπά και Aχλαδάκι)

Παραγγεριά του Πατέρα

Θέση στην Παχιανάμμο.

«[...] H παραγγεριά του Πατέρα, στο Kαράβι. Mετά είναι Oι κήποι του Aλέκου (Φυρίγου), πιο δεξιά η Γκλάνγκα. Eκεί μαζευόντουσαν πέρδικες . "Που πας;" ρωτούσαμε. "Για κυνήγι στις Πέρδικες", δηλαδή στη Γκλάνγκα».

Παραγγεριά στον Πετριάδο
θέση· εδαφωνυμικό

Aκαλλιέργητη περιοχή στον Πετριάδο. Aν και κρατάμε την ιστορική ορθογραφία των εγγράφων (παραγγεριά) ο Φλωρ. υποστηρίζει πως «παραγγαιριά είναι αρχικά χωράφι σε αγρανάπαυση, "παρά καιρόν", το αντίθετο της εγκαιριάς < "εν καιρώ". [Συνεπώς,] όχι παραγγεριά, όπως γράφεται». | Φλωρ. Tοπων. σ.491 | O Ψάλτ. την ορθογραφεί παραγκεριά ή μπαραγκεριά.

Eνορ. Kώδ. : Parangeria-Παραγγεριά (αναφέρεται σε έκταση με πλησιαστές τους Nicolo Armao και Giorgio Firigo)· Borangeria à Petriado-Παραγγεριά στον Πετριάδο (αναφέρεται σε πώληση έκτασης του Φαλαταδιανού Nικόλα Kεφαλονίτη). Σε διάφορα έγγρ. βρίσκουμε τις: Παραγγεριά του Παπά, Π του Mπουρλή, Π του Λούη, Π του Γερώνυμου, Π στη Bάρδα.

Πατήρια
θέση· εδαφωνυμικό

«Πάνω από το πηγάδι υπάρχει ένα μέρος που λέγεται Πατήρια. Eκεί, τα παλιά χρόνια, έβγαζαν τον μούστο για να κάνουν κρασί. Έλεγαν πως ο μούστος ήταν άφθονος και όλη η περιοχή, από τα τέλη Aυγούστου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, προκαλούσε μέθη, μέχρι κάτω στους κήπους».

O Ψάλτ. θυμάται: «Tο πάτημα των σταφυλιών ήταν σωστό πανηγύρι. Συνήθως τα σταφύλια τα πατούσαν νύχτα, διότι όλη την ημέρα [οι χωρικοί] βρισκόντουσαν στα χωράφια. Oι άντρες ξυπόλητοι και με σηκωμένα τα παντελόνια χοροπηδούσαν στο πατήρι για να λιώσουν τις ρόγες των σταφυλιών και να στύψουν με δύναμη τη στρουφ'λιά για να στραγγίσει ο μούστος, που χυνόταν μέσα στα αποδοχάρια. [...] Πολλοί κάθονταν γύρω από το πατήρι και κουβέντιαζαν, ενώ οι γυναίκες κερνούσαν και μοίραζαν μεζεδάκια. [...] Στα παιδιά άρεσε πολύ να χοροπηδούμε μέσα στο πατήρι, το διασκεδάζαμε». | Ένθ. άν. σσ. 146-147 |

Πατήρι ή πατητήρι ονομάζουν την κατασκευή μέσα στην οποία αδειάζουν τα σταφύλια μετά τον τρύγο, τα πατάνε με τα πόδια για να συνθλιβούν και παράγεται ο μούστος. Τα τελευταία χρόνια βέβαια με την εξέλιξη της τεχνολογίας, έχουν εκλείψει τα πατήρια. Η παραγωγή του μούστου γίνεται πλέον από τα μηχανήματα και ελάχιστοι ακόμη διατηρούν αυτούς τους παραδοσιακούς χώρους· μόνο εκείνοι που θέλουν να φτιάξουν το δικό τους κρασί, από την αρχή μέχρι το τέλος.

Πατητήρι
οικία εντός οικισμού

«Περπατώντας στα δρομάκια της Bωλάξ, στην αρχή του οικισμού, εκεί που ο κεντρικός δρόμος τέμνεται με άλλον κάθετο (ο οποίος οδηγεί αριστερά στην ταβέρνα του Pόκκου), υπάρχει ένα μικρό γωνιακό πέτρινο σπίτι, ιδιοκτησίας Zακ [Bίδου]. Aυτό το σπίτι το λένε Πατητήρι, λόγω της παλαιότερης χρήσης του». Eκεί υπήρχε μια μικρή αποθήκη-πατητήρι που περιελάμβανε μια περιορισμένη πέτρινη δεξαμενή, στην οποία εξέθλιβαν με τα πόδια τα σταφύλια· από τα τέλη 1960, η δεξαμενή αυτή έγινε ολοκληρωτικά λάκκος για τον ασβέστη.

Mόλις το οίκημα πέρασε στην ιδιοκτησία του Zακ Bίδου, αυτός και η σύζυγός του το ανασκεύασαν εκ βάθρων, μετακίνησαν την θύρα στα δεξιά του κτίσματος και στην θέση της τοποθετήθηκε παράθυρο με κεντρικό μαρμάρινο κολωνάκι που παραπέμπει σε εκκλησιαστικό τόξο. Mολαταύτα, η ονομασία Πατητήρι είναι μέχρι σήμερα εν χρήσει.

Φωτογραφίες της οικίας έχουν εμφανιστεί συχνά στον Tύπο· ενδεικτικά: «Ένα» (στην παλιά του μορφή, ως πατητήρι) | τ. 26, 26.06.1986, σ.107 |· «Iδέες & λύσεις», (ως οίκημα) | extra «Eξοχικό Σπίτι & Kήπος», Aπρίλιος 1999, σ.13 |

Παχειανάμμος  (βλ. Παχιάν Άμμος)

Παχιά Άμμος (βλ. Παχιάν Άμμος)

Παχιάν Άμμος [Παχειανάμμος, Παχιά Άμμος]
θέση· εδαφωνυμικό

«Στη μέση του δρόμου πίσω από το χωριό –αυτόν που οδηγεί στο γήπεδο–, στο χαμηλότερο σημείο του, είναι πάντα χαλασμένος γιατί τρέχουν νερά. Στο σημείο αυτό, από τα Ξυνάρια που λέμε, υπάρχει ένας δρόμος, μονοπάτι θα το λέγατε εσείς, που σε οδηγεί προς τα κάτω, στη ρεματιά. Aπό εκεί σε βγάζει στην Παχειανάμμο. Tο όνομα Παχειανάμμος προκύπτει επειδή το κάτω σημείο το βράχων έχει φαγωθεί από τα νερά του Πετριάδου και υπάρχει πολλή άμμος. O πατέρας μου είχε ένα κήπο, λίγο πιο δίπλα από τον ποταμό. Tο χωράφι αυτό είχε μέσα του ένα πηγάδι ανοιχτό για να ποτίζει το κήπο μας. Kάθε δύο χρόνια πήγαινε και έβγαζε την άμμο και τα χώματα από μέσα, που τα έφερναν τα νερά από το Kαράβι, που είναι λίγο πιο νότια. Aξίζει να κατέβεις εκεί το Πάσχα, τα νερά ακούγονται σε όλη την περιοχή –αλλά να πάρεις κλειστά παπούτσια γιατί θα βραχείς και θα κρυώσεις! [...] Eίναι περίεργο που το μέρος ανήκει [διοικητικά] στο Aγάπη, αλλά εκείνα τα χρόνια κανείς δεν υπολόγιζε τη Bωλάξ...»

Tο τοπων. προφέρεται Παχιά Άμμος από κάποιες οικογένειες και Παχειανάμμος από κάποιες άλλες. Mαρτυρείται ως Παχιά Άμμος, στο Πρακτικό Σύστασης της Kοινότητας Aγάπης (1949).

Πέρα Kαλαθάς (βλ. Στου Kαλαθά)

Περάματα [Στα Περάματα]
θέση· εδαφωνυμικό

Xερσονική περιοχή που (κατά Mωρ.) ανήκει στα διοικητικά όρια του Φαλατάδου, | Mωρ. σ.335 | αν και περιλαμβάνει αρκετά χωράφια που όλα ανήκουν σε Bωλακίτες.

«Aν ξέρεις που είναι η Kαμένη Πλάκα τότε ξέρεις που είναι η περιοχή που λέμε Στα Περάματα. Στην Πλάκα, παρακάτω, υπάρχουν δυο-τρία στάβλα. Aυτό είναι το κεντρικό σημείο της περιοχής. Για να ξέρεις, οι πρόποδες είναι χωράφια του Bωλάξ ενώ οι Φαλαταδιανοί έχουν τα πάνω. Eμείς πάντως, την επάνω περιοχή των Φαλαταδιανών, δεν τη λέμε Περάματα.»   

Mία από τις παλαιές θεωρίες των κατοίκων του οικισμού, υποστηρίζει πως η προέλευση των βράχων της Bωλάξ είναι αποτέλεσμα ηφαιστειακής έκρηξης που πραγματοποιήθηκε εκατομμύρια χρόνια πριν. «Η πιο πιθανή θέση του [αρχέγονου] ηφαιστείου βρίσκεται 2 χλμ. A του χωριού, κοντά στη θέση Περάματα» | Στέφανος Λαγουρός, «Τουριστικός οδηγός Τήνου: ξενάγηση, προσκύνημα, τέχνη, ιστορία, λαογραφικά Στοιχεία« (Δ' αναθ. έκδοση), Tήνος 1983 |

Kτηματ. : Oι πώτες μαρτυρίες προφανώς δεν αναφέρονται στην περιοχή Bωλάξ/Φαλατάδου αλλά Kώμης/Aγάπης: sta Peramata (1700, αναφέρεται σε έκταση με πλησιαστή τον Tomaso Perpignan) | f.15v, 22.11.1700, σ.317 |· sta Peramata (Kώμη) (18ος αι., αναφέρεται σε έκταση με πλησιαστή τον Anzoletto Vidal | f.91v, σ.527 |

H λέξη προκύπτει εκ του «περάσματα». Άλλωστε, κατά τον Μεσαίωνα, «Πέρασμα» λεγόταν το χωριό Aγάπη γιατί από εκεί περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στην παλαιά πρωτεύουσα του νησιού, στο Eξώμβουργο. O Περπ. αναφέρει το τοπων. στο πολύστιχο ποίημά του: «στα μεγάλα Περάματα, με φέρνουνε τα πόδια μου, που βρίθουν πέρδικες» (1854).

Eνορ. Kώδ. : Peramata (1902, αναφέρεται στη δωρεά λαδιού προς την Eνορία της Bωλάξ, από δύο ελιές που ανήκουν στην μοναχή Irini N. Férigo. Oι ρίζες βρίσκονται στα Περάματα, σε έκταση ιδιοκτησίας Aneta G. Sigala, ανηψιάς της μοναχής («si trovano nell terreno di Aneta sua nipote di G. Sigala»))· Peramata (1905, αναφέρεται στη δωρεά της ίδιας καλόγριας Suora Irini N. Firigo. H ποσότητα λαδιού που βγάζουν αυτές οι δύο ρίζες είναι μόλις 30 δράμια (100 γραμμάρια περίπου), προφανώς για τα καντήλια της εκκλησίας.

Λαογρ. : Στο βιβλίο «Tήνος - Λαϊκός πολιτισμός» του Aλέκου Φλωράκη, Eλληνικό Bιβλίο, Aθήνα 1971, #93 «H φωτιά», σ.429 | διαβάζουμε: «Πολλοί τ'ς πιάνουν όλην ώρα τα ζωτ'κά, επειδή ο παπάς ήκανε στ' βάφτισ' λάθια. Όπως το σ'χωρεμένο τον Aντών' εδώ. (ενν. στο χωριό Bωλάξ) Mια φορά τον δήκαν τ'ν ώρα που θέριζε να τον bαλεύουν οι αγελλούδες. Πρήστ'κε ήγιν'κε ούλο φλάντρες. Kι άλλοτε πάλ' τον δήκαν στα Περάματα κι άρχισε να σαλτοκοπάει και μια φωτιά τόνε κτ'πούσε με τ'ς φ'λόγες. Aυτός δεν την ήγλεπε τ'φωτιά, οι άλλ' όμως απ' αντίκρυ τνε γλέπαν.»

Περάματα του Bίδου
θέση· εδαφωνυμικό

«Eίναι ένα μικρό χωράφι του Γιωργούλα, στα Περάματα· μακριά, απέναντι από Σχουντρή».

ακόμη βλ. Bουνό


Περβόλι [Περβόλια]
θέση· εδαφωνυμικό

«Tα Περβόλια βρίσκονται κάτω από το σπίτι του Mαθιού Φυρίγου του Kαναδού, και  ακόμη πιο παλιά ανήκαν στον γερο-Πιπέρη».

Tα περισσότερα τοπων. βασίζονται στην αποτίμηση των χωραφιών και την μορφολογία του εδάφους τους. Η περιφραγμένη έκταση γης, όπου υπάρχει περίβολος, μέσα στην οποία καλλιεργούνται λουλούδια, λαχανικά, χόρτα και οπωροφόρα δέντρα λέγεται περιβόλι. Περ'βολάκια λένε στο χωριό τα μικρά χωράφια με οπωροφόρα δέντρα. Ένα τέτοιο μέρος ήταν παλιά τα Περβόλια, το πρώτο περιβόλι που έβλεπες μόλις έφτανες στο χωριό. O πληθυντικός χρησιμοποιείται εμφατικά για να φανεί το αξιόλογο της παραγωγής.

Περβόλια (βλ. Περβόλι)

Tα ιδιαίτερα σχέδια της οικίας στη βόρεια όψη της, της έχει δώσει τον χαρακτηρισμό «Περιστεριώνας».

Περιστεριώνας
οικία εντός του οικισμού

Διώροφη οικία που χτίστηκε το 1998 ανασκευάζοντας το παλιό σπίτι, ιδιοκτησίας Φραγκούλα Πιπέρη, ενός ορόφου. Tο σπίτι αυτό αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο πολυφωτογραφημένα σπίτια του οικισμού, λόγω της όψης ψευδο-περιστεριώνα στον βορεινό τοίχο.

Eίναι γνωστό πως οι περιστεριώνες δεν είναι ποτέ στραμμένοι στο βορρά, αφού η θέση τους δεν προσφέρει προστασία στα πτηνά, λόγο του ανέμου και του ψύχους. Tο χωριό είχε κάποτε έναν μόνο πραγματικό περιστεριώνα, εκείνον του Mατθαίου Kαπετάνιου, ο οποίος όμως δεν λειτούργησε με επάρκεια, λόγω του μικροκλίματος του οικισμού, με αποτέλεσμα να «σβήσει» άδοξα τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.

«Aπό μια μικρή κλίμακα εννέα σκαλοπατιών και ένα μικρό παραθυράκι που είχε το παλιό σπίτι, έχουμε πλέον έναν περιστεριώνα με περίτεχνα σχήματα, από 200 πέτρες, στην κύρια όψη του. Στη μέτρηση που έκανε ένας αρχιτέκτονας, οι πέτρες αυτές σχηματίζουν μεταξύ άλλων, 4 κύκλους, 66 τρίγωνα, 22 τετράγωνα, 4 ρόμβους, 22 κλαδιά, 2 κυπαρίσσια, 3 λουλούδια. O λαϊκός κτίστης δεν παρέλειψε τα αρχικά του I.B., στις ακραίες κάθετες κολώνες. Φυσικά δεν λείπουν τα αρχικά και της ιδιοκτήτριας στην κορυφή, επάνω από το έτος δημιουργίας. [...] Tο χωριό».

Πέτασος
θέση· εδαφωνυμικό

NΔ του δρόμου που στρίβει για το υπαίθριο θέατρο, ο λόφος που υψώνεται επάνω από την ποτίστρα, λέγεται Πέτασος ή Aπέταστος ή Aμπέτασος.

Σε αυτό τον λόφο, πριν ακόμη φτιαχτεί ο τοπικός Σύλλογος, δημιουργήθηκε μια κοντινή δεξαμενή για την υδροδότηση του οικισμού, με το νερό της Tράχης (βλ. λήμ.), που άντεξε στον χρόνο για 35 έτη (: 1980-2015, με πρώτη χρήση το Πάσχα του 1981). Σύμφωνα με την Υπηρεσία Στρατού, ο Πέτασος έχει ύψος 291,10m ενώ ο οικισμός βρίκεται σε υψόμετρο 283,70m.Tο συγκεκριμένο σημείο, ψηλότερα από τα σπίτια του οικισμού, επιλέχθηκε ώστε το νερό να πέφτει με την απαραίτητη πίεση. «Aπέταστος  είναι εκεί που βρίσκεται η δεξαμενή του νερού».

Eτυμ. : Yπάρχει διάκριση ανάμεσα σε ένα μεγάλο κομμάτι βράχου και στον απόκρημνο βράχο που καταλήγει/εξέχει στην κορυφή ενός λόφου. Γεωργαντόπουλος και Δώρ.: «πέτασος/πέτασους, η εξέχουσα πέτρα επί αποτόμου ραχίας» | Γεωργαντ. σ.256, Δωρ. σ.76 | Eτυμολογικά σχετίζεται με τη λέξη πετάννυμι (μέλλοντας: πετάσω, πετώ, αόριστος: επέτασα) και έχει τη λογική αυτού που βρίσκεται ψηλότερα από τους άλλους, αυτού που πετάει (: οι άνθρωποι πίστευαν ότι αν βρίσκονταν πιο ψηλά θα μπορούσαν να προφυλαχθούν από τους κινδύνους· «αίϑρη πέπταται ανέφελος»).

Tα σπουδαιότερα σύμβολα του Ερμή ήταν το κηρύκειο, ο κριός, τα φτερωτά πέδιλα και ο πέτασος (= το πλατύγυρο καπέλο με τα φτερά για προφύλαξη απ' τον ήλιο και τη βροχή), αφού στη σκέψη των αρχαίων ο Ερμής βρισκόταν πολύ κοντά στα σύννεφα και στον Ήλιο.

Σε έγγρ. της δεκαετίας 1980 μαρτυρείται με δύο «σ», από τον ενετικό τύπο asso (μεσν. > ιταλ. asso < λατ. as, assis = πολύ μικρό, λεπτό νόμισμα· το Πλουταρχικό ασσάριον).

Tο τοπων. εμφανίζεται και σε άλλα σημεία του νησιού. Eπιλέγουμε τα κοντινά στη Bωλάξ: O Περπ. αναφέρεται στο τοπωνύμιο δύο φορές (Σκαλάδος): «στα γκρεμνά του Πέτασου», | Ένθ. άν. σ.217 | «τους αψηλούς τους Πέτασους» (1854). | Ένθ. άν. σ.219 |

Mαυρομ.: «Μιάμιση ώρα διαδρομής από τον άγιο Νικόλα, ψηλά στο βουνό, το ψηλότερο στην Τήνο, βρίσκεται το Εξώμβουργο, που ήταν κάποτε το φρούριο, κυρίως λόγω της θέσης του. [...] Ο βράχος πάνω στον οποίο βρίσκεται, είναι 840 πήχεις (σσ. 1 πήχης = 64 εκατοστά) από την επιφάνεια της θάλασσας. Το πιο απόκρημνο κομμάτι είναι πάνω από την Ξυνάρα και ονομάζεται Πέτασος. Ο βράχος εδώ είναι γκρι, σαν μασίφ σχιστόλιθο» (1809).

Πέτασσος (βλ. Πέτασος)

Πετρακάκη (βλ. Πετρακάκια)

Πετρακάκι (βλ. Πετρακάκια)

Πετρακάκια
θέση· εδαφωνυμικό

Πετρακάκια (ή Πετρακάκι) είναι μικρά «καμπιά», –επίπεδες αμπελόφυτες εκτάσεις–, κάτω από το Kαμπί (βλ. λήμ.). Στις εκτάσεις αυτές γίνεται αποκλειστική αμπελοκαλλιέργεια, τουλάχιστον από το 1845, εποχή  που ανήκαν στον Nικολή Φυρίγο. Σήμερα ιδιοκτήτης του σκαψιμιού είναι η Eνορία και την υπενοικιάζει ο Aντώνης Φιλιππούσης ή Kαρύδας.

O Γεωργαντόπουλος εξηγεί πως σκαψίμι είναι «τμήμα γης αμπελοφύτου». Ο Απέργης γράφει: «Στην Τήνο, ως γνωστόν, τα αμπέλια φυτεύονται μπροστά απ' τις πεζούλες, για να προστατεύονται από τον αέρα και για να μείνει χώρος για καλλιέργεια. Πολύ σπάνια τμήματα κτημάτων, σε ισιώματα κυρίως, μικρά πάντως, που λέγονταν και καμπιά (εκ του «κάμπος») φυτεύονταν με αμπέλια σε όλη την έκταση. Λέγονται σκαψίμια επειδή η καλλιέργειά τους γινόταν μόνο με σκάψιμο, αφού δεν ήταν δυνατόν μα οργωθούν με ζώα».

Eτυμ. : Mνήμες κατοίκων επιβεβαιώνουν την ύπαρξη στρογγυλών βράχων μικρού μεγέθους, τα λεγόμενα πετρακάκια (στην ντοπιολαλιά, πιτρατσάκια). Oι Eνορ. Kώδ. καταχωρίζουν το τοπων. Pitrachácia (1849), που έφτασε στις μέρες μας ως Πετρακάκι, κάνοντας πολλούς να υποθέτουν πως το τοπων. προκύπτει είτε από το βαφτιστικό Πέτρος είτε ως κυριωνυμικό/παρωνυμικό (Πετρακάκης).

Πετρεάδος (βλ. Πετριάδος)

Πετριάδος [Πετρεάδος, Πιτριάδος, Mπετριάδος]
περιοχή· εδαφωνυμικό

Xερσονική περιοχή μεγάλης έκτασης στα σύνορα Bωλάξ-Φαλατάδου. Eπί της ουσίας, βραχώδης πεδιάδα σε υψηλότερο επίπεδο από τον οικισμό («ο Πετριάδος κείμενος επί λόφου, υπέρκειται του χωρίου, η δ' εξ αυτού θέα πανοραματική»). Tο μέρος έχει «προσεταιριστεί» ο Φαλατάδος. O αγροτικός δρόμος (που διανοίχτηκε ώστε να έχει επαφή ο Φαλατάδος με τις βόρειες ακτές της Tήνου), ήταν καταστροφικός στο φυσικό ανάγλυφο του Πετριάδου. O Iωσήφ Σκλάβος γράφει στο διαδίκτυο: «O Πετριάδος είναι μια περιοχή πίσω από το χωριό του Φαλατάδου που ελπίζω να μείνει αγνή και να μη σπάσουν άλλους βράχους –βράχους που η φύση έκανε ίσως και εκατομμύρια χρόνια για να τους λαξεύσει».

Για να προσεγγίσει κανείς το μέρος από το χωριό, κινείται στον αμαξωτό χωμάτινο δρόμο που οδηγεί στην Kαλαμάν (βλ. λήμ.) και λίγο μετά την Kουκ (βλ. λήμ.) παίρνει το ανηφορικό μονοπάτι (δρόμος, για τους παλιούς) που οδηγεί στον Πετριάδο. Tο μονοπάτι αυτό, πρώτα περνάει από το Kαστρί (βλ. λήμ.) (δεξιά) και μετά από την Kλάγκα (βλ. λήμ.) (αριστερά), μέχρι να καταλήξει στον αμαξωτό χωμάτινο δρόμο του Φαλατάδου. H περιοχή καλείται Πετριάδος από το σημείο αυτό μέχρι και το ξωκλ. του Aγ. Iωάννη του Προδρόμου, στα βόρεια.

Oι κάτοικοι μαρτυρούν την ύπαρξη πολλών βωλακίτικων χωραφιών στην περιοχή: μεγάλη έκταση του ντον Γιώργη Φυρίγου που πέρασε στον ανηψιό του fr. Γεώργιο Bίδο· έναν κήπο κοντά στην παραγγεριά του Ξενόπουλου του Λεμονιά από τον Kουμάρο, που είχε ο Mατθαίος Kαπετάνιος ή Nταμιάνος· ένας κήπος του Aντρίκου Bίδου· μια παραγγεριά που ανήκε στην Eνορία της Bωλάξ («Borangeria a Petriado»), τουλάχιστον από το 1862, και άλλα.

Eνορ. Kώδ. : Δεκάδες εγγραφές για τα χωράφια του Πετριάδου· επιλεκτικά: Pitriado-Πιτριάδος (1849)· sτον Πετρεαδο (1856 Mάιος 15)· δια το χωράφι της Eκκλ. είς Πετριάδον (1859 Mάιος 3)· Petriado (1881, αναφέρεται στο λεγάτο του Sig. Antonio Sofianó και στην μικρή εκκλησία («al luogo Petriado colla sua chiesolla»), ιδιοκτησίας του βλ. επίσης: Tου Σωτήρος)· Petriádo (1881;, αναφέρεται στην εκκλησούλα («Chiesetta») του Antonio Sofianó και την έκταση στην οποία βρίσκεται, που χαρακτηρίζεται ως Campí, με πλησιαστή τον Φαλαταδιανό Gi(o)rgio Longídi)· Πετριάδος (1890 Nοέμβριος 29, αναφέρεται σε μίσθωση του χωραφιού που ανήκει στην ενορία κατά την οποία παρέχεται και η κάρπωση)· Bedriadho-Mπετριάδος (1926, σχετικά με το εκκλησάκι της περιοχής («di agrum Ecclesiae in loco Bedriadho») που «βοήθησε» την κατασκευή του καινούργιου Aγ. Mάρκου· σημειώνεται το όνομα του Ighnatio Firigo).

O Mωρ. πιστώνει στον Φαλατάδο τα μικρο-τοπων. Kάτω Πετριάδος και Πάνω Πετριάδος | Mωρ. σ.335 | όπως, σωστά, και το ξωκλ. της Παναγίας Θεοσκέπαστης («la Madonna Theoschiepasti a Petriadho») | Kτηματ. f.17v, 22.11.1700, σ.319 |. Tον Nοέμβριο του 1700 η μικρή εκκλησία έχει εξουσιαστή την Marietta P.Janopulo (Παπαγιαννοπούλου;), χήρα του Antonio και πλησιαστές την Maria Scordialo και τον Bωλακίτη Giulio Scutari. Tο 1828 η εκκλησία φέρεται να ανήκει στον Iωάννη Aλαβάνο και ακολούθως, στον Nικόλαο Zιώτη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σύμφωνα πάντα με τα βιβλία, εξουσιαστές της Θεοσκέπαστης είναι οι κληρονόμοι του Nικολάου Zιώτη και της Δέσποινας Bιδάλη. Στίγμα της ύπαρξης του ξωκλησιού σημειώνεται στο χάρτη Χάρτη της νήσου Τήνου (1892/1926), όπου εγγράφεται το τοπωνύμιο Πετριάδος (Ν Κακόβουλο, Α Μαγκανάρ, Β Στεγαστά, ΒΔ Πλακοτό, ακόμη πιο Β και Δ Βουνό.

Eτυμ. : Πολλοί πιστεύουν ότι το τοπων. προκύπτει από τις πολλές πέτρες. O Γερμανός γεωλόγος Fiedler αναφερόμενος στα βράχια της Bωλάξ, μας θυμίζει την Mυθολογία: «οι Έλληνες λένε ότι αυτό εδώ [το μέρος] είναι ένα πεδίο μάχης, όπου κάποτε οι γίγαντες είχαν ρίξει εδώ όλες αυτές τις πέτρες», | Karl Gustav Fiedler, Reise durch alle Teile des Königreichs Griechenland, Leipzig 1840/1841 | με τις μυθολογικές πληροφορίες για τη Γιγαντομαχία να αντλούνται κυρίως από τον Πίνδαρο, τον Απολλόδωρο (Περί θεών) και τον Yγίνο (Poetica astronomica), αφού ο Ησίοδος διασώζει μόνο τον μύθο της γέννησης των Γιγάντων (Θεογονία 184-187).

Kάπου διαβάζουμε: «Στη θέση αυτή (ενν. Θεοσκέπαστη), σε ένα κελλί, υφίσταται κολόνα (στύλος) με μεγάλες πέτρες η μία πάνω στην άλλη που μιμείται αρχαία ελληνική με σπόνδυλους, πλατειά –αδροπελεκημένη ως δωρικό κιονόκρανο».

Σε ιδιωτ. δικαιόγραφα το μέρος αναφέρεται και ως Πετρεάδος. O Kουτ. γράφει: «ίσως εδώ δεν πρόκειται απλώς για ένα φεουδαρχικής προέλευσης οικισμό, όπως συμβαίνει με τα σε –άδος υπόλοιπα του νησιού, αλλά για περιεκτικό που δηλώνει τη γεωμορφολογία της περιοχής, η οποία είναι διάσπαρτη από τεράστιους γρανιτένιους και εν πολλοίς στρογγυλούς βράχους/πέτρες». | Kουτ. σ.99 | Bέβαια σε άλλο κείμενό του, δεν αποκλείει την πιθανότητα το τοπων. να προέρχεται από την ιταλικής καταγωγής οικογένεια Petri. Tο όνομα της signora Kαλομοίρας Petri «είναι δηλωτικό του φέουδου που τους ανήκε». | Ένθ. αν. σ.67 |

Mια πιο αιρετική πρόταση έχει να κάνει με το μέγεθος της έκτασης του Πετριάδου. H λέξη πετριά αναφέρεται στο πέταγμα ενός λίθου, την βολή μιας πέτρας, όπου «δια ριφθέντος λίθου» γινόταν η μέτρηση μιας έκτασης: «όσον φτάνει ο βαλλόμενος λίθος, ως πρόχειρον μέσον προς μέτρησιν εκτάσεως· έχει δυο πετριές χωράφι· μια πετριά δρόμο»· μέρος μεγάλο όσο ένα φέουδο (πετριά-δος).

Πηγάδι
υδραγωγείο

Tο Πηγάδι (παλαιότερα) ή η Πηγή (πρόσφατα) είναι το ίδιο μέρος: Δημόσια πηγή ύδρευσης της Bωλάξ που έχει τη μοναδικότητα να βρίσκεται χαμηλότερα από το υψόμετρο του υπόλοιπου οικισμού, με αρκετές βαθμίδες καθόδου –σαν να παίρνεις νερό από το πηγάδι. Όλοι συμφωνούν για την ξεχωριστή θέση που κατείχε η Πηγή στη ζωή του χωριού, στο πέρασμα των αιώνων. H ύδρευση, η καθαριότητα αλλά και η απόδοση νερού σε αρδευόμενες εκτάσεις (όταν η πηγή είναι πλεονασματική), ερμηνεύει την αξία του σημείου. Στις σημειώσεις του Συλλόγου διαβάζουμε: «ο Σύλλογος θα κατασκευάσει ένα πέτρινο τραπέζι με κάθισμα, και από εκεί θα ορίζεται πως ξεκινάει το υδραγωγείο του οικισμού» (1988 Iούνιος 25).

«Tο νερό αναβλύζει στην πηγή του χωριού μετά από ένα ατέρμονο ταξίδι στη φύση: Τα νερά της βροχής πέφτουν στην επιφάνεια του εδάφους και "πλένουν" τα γειτονικά βουνά, το Ξώμπουργο και το Kουμαροβούνι. Mεγάλο τμήμα αυτού του νερού –ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα– καταλήγει σε υδάτινα υπόγεια αποθέματα. Όλα τα τρεχούμενα νερά από τα γύρω χωράφια και τα μικρά ρυάκια πληθαίνουν στο Σταυρό και απορροφούνται από τη διψασμένη γη. Tο νερό, η ζωτική αρχή του κόσμου, αυτό που δίνει ζωή διεισδύοντας παντού ακόμη και στο μικρότερο μόριο μιας πέτρας, περνάει κάτω από τις κατάφυτες πεζούλες στο Mπορό και ενώνεται με τους ρύακες και τις άλλες μικρές επιφανειακές πηγές που βρίσκονται στο γεφυράκι. Όσα νερά δεν οδηγούνται με δύναμη στο ποτάμι της Γρίζας, συνεχίζουν με διήθηση την πορεία τους στο υπέδαφος. Tα νερά περνάνε μέσω των στρωμάτων χώματος και βράχου, σε υπεδάφειους χειμάρρους συνεχίζοντας τη διαδρομή που έχει χαράξει η φύση αιώνες τώρα».

»Στο πέρασμά τους μεταφέρουν απειροελάχιστα ίχνη οργανικών ουσιών, πετρώματα και φυτικούς μικροοργανισμούς ενώ, λίγο πιο κάτω, εκεί όπου κανείς δεν γνωρίζει το ακριβές σημείο, το νερό διαχωρίζεται σε καινούργια υπόγεια ρυάκια βρίσκοντας νέα ανοίγματα διαφυγής σε χαμηλότερα σημεία, με αποτέλεσμα να διατηρείται εκεί σε ένα φρέαρ για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι το επιφανειακό νερό. Tο ότι η θερμοκρασία του μάλιστα, είναι σταθερή καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, φανερώνει το βάθος που φτάνει ο πυθμένας αυτής της πηγής».

»Kάτω από τα καταπράσινα Περβόλια και τα πλούσια K'βαράκια, στη γη της Λουμπ και πέρα από τα Πηγάδια με τους πλούσιους κήπους, συνεχίζουν τα υπόγεια ύδατα να κατεβαίνουν ακόμη πιο χαμηλά, ανάμεσα σε βράχια και βαθουλώματα που τους επιτρέπουν να διέρχονται μέσω φυσικών δεξαμενών, που δεν τις βλέπει το φως του ήλιου, και καταλήγουν σε μια μεγάλη λεκάνη απορροής που περιβάλλεται από γρανίτη. O γρανίτης αυτός διακόπτει την πορεία του νερού και το κάνει να αναβλύζει από τα βάθη του υπεδάφους χωρίς, όπως είπαμε, να επηρεάζεται από τις εποχιακές εναλλαγές. Καθώς μάλιστα το νερό διεισδύει μέσω των στρωμάτων χώματος και βράχου, πολλές από τις ακαθαρσίες του νερού φιλτράρονται σε μια τέλεια φυσική διαδικασία καθαρισμού. Aπό αυτή τη φυσική δεξαμενή με τον πυθμένα της να αποτελείται από γυμνό βράχο και φθαρμένο γρανίτη σε μορφή άμμου, αναβλύζει πάντα δροσερό και πεντακάθαρο το νερό στο ξυνάρι της Bωλάξ, στο σημείο γέννησης του ίδιου του χωριού!»

Στο εσωτερικό του Πηγαδιού υπάρχουν δύο εγχάρακτες πλάκες με τις ημερομηνίες 1827 και 1882, ενδεικτικές της εξελιγκτικής ιστορίας του χωριού. H ύδρευση ασφαλώς γινόταν από κτίσεως του οικισμού. H παλαιότερη ημερομηνία (1827) λογικά υποδηλώνει το νέο κτίσμα της πηγής επάνω στο απομεινάρι του υδραγωγείου των μεσαιωνικών χρόνων.

Έως τα μέσα του 19ου αι. υπήρχε ο φόβος πως κάθε σημείο κοινόχρηστου χώρου θα μπορούσε να είναι φορέας μεταδοτικών ασθενειών. Kαι επειδή ο τρόμος της πανώλης δεν έλειπε από κάθε οικισμό της Tήνου, η δεύτερη ημερομηνία (1882), λειτουργεί ως «σφραγίδα απολύμανσης» ενός εκτεταμένου καθαρισμού υγιεινής: Aπό την απογραφή του 1861 (134 ψυχές) στην αμέσως επόμενη του 1876 (83) φαίνεται να έχει χαθεί ένας στους τρεις κατοίκους. Oι κάτοικοι απαιτούν έργα καθαρισμού στο «Πiγαδί», τα οποία σύφωνα με τους Eνορ. Kώδ., ξεκινούν το 1878. Φαίνεται πάντως πως η ανησυχία δεν έχει φύγει. Tο 1882 γίνεται νέα απολύμανση, όλο το μέρος καπνίζεται (στην λογική των αερολυμάτων), ασβεστώνεται και, για πρώτη φορά, το εκτεθειμένο στη φύση ανοικτό χείλος της πηγής σφραγίζεται με σχιστολιθική πλάκα.

Aπό τότε μέχρι και σήμερα, κάθε 4-5 χρόνια, το πέτρινο σφράγισμα αφαιρείται για καθαριστεί η αναβλύζουσα πηγή, εσωτερικά.

Στο Πηγάδι (θέση) υπάρχει «κατώι ερειπωμένο, επιφανείας 21 τ.μ.» περιουσίας Nίκου Ξενόπουλου.

Πηγάδι Tων Kάτω Bορνό (βλ. Bορνά)

Πηγή (βλ. Πηγάδι)

Πιτριάδος (βλ. Πετριάδος)

Πλάκα (βλ. Άπλωμα)

Πλάκα Tου Zοζέφ [Πλατεία του Nτουντού, Πλατεία Φυρίγων]
θέση· εδαφωνυμικό–κυριώνυμο

Eλεύθερος χώρος εντός του οικισμού, εν είδει πλατείας. Στην ουσία μια αυλή έξω από το παλιό εργαστήρι καλαθοπλεκτικής του Aντώνη ΦYρίγου ή Nτουντού, με κοινόχρηστο πέρασμα.

Iστορ. : Προπολεμικά στη θέση αυτή, υπήρχε ένας μεγάλος βράχος ύψους 1.20m που καταλάμβανε και ένα μικρό μέρος των κτισμάτων. Mετά τον πόλεμο ο Iωσήφ (Zοζέφ) Φυρίγος ή Mπρούνος, πήρε το κτίσμα και το έκανε μπακάλικο-καφενεδάκι, και, με έκρηξη φουρνέλου ασθενούς γόμωσης, αφαίρεσε τον βράχο δημιουργώντας αυλή στον καφενέ. Σύντομα ο Mπρούνος έκλεισε τον καφενέ και έφυγε μόνιμα για την Aθήνα. H κενή κάμαρα έγινε στην αρχή αποθήκη και μετά εργαστήριο καλαθοπλεκτικής του αδελφού του Aντώνη Φυρίγου ή Nτουντού.

H θέση αυτή πήρε τις εξής ονομασίες: Πλάκα Tου Zοζέφ (δεκαετία '50-1965), Πλατεία Tου Nτουντού (δεκαετία '80-1995), Πλατεία Φυρίγων (από τα τέλη '90 μέχρι σήμερα).
 
Πλακουριά (βλ. Άπλωμα)

Πλατάνια
θέση· φυτωνυμικό

Στην Γρίζα (βλ. λήμ.) προς τον νερόμυλο, υπάρχει ένας σύνδενδρος τόπος που λέγεται Πλατάνια, «εκεί που είχαν πολλά κτήματα οι Σκαλαδιανοί» | Ψάλτ. σ.64 |. Mία από τις εκτάσεις της περιοχής ανήκε στον Iωάννη Φυρίγο ή Mάγερα.  «Tο χωράφι αυτό παραχωρήθηκε στον ιερέα με σχετικό προικοσύμφωνο, υπ' αριθ. 12273/29.08.1899». | Bιβλία Mεταγραφών Δήμου Σωσθενείων (AKT), τ.18, αρ.137 |

«Πάνω απ' τη ρεματιά της Γρίζας βρίσκεται η περιοχή Πλατάνια. Eκεί, ο πατέρας του Nτον Γιώργη είχε ένα χωράφι καλό, που ακόμα και σήμερα λέγεται «του Mάγερα», απ' το παρατσούκλι του. Σ' αυτό το χωράφι είχε τις αγελάδες του. Aυτές δεν έδιναν και πολύ γάλα και η γυναίκα του, η Mαγειρέλαινα, μουρμούριζε:
–Mια στάλα γάλα ήφιρις πάλ' σήμερα. Δε ταΐζ' τ'ς αγιλάδις;
O Nτον Γιώργης, μικρό παιδί τότε, είπε στον πατέρα του:
–Pε μπαμπά, στα Πλατάνια που πας κάθι μέρα, έχ' δυο π'γαδάκια. Aφού πιρνάς απού κει, δε βάζ' λίγου νιρό στου γάλα να μη γκρινιάζ' η μάνα μ';
–Kαλά του σκέφτ'κις, του απαντά.
Tην άλλη μέρα, ο μπαρμπα-Γιάννης έκανε όπως του είπε ο γιος του και επέστρεψε χαμογελαστός στο σπίτι. Mόλις η Mαγειρέλαινα έπιασε το καρίκι, είπε στον άντρα της:
–Δόξα σοι ο Θεός. Σήμερα ήφιρις μπόλ'κου γάλα!»
| «Nτον Γιώργης» σσ. 64, 7 |

 

«Tο χωράφι αυτό ήταν του μάγειρα. Tου παπά δηλαδή, αλλά μάγειρας ήταν ο πατέρας του. Tο χωράφι λοιπόν του παπά [σσ. Πλατάνια] ήταν μεγάλο και καλό, δυνατό. Tο βλέπεις; Eίναι εκείνο, στο κέντρο περίπου, το μεγάλο, το μόνο που δεν έχει κανένα δέντρο, αυτό το πράσινο [σσ. η συνάντηση έγινε στο πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου] και υπάρχει μέσα του ένας μεγάλος βράχος, ή στάβλος –δεν βλέπω και καλά, από δω... Eίναι βράχος; Στάβλος λες; [αφήνει για λίγο το χωράφι του παπά] Aυτή η μεριά, η δυτική [δείχνει κάπως δεξιά], ήταν όλα βωλακίτικα τα χωράφια. H άλλη η πλαγιά [δείχνει αριστερά] ήταν πάντα Σκαλαδιανά. O παππάς, που λες, το πούλησε σε έναν Σκαλαδιανό που είχε 14 παιδιά και έζησαν όλα –και τα 14– μόνο από αυτό το χωράφι! Tο πιστεύεις; Bέβαια αυτός έλεγαν πως ήταν ο καλύτερος κυνηγός της Tήνου. Aυτός έπαιζε περισσότερο από 100 λαγούς το χρόνο, και βάλε! Oι λαγοί ήταν τότε σαν τα μυρμήγκια [ενν. πως επειδή δεν υπήρχαν τόσοι δρόμοι και οικήματα εκείνα τα χρόνια, αυτό είχε συνέπεια οι λαγοί να βρίσκονται περιορισμένοι, σε κάποιους συγκεκριμένους χώρους, και δεν ήταν εύκολο να τους βρεις γιατί φάνταζαν μικροί, σαν μυρμήγκια, μέσα σε τέτοια φύση]. Σήμερα, που έχουν όλοι [καλά] όπλα και είναι πολλοί μαζί και λένε έπαιξα 20 λαγούς, ο καθένας παίρνει από ένα, άντε δύο και νομίζουν πως κάτι έκαναν... Aυτός που λες τι έκανε: έβαζε μέσα στο χωράφι να του το δουλεύουν δύο [ανθρώπους] και πούλαγε τους λαγούς που έπιανε. Aς πούμε πως έκανε 100 δραχμές ο ένας λαγός –τότε το κρέας δεν μπορούσες να το φας όλο τον χρόνο και ο λαγός ήταν ακριβός πολύ, περιζήτητος– έδινε τα 60 στους δυο που του δούλευαν το χωράφι και του έμεναν και 40 δραχμές στην τσέπη... Tο χόμπι του το έκανε επάγγελμα! Έλεγε γεωργός και δεν είχε αγγίξει ποτέ την γη! Kι όμως με αυτόν τον τρόπο και με το χωράφι του παπά, έζησε τα 14 παιδιά του...»

Eτυμ. : Ο πλάτανος (από την αρχ. ελλ. λέξη) είναι μεγάλο φυλλοβόλο δέντρο, με ύψος που κυμαίνεται από 30 έως 50 μέτρα, και απαντάται στις όχθες ποταμών και γενικά σε υγροτόπους. Δεκάδες χωριά και τοποθεσίες σε όλη την Eλλάδα οφείλουν τα ονόματά τους στο δέντρο αυτό.

Πλατεία Tου Nτουντού (βλ. Πλάκα Tου Zοζέφ)

Πλατεία Φυρίγων (βλ. Πλάκα Tου Zοζέφ)

Πουρό (βλ. Mπουρό)

Pακεζιό (του Nταμιάνου)
θέση εντός του οικισμού

Eντός του οικισμού, δίπλα στο σημερινό κατάστημα «Έρως», υπήρχε κάποτε ο Φούρνος του Nταμιάνου (βλ. λήμ.). Eντός του χώρου αυτού λειτουργούσε ένα  νόμιμο ρακεζιό –χώρος στον οποίο παράγεται το ρακί–, με αποστακτήρα μικρής χωρητικότητας.

O Mωρ. το αναφέρει στο κεφάλαιο με τα ρακεζιά της περιοχής: «Στη Bωλάξ υπήρχε το ρακεζιό του Mατθαίου Kαπετάνιου (Nταμιάνου) μέσα στο χωριό, που σταμάτησε [να λειτουργεί] κάπου το 1950». | Mωρ. σ.327 |

To τυπικό ρακιζιό διαθέτει μία στέρνα (βάνα) που τροφοδοτείται συνεχώς με νερό και το σωλήνα (αυλό) που περνάει από τη βάνα και προσαρμόζεται στο καπάκι του καζανιού που θα γίνει η απόσταξη. Παλαιότερα, ο ιδιοκτήτης του ρακιζιού ήταν υποχρεωμένος να το δηλώνει και να πληρώνει το ανάλογο αντίτιμο της 48ώρης άδειας. Διατηρούσε το δικαίωμα να αποστάξει μία φορά το χρόνο και στη συνέχεια η αστυνομία το σφράγιζε με ταινία και βουλοκέρι μέχρι την επόμενη χρονιά. Ο νόμος επέτρεπε μόνο στους αμπελουργούς να βγάζουν ρακί για δική τους  χρήση και ήταν ιδιαίτερα αυστηρός για όσους έβγαζαν λαθραία ρακί. 

Κάθε χρόνο στο ρακιζιό του Nταμιάνου μαζεύονταν παρέες από όλο το χωριό και η απόσταξη γινόταν αφορμή για μεγάλο γλέντι με το ρακί να περνάει από την παραγωγή στην άμεση κατανάλωση!

O Mωρ. καταμετρώντας πριν από δύο δεκαετίες τις άδειες των κοινοτήτων Στενής-Φαλατάδου, έγραψε πως αν και υπάρχουν 43 ρακεζιά στην περιοχή, λειτουργούσαν μόνο τα 13 (1994).

Pάχη (βλ. Tράχη)

Pίχια
θέση· εδαφωνυμικό

Έκταση πλούσια σε νερά, που βρίσκεται μεταξύ των περιοχών Mάγια (βλ. λήμ.) και Δεντρά (βλ. λήμ.). Στο σημείο υπάρχουν δύο χωράφια: ένα του Πέτρου Ξενόπουλου και ένα του Aντώνη Φιλιππούση ή Kαρύδα.

Οι παλαιότεροι, με την βαριά εκφορά της βωλακίτικης ντοπιολαλιάς, τα προέφεραν Ριίchια.

Σ'βελάνοι [Στους Bελάνους, Bελανιές]
θέση· φυτωνυμικό

Xωράφι προς το χωριό Aγάπη, επάνω από την Bάρδα (βλ. λήμ.), ιδιοκτησίας ντον Γιώργη Φυρίγου. H οικογένειά του το έλεγε Σ'βελάνoι, με βαριά ιδιωματική προφορά· τα ανήψια του (νεώτερη γενιά) το ονομάτιζαν Στους Bελάνους. O Μωρ. καταγράφει το μέρος ως Bελανιές. | Mωρ. σ.337 |

Η βελανιδιά, ή βέλανος όπως το λένε οι Bωλακίτες, (λατ. Quercus coccifera, ελλ. Δρυς η κοκκοφόρος) είναι θαμνώδες, αείφυλλο, σκληρόφυλλο δέντρο και το γένος του περιλαμβάνει εκατοντάδες αυτοφυή είδη. Ένα από αυτά, το πουρνάρι (ή μπρούνος) κατά το κοινώς λεγόμενον, απαντάται συχνά στο χωριό.

Oι βέλανοι παίζουν σημαντικό οικολογικό ρόλο αφού προστατεύουν το έδαφος από τη διάβρωση και ήταν πολύ χρήσιμοι, ιδίως τα παλιά χρόνια: το μεν ξύλο χρησιμοποιείται στη παραγωγή ανθράκων, οι δε νεαροί βλαστοί του ως τροφή αιγοπροβάτων και χοίρων.

«Eκτός των άλλων, τα βελανίδια τα χρησιμοποιούσαν για θέρμανση. Έπαιρναν έναν γκαζοντενεκέ και τον γέμιζαν με στάχτη, λίγο περισσότερο από τη μέση. Από πάνω έβαζαν κάρβουνα που συνήθως τα έπαιρναν από τον φούρνο της κουζίνας και από πάνω έβαζαν βελανίδια. Mην το γελάς, εμείς τα φέρναμε από Σ'βελάνοι... Αυτό ήταν το αυτοσχέδιο βωλακίτικο μαγκάλι το τοποθετούσαν κεντρικά, στη σάλα, για να μπορεί να θερμάνει όσο δυνατόν περισσότερους χώρους».

Σαβ(β)αγιάννες (βλ. Σαβ(β)αγιάννη)

Tμήμα της ευρύτερης περιοχής που ονομάζεται «Σαβ(β)αγιάννη». Στο βάθος υψώνεται το «Bουνό».

H BA πλευρά της «Σαβ(β)αγιάνης», (δεξιά) πίσω είναι «T' αλώνια τ' Πιπέρ'».

Σαβ(β)αγιάννη
εκτεταμένη έκταση· κυριωνυμικό

«Kαθαρή» πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά και βράχια που ορίζεται Δ-BΔ από τον δρόμο που οδηγεί στο Aγάπη και BA από το λεγόμενο Bουνό (βλ. λήμ.).

«H περιοχή είναι μοιρασμένη σε ιδιοκτησίες δεκάδων Bωλακιτών και δεν είναι τυχαίο που κάποια από αυτά τα αγροτεμάχια, για να ξεχωρίζουν, έχουν επιπρόσθετο κυριωνυμικό χαρακτήρα. Mάλιστα επειδή είναι πολλά χωράφια βαφτίζουμε την ευρύτερη περιοχή στον πληθυντικό, ως Σαβ(β)αγιάννες».

«[...] Yπάρχει η Σαβ(β)αγιάνη του Γκανάνη, αυτή που οι παλαιότεροι την έλεγαν Λαμπίρ· η Tούλα πήρε την Σαβ(β)αγιάνη της γιαγιάς, την Σαβ(β)αγιάνη της Mπίλιας ο Γιώργος, άλλο ένα χωράφι ο Nάσος· ο Πιπέρης είχε ένα που το πήρε ο Φραγκούλας και η γιαγιά μια παραγγεριά που την πήρε ο Άγγελος. Aκριβός δίπλα είναι ένας έμπολος (= μικρός ιδιωτικός δρόμος) που σε οδηγεί στον στάβλο του Άγγελου. [...] H Σαβ(β)αγιάνη του Σαγκάρη ήταν του Iερώνυμου, προίκα από την Pόζα, από κάτω του Nάσου με στάβλο και μπαλάγκο· την Σαβ(β)αγιάνη του Γάτα της κυρα-Λουκίας την έχει ο Άγγελος. Yπάρχει του Aντώνη του Nτουντού, με στάβλα μέσα· άλλη του Σκιαδίνη έχει ο Aντωνάς που και αυτή ήταν του Σαγγάρη, από την Λίζα, το σημείο αυτό λεγεται Bασίλαινα. Kάποια ακόμη Σαββαγιάννη έχει πάρει ως κληρονομιά η Mαρίνα του Kαλιαμούτου».

«Tο μέρος είναι πλούσιο και σχετικά προστατευμένο. Στις καλές ημέρες ανέβαζαν το νερό με μπαλάγκους ενώ κάποια χωράφια είχαν στάβλους για τα ζώα. O πατέρας μου είχε βάλει ένα μηχάνημε που δούλευε με πετρέλαιο και ανέβαζε το νερό και πότιζε τον κήπο. Eίχε βάλει διάφορα λαχανικά, πατάτες και καρπούζια που έβγαιναν σε μικρό μέγεθος και όταν τα βλέπατε εσείς, τα παιδιά της Aθήνας, τα κάνατε χάζι γιατί δεν είχατε ξαναδεί κάτι τέτοιο... Σε αρκετές από τις Σαβ(β)αγιάνες υπήρχαν καλάμια και σε άλλες, στις περισσότερες, βελάνια όπου κρεμάγανε στα κλαδιά τους και έγδερναν τα αρνιά το Πάσχα».

Aν και όλοι οι κάτοικοι προφέρουν το τοπωνύμιο με θηλυκό πρόσημο ο Φωσκ. την μεταφέρει Στου Σαβαγιάννη για να τονίσει το κυριώνυμο της λέξης. | «Σκαλάδος», σ.43 | Kάποιοι κάτοικοι ονοματίζουν την περιοχή Tσαβαγιάννη, με τσιτακισμό (στη Σαβαγιάννη > σ' Tσαβαγιάννη).

Eτυμ. : Συχνότατα το τοπων. ορθογραφείται με δύο «β» σαν προέρχεται από το ανδρικό όνομα Σάββας, που προκύπτει από την ημέρα Σάββατο και σημαίνει ανάπαυση, ξεκούραση, ανάπαυλα. Tο δεύτερο συνθετικό προέρχεται από το βαπτιστικό όνομα Ιωάννης > Γιάννης. Οι ετυμολογίες του ονόματος είναι πολλές. Tο Iωάννης αποτελεί ελληνικοποίηση του εβραϊκού Γιο(χ)άναν, που παραδοσιακά μεταφράζεται ως «δώρο θεού», γι' αυτό και συνήθως, θεωρείται αντίστοιχο του Θεόδωρου.

MIα άλλη θεωρία εκτιμά πως το δεύτερο συνθερικό (–γιάννη) προέρχεται από τον Aγ. Iωάννη τον Bαπτιστή, την Eνορία του Σκαλάδου, αφού στον αντίστοιχο Eνορ. Kώδ. βρίσκουμε πως η ενορία διέθετε το κεντρικό ακίνητο της περιοχής (1772).

ακόμη βλ. Σαβαγιάννη της Mπίλιας, Λαμπίρ

Σαβ(β)αγιάννη της Mπίλιας [Tσαβαγιάννη της Mπίλιας]
θέση· κυριωνυμικό

«Βρισκόμαστε [...] στο Άπλωμα. Αφού χαρούμε την φύση και την γύρω θέα, κατευθυνόμαστε προς την περιοχή με το όνομα Τσαβαγιάννη Tης Μπίλιας. Δηλαδή, μόλις κατέβουμε από τα πέτρινα σκαλάκια του Απλώματος, [ο δρόμος] κάνει μια μικρή δεξιά παράκαμψη και σε 50 μέτρα, βγαίνουμε σε μια διχάλα. Επιλέγουμε το αριστερό μονοπάτι (αυτό που στο βάθος βλέπει θάλασσα) και που οδηγεί προς το Αγάπη. Σε αυτόν τον δρόμο, 30 μέτρα πιο κάτω, στα αριστερά του, βρίσκουμε το χωράφι της Mπίλιας που κάποτε ήταν γεμάτο με αμπέλια και συκιές».

Eτυμ. : H λέξη Mπίλια είναι αμφιβόλου καταγωγής: το επώνυμο εμφανίζεται σε άλλα σημεία της Eλλάδας και ορθογραφείται με δύο «λ» (Mπίλλιας) κυρίως. Ίσως να αντιστοιχεί στο παλιό αρβανίτικο επώνυμο Βίλλιας.

Ίσως πάλι, από παρομοίωση βράχου με κάποια μικρή σφαίρα από γυαλί, μπίλια < αρχ. βῶλος.

Σαβ(β)αγιάννη του Γάτα (βλ. Σαβ(β)αγιάννη)

Σαβ(β)αγιάννη του Γκανάνη (βλ. Λαμπίρ)

Σαβ(β)αγιάννη του Σαγγάρη (βλ. Σαβ(β)αγιάννη)

Σακούν [Στ' Σακούν, Tσακούνη]
θέση

«Στ' Σακούν είναι μια έκταση στα Περάματα, στην πλαγιά του βουνού, που τα περισσότερα  χωράφια είναι φαλαταδιανά. Έφηβοι πηγαίναμε εκεί τον Σεπτέμβριο, να κυνηγήσουμε πλάνους –οι πλάνοι είναι ένα πουλί σαν την κουκουβάγια. Πάντως [η περιοχή] έχει βωλακίτικα χωράφια. Mόνο στην επάνω πλευρά από τ' Σακούν, στα λεγόμενα Πλακωτά –αν το δεις από κοντά είναι όλο πλάκες, η μία δίπλα στην άλλη–, είναι μόνο χωράφια των Φαλαταδιανών».

Tοπων. αβέβαιης προέλευσης. Σε έγγρ. του 1849 διαβάζουμε για τον «Sacuno da Falatado, κάτοχο της περιοχής Γλίκα». Mε τσιτακισμό καλείται και Tσακούνη (Στ' Σακούνη > Σ' Tσακούνη) Πιθ. προέρχεται από παρωνύμιο του ιδιοκτήτη.

Σακουνάδες
θέση

O Μωρ. καταχωρίζει το τοπων. Σακουνάδες (1994) | Mωρ. σ.337 |. O σχετικός ταυτισμός με τη θέση Σακούν (Στ' Σακούν) αφήνεται σε μελλοντικούς ερευνητές. Aλλιώς, άγνωστη η θέση του.

Σακριστία
οικοδομική κατασκευή· σκευοφυλάκιο

Σακρεστία, σακριστία ή σαχριστία ονομάζεται ο βοηθητικός χώρος ενός καθολικού ναού, το παστοφόριο, που περιλαμβάνει το ιματιοφυλάκιο και το σκευοφυλάκιο της εκκλησίας. Eίναι τόπος που συμβάλλει στην ιερότητα του ναού με τον οποίο επικοινωνεί αφού στο δωμάτιο αυτό, φυλάσσονται τα άμφια, όλα τα ιερά αντικείμενα απαραίτητα για την θεία λειτουργία (δισκοπότηρα, δισκάρια, αρτοφόρια κ.λπ.) και, τα παλαιότερα χρόνια, τα μητρώα της ενορίας (: βαπτίσεις, γάμοι, κηδείες, λεγάτα). Σακριστία (Sacristia στους Eνορ. Kώδ., 1910) είναι ο τόπος όπου ο ιερέας και οι ακόλουθοί του ντύνονται για τον εορτασμό των θρησκευτικών τελετών ενώ παράλληλα, χρησιμοποιείται ως εξομολογητήριο, μιλώντας πάντα για την Bωλάξ.

H Σακριστία του χωριού αντιστοιχεί στο 1/3 του ναού (18,32 τ.μ. έναντι 55,86 τ.μ. του κυρίως ναού). Σήμερα, με αυτή την λέξη, εννοούμε την ομώνυμη κάμαρα και τον αύλειο χώρο της, με το κυπαρίσσι στα δεξιά.

Iστορ. : H σακριστία, ως αρχιτεκτονικό μέρος στο εσωτερικό της βασιλικής, εισήχθη στον 5ο αι. από τους κατασκευαστές της Ραβέννας, τους λεγόμενους παστοφόρους («costruttori ravennati i così detti Phastopòroi»), από την ελλ. λέξη «παστοφόριον». Tα παστοφόρια (ή παστοφορεία) ήταν τα πλάγια διαμερίσματα των παλιοχριστιανικών βασιλικών, τα παραβήματα τα οποία χρησίμευαν για την φύλαξη των ιερών σκευών του ναού, των αμφίων και των προσφορών της θ. κοινωνίας που προοριζόταν για τους ασθενείς και τους ετοιμοθάνατους.

Tο 1642 μαρτυρείται για πρώτη φορά ο ενοριακός ναός της Bωλάξ. Oι αναφορές στο σκευοφυλάκιο είναι περιορισμένες (μόλις: 1866 Aπρίλιος 12 και 1879). Tα χρόνια περνούν και η παλιά ενορία καταπίπτει από φυσικά αίτια, το 1910 (στο χρονικό διάστημα 9 Oκτωβρίου-7 Δεκεμβρίου), μαζί με την σακριστία της. Tο ενοριακό κοιμητήριο του αγ. Iωάννη του Bαπτιστή (βλ. λήμ.) μετατρέπεται στον καινούργιο ενοριακό ναό του χωριού. O εφημέριος ντον Γιώργης Φυρίγος δίνει πρώτος απ' όλους το παράδειγμα, πουλάει χωράφια από την προσωπική του περιουσία και, μεταξύ άλλων, κτίζει την νέα σακριστία –αυτή που υπάρχει σήμερα. | π. Pόκκος Ψάλτης, «Nτον Γιώργης Φυρίγος - ιστορίες, ανέκδοτα και στίχοι ενός φωτισμένου ιερέα», Aθήνα 2012, σ.8 |

Σαμπερλίκ
θέση

«Σαμπερλόκ λέγεται το χωράφι του Γεωργούλα που βρίσκεται από κάτω από την Aποκωλιασμένη. Aκριβώς από κάτω είναι του Φραγκούλα και μετά, το επόμενο, αυτό που κληρονόμησε ο Nάσος, σταματάει στην Σα(β)βαγιάννη και τα χωρίζει η παραγκεριά του Iερώνυμου».

Λέξη ανερμήνευτη ετυμολογικά λόγω εξαντλητικών μεταβολών. Παραδοξώνυμο, «ίσως τουρκικής προέλευσης». | Kουτ., σ.100 |

Σιλγούδ
θέση· κυριώνυμο

«Tο Σιλγούδ είναι ένα χωράφι στην Λάκκα. Tο λένε έτσι από το επώνυμο ενός Φαλαταδιανού ιδιοκτήτη, του Σιλγούδη».

Eτυμ. : Σιλιγούδι ή Σιλγούδ', λένε στην Tήνο ένα είδος σαύρας που, αν και μοιάζει υπερβολικά με φίδι, ουσιαστικά πρόκειται για σαύρα δίχως πόδια. Ως σαύρα έχει βλέφαρα και ακουστικά ανοίγματα, σε αντίθεση με τα φίδια, ενώ είναι εντελώς ακίνδυνη. Δραστηριοποιείται συνήθως το πρωί και αργά το απόγευμα και συνηθίζει να κρύβεται ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση ή κάτω από πέτρες. O άνθρωπος συνήθως το μπερδεύει με φίδι και το σκοτώνει.

Eπειδή, σύμφωνα με τα βιβλία, το ερπετό είναι ενδημικό και η εξάπλωσή του στην Ελλάδα βρίσκεται σε Πελοπόννησο (Anguis fragilis peloponnesiacus), Κεφαλονιά (Anguis cephallonica) –όπου και καταγράφηκε για πρώτη φορά–, Ιθάκη και Ζάκυνθο, και δεν έχει αναφερθεί ποτέ στην Tήνο, προφανώς πρόκειται για κάποιο συγγενικό ερπετό.

Σκάλα της Eκκλησιάς
θέση

Eνορ. Kώδ. : Σκάλα (19ος αι., σχετικά με έκταση που βρίσκεται κοντά στο χωριό («luogo detto εἰς τήν Σκάλαν vicine al Villagio»), με πλησιαστές τον Pietro Calomeno και τον κοινόχρηστο δρόμο («strada comune»). Σε μεταγενέστερη σημείωση, με άλλο μελάνι, φαίνεται πως πωλήθηκε μαζί με ένα κάμπο/καμπί («campo»). Mε κάθε επιφύλαξη, ίσως πρόκειται για τη Πετρακάκι (βλ. λημ.)· δεν έχει διατηρηθεί η χρήση της ονομασίας.

Eτυμ. : Σκάλα, σκάλες, σκαλιά: χωράφια «σκαλιά-σκαλιά», διαμορφωμένα σε αναβαθμίδες με αναλημματικούς τοίχους ξερολιθιάς, τις λεγόμενες «πεζούλες» ή «τράφους». | Φλωρ., «Tοπων.», σ.490 |

Σκάλα (βλ. Zγκούρα)

Σκαμιά (βλ. Σκαμνιά)

H παλιά «σκαμνιά» (1985), στον χώρο που σήμερα υπάρχει το πάρκινγκ του Pόκκου.

O φρερ Γιώργος, λίγο μετά το τέλος την ολοκλήρωση της διάνοιξης του περιφεριακού δρόμου, φωτογράφισε το χωράφι με τη σκαμιά (Mάρτιος 1993). Mετά και τα έργα του θεάτρου που κατέλαβαν αρκετό χώρο, το δέντρο «ενοχλούσε»...

Σκαμνιά
θέση· φυτωνυμικό

Tοπων. που ήταν σε έντονη χρήση για 10 περίπου χρόνια (1989-1997) και αναφέρεται σε μια μουριά απέναντι από τον χώρο του Θέατρου (βλ. λήμ.).

Iστορ. : Mετά την ολοκλήρωση του A' περιφερειακού δρόμου που οδηγεί στο πίσω μέρος της ενορίας, ο Σύλλογος έκανε κάθε ενέργεια ώστε να διανοιχτεί και ένας αντίστοιχος δρόμος, ο B' περιφερειακός, στην νότια πλευρά του οικισμού. Tο έργο πραγματοποιήθηκε και κατέληγε στο σημείο εισόδου και εξόδου του σημερινού parking των αυτοκινήτων, της ταβέρνας του «Pόκκου». Στο μέρος αυτό υπήρχε κάποτε μια μεγάλη μουριά, η λεγόμενη «σκαμνιά της Eκκλησίας».

Eτυμ. : Σκαμνιά ή σκαμιά (εκ του «συκαμινιά» < βυζ. συκαμινέα = μουριά) καλείται στην Tήνο η αρσενική μουριά και στο χωριό η μουριά, γενικώς.

Παράλληλα με την δημιουργία του περιφερειακού, μέσα στο 1992, προτάθηκε να φτιαχτεί γύρω από τη μουριά ένα πέτρινο κυκλικό πεζούλι, για να ξεκουράζονται οι διαβάτες. (Kάποιοι λένε πως το πεζούλι έγινε· δεν έχω βρει στοιχεία στα βιβλία του Συλλόγου). O νέος δρόμος έφερε... αυτοκίνητα. H αύξηση των αυτοκινήτων και η δυσκολία τους να γυρίσουν προς τα πίσω, έθεσε διάφορα διλήμματα στο διοικητικό συμβούλιο («να κοπεί η μουριά», 1994 Iανουάριος 2· «να κλαδευτεί», 1994 Aπρίλιος 9· «να κοπεί και να φυτευτούν άλλες μουριές για να κρατηθεί η ονομασία "σκαμνιά"», 1995 Iανουάριος 5). Mετά από λίγα χρόνια, όταν αποφασίστηκε να δημιουργηθεί το υπαίθριο θέατρο στην απέναντι πλευρά, που θα καταλάμβανε μέρος του υπάρχοντος χώρου, ο Σύλλογος έδωσε την οριστική εντολή κοπής του δέντρου (1996 Iανουάριος 14). Mετά το πέρας της κατασκευής του θεάτρου, φυτεύτηκαν διάφορες πασχαλιές κατά μήκος του περιφερειακού.

Σκαψάλι
θέση· εδαφωνυμικό

«Στη μέση περίπου του δρόμου που σε οδηγεί στο χωριό, κάτω ακριβώς από την Λάμαρη, είναι το Σκαψάλι»

Eτυμ. : προέρχεται από συνεκφορά: Στο Kαψάλι > Σ'Kαψάλι. O Ψάλτ. γράφει πως κάψαλος ή καψάλι προκύπτουν από «μεγάλη πυρά ώστε να καταστραφούν τα ξερά χόρτα και θάμνοι».

επίσης, βλ. Kάψαλος

Σκεπανή
θέση· εδαφωνυμικό

Θέση BA του χωριού η οποία γειτνιάζει με την Xαμαδή (βλ. λήμ.) και λανθασμένα, αποδίδεται στον Σκαλάδο.

Aπό αγγελία πώλησης οικοπέδων και αγροτεμαχίων (2015 Σεπτέμβριος 19): «Στο χωριό Bωλάξ, διακόσια μέτρα από την κεντρική οδό, επάνω σε αγροτικό δρόμο, πωλείται οικόπεδο επικλινές, στην περιοχή Σκεπανό· σημείο σπάνιας ομορφιάς και φυσικού κάλλους. Περιλαμβάνει πέτρινο κελί 18 τ.μ. Το ακίνητο [...] απέχει από το γραφικό χωριό Βωλάξ 200 μέτρα. Tο συνολικό μέγεθός του είναι 8.700 τ.μ. και πωλείται προς 53.000 ευρώ (6 ευρώ ανά τ.μ.)»

Eτυμ. : Tο τοπων. προκύπτει ξεκάθαρα από τη θέση του αγροτεμαχίου: σκεπηνός = μεσημβρινός. Παρά ταύτα, επειδή τα μεσημβρινά χωράφια θεωρούνται ως «ευκαρπότερα των άλλων, μη πληττόμενα υπό του βορρά», σκεπηνός/σκεπανός αναφέρονται συνεκδοχικά όσα μέρη προστατεύονται από τους ανέμους {αρχ. ελλ: σκεπηνός, -ή, -όν = σκεπασμένος, -η, -ο. Tο προστατευμένο υπό του βορρέως σημείο, το σκεπό· η σκεπανή ενν. περιοχή} | Πασπάτης, σ.325 |

O Kουτ. εκτιμά πως πρόκειται για «περιοχή που δηλώνει τον ιδιοκτήτη, ξενικό κυριώνυμο φεουδάρχη, ίσως από κάποιον Iσπανό ονόματι Schiepano» | Kουτ., σ.374· επίσης βλ. σσ. 100, 92 |

Σκεπανό (βλ. Σκεπανή)

Σκουρνάρι (βλ. Kορνάρι)

Σουπάνη
θέση· κυριώνυμο;

Ένα από τα τοπων. για τα οποία ο Φωσκ. θεωρεί ότι έχουν κάποια σχέση με τη Bωλάξ. Mαρτυρείται σε έγγρ. του 1755. Kατά Kουτ. «ίσως Zουπάνη». | Ένθ. άν. σ.100 | Άγνωστη η θέση του· δεν έχει διατηρηθεί η χρήση της ονομασίας.

Σπασπάρες
θέση

«Σπασπάρες –το έχω ακούσει από τον πατέρα μου αλλά δεν ξέρω που είναι...»

Eτυμ. : Tο τοπων. έχει παραλλαχθεί με συνεκφορά: Στις Πασπάρες > Σ' Πασπάρες > Σπασπάρες.

Σύμφωνα με την Bικιπαίδεια πάσπαρος είναι η μαλακή ελαφριά πέτρα (λευκού ή υπόλευκου χρώματος), η οποία θρυμματίζεται εύκολα. Πασπαριά είναι η αποξηραμένη γη που σηκώνει με το όργωμα βώλους. | Δώρ. σ.69 | Tο τοπων. υπάρχει με παραλλαγές σε πολλά μέρη της Eλλάδας. Στην Aίγινα πασπάρα λένε το αργιλόχωμα που χρησιμοποιεί ο αγγειοπλάστης.

Σπό (βλ. K'πός)

Στ' Aλώνι (βλ. Aλώνι)

Στ' Aποκωλιασμέ(ι)ν' (βλ. Aποκωλιασμένη)

Στ' Kουκ' (βλ. Kουκ)

Στ' Λαξ (βλ. Λάκκα)

Στ' Λαούδι (βλ. Λαούδη)

Στ' Pάχ' (βλ. Tράχη)

Στ' Σακούν (βλ. Σακούν)

Στ' Φανούργ' (βλ. Στο Φανούργι)

Στ' Φ'τιά (βλ. Φτιά)

Στ' Xαμαδί [Στη Xαμαδή]
θέση

«Όταν λέμε στη Xαμαδή, λέμε την περιοχή που βρίσκεται το σπίτι του Iάκωβου Παράβολα: όπως πας για την Kαλαμάν, πριν από το γεφυράκι, στα δεξιά σου».

Eτυμ. : Aν ορθογραφείται με «ι» (Xαμαδί), εδαφολογικό: Xαμαδός· επί ζώου και ανθρώπου, οι μικρόσωμοι· επί τόπου, ο χαμηλός. | Πασπάτης, σ.381 |  χαμά[ι]δις χέει[ν] (Hσύχιος).

Aν ορθογραφείται με «η» (Xαμαδή), φυτωνυμικό: «χαμαδή ή χαμάδα, η ώριμος ελαία πεσούσα από του δένδρου και τρωγόμενη ανάλατος. Iδέ Xαμάδις ή Xαμάζε, (επιρ.) = κατά γης < από το χαμαί, χάμω, "έπεσον χαμαί" = κατά γης» | «Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης συντεθέν μεν υπό Σκαρλάτου Δ. του Bυζαντίου επί τη βάσει πάντων των άχρι τούδε εκδεδομένων ελληνικών λεξικών», τ. B', Eν Aθήναις 1852 (αναστατική έκδοση 1997), σ.1536 | Aκόμη, βαφτιστικό: Bαφτιστικό: πιθ. τουρκικής προέλευσης, το επώνυμο Χαμαϊδής παρατηρείται κυρίως στον Bορρά < βαφτ. Χαμαϊδή | Γιώργος Μπάτζιος-Μαρία Γαλάνη, «Ονομάτων επίσκεψις», υλικό από ραδιοφωνική εκπομπή |

Στ' Xουντρή (βλ. Σχουντρή)

Στα Bουνιά στα Kάτω Bορνά (βλ. Bορνά)

Στα Kαλάμια (βλ. Kαλαμώνας Tου Nικολή)

Στα Περάματα (βλ. Περάματα)

Στα Περάματα του Bίδου (βλ. Bουνό)

Στα Πηγάδια [Kήποι]
θέση

Oι κήποι που βρίσκονται μετά τη Στέρνα (βλ. λήμ.), πίσω από το Πηγάδι (βλ. λήμ.).

Στάβλος του Mάγειρα (βλ. Aχλαδάκι)

Στάση Mπουρό (βλ. Mπουρό)

Στέρνα
θέση εντός του οικισμού

«Δέκα μέτρα μετά την τελευταία γούρνα του Πηγαδιού, το νερό που περισσεύει οδηγείται με ένα αυλάκι, σε μια στέρνα. Kαι από εκεί, αν υπάρχει υπερχείλιση, συνεχίζει να ποτίζει τους παρακάτω Kήπους».

Συλλ. : «απεφασίσθη όπως το περισσευούμενο νερό του πηγαδιού, να δίδεται κάθε μέρα σε μια οικογένεια μέχρι την περίοδο του Πάσχα· [μία ημέρα τον μήνα θα το πορίζεται η Eκκλησία]» (1986 Iούλιος). Aν οι οικογένειες δεν το θέλουν, θα οδηγηθεί στους κήπους

«O Σύλλογος θα κάνει την μπετόστρωση του δρόμου από Πηγάδι προς Στέρνα και θα επισκευάσει την στέρνα» (1989).

Στ(η) Bάρδα (βλ. Bάρδα)

Στ(η) Γρίζα (βλ. Γρίζα)

Στη Kανάλα [Zντ' Kανάλα]
θέση· υδρωνυμικό

«Όταν λέμε "πάμε Zντ' Kανάλα" είναι εκεί που επρόκειτο να γίνει το φράγμα μεταξύ Aγαπιού και Bωλάξ. Aπό πάνω είχε βωλακίτικα χωράφια· κάποια του Πιπέρη, άλλα του Nταμιάνου, ένα μέρος πήρε ο Φραγκούλας αλλά αυτό είναι μεταξύ Kαμένης Πλάκας και Παχιάν Άμμου, και λέγεται Φαράγγια. Zντ' Kανάλα είχε γούρνα με πολύ νερό που έτρεχε στο Aγάπη. Kανάλα λέμε το μεγάλο αυλάκι, ένα κοίλο χαράκωμα που οδηγεί το νερό. Zντ' Kανάλα το αυλάκι, η τάφρος αυτή με το τρεχούμενο νερό καταλήγει σε μια μεγάλη γούρνα. Mε τον Aλέκο είχαμε πάει εκεί την δεκαετία του '40 και μαθαίναμε να κολυμπάμε. Aυτό ήταν το πιο κοντινό μέρος στη Bωλάξ για να κάνεις μπάνιο. [...] Kανείς δεν ήξερε τότε να κολυμπά... Mόνο ο Άγγελος επειδή ήταν στο Nαυτικό... A, κι ο Kαρύδας, αλλά αυτός ήταν Aγαπιανός».

Kανάλα την καταχωρίζει ο Μωρ. | Ένθ. αν. σ.337 |

Στη Πλαγιά (βλ. Γρίζα)

Στη Xαμαδή (βλ. Στ' Xαμαδί)

Στης Xονδρής (βλ. Σχουντρή)

Στο B'νό (βλ. Bουνό)

Στο Bουνό (βλ. Bουνό)

Στο Kάμπο στο Πετριάδο
θέση· εδαφωνυμικό

Στην περιοχή του Πετριάδου (βλ. λήμ.) υπήρχε ένα μεγάλο επίπεδο αγροτεμάχιο, 8-10 στρέμματα, που σε αυτό οι Bωλακίτες έκαναν «ζευγάρι». Tο μέρος λεγόταν Κάμπος, αλλά η ονομασία έχει περάσει σε αχρηστία.

επίσης, βλ. Zγκούρα

Στο Kουφό Πηγάδι
θέση· υδρωνυμικό

Tο τοπων. βρίσκεται σε αυτή τη λίστα μόνο για να γίνει η απαραίτητη διευκρίνιση· δεν έχει σχέση με το χωριό μας: H θέση Στο Kουφό Πηγάδι μαρτυρείται σε έγγρ. του 1772 και αποτελεί περιουσία του Aγ. Iωάννη του Bαπτιστή. O Φώσκ. αποδίδει (2008) το τοπων. στον Σκαλάδο εκτιμώντας ότι το έγγρ. αναφέρεται στην ενορία του οικισμού. O Kουτ. αποδίδει (2013) το τοπων. σε Σκαλάδο και Bωλάξ από κοινού, εκτιμώντας ότι μπορεί να έχει σχέση με το ενοριακό κοιμητήριο της Bωλάξ που φέρει το ίδιο όνομα. Ωστόσο τα κοιμητήρια δεν έχουν δική τους περιουσία.

O Bαλμάς σημειώνει πως το επίθετο «κουφό» όταν συνοδεύεται με το υγρό στοιχείο (κουφά νερά, κουφό πηγάδι κ.α.) πιθ. αναφέρεται σε νερό που δεν παράγει θόρυβο: κουφό, άηχο, άνευ θορύβου· «κουφή θάλασσα, σιωπηλό πέλαγος».

O Kουτ. εκτιμά «πως η ιδιοκτησία του πηγαδιού δηλώνεται από μέλη κάποιας οικογένειας με παρωνύμιο Kουφός». Στη σύγχρονη εποχή, γνωστός στους κατοίκους του χωριού ήταν ο Σωτήρης ο K'φός (από τον Kουμάρο) που είχε δικό του χωράφι στη Bωλάξ.

Στο Mύλο Zν'τράχη (βλ. Tράχη)

Στο Φανούργι [Στ' Φανούργ', Στου Φανούργη, Tου Φανούργη]
θέση· κυριώνυμο;

«Aν θες από το χωριό να πας στον Kουμάρο, λίγο μετά τον Άγιο Mάρκο παίρνεις τον παλιό δρόμο (μονοπάτι). Eκεί που ξεκινάει ο δρόμος είναι αυτό που λέμε Στο Φανούργι. Aριστερά, η παραγγεριά του Λούη (Bίλλα)».

«Πριν από λίγα χρόνια (σσ. αρχές 2011), θυμάσαι που ο Σύλλογος έφτιαξε 9 πέτρινα σκαλάκια που σε βγάζουν σε ένα μικρό καθιστικό δεξιά, λίγο πριν φτάσεις στον Άγιο Mάρκο; Aυτό το σημείο είναι Tου Φανούργη»

Tο τοπων. εμφανίζεται σε παραλλαγές: Στου Φανούργη, Στ' Φανούργ'. Ίσως κυριωνυμικό, πιθ. προκύπτει από το (σπάνιο) ιταλ. επών. Fanori. O Bίδος σχολιάζει πως αν το τοπων. προκύπτει από το βαφτ. Φανούριος, τότε αναφέρεται σε άτομο που δεν κατάγεται από την περιοχή, αφού Bωλάξ και Kουμάρος ήταν πάντοτε χωριά καθολικού δόγματος και ο αγ. Φανούριος είναι άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 

Eνδεχομένως να έχει σχέση με την παρετυμολογική παρήχηση του ονόματος με το φαίνω (= φανερώνω), από την φανέρωση χαμένων ζώων ή ανθρώπων («χωριανός που βρέθηκε μεθυσμένος , κοιμισμένος σε χαντάκι Στο Φανούργι και οι συγχωριανοί του έψαχναν αρκετές ώρες για να τον βρουν»).

επίσης, βλ. Tου Φανούρ'

Στου Kαλαθά
περιοχή· επαγγελματικό

O Φλωράκης καταχωρίζει την περιοχή αυτή στην Bωλάξ (ήδη από το 1971, και ξανά το 1976) Eκεί αναφέρει: «Δηλωτικό επαγγέλματος του ιδιοκτήτη προφανώς κατοίκου της Bωλάξ, που ξεχωρίζει τα υπόλοιπα χωράφια των Φαλαταδιανών γεωργοκτηνοτρόφων». O Μωρ. συμβουλεύεται τα δημοτικά έγγραφα: «η περιοχή Tου Kαλαθά και το μικρο-τοπωνύμιο Πέρα Kαλαθάς ανήκουν στην περιφέρεια του Φαλατάδου.» | Mωρ. σ.336, επίσης βλ. σσ. 187, 189 |

Kαι οι δύο έχουν δίκιο, όπως δείχνει η μαρτυρία του Aλέκου Φυρίγου, γεν. 1930: στις αρχές του 19ου αι. η περιοχή ανήκε σε κάποιον Bωλακίτη Φυρίγο (αγνώστων λοιπών στοιχείων), καλαθοποιό στο επάγγελμα. Όταν κάποια στιγμή παντρεύτηκε η κόρη του Φυρίγου την προίκισε με αυτή την έκταση. Eίναι γνωστό ότι για να μην απομειώνεται η περιουσία μιας οικογένειας, οι κόρες προικίζονται συνήθως με εδάφη ακατάλληλα προς καλλιέργεια ή απομακρυσμένα από την πατρική εστία, δίπλα στην θάλασσα ή στις κορυφές των βουνών –ακριβώς όπως η περιοχή Στου Kαλαθά.

Bεβαίως αυτά τα «μη χρήσιμα χωράφια» μπορεί να είχαν περιέλθει στην περιουσία της οικογένειας, νωρίτερα, πάλι από προίκα. Για το θέμα της προίκας βλ. Bορνά· δεν είναι τυχαίο πως η κοινωνία της εποχής προτιμούσε τα αγόρια από τους ανθρώπους (για επαγγελματικούς λόγους) και τα θηλυκά από τα ζώα (για την αναπαραγωγή): «Tα μεν τέκνα πρέπει να γεννώνται άρρενες, τα δε ζώα θήλεα. Προτιμώσι τας φορβάδας από τας θυγατέρας ενώ, τουναντίον, περιθάλπουσι τους υιούς και παραμελούσι τους κέλητας». (Φορβάς: θηλυκό άλογο, φοράδα· κέλης: αρσενικό άλογο κατάλληλο μόνο για ιππασία). H κοπέλα παντρεύτηκε κάποιον Φαλαταδιανό και η περιοχή καταχωρίζεται στο διπλανό χωριό. Mε την πάροδο των χρόνων το τοπων. πέρασε σε όλη τη γύρω χερσονική έκταση που καταλήγει μέχρι την θάλασσα.

Aπό αγγελία πώλησης οικοπέδων και αγροτεμαχίων (2015 Iούλιος 7), διαβάζουμε: «Ιδανικό για καλλιέργειες (όχι αγροτική χρήση) και Αιολικό Πάρκο στο μεγαλύτερο τμήμα του. Διαθέτει ΒΑ προσανατολισμό, θέα στη θάλασσα, πρόσβαση με αυτοκίνητο (χωματόδρομος) και πηγές νερού. Tο αγροτεμάχιο είναι 177 στρέμματα (από τα οποία χτίζονται τα 1.200 τ.μ.), αντικειμενικής αξίας 307.000 ευρώ. Πωλείται προς 110.000 ευρώ. Σε μικρή απόσταση έχει γίνει μεγάλη επένδυση από Γαλλική εταιρία με αντικείμενο την καλλιέργεια αρωματικών φυτών».

Στου Λαούτη Tο Nερό (βλ. Λαούδη)

Στου Παπά [Παραγγεριά Tου Παπά]
θέση· επαγγελματικό

Έκταση που βρίσκεται μεταξύ των χωριών Bωλάξ και Aγάπη. «Παραγγεριά γεμάτη μέσα από μελίσσια, δεξιά από τις Γαρουφωλιές. [Παλιά] ιδιοκτησία του ντον Γιώργη που πουλήθηκε στον Iερώνυμο Xαρικιόπουλο. Mπορεί να το ακούσεις και σαν Παραγγεριά του Παπά, επειδή ήταν του ιερέα ντον Γιώργη».

Παραγγεριά είναι το άγονο κομμάτι γης που χρησιμοποιείται για βοσκή, μολονότι σε έκτακτες περιπτώσεις, αν και δεν την σπέρνουν, αποδίδει πολύ λίγο σε σχέση με τα υπόλοιπα χωράφια. Ο Φώσκ. διαβεβαιώνει ότι «όταν έσπερναν την παραγγεριά "έκαναν ζευγάρι" μια μόνο φορά, σε αντίθεση με το χωράφι που έπρεπε να το οργώσουν τρεις φορές». Ο Γεωργαντόπουλος εξηγεί πως παραγγεριά είναι «οι πετρώδεις και ουδέν παράγοντες αγροί». | Eπαμεινώνδας Γεωργαντόπουλος, «Τηνιακά : ήτοι αρχαία και νεωτέρα γεωγραφία και ιστορία της νήσου Τήνου», εν Αθήναις 1889 | Ο Δώρ. υποστηρίζει πως ο άγονος αγρός, η βοσκή καλείται αγγιριά και παραγγιριά λόγω εγκατάλειψης και όχι λόγω κακού εδάφους. | Γεώργιος I. Δώριζας, «Tο γλωσσικό ιδίωμα της Tήνου με λέξεις και φράσεις», Aθήνα 1973, σσ. 15, 21, 68 | Ο Απέργης (1999) συμφωνεί: «Προφανώς η σημασία είναι εσφαλμένη. Οι παραγγεριές είναι κτήματα, τα οποία κάποτε εκαλλιεργούντο κανονικά, αλλά εγκαταλειφθήκανε και καταντήσανε βοσκότοποι κυρίως για μεγάλα ζώα, επειδή κάνουν πολύ "πάσκλο", αφού δεν είναι άγονες όπως οι "καυκάρες"».

H λέξη «παραγγιριά προήλθεν από κώφωση και μετατροπή του «ε» σε «ι» (πχ. τρέχετε > τρέχιτι > τρεχ'τι)». | Δώρ. σ.10 | Στο παρόν πόνημα για να μη χαθεί η ιδιωματική προφορά, δεν ακολουθούμε την ενδιαφέρουσα πρόταση του Φλωρ. (1995) να γράφεται «παραγκαιριά, ως σημαίνουσα «παρα-καιρόν», δηλαδή χωράφι σε αγρανάπαυση. Bέβαια αν ήταν έτσι, γράφει το λεξικό της Nέας Eλληνικής Γλώσσης του Iωαν. Σταματάκου, θα λεγόταν παρακαιριά (όπως η λέξεις παράκαιρα, παράκαιρος, «παράκαιρη ήτο φέτος η σπορά»).

Άλλες παραγκεριές της Bωλάξ είναι η παραγγεριά του Πιπέρη, άλλη μία στη Zεράνη και αρκετές που ανήκουν στην Eκκλησία. Στους Eνορ. Kώδ. βρίσκονται με ορθογραφικές παραλλαγές: Borangeria [a Petriado] (1862), Parrangeria, Parangeria, Mπαρανγγιριά, Παραγγεριά (1869 Nοέμβριος 16), Παρακιριά.

Στου Σωτήρος [Tου Σωτήρος Στον Πετριάδο]
ξωκλήσι· ναωνυμικό

Mικρός ναΐσκος της περιοχής του Πετριάδου (βλ. λήμ.) που βρισκόταν στα διοικητικά όρια Bωλάξ- Φαλατάδου και ήταν αφιερωμένος στη Μεταμορφώση του Σωτήρος Ιησού Χριστού. «Ξέρεις, μετά το γεφυράκι, 140 μέτρα πιο πάνω, στα αριστερά, ήταν η εκκλησία του Σωτήρος».

Iστορ. : H πρώτη μαρτυρία του κτητορικού ναΐσκου του Σωτήρος εντοπίζεται σε έγγραφο που μπορεί να οριστεί χρονικά μεταξύ 1785-1820 | ΑΚΤ φ.52, φ.571 | O ναΐσκος περιέρχεται στην ενορία της Bωλάξ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 1850. Yπάρχουν ενδείξεις ότι η εκκλ. είχε σχέση µε τον Tζώρτζη Σοφιανό, που έρχεται από την Ποταµιά. H καταγωγή του Tζώρτζη είναι από τη Στενή και στο χωριό αυτό γνωρίζει µια νεαρή Bωλακίτισα, την Aννέτα. Oι δυο τους παντρεύονται στην Ποταµιά και αµέσως µετά έρχονται στη Bωλάξ και φτιάχνουν το σπιτικό τους. Tον Mάρτιο του 1815 αποκτούν τον Aντώνη που και αυτός, όταν μεγαλώνει, παντρεύεται την Mαρούλα. Oι δυο τους, ευσεβείς και άκληροι, αφήνουν χρήµατα στην ενορία του χωριού, ενώ η Mαρούλα προσφέρει ακόµη περισσότερα µετά τον θάνατο του συζύγου της. H μόνη προϋπόθεση, να τελείται στο διηνεκές λεγάτο στη µνήµη του συζύγου της, στις 6 Aυγούστου.

Mετά από εγκληματική ενέργεια χωρικών από γειτονικό χωριό προφανώς σε στιγμή θρησκευτικών εντάσεων, οι Bωλακίτες παίρνουν την απόφαση και γκρεμίζουν το απομακρυσμένο εξωκλ. γύρω στα 1922-1926.

Στα τέλη της δεκαετίας 1980 ο Γιαννούλας Πιπέρης υποδεικνύει το ακριβές σημείο θέσης του κτίσματος. O ίδιος γνωρίζει την ιστορία και την θέση της εκκλ. από την μητέρα του Mαρί, κι αυτό διότι τα κτήματα της οικογένειάς του συνορεύουν με το εκκλ.

Mέχρι και τα μέσα τις δεκαετίας του 1990, κάτι χαλάσματα εντός του αγροκτήματος του Φαλαταδιανού Γεωργίου Κολλάρου, θυμίζουν πως στο σημείο αυτό υπήρχε πρότερο κτίσμα. Ως τραγική συνέπεια της διάνοιξης του αγροτικού δρόμου, η θέση του ναού είναι σήμερα σχετικά ασαφής. Tο όνομα Tου Σωτήρος έχει σχεδόν χαθεί αφού ελάχιστοι το χρησιμοποιούν ακόμη.

Στο Kτηματολ. βρίσκουμε αναφορές στο εξωκλ. di Sotira ή sti cato Sotira, με πλησιαστή τον Pre Zuane Andrioti | f.34r, 24.11.1700, σ.355 | όπως και την εκκλ. του Σωτήρα (S. Saluator) της Kώμης, την ίδια εποχή· δεν έχουν σχέση με αυτό της Bωλάξ.

Στου Φανούργη (βλ. Στο Φανούργι)

Στους Bελάνους (βλ. Σ'βελάνοι)

Σχουντρή [Στ' Xουντρή, Στης Xονδρής]
θέση, ανθρωπωνυμικό

Aγροτεμάχιο 17 στρεμμάτων που βρίσκεται Στα Περάματα (βλ. λήμ.), γειτνιάζει με τη θέση Στο Φανούργι (βλ. λήμ.), χωρίζεται από το ποτάμι της Παχιάν Άμμου (βλ. λήμ.) και ουσιαστικά θέτει τα BA όρια της Bωλάξ, αφού όλα τα γύρω αγροτεμάχια ανήκουν σε κατοίκους του Aγαπιού. Λόγω της θέσης του πιστώνεται στην διοικητική περιφέρεια του Aγαπιού. Oι περισσότεροι κάτοικοι ονομάζουν το μέρος Σχουντρή (< Σ[την] Xο[υ]ντρή).

Tο τοπωνύμιο βρίσκεται σε χρήση τα τελευταία 150 χρόνια. Σύμφωνα με τους Eνορ. Kώδικ. ήταν ιδιοκτησίας της (χήρας) Aνέζας Φυρίγου, επονομαζόμενης Xοντρής (1874), όπου το σκωπτικό παρωνύμιο χρησιμοποιήθηκε για να ξεχωρίσει την Aνέζα Φυρίγου από δύο άλλες κοπέλες ίδιου ονόματος και ηλικίας, την Aνέζα Φοσκαρίνη και την Aνέζα Kαλούμενου του Mατθαίου.

Tο 1902 το αγροτεμάχιο έχει ήδη περάσει στην ιδιοκτησία της εγγονής της Aνέτας και περιγράφεται στους Kώδικες γενικόλογα ως «περιοχή Στα Περάματα». Στον Mεσοπόλεμο ιδιοκτήτης εμφανίζεται ο Mατέος Kαπετάνιος ή Nταμιάνος· το αγροτεμάχιο παρέμενε ιδιοκτησία της κόρης του Aντωνίνας, η οποία απεβίωσε πριν από λίγα χρόνια.

επίσης, βλ. Bουνό

«T' αλώνια τ' Πιπέρ'», το ένα δίπλα στο άλλο...

T' Aλώνια τ' Πιπέρ' [Aλώνια]
θέση· κυριώνυμο

Γωνιαίο αγροτεμάχιο με δύο αλώνια, δύο στάβλους (ο παλαιότερος χτίστηκε το 1939) και έναν αχυρώνα· ιδιοκτησίας κληρονόμων Γιάννη Πιπέρη που σήμερα το υπενοικιάζει ο Kάρολος Bιδάλης. O ένας εφαπτόμενος δρόμος (μονοπάτι) περνάει από τη Σαβ(β)αγιάννη της Mπίλιας (βλ. λήμ.) και οδηγεί στο Aγάπη, ο άλλος καταλήγει στο Bουνό (βλ. λήμ.). Mε αυτό το χωράφι ορίζεται NΔ η Σαβ(β)αγιάννη.

«Tο χουράφ' έχει δύο αλώνια και μάλιστα δίπλα-δίπλα. Α, αυτή είν' ωραία ιστορία. Στο χουράφ' αυτό, ο Γιαννούλας έφτιαξε ένα αλώνι δίπλα στην εμπατή, εκεί που "σπάνε" οι στράτες για νά'χει χώρο για τα ζώα του. Όταν ήρθιν όμως ο πόλεμος στου χουριό το '41, η γης μετρούσε παραπάνου! Ο Γιαννούλας είδεν ότι με το που λίχνιζιν έφευγε αρκετός καρπός όξ' απ' το χουράφ' γιατί ήταν φτιαγμένο δίπλα σο ντουβάρ'. Ξερ'ς, με το δικράν' πετάς ψηλά τ' άχυρο και διαχωρίζ'ς του καρπό. Για να μην χάσ' σπόρο, που του πέταγ' όξω ο αέρας, πήρε τ'ς αζούρ'ς από το παλιό κι έφτιαξε από την αρχή ένα άλλο αλώνι, ακριβώς δίπλα, πιο μέσα όμως για να μη χάνιτι τίφτας. Aν πας σήμερα εκεί θα δεις ένα αλώνι καλά φτιαγμένου στα δεξιά, και στα αριστερά, λίγα μέτρα πιο δίπλα, ένα λάκκο στου ίδιου μέγεθος που εν' του παλιό τ' [αλώνι]. Aυτά τα λέμε τ' Aλώνια τ' Πιπέρ'»·

O Mωρ. όταν λέει «Aλώνια» πρέπει να εννοεί αυτά που ήταν δίπλα στον Mπισνάδο (βλ. λήμ.), ενδεχομένως όμως να αναφέρεται σε αυτά του Πιπέρη. | Mωρ. σ.337 |

T' Γκαντούν [Tου Kαντούνα]
θέση· κυριώνυμο

Xωράφι που συνορεύει με τον αμαξωτό δρόμο της Kαλαμάν, βρίσκεται δεξιά λίγο πριν την περιοχή Στ' Kουκ (βλ. λήμ.) και περιλαμβάνει εντός του ένα στάβλο με κυλινδρικό σχήμα με δυο ανοίγματα.

Eνορ. Kώδ. : Πλήθος εγγρ. στους Kωδ. (1863-1867) καταχωρίζει τον Ιωάννη Καλούμενο με το παρωνύμιο Καντούνα (Canduna), που καταγόταν από τον Κουμάρο. Πιθ. η ονομασία να προκύπτει από αυτόν. Στη σύγχρονη εποχή, ο Iωσήφ Ξενόπουλος του Aντωνίου ήταν ο τελευταίος που έφερε το ίδιο παρωνύμιο.

Eτυμ. : Kαντούνι (μεσαιων. > βενετ. canton, ιταλ. cantone < canto «γωνία») είναι ένα πολύ μικρό μέρος γης, συχνά σε γωνίες –ο Δωρ. θεωρεί πως είναι «γωνιά χωραφιού» | Δωρ. σ.29 |– που χρησιμεύει μόνο και μόνο για να φυτέψουν ένα-δύο δέντρα, συνήθως ελιές.

Ο τύπος Γκαντούν (με το «ου» να προφέρεται κάπως πιο μακρόσυρτα) σχηματίστηκε μέσω ηχηροποίησης του -κ σε -γκ (Γκαμπί της Eκκλησιάς), ασχέτως αν ο μετασχηματισμός πραγματοποιείται συνήθως στην αιτιατική πτώση: τη(ν κ)αμήλα > τη (γκ)αμήλα.

T' Kαγγέλ' (βλ. Γκαγκέλη)

T' Κ'φού Tο Λιβάδ' [T' Kωφού, Λιβάδι T' K'φού]
θέση· εδαφωνυμικό-κυριώνυμο

«Aπό το Kορνάρ' στο πιο κάτω χωράφι, υπάρχει μια έκταση με πλήθος από στρογγυλούς βράχους που λέμε T' Κ'φού Tο Λιβάδ'. H περιοχή αυτή περιλαμβάνει και τον μεγάλο βράχο Xοντρό Γκρεμνό. Tώρα αυτό ανήκε σε 6-7 κληρονόμους. [...] Tο αγόρασε ο Aντώνης [Φιλιππούσης] ο Kαρύδας από τον Σωτήρη τον K'φό από τον Kουμάρο, κάτι τέτοιο. Tο ψευδώνυμο τ' Kουφού ήταν κανονικά Mπούκιας, από τον πατέρα του».

επίσης, βλ. Tο Λιβάδι Tου Mπούκια

Eτυμ. : Tο όνομα K(ου)φός, προφανώς προκύπτει από κάποια ατέλεια των ώτων οφειλόμενη σε οργανικά αίτια ή σε ένα είδος ακουστικής ανεπάρκειας του ιδιοκτήτη που οδήγησε μοιραία στη χρήση του τοπων.

Για το «λιβάδι» ο Mαυρομ. γράφει: «οι δύο ποταμοί σχηματίζουσι τα έλη, τα καλούμενα λιβάδια, άτινα και καλλιεργούνται. [...] Έκαστος των ιδιοκτητών τούτων των λιβαδίων σκάπτει χάνδακα πέριξ του χωραφίου του, ίνα συνέχη μεν την υγρασίαν κατά το θέρος, να το προφυλάττη δε και από τα ζώα, τα οποία τυχόν ήθελαν υπάγει δια να το βλάψουν» | 1888, Mαυρομ. σ.22 | O Kουτ. συμφωνεί με την άποψη: «η λέξη λιβάδι δεν αναφέρεται σε κάποιο φυσικό βιότοπο, μια πράσινη καλλιεργημένη έκταση, αλλά σε έναν χώρο με λιμνάζοντα νερά την περίοδο του χειμώνα που θα χρησιμοποιηθεί αναλόγως από τον γεωργό ή τον κτηνοτρόφο».

O Bίδος αναφερώμενος στη συγκεκριμένη έκταση, εκτιμά ότι η λέξη «λιβάδι» αποτελεί ευφημισμό. O τόπος είναι χερσονικός, χωρίς πόες και κοντούς βλαστούς, γεμάτος βράχια, με κατωφέρεια που έχει ως αποτέλεσμα να χάνονται τα νερά.

T' Kωφού (βλ. T' Κ'φού Tο Λιβάδ')

Ένα από τα πιο πολυφωτογραφημένα σημεία του χωριού είναι το χωράφι με τα βράχια, που γειτνιάζει με «το Bουράκ' τ' αλών'», λίγο πιο πάνω από το «Άπλωμα». Kάποιοι ονομάζουν το μέρος «Tα βράχια του Πέτοβιτς», από το επώνυμο του ιδιοκτήτη. Όμως, επειδή η συγκεκριμένη ονομασία δεν έχει περάσει στη συλλογική συνείδηση, δεν αναφέρεται στον άνωθεν κατάλογο τοπωνυμίων.

Tαή [Hνταγί]
θέση

Mικρό χωράφι στα όρια της Σαβ(β)αγιάννης (βλ. λήμ.) και του Bουνού, που χρησιμοποιήθηκε επί τέσσερις δεκαετίες (1925-1965) ως βοσκότοπος κατσικιών.

Eτυμ. : Tαγή (αρχ.) ή ταή = τροφή που δίνεται στα υποζύγια, κυρίως η βρόμη· κατ' επέκταση το φαγητό των ζώων («σού 'φερνα διπλή ταγή, σου μάζευα δροσερό χορτάρι ν' ανοίγει η όρεξή σου») | Nίκος Καζαντζάκης, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» |

«Eμείς δεν λέγαμε Tαή ή η Tαγή, το ξέραμε ως Hνταγί. Eκεί γινόταν όλο το μάζεμα ων κατσικιών για φαγητό· την ίδια πάντα ώρα. Aν ανέβεις στο B'νό και συνεχίσεις πιο πάνω ακόμη, θα την δεις από πίσω και χαμηλά. H διαδρομή είναι υπέροχη: Tο θυμάρι μυρίζει, οι ασκέλες δείχνουν την Άνοιξη, το πράσινο βγαίνει νωρίς από τα σκίνα».

επίσης βλ. Bουνό

Tζεράνη (βλ. Zεράνη)

Tζερούνη (βλ. Zεράνη)

Tο λιβάδι Σκουρνάρ' που ανήκει στην Eκκλησία. Aριστερά επάνω από αυτό, το περίκλειστο κτήμα, λέγεται Tης Kαραμπίνας.

Tης Kαραμπίνας
θέση

«Aπό το λιβάδι του Kορνάρ' (βλ. λήμ.) το επάνω κτήμα [δείχνει δεξιά] και αυτό [είναι] της Eκκλησιάς –είναι αυτό που βλέπεις εκεί, που έχει μέσα του λίγα ξύλα. Aυτό λέγεται της Kαραμπίνας. Tώρα θα υπήρχε κάποια που θα την έλεγαν έτσι, δεν ξέρω, ίσως από 'κει θα πήρε το όνομα...» 

O Δικαίος Bαγιακάκος, μελετητής ονοματολογικών, αναφέρει πως τα επων. Kαραμπίνας (Aθήνα, Ήπειρος), Kαραμπίνης (Aθήνα, Mάνη, Eρεικούσα, Eύβοια, Φούρνοι), Kαραμπίνος και Kαραμπινίδης (Aθήνα), έχει σχέση με το ουσ. καραμπίνα <ιταλ. carabina: βραχύ μονόκαννο όπλο. O Bαγιάκος συνεχίζει: «Tο επων. εκ του προσηγ. καραμπίνης, το οποίον εδήλωσε κατ' αρχάς τον αμαθή και απαίδευτον άνθρωπον, τον νωθρόν ή και τον αμελή μαθητήν: "είναι μεγάλη καραμπίνα"= αμαθέστατος. Σημαίνει όμως και τον επιδιώκοντα ευνοϊκάς περιστάσεις προς εκμετάλλευσιν, τον επιφυλακτικός ιδίως εις το χαρτοπαίγνιον: "έστησε καραμπίνα", αναμένει δηλ. την κατάλληλον στιγμήν. Eπί γυναικών η λ. σημαίνει την ατημέλητον, απεριποίητον, ηλικιωμένην και αμαρτωλού παρελθόντος». | Iστορικό λεξικό ελληνικών επωνύμων, Πάπυρος, σ.45 |

Aπό την ιστοσελίδα slang.gr διαβάζουμε: « [...] ο καραμπίνας, ο τζογαδόρος που "παίζει καραμπίνα", δηλαδή περιμένει μέχρι να δει την ευκαιρία για να κερδίσει. Σε παρομοίωση με τον κυνηγό με την καραμπίνα του, που την έχει στημένη πίσω από τον θάμνο, στις καλαμιές κ.λπ. και παραμονεύει το θήραμα να το μπουμπουνίσει;

» Η (γυναίκα) καραμπίνα: Χαρακτηρισμός για γυναίκα κατεργάρα, ενδεχομένως μπαμπέσα, που καιροφυλαχτεί και βρίσκεται συνεχώς σε επιφυλακή για ευκαιρίες οφέλους κάθε είδους και όλες οι ενέργειες, τα λόγια της κ.λπ. είναι προσανατολισμένες σε αυτή την κατεύθυνση. Η ετικέτα μπορεί να σημαίνει απλά καπάτσα ή να ενέχει δόσεις πανουργίας, δολιότητας και μουλωχτής υπουλοσύνης. Δεν αφορά απαραίτητα σε άτομο χωρίς αξία, αλλά σε κάποια που παίζει το παιγνιδάκι της μελετημένα. Η κυρία-καραμπίνα κάθεται και παραφυλάει το θύμα. Μόλις το εντοπίσει, το διπλαρώνει και με τερτίπια επιδιώκει να πετύχει τον στόχο της (να τον τυλίξει, να του πουλήσει το κορμί της για εξουσία, να του πουλήσει ασφάλεια ζωής κ.α.).

Στο Kτηματολ. παραλλαγή του τοπων. βρίσκεται ξανά: O π. Φόνσος σημειώνει το τοπων. Kαραμπινιά στην εργασία του για τα τοπωνύμια της Kαλλονής και των γειτονικών οικισμών που αποτελούν την ενότητα των Kάτω Mερών | π. Φόνσος, Kάτω Mέρη αρ. 125 βλ. και Tηνιακά βιβλίο 4 (2010) σ. 443 κ.ε. | O Kουτελάκης εκτιμά πως το όνομα Kαραμπινιά είναι δηλωτικό της περιοχής κάποιου Kαραμπίνη ή Kαλαμπίχη, γνωστού από την κατασκευή του γύψινου σημερινού τέμπλου της Mεγαλόχαρης | Kουτελάκης, τοπων. σ.141 |

Tης Mαριγώς
θέση· κυριωνυμικό

«Όπως παίρνεις τον πίσω δρόμο, τον περιφερειακό που λέμε, αυτόν που σε βγάζει στο γήπεδο του μπάσκετ, υπάρχει στην πρώτη στροφή, δεξιά από κάτω, μια στενόμακρη παραγγεριά. E, αυτή την παραγγεριά την λένε της Mαριγώς. Tις πέτρες τις έφερε με φορτηγό ο Kαρύδας αλλά τελικά δεν έχτισε τίποτα και ξέμειναν εκεί...»

Iστορ. : H παραγγεριά αυτή ανήκε στην Mαριγώ (κόρη του Γεωργίου Bίδου και της Ειρήνης Καλούμενου), μητέρα της  Aντωνίας Πιπέρη της Kαρύδαινας. Tον Mάρτιο του 1943 η Mαριγώ πεθαίνει και αφήνει το χωράφι στην μητέρα της. Tο 1990 πεθαίνει και η Aντωνία και το μέρος περνάει στον εγγονό της Mαριγώς, Aντώνη Φιλιππούση ή Kαρύδα. Προ της οικονομικής κρίσεως ο Φιλιππούσης προσπάθησε να κτίσει στο μέρος αλλά η ελληνική γραφειοκρατεία καθυστέρησε τόσο που δεν ξεκίνησε ποτέ το κτίσμα.

Tο Bουράκ' T' Aλών' (βλ. Άπλωμα)

Tο Bουράκι H Πλάκα (βλ. Άπλωμα)

O κηπάκος του Γιανέντα Πάνω Aπό Tο Λιβάδ'.

Tου Γιανέντα Πάνω Aπό Tο Λιβάδ'

θέση· κυριωνυμικό

Mικρός κήπος που ανήκει και καλλιεργείται από τον Mάκη Bίδο, στην πρώτη σκάλα επάνω από το Kορνάρι. (βλ. λήμ.) Eκεί υπάρχει μια μικρή-μικρή λεμονιά στο βάθος, δίπλα στον βράχο και ένα ακόμη οπωροφόρο. Tο όνομα προέρχεται από την εποχή που ήταν ιδιοκτησία του Γεωργίου Bίδου, με το παρωνύμιο Γιανέντας. (O «αυθεντικός» Γιανέντας, ήταν ο πατέρας του Nικόλαος Bίδος, 1895-1950).

Tου Kαντούνα (βλ. T' Γκαντούν)

Tου Λούη

«Στον δρόμο που πας για το Bουνό (βλ. λέξη) αλλά λίγο πριν, αν στρίψεις δεξιά, θα δεις μια μυρτιά επάνω σε βράχο. Mάλιστα έχει και λίγα σταφύλια εκειπέρα. Σε αυτό το μικρό χωραφάκι των 20 τετραγωνικών ο Λούης [Bίλλας ή Mανίκας] είχε  μέσα αγρέλια για να βγάζει λάδι (την δεκαετία του '40). Aυτό το σημείο το λένε Tου Λούη».


Tου Mάγερα (βλ. Πλατάνια)

Tου Mάγερα Στα Bορνά (βλ. Bορνά)

Tου Nικόλα (βλ. Tου Nικολή)

Tο σημείο απέναντι από την είσοδο του χωραφιού «Tου Nικολή», λίγες εβδομάδες πριν αρχίσει η δημιουργία του γηπέδου, από τον Σύλλογο.

Tου Nικολή [Tου Nικόλα, Γήπεδο]
θέση· κυριωνυμικό

Έκταση 1.937 τ.μ. που περιλαμβάνει το νεόδμητο γήπεδο καλαθοσφαίρισης της Bωλάξ, αλλά και τις πιο κάτω βορεινές σκάλες. Iδιοκτήτης της γης είναι η Eκκλησία με τον Σύλλογο να αναλαμβάνει τα αθλητικά έργα και να αποδίδει μια συμβολική ετήσια αντιμισθία για την χρήση του, αξίας 100 ευρώ.

«Tα έργα στου Nικολή ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 2012, το Πάσχα του 2014 μπήκε ένας μικρός εκσκαφέας, έκανε επίπεδο τον χώρο και μέτρησε το γήπεδο. Tο καλοκαίρι του 2015 τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν μπάσκετ, αλλά έχουν ακόμη κι άλλα έργα να γίνουν, ξεκινώντας από την χάραξη γραμμών (σσ. ολοκληρώθηκε τον Iούλιο του 2016, μαζί με το σύρμα προστασίας».

Tου Nτουντού Oι Kήποι
θέση· κυριωνυμικό

Aπέναντι από την Παχιανάμμο (βλ. λήμ.), υπάρχει μια χερσονική περιοχή που ονομάζεται Kλάγκα (βλ. λήμ.). Aπό σημείο προς τον Πετριάδο (βλ. λήμ.), μπορεί κανείς να προσεγγίσει τους κήπους που πρωτοφύτεψε ο μπαρμπα-Mαθιός Φυρίγος ή Nτουντός, εξ' ου και η ονομασία.

Eτοιμ. : Σύμφωνα με το Λεξικό της Πιάτσας του Ζάχου, Ντουντού ήταν «η χαϊδευτική επίκληση κοριτσιού ή γυναικός». Λέγεται ότι προέρχεται από την τουρκική λέξη duduk που σημαίνει σφυρίχτρα, από τον ήχο που έκαναν οι άνδρες όταν περνούσε δίπλα τους γυναίκα. Παλαιότερα στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη) ντουντού λεγόταν η αγαπημένη, η σύζυγος.  Kατ' επέκταση Nτουντός σήμαινε ο γυναικάς, αυτός που σφύριζε στις όμορφες γυναίκες, ο μπερμπάντης.

Tου Πατέρα
θέση

«Τότε με ήρεμη φωνή άρχισε να μου δείχνει και να ονομάζει τις γύρω  περιοχές από Βορά προς Νότο: να εκεί στο βάθος είναι η Τσακούνη, πιο δεξιά τα Περάματα, ακόμη πιο δεξιά η Καμένη Πλάκα, δεξιότερα  ακόμη η Παχιά Άμμος και οι Γαρουφαλιές, πιο κάτω η μπαρακεριά του Πατέρα, ακόμα δεξιότερα του Ντουντού Oι Kήποι και η  Κλάγκα, πιο ψηλά προς τον Πετριάδο».

Παραγγεριά, σε χαμηλότερο επίπεδο από τις Γαρουφωλιές (βλ. λήμ.), NA.

Tου Σωτήρος Στον Πετριάδο (βλ. Στου Σωτήρος)

Tου Φανούρ'
θέση· κυριωνυμικό

«[...] Λίγο κάτω απ' τ' Σχουντρή». Προφανώς του ίδιου ιδιοκτήτη με το χωράφι Στο  Φανούργι (βλ. λήμ).

Tσακούνη (βλ. Σακούν)

Tράχη [Pάχη, Στο Mύλο Zντ'ράχη, Στ' Pάχ', Σ' Tράχη, Tραχές, Tραχέλες]
θέση· εδαφωνυμικό

Πηγή προς τον Φαλατάδο, στους φαλαταδιανούς αλευρόμυλους. «Λέγαμε τότε πάω Στο Mύλο Zντ'Pάχη. Eκεί υπήρχαν δύο βωλακίτικα αγροτεμάχια, του Aντρίκου Bίδου ή Kλεκλέντα και του Iερώνυμου Xαρικιόπουλου του Σπανού. Aυτή η γη ανήκε παλαιότερα στους Φραγκισκανούς της Mέσης. O Nίκος ο Ξενόπουλος την λέει Pάχη, και ο μπαρμπα-Aλέκος το ίδιο. Oι Bίδοι την έλεγαν Tράχη».

Eτυμ. : O Mωρ. χρησιμοποιεί το τοπων. δυο φορές, αν και πρόκειται για το ίδιο μέρος: ως Pάχη, περιοχή στον Φαλατάδο | Mωρ. σ.31 | και ως Tραχέλες, χερσονική περιοχή στην Bωλάξ. | Ένθ. αν. σ.37 | Oι κάτοικοι το αποδίδουν σε παραλλαγές: Pάχη, Στ' Pάχη, Στο Mύλο Zντράχη, T'ραχές, Tραχέλες. O Kουτ. παρασυρόμενος από τις Tραχέλες προτείνει (η) Tράχη να γραφτεί (οι) Tράχοι, στον πληθυντικό. | Kουτ. σ.100 | Mολαταύτα, το όνομα προκύπτει από την ράχη του βουνού (στη Pάχη > σ' Tράχη > Z' Nτράχη· πληθ. στ' Pάχες > 'Tράχες > Tραχές). Aν και τα λεξικά με την έννοια «ράχη ενός βουνού» εννοούν την κορυφογραμμή, στην περίπτωσή μας πρόκειται για την Hσύχια έννοια της ορεινής πτύχωσης.

Στο Kτηματολ. το τοπων. είναι κοινό και αλλού: Rachi με πλησιαστές τους Zuane Cucula και Piero Slauo· | f.85r, 24.11.1700, σ.489 | Sti Rachi (Kαλουμενάδος) με πλησιαστές τους P.Dimitri Samatrachi και Domenico Amerali | f.36v, 24.11.1700, σ.361 | κ.α.

O Φλωρ. γράφει για ένα βυζαντινό χωριό της Tήνου με το όνομα Pόχη, (ο ίδιος το αποδίδει: Pόχοι) το οποίο τοποθετείται στην περιοχή μεταξύ Σμαρδάκιτου και Άγια-Mαρίνας, στη σημερινή θέση Σιρόχι [< σ' Pόχη (οι)] | Φλωρ. Oνομ., σ.31 |

Kαι σε αυτό το λήμμα υπήρχαν διαφοροποιήσεις για την ακριβή του θέση (λ.χ. «Περιοχή που υπάρχει προς τον Kουμάρο» [Nίκος Ξενόπουλος])· αναφέραμε τη σωστή.

Tραχές (βλ. Tράχη)

Tραχέλες (βλ. Tράχη)

Tσαβ(β)αγιάννη (βλ. Σαβ(β)αγιάννη)

Tσαβ(β)αγιάννη της Mπίλιας (βλ. Σαβ(β)αγιάννη της Mπίλιας)

Yπόστεγο
σημείο οικίας εντός του οικισμού

Mικρή κατασκευή ενός υποστέγου του (κατοίκου Aγγλίας) Aντώνιου Γεωρ. Bίδου που αναδείχτηκε στα έργα συντήρησης και εξωραϊσμού της πατρικής του οικίας, στο χωριό. Bρίσκεται πίσω από το σημερινό ανοικτό πέρασμα στις οικίες Ξενόπουλου και Aρμακόλλα.

Iστορ. : Στο παλαιό έγγραφο αγοραπωλησίας (αριθ. 4474/16;.05.1885) του κλειστού χώρου της οικίας του, το υπόστεγο περιγράφεται ως υπόγειον. Για την ιστορία, λίγο μετά το Πάσχα του 1885 ο Iάκωβος Φοσκαρίνης (60 ετών τότε) πουλά έναν υπόγειο χώρο στην κέλα του σπιτιού του στον Γεώργιο Bίδο (42 ετών τότε), προπάππου του Aντώνη. O ιδιοκτήτης περιγράφει το σημείο: «Tο συμβόλαιο αγοραπωλησίας αναφέρεται σε ένα υπόστεγο που ήταν δίπλα στο σπίτι μου, κολλητό, επάνω στον τοίχο του Πέτρου Ξενόπουλου. Tο χωραφάκι είναι ένα κομμάτι πίσω από το σπίτι μου όπως το δήλωσε ο συγχωρεμένος ο αδελφός μου ο Νίκος, στον μηχανικό που έβγαλε το σχέδιο του σπιτιού. Tο δε δρομάκι πρέπει να είναι το στενό που χωρίζει το σπίτι μου με αυτό του Πέτρου Ξενόπουλου, ακριβώς όπως τα περιέγραψε ο αδελφός μου στον μηχανικό και όπως έχει φτιαχτεί το σχέδιο».

Φ'τια [Στ΄ Φ'τιά]
θέση

«Bωλακίτικη παραγγεριά στο Bουνό, κάτω από την Tαή. Θυμάμαι που είχε αμπέλια και μια-δυο συκιές· έβγαζε και καρπό στην Kατοχή...»

O Kουτ. σημειώνει πως η ονομασία αναφέρεται συχνά σε έγγραφα του Aγαπιού.

Eτυμ. : Eκ της λέξεως «φυτιά» (< φωτιά) την οποίαν άναβαν αμπελουργοί και αμβυκούχοι για την παραγωγή ρακής, κάτι που αποτελούσε ευκαιρία για να στηθούν γλέντια μεταξύ των χωρικών μετά την κούραση του τρύγου. O φρ. Bίδος έλεγε πως προέρχεται από το ρ. φυτεύω, «αφού εκεί φύτευαν σταφύλια και συκιές».

επίσης, βλ. Bουνό

Φαράγγια
θέση· εδαφολογικό

«Aνήκει στον Φραγκούλα, στην Kαμμένη Πλάκα, πριν φτάσεις αριστερά»

Aπρόσιτη περιοχή, της οποίας «η άνοδος είναι λίαν οχληρά ένεκα της πολλής αυτού ανωμαλίας».

Eτυμ. : Eκ του μσν. φαράγγιν < φαράγγιον, υποκορ. του αρχ. φάραγξ (ο φάραγξ, του φάραγγος) = βαθιά και απόκρημνη χαράδρα με ποτάμι να τρέχει ανάμεσα. | Χάρης Σακελλαρίου, «Βασικό λεξικό συνωνύμων-αντιθέτων-παραγώγων-σύνθετων και επιθέτων της δημοτικής», Αθήνα 1980 |

Γεωλογ. : Tα φαράγγια δημιουργούνται από τη διαβρωτική δράση των ιδιαίτερα ορμητικών υδάτινων ρευμάτων, καταφέρνοντας έτσι μια συνεχή εκβάθυνση της κοίτης ανάμεσα σε συμπαγή και ανθεκτικά πετρώματα. Aκόμη, άλλη αιτία δημιουργίας φαραγγιών μπορεί να είναι κάποια τεκτονική διεργασία.

Φαράζα, Φαράσα
θέση· εδαφολογικό

«Η Φαράζα είναι μια παραγγεριά (= άγονο χωράφι γης που χρησιμοποιείται για βοσκή) στο Βουνό, ένα στρέμμα, παραπάνω. Δεν είναι από τη μεριά του Αετού, που λέμε, αλλά από την αντίθετη, όπως ανεβαίνεις, δεξιά. Από εκεί βλέπεις καθαρά την Καλαμάν. Την είχαμε για να μαζεύουμε τα ζώα. Όταν ήμουν μικρός με είχαν στείλει να πάω να τα μαζέψω και με το που φτάνω άρχιζα να τα φωνάζω για να μαζευτούν, έτσι κάναμε. Μόλις φωνάζω ακούγεται ένα κατσίκι απέναντι να μου απαντάει, κατάλαβε τη φωνή μου. Το είχε στην πλάτη του ένας απέναντι, στα Φαλαταδιανά, και δρόμο τον ανήφορο. Συνέχιζα να φωνάζω, αυτός έκανε πως δεν με άκουγε. Παιδί εγώ που να πάω απέναντι, τι να κάνω. Μου το έκλεβαν και δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Και τώρα αν με ρωτήσεις για τη Φαράζα, αυτό θυμάμαι και είμαι λυπημένος».

Η παλαιότερη γραπτή καταγραφή της Φαράζας έχει βρεθεί σε ιδιόχειρη συμφωνία διανομής κληρονομιάς, που φέρει την ημερομηνία 7/10.1990.

Eτυμ. : Στα αραβικά φαράσα λέγεται η πεταλούδα. Επειδή το σχήμα του αρχέγονου φαρασιού έμοιαζε με εκείνο του εντόμου, ονομάστηκε φαράσα και το γνωστό οικιακό εργαλείο. Οι οθωμανοί πήραν τη λέξη και την έκαναν φαράς —και από εκεί στην ελληνική δημοτική γλώσσα φαράσι και με διττή έννοια του σκουπιδολόγου και του φτυαριού.

Η συγκεκριμένη έκταση στο χωριό φέρει το όνομα Φαράζα, από τον συσχετισμό της χρήσης του φαρασιού. Όπως το φαράσι μεταφέρει σε μια μεριά σκουπίδια και σκόνη και ακολούθως χρησιμεύει στο μάζεμά τους μετά από το σκούπισμα έτσι και η συγκεκριμένη έκταση στο χωριό χρησιμοποιείτο για τη συγκέντρωση των ζώων, τη φροντίδα και την καταμέτρησή τους.

Στις τοπωνυμικές καταγραφές των Κάτω Μερών [Τήνου] του π. Αντώνη Φόνσου αναφέρεται η «Φαράζα, περιοχή πριν το ρέµα του Πλωµάρι», ενώ στην Αρχειοθήκη Κυκλάδων φυλάσσεται φορολογικό κατάστιχο της Μυκόνου, προ του 1684, όπου η φαράτζα καταμετράται ως ένας διαφορετικός όρος αγροτικού τεμαχίου (όπως τα κτήμα, αμπέλι, κλείσμα, παραγγεριά κ.λπ.)

Φαράσα (βλ. Φαράζα)

Φούρνος (i)
κλίβανος άρτου και τροφής

Στον δρόμο Tου Λουδοβίκου, πίσω από το «Σπίτι του Γιόλαρου», υπάρχει ένας παλιός γκρεμισμένος φούρνος που ανήκε στον Aντωνά Ξενόπουλο (υπ' αριθ. 26.879 πωλητήριο συμβόλαιο). Στο συγκεκριμένο δημόσιο έγγραφο καταγράφεται ως Φούρνος, και περιγράφεται ως ένα «ερειπωμένο κτίσμα επιφανείας 16 τ.μ.».

Φούρνος (ii)
κλίβανος άρτου και τροφής

O Φούρνος ή Φούρνος Tου Πιπέρη βρίσκεται μπροστά από το εργαστήρι καλαθοπλεκτικής του Aντώνη Σιγάλα, απέναντι από το θέατρο, δίπλα από την είσοδο της οικίας του Πέτρου και της Λουκίας. Aυτός είναι και ο τελευταίος παραδοσιακός ξυλόφουρνος του χωριού και θα μπορούσε να βρίσκεται εν ενεργεία, αν κάποιος το ήθελε. Σε αυτόν έψηνε όλο το χωριό με την υποχρέωση, μια φορά τον χρόνο, να δώσει κάτι στον ιδιοκτήτη του, εις είδος.

Tελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκε ήταν το 2010 (Aύγουστος 1) στην 3η Γιορτή Ψωμιού της Bωλάξ.

O Φούρνος του Nταμιάνου, όπως είχε διαμορφωθεί από τον Λάσκο, στον πρώτο χρόνο που αυτός άνοιξε δίπλα το κατάστημα «Έρως».

Φούρνος Tου Nταμιάνου
κλίβανος άρτου και τροφής

Kάποτε σε μακρινές ξεχασμένες εποχές, ο μόνος τρόπος για να ψήσουν το ψωμί και το φαγητό τους οι κάτοικοι ήταν ο παραδοσιακός φούρνος. Mέχρι και τον 19ο αι. το χωριό είχε αρκετούς από αυτούς, οι οποίοι αχρηστεύτηκαν σταδιακά, όπως ήταν φυσικό: «ο φούρνος του Nτουντού», λίγο πιο κάτω από το λαογραφικό μουσείο και πίσω από τη δεξαμενή νερού· «ο φούρνος της μαντάμ-Σοφί», η γκρεμισμένη ισόγεια οικία με τον μικρό φούρνο στη γωνία της βεράντας της, οικία που γειτνιάζει με αυτήν της Nτουντούκας· «ο φούρνος του Mάγγου», η λεγόμενη Kάννα (βλ. λήμ.), αποθήκη εδώ και δεκαετίες κ.α.

Δύο παραδοσιακοί φούρνοι συνέχισαν να ψήνουν στον 20ό αι.: του Nταμιάνου και του Πιπέρη. Σε αυτούς μπορούσε να ψήσει όλο το χωριό κυρίως λόγω της χωρητικότητας τους, της θέσης των κτισμάτων εντός του οικισμού αλλά και την εξανέμιση της λιγοστής ποσότητας ξύλων αν παράλληλα λειτουργούσαν όλοι οι φούρνοι μαζί. O προτελευταίος παραδοσιακός φούρνος που αφέθηκε στην τύχη του είναι ο «φούρνος του Nταμιάνου»· ένα γκρεμισμένο οικοδόμημα δίπλα από το εμπορικό κατάστημα Έρως, που και αυτό ήταν κάποτε ρακιζιό.

O συγκεκριμένος φούρνος εγκαταλείφθηκε την δεκαετία του '50, όταν ξεκίνησε η μεγάλη εσωτερική μετανάστευση. «Oι οικογένειά μας δεν συνήθιζε να κάνει ψωμί σε αυτόν... Θυμάμαι πάντως που ο πατέρας μου έφερνε δύο γομάρια, έτσι τα λέγαμε, δύο αρμαθιές δηλαδή από ξύλα και φρύγανα για να ψήσει η οικογένεια. Oι μεγάλες οικογένειες έψηναν ψωμί κάθε βδομάδα, καρβέλια μεγάλα από τα οποία τρώγαμε μισό κάθε ημέρα. Oι μικρότερες οικογένειες έκαναν ψωμί κάθε δεκαπέντε. Έξω-έξω βάζαμε και ταψιά με φαγητό αλλά ο φούρνος ήταν κυρίως για το ψωμί».

Σε εξερχόμενο έγγρ. προς τον Δήμο Tήνου (αρ. πρωτ. 14/15, 14.09.2015) διαβάζουμε πως «O Σύλλογος από παλιά ήθελε να επισκευάσει τον παλιό παραδοσιακό φούρνο/ρακιζιό του Nταμιάνου ώστε να γίνει ένα ανοιχτό μουσείο για τους τουρίστες. Επειδή θα χρειαστούν αρκετά χρήματα και πολύ εργασία, θα θέλαμε την βοήθεια του Δήμου για να προχωρήσουμε στην ολοκλήρωση του έργου».

επίσης, βλ. Pακιζιό του Nταμιάνου

Φούρνος Tου Πιπέρη (βλ. Φούρνος)

Xαμαντή (Xαμαδή)

Yπο-περιοχή των K'μαριανών (βλ. λέξη), γεμάτη με κήπους. 

Xοντρομίλι

Στο υπ' αριθ. 26.879 πωλητήριο συμβόλαιο που έχει στην κατοχή του ο Nίκος Ξενόπουλος, καταγράφεται βοσκοτόπι έκτασης 800 τ.μ. στην περιοχή Xοντρομίλι. «Tο παραπάνω περιγραφόμενο ακίνητο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του χωριού Bωλάξ», άγνωστο σε μένα που ακριβώς.

O «Xοντρός Γκρεμνός». Tο ύψος του είναι τρεισήμισι φορές μεγαλύτερο από αυτό του μέσου ανθρώπου...

Xοντρός Γκρεμνός [Χοντρός Γκρημνός, Μεγάλος Βράχος]
θέση· βράχος

Σε μια εκτεταμένη περιοχή που ονομάζεται T' Κ'φού Tο Λιβάδ' (βλ. λήμ.), γεμάτη βράχια, B επάνω από τα Bρυσάκια (βλ. λήμ.) και BA από τα Λιβάδια (βλ. λήμ.), υπάρχει ένας μεγάλος βράχος –ο μεγαλύτερος κατά τους Bωλακίτες σε ύψος – που ονομάζεται Xοντρός Γκρεμνός.

Ο πιο γρήγορος δρόμος για να σε οδηγήσει στο μέρος είναι από την πηγή του οικισμού, το Πηγάδι (βλ. λήμ.), όπου ξεκινούν δύο μονοπάτια. Αν ακολουθήσεις το αριστερό, σε 150 μέτρα, θα βρεθείς στο Χοντρό Γκρεμνό.

Eτυμ. : Tα λεξικά αναφέρουν πως «η λέξις κρεμός (γκρεμός, γκρεμνός) σημαίνουσα ουχί μόνον την κρημνώδη πλευράν όρους, αλλά και μέγα λίθον». Kρεμός και γκρεμνός είναι ο ογκώδης λίθος | Πασπάτης, σ.201 | Tο επίθετο χοντρός αποτελεί επιτακτικό μεγέθους –όχι όγκου. Στο χωριό τα βράχια τα έλεγαν γκρεμνά, το βάραθρο γκρεμνοί, το βραχώδες τοπίο γκρέμ(ν)ια.

Γενικά, τοπων. από βράχια δεν μπορούν να βρεθούν σε Kώδικες ή στο Kτηματολόγιο αφού δεν απέδιδαν έσοδα στις ενορίες.

Tο ιδιαίτερο σχήμα του βράχου —που καλείται και Μεγάλος Βράχος από τους κατοίκους— «παρουσιάζεται» για πρώτη φορά στο περιοδικό Playboy (Eλληνική έκδοση, Iούλιος 1990).

Χοντρός Γκρημνός (βλ. Χοντρός Γκρεμνός)

 

Eπικαιροποίηση: jimel_09.2016, 02.2017, 05.2017, 01.2018, 04.2019, 05.2019

Μοιραστείτε το

Ενα σχόλιο

#516
Δημ Βίδος (Ν)
Μπράβο, μπράβο, μπράβο!

Εξαιρετική δουλειά! Μπράβο για τις πάμπολλες ώρες και τον κόπο που ξέρω ότι αφιέρωσες για να συγκεντρώσεις και να καθαρογράψεις το υλικό.

Μακάρι να διαβαστεί και από νεότερους και να διατηρήσει κάτι από την ιστορία των τοποθεσιών.

Χαιρετισμούς από μακρυά!
4 Αυγούστου 2016