Οταν πλησίαζα τα τριάντα μου, ένοιωθα πολύ τυχερός. Άκουγα όλα αυτά που είχαν συμβεί στους παππούδες και στους γονείς μας και έλεγα: "Τί καλά, εμείς περνάμε καλά, δεν θα έχουμε μικρασιατικές καταστροφές, πολέμους, κατοχές, εμφυλίους, χούντες κλπ.". Γεννημένος το '75, όταν πια άρχισα να καταλαβαίνω, ήδη ζούσαμε την "χρυσή" εικοσαετία 1980 - 2000. Γουόκμαν και σκισμένα τζην, κατόπιν δουλειά και ανεξαρτησία.
Ηρθε όμως ο κύκλος της ζωής να με διαψεύσει. Κι έτσι, περίπου όπως κάποτε έφυγε ο Ζακ για την Αθήνα, όπως μια γεννιά ολόκληρη παράτησε τα άσπρα σπίτια στα νησιά, κάπως έτσι έφυγα κι εγώ για την Αμερική, ακολουθώντας το αντίστοιχο ρεύμα της ηλικίας μου.
Ο αμερικανός πράκτορας ασφαλείας στο αεροδρόμιο δεν με πολυπίστευε: ένας μαλλιάς μόνος του με μούσια πάει στην Αμερική να κάνει την τύχη του. Φαντάζομαι δεν το περίμενε πως θα τα καταφέρω. Με άφησε όμως και πέρασα. Χιόνιζε όταν εφτασα στο σπίτι που είχα νοικιάσει δωμάτιο στην λεωφόρο Φίσερ. Εκεί έκανα δειλά τα πρώτα μου βήματα. Με τα πολλά, κατάφερα και βρήκα σπίτι και δουλειά. Κυλησαν οι μέρες, ήρθε η οικογένεια, ήρθαν τα πράγματά μας, βολευτήκαμε, μπήκαμε στη ρουτίνα της ζωής.
Εδώ τα πάντα σχεδόν είναι διαφορετικά. Δεν υπάρχουν τα γνωστά μας δέντρα, τα πεύκα είναι μεν πεύκα, αλλά είναι αλλιώτικα. Οι βελανιδιές είναι βελανιδιές αλλά είναι αλλιώτικες. Οι αμυγδαλιές, oi γαζίες, τα πλατάνια, όλα μοιάζουν, αλλά είναι διαφορετικά. Και για να βρεις δέντρο μικρότερο από τέσσερις ορόφους, δυσκολεύεσαι!
Το ίδιο διαφορετικά είναι και τα ζώα. Εδώ, αντί για αδέσποτους σκύλους και γάτες, έχουν σκίουρους και κουνέλια. Στο ποτάμι θα βρείς σίγουρα χήνες και ίσως έναν-δυο ερωδιούς. Τα σπουργίτια είναι αλλιώς, δεκαωχτούρες, χελιδόνια δεν υπάρχουν. Ευτυχώς όμως άλλα πουλιά γεμίζουν την γειτωνιά με τις φωνές τους. Μόνο οι σκύλοι που πάνε βόλτα τα αφεντικά τους μοιάζουν με τους δικούς μας. Ισως πάλι όμως ετούτοι εδώ να μην μιλούν Ελληνικά...
Τα φανάρια τα βάζουν στην απέναντι μεριά της διασταύρωσης, όχι στη γραμμή που σταματάς, οι περισσότερες δεξιές στροφές επιτρέπονται ακόμα και με κόκκινο. Οι αριστερές είναι άστα να πάνε, θα βρεις δέκα διαφορετικούς κανόνες για να στρίψεις. Σε άλλα σταυροδρόμια, κι οι τέσσερις δρόμοι έχουν στοπ! Τι να σου λέω τώρα...
Πήγαμε σε ένα ελληνικό πανηγύρι. Δηλαδή οι γείτονες επιμέναν να πάμε όλοι μαζί και τους κάναμε το χατήρι. Frappe, Gyros, Loukoumades, Ελληνική μπύρα Φιξ και ποτ πουρί λαϊκά, νησιώτικα, ηπειρώτικα. Παντού μαίανδροι και ελληνικά σημαιάκια. Εκτός απ' τα λίγα ελληνικά που άκουγες, δεν θύμιζε σε τίποτα Ελλάδα αυτό το πράμα.
Δεν είναι πως μου λείπει η Ελλάδα. Είναι που, βλέποντάς την από μακρυά, βλέπεις άλλα πράγματα. Ίσως έτσι να είναι τελικά. Αυτό που άφησες πίσω σου το εξιδανικεύεις. Είτε είναι 6-7 ώρες μακρυά με το Ναϊάς ΙΙ, είτε είναι 14 ώρες με το αεροπλάνο. Κι έπειτα, αλλιώς το νοιώθει αυτός που μένει εκεί, κι αλλιώς εσύ από αλάργα. Ισως η δική σου ματιά να είναι πιο ξεκάθαρη, πιο αποστασιοποιημένη, ίσως πάλι όχι.
Κάτι αντίστοιχο ίσχυε ακόμα κι όταν ήμασταν στην Αθήνα. Η Βωλάξ που εμείς γνωρίζαμε και αδημονούσαμε να δούμε ήταν αυτή των διακοπών, ηλιόλουστη, δεμένη με μπάνια, παιχνίδια, συζητήσεις κλπ. Δεν είχε καμμία σχέση με την Βωλάξ του χειμώνα, της υγρασίας, των δεκαπέντε κατοίκων, να σου σωθούν τα φάρμακα και να πρέπει να υποχρεώνεσαι σε κάποιον με αυτοκίνητο να σου πάρει δυο κουτιά απ' τ' χώρα, όταν κατέβει.
Κι κάτι ακόμα που ισχύει για όσους φεύγουν και λίγοι έχουν νοιώσει. Στην Γερμανία, θα είσαι ο Γιάννης ο Ελληνας. Στην Ελλάδα, θα είσαι ο Γιάννης ο Γερμανός... πουθενά τόπος δικός σου, πουθενά άνθρωποι που σε θεωρούν δικό τους. Παντούς μισεμός. Σαν την νεκρή ζώνη ανάμεσα σε δύο χώρες...
Θυμάμαι ήμουν έφηβος, κάποτε είχε έρθει στο χωριό η κόρη κάποιου Φιλιππούση που είχαν φύγει στον Καναδά. Μίλαγε σπαστά ελληνικά. Ακόμα και για να τα βγάλουμε, άλλα τραγούδια ήξερε... Δεν ξαναφάνηκαν. Κι ακόμα, ο Αντώνης "του Ντουντού" (για να τα μιλάμε σωστά), τον θυμάμαι όταν ήμουν παιδάκι που μας χαιρέταγε με "Γειά σας μπόηδες", από το boy το αγγλικό. Τού 'χε μείνει τόσα χρόνια στην Αμερική...
Κάποτε ρώτησα την Ελπίδα, "Δεν προτιμούσατε που ήσασταν Αθήνα, πιο πολλές δουλειές, πιο πολλές ευκολίες;" - "Προτιμούσαμε, αλλά θέλαμε και να πάμε πίσω..." Ευτυχώς ο καιρός της άνοιξε τα μάτια. Από το "Καλύτερα εδώ, πού θα φύγεις να πας;" όταν της το πρωτοανακοίνωσα, έφτασε μόνη της στο "Καλά που έφυγες, εδώ έναν χρόνο τώρα δεν κούνησε πέτρα..."
Ευτυχώς η τεχνολογία βοηθάει. Από τότε που πατούσαμε το γκρι κουμπάκι του μετρητή για να τον μηδενίσουμε, στη σάλα της Ζωζεφίνας, τώρα έχουμε επικοινωνία με κείμενο, ήχο και εικόνα, βλέπουμε τον άλλο και μας βλέπει κι αυτός, χάρη στο διαδίκτυο. Και μπορούμε πλέον να μιλάμε μισή και μία ώρα, μέχρι που χορταίνουμε και δεν έχουμε πια τι άλλο να πούμε.
Ενας χειμώνας πέρασε. Μου φάνηκε δύσκολος, κι ας είπαν πως ήταν ελαφρύς. Και το φετεινό καλοκαίρι ήταν αρκετά δροσερό. Είπα να σου γράψω μερικά πράγματα, να δεις πως είναι εδώ...
Περιμένω την κατασκήνωση πως και πως. Το παπαδικό, το παλέρμο, την άμμο στον δρόμο προς τη Σαββαγιάννη, έναν ζεσταμένο βράχο στο δειλινό. Κι ελπίζω πως οι στέγες δεν θα μου 'ρχονται ως τους ώμους...
2 σχόλια
Σου εύχομαι τα καλίτερα και ένα λαμπρό μέλλον, με υγεία. Σήμερα που διάβασα το ανάγνωσμα έμαθα ότι μετακόμησες.
Ελπίζω σύντομα να κάνεις ένα ταξίδι διακοπών, έστω και για μια μικρή διαμονή στο χωριό και ελπίζω να συναντηθούμε. Θα ήταν ωραία να καθήσουμε παρέα να πιούμε ένα ρακί η ένα ποτίρι κρασί σε μια απο τις ταβέρνες το χωριού μας.
Καλή διαμονή εκεί που βρίσκεσαι και καλή μας αντάμωση στο μέλλον, φιλικά Αντώνης
Θα «απαντήσω» σύντομα με κανονικό post· όχι με απλό σχόλιο.
Θα πω μόνο το εξής: Tο προηγούμενο καλοκαίρι, έβαλα τη διεύθυνσή σου στο google map και περπάτησα νοερώς στους δρόμους σας, κοίταζα τα δέντρα, το διπλανό σταυροδρόμι, τα σύρματα... Kοίταζα ξανά το σπίτι, προσπαθούσα να φανταστώ που θα είναι το «γραφείο», που τα υπνοδωμάτια, η κουζίνα. ( Όλοι έχουμε δει στις ταινίες πως είναι τα αμερικάνικα σπίτια στο εσωτερικό τους. Mάλλον αυτές οι εικόνες ήταν ο οδηγός μου). Kάποια στιγμή έκανα capture μια φωτογραφία και στο photoshop έφτιαξα μια εικόνα: Tο σπίτι σας από τη μία μεριά και απέναντι από αυτό, η Σαββαγιάννη... Για να έχεις εικόνα: φωτογραφημένη ένα ήσυχο καλοκαιρινό μεσημέρι, με πολύ ζέστη, λίγα σύννεφα και ήχους από σαύρες που εξαφανίζονταν (με γρήγορες κινήσεις) μέσα στα φρύγανα! Ένιωσα αμήχανα να τη στείλω· δεν ήξερα αν θα έκανε καλό ή κακό αυτή η φωτογραφία...
Tο καλοκαίρι ήρθε!
Bβββββββββββ (= ο ήχος που έβγαζε το «Nαϊάς»)