«Στο γενέθλιο τόπο να επιστρέφουμε, όπου, καθώς περνάνε τα χρόνια, πληθαίνουν οι απουσίες και αραιώνουν οι παρουσίες. Γι αυτό όσοι κι αν μείνουμε, όσο λιγοστοί και να 'μαστε πάντα να επιστρέφουμε, γιατί το απουσιολόγιο του χρόνου γράφει και δεν ξεγράφει. Να μην ξεχνούμε να επιστρέφουμε στον τόπο το μικρό που μας γέννησε. Εκεί που αποθέσαμε την πιο ζωντανή μας μνήμη, που κρατήσαμε στα χέρια μας το πιο ζεστό χαμόγελο, τον πιο καθάριο λόγο, το πιο καυτό μας δάκρυ.
Να επιστρέφουμε στο γενέθλιο τόπο, να ακουμπούμε στα χώματα που κάποτε περπατήσαμε ξυπόλητοι και να παίρνουμε δύναμη. Να ανταμώνουμε με γνώριμα πρόσωπα που τα κοιτάς και έχεις πλήρη την αίσθηση των αλλαγών που πάνω τους σμιλεύει ο χρόνος. Με φίλους γκαρδιακούς να ανταλλάσσουμε αγκαλιές γεμάτες, να αλληλοσυστήνουμε τα παιδιά μας και να αναφωνούμε με έκπληξη «πότε μεγάλωσαν!». Και τα παιδιά μας να μη νιώθουν τη δική μας έκπληξη. Έχουν όλο τον χρόνο μπροστά τους για να εκπλαγούν από άλλες απουσίες και άλλες παρουσίες. Ναι, από απουσίες που πονoύν και σφάζουν και από παρουσίες που δίνουν ελπίδα και κουράγιο.
Να ανταμώνουμε, στο γενέθλιο τόπο. Που μόνον εκεί μπορείς να νιώσεις ως το μεδούλι το βαρύ φόρτο της ανεπανάληπτης συνέχειας του χρόνου. Που μόνον εκεί μπορείς να ξέρεις από πρώτο χέρι πως ψυχές και σώματα στο χρόνο γυρνάνε, αλλάζουν ονόματα και πάλι απ’ την αρχή. Εκεί που ο καθένας μας έχει πολλά να θυμηθεί, πολλά να πει, πολλά να τραγουδήσει και να κλάψει. Μόνον εκεί, πουθενά αλλού.
Να επιστρέφουμε έστω και μια φορά το χρόνο, στις γιορτάδες, στο πανηγύρι, στο αντάμωμα. Κι όλοι μαζί να ψάλλουμε και να ευχηθούμε, να τραγουδήσουμε και να τσουγκρίσουμε, να μνημονεύσουμε και να στοχαστούμε. Και να ξέρουμε πως, εκτός απ’ τις ζωντανές αγκαλιές και τα χαμόγελα, σκιες αόρατες γύρω μας, αγαπημένες, μας κοιτούν και μας χαμογελούν και χαίρονται μαζί μας.
Γενέθλιος τόπος. Τόπος αλλού δεν υπάρχει. Κάθε που μπορούμε να επιστρέφουμε. Για να μην καίγονται οι ψυχές μας από νοσταλγία…»
–Iωάννης Tζίκας
Μοιραστείτε το