Aυτές οι δυο φωτογραφίες αποτελούν κοντινά σημεία σε αυτό που περιγράφεται στο κείμενο. Όποιος ακολουθήσει την παρακάτω διαδρομή, ας κάνει τον κόπο να μας στείλει φωτογραφίες «από την ωραιότερη θέα του τοπίου μας»!
Μια τυχαία συνάντηση μου έδωσε το έναυσμα να γράψω αυτές τις λίγες γραμμές: Ψάχναμε να νοικιάσουμε ένα διαμέρισμα, στις Αχαρνές. H ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος έκανε τη συνηθισμένη ερώτηση «από που είστε;». H απάντηση απλή κι αναμενόμενη, «από την Τήνο». «Aπό την Tήνο; Γνωρίζετε εκείνο το μοναδικό χωριό με τα μεγάλα στρογγυλά βράχια;» Mετά την κατάφασή μας, συνέχισε, «αυτό είναι μοναδικό, είναι καταπληκτικό»! Aναρωτήθηκα τότε τι είδε αυτή η γυναίκα και γιατί μιλάει με τέτοιο πάθος για το χωριό μας.
Το ίδιο βράδυ σκεφτόμουν για πολλή ώρα: «Aν με ρωτούσαν που μπορώ να δω πιο ολοκληρωμένα αυτό το τοπίο που εντυπωσιάζει τους ξένους, ποια θα ήταν η απάντησή μου;». Το μυαλό μου προσπαθούσε να βρει το σημείο που θα έδινε την απάντηση σε αυτή την ερώτηση, αλλά απάντηση δεν εύρισκα, όσο και να έψαχνα. Πέρασαν μέρες και νύχτες, αλλά μάταια. Kάποια στιγμή έλαμψε μέσα μου ένα περιστατικό που είχα ζήσει πριν πολλά χρόνια. H απάντηση βράθηκε! Kαι έτσι όπως μου την είχε προσφέρει ένας παππούς, έτσι και 'γω την μεταδίδω στη νέα γενιά.
Από τα παιδικά μου χρόνια γνώριζα το Βουνό, περιοχή βόρια του χωριού. Σ' αυτά τα βράχια πήγαινα συχνά. Πολλές φορές είχα δει πουλιά να ξεκουράζονται πριν ξεκινήσουν για μακρινά ταξίδια και νέες περιπέτειες. Εκεί σύχναζαν γαβνέλοι, ντόπιοι αετοί, μαύρα κοράκια και πολλά άλλα μεγάλα πουλιά. Aν και γνώριζα πως εύκολα μπορούσε κανείς να ανέβει, από την μια πλευρά, σ' αυτό το σύμπλεγμα βράχων, ποτέ μου δεν είχα αναρριχηθεί σ' αυτό.
Kάποτε, πριν πολλά χρόνια, δίπλα σε έναν ηλικιωμένο χωρικό, έκανα μια ενδιαφέρουσα περιήγηση στο μέρος αυτό –κάτι όχι και τόσο συχνό για τα δεδομένα της εποχής. Aπό τότε, δεν ξαναγύρισα ποτέ σε αυτό το σημείο...
Εκείνη την καλοκαιρινή μέρα λοιπόν, ο κυρ Γιώργος, μου είπε «έλα να πάμε στο Βουνό». Eίχα την αίσθηση πως θα πηγαίναμε για δουλειά, κάνοντας παράλληλα μια βόλτα. Ο καιρός ήταν καλός και το αεράκι ελαφρύ. Περπατήσαμε περίπου 25 λεπτά κι όταν φτάσαμε κοντά στους βράχους, μου λέει «ας πάμε να ανέβουμε σ' εκείνα τα βράχια, από εκεί θα έχουμε πανοραμική θέα». Σιωπηλός τον ακολούθησα. Αφήσαμε το μονοπάτι που στην ουσία τέλειωνε σε μερικά μέτρα και μπήκαμε στην Ίσια –έτσι νομίζω πως λεγόταν εκείνη η μπαρακεριά. Tα γρανιτένια βράχια είναι ανατολικά του μικρού δρόμου που αφήσαμε, σε μικρή απόσταση από αυτόν. Mόλις φτάσαμε εκεί, ο κυρ Γιώργος πήρε μια βαθιά ανάσα, με κοίταξε και μου είπε «εσύ μείνε εδώ και κοίταζε που θα βάζω τα πόδια μου για ν' ανέβω». Έκπληκτος κοίταζα με πόση ευκολία ανέβαινε. Όταν έφτασε στο ψηλότερο σημείο, κοντοστάθηκε λιγάκι, γύρισε και κοίταξε το τοπίο, ανάπνευσε αργά–αργά και μου έκανε νόημα πως ήρθε η σειρά μου.
Στην αρχή ανέβηκα δίχως καμιά δυσκολία, βάζοντας τα πόδια μου στα δικά του χνάρια, προς το τέλος όμως δίστασα. Έπρεπε να πηδήσω από έναν βράχο σ' έναν μεγαλύτερο, αν ήθελα να φτάσω και εγώ στην κορυφή. «Μη φοβάσαι» μου είπε, «θα σου πιάσω το χέρι, έλα δεν φυσάει αέρας». Παρά τους αρχικούς δισταγμούς μου, πήρα κουράγιο κι έφτασα κοντά του.
Τότε, με ήρεμη φωνή, άρχισε να μου δείχνει και να ονοματίζει όλες τις γύρω περιοχές, από Βορρά προς Νότο «να εκεί στο βάθος είναι η Τσακούνη, πιο δεξιά τα Περάματα, ακόμη πιο δεξιά η Καμένη Πλάκα, η Παχιά Άμμος και οι Γαρουφαλιές, πιο κάτω η μπαρακεριά του Πατέρα, ακόμα δεξιότερα του Ντουντού οι Kήποι και η Κλάγκα πιο ψηλά, προς τον Πετριάδο». Από το σημείο αυτό δεν φαίνονται τα Ξυνάρια· μπορεί να δει κανείς όμως τα Κμαριανά, ενώ πίσω υπάρχει μια άλλη θέα του χωριού μας».
Έμεινα για αρκετή ώρα και κοιτούσα, κοιτούσα κι έπαιρνα βαθιές αναπνοές. H απεραντοσύνη με γέμιζε με δέος και ηρεμία. Αισθανόμουν τον ελαφρύ άνεμο να μοσχοβολά από την μυρωδιά των φρυγάνων. Tο βλέμμα μου ήταν στραμμένο ψηλά στον ουρανό, ο ήλιος έλαμπε. Δεν υπήρχε ήχος παρά μόνο ένα ελαφρύ φύσημα του αέρα. Στα γύρω βορεινά βουνά, μερικά πουλιά έδιναν τόνο στην αταραξία της φύσης. Το μάτι εξερευνούσε αχόρταγα τους σταχτιούς γρανίτες με την ατελείωτη ποικιλία ομοιωμάτων. Ο ανεπαίσθητος τρόπος με τον οποίο ο χρόνος περνάει και αφήνει τα σημάδια του, είναι κάτι συναρπαστικό. Όλα έμοιαζαν ίδια κι όμως όλα ήταν διαφορετικά. Eιρήνη ψυχής και πνεύματος. Πριν φύγουμε από το μέρος, μου λέει «αυτή είναι από τις πιο ωραίες θέες του τόπου μας».
Έτσι τέλειωσε η ξενάγηση με τον κυρ Γιώργο.
Σας μεταφέρω αυτό που αισθάνθηκα εκείνα τα χρόνια για ζήσετε, έστω για μια φορά, μια ξεχωριστή εμπειρία. Γιατί όπως μου είπε μια χωριανή, «αυτός είναι ο πλούτος του χωριού μας»…
Λένε πως τα παιδικά χρόνια δεν ξαναγυρίζουν, όμως οι βαθιές εμπειρίες παραμένουν σε ολόκληρο το ταξίδι της ζωής.
Μοιραστείτε το