Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Τι είναι καλύτερο απ’ το να ξυπνάς μέσα στην πόλη αλλά πριν από αυτή; Πριν ακόμα από την φύση την ίδια. Τα φύλλα δε σαλεύουν, τα λουλούδια του κήπου μένουν ερμητικά κλειστά, φωνές δεν ακούγονται, παρά μόνο ψίθυροι: 

«Θα φτιάξεις καφέ; Στο σέικερ, μην ξυπνήσει η μαμά.»

«Ξεχνάμε κάτι;»

«Η μηχανή είναι φορτισμένη;» 

Στη συνέχεια ο βόμβος της μηχανής που ξεκινά, τα παράθυρα που ανοίγουν, ένας σταυρός κι ένα καλό ταξίδι.

Στη λεωφόρο υπάρχει περισσότερη κίνηση απ’ ότι στο στενάκι του σπιτιού μας μα κι αυτή είναι περιορισμένη. Τα μαγαζιά κλειστά, ο κόσμος σα σε λήθαργο μες το σκοτάδι. Κάνα δυο φούρνοι μόλις ανοίγουν, δειλά δειλά… σαν να μοσχοβολάει όλη η γη από το φρεσκοψημένο ψωμί. Τα λιγοστά αυτοκίνητα είναι τα μόνα που κινούνται. Στην Αττική Οδό καταλαβαίνουμε για λίγο πως είναι να είσαι πραγματικά μόνος, μόνος σε αυτές τις απέραντες άδειες λωρίδες. Κι έπειτα αρχίζεις να εντοπίζεις τους συνταξιδευτές σου. Ξημερώματα αυγουστιάτικου Σαββάτου, η μειοψηφία οδεύει διστακτικά προς τη δουλειά, οι πιο πολλοί έχουν τη λαχτάρα των διακοπών ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους ή στα γεμάτα πορτ μπαγκάζ και καθίσματα. Περνούν δίπλα μας φουσκωτά, σανίδες του σερφ, αερόμπαλες, παραγεμισμένες βαλίτσες και σχεδόν απτός ενθουσιασμός.

Δεν καταλαβαίνουμε γιατί έχουν τα παράθυρα τους κλειστά. Είμαστε από αυτούς που λατρεύουμε τον πρωινό αέρα να χτυπά τα πρόσωπά μας, τα χέρια μας να εξέχουν απ’ τα παράθυρα και να ζωγραφίζουν στον άνεμο. Μας δίνεται έτσι η ευκαιρία να δυναμώσουμε τη μουσική.

Με μάτια αγουροξυπνημένα, φουσκωμένα εξαιτίας του λιγοστού ύπνου αντικρίζουμε τα καράβια παρατεταγμένα στο λιμάνι σε μια σειρά που φαντάζει απέραντη, φωτισμένα από τις πρώτες αχτίδες του ηλίου που χρωματίζουν τον ουρανό. Ένα ανάποδο ηλιοβασίλεμα, μια ανατολή που σπανίως βλέπουμε ή εκτιμούμε. Έξαφνα ένα αίσθημα ζωντάνιας κατακλύζει τα νυσταγμένα κορμιά μας. Το σχεδόν μαγικό θέαμα κι η γνώριμη μυρωδιά του λιμανιού μας ξυπνούν ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά από οποιονδήποτε πρωινό καφέ.

(A board de l’ “Άνδρος”)

Ακολουθούν τέσσερις ώρες. Τρωγόμαστε από ανυπομονησία. Μουσική, ζωγραφιές, φωτογραφίες, βιβλία. Ό,τι κι αν πιάσεις για να ασχοληθείς πάντα, στο πίσω μέρος του μυαλού σου κυλάει αδιάκοπη η αντίστροφη μέτρηση.

(3 ώρες… 2 ώρες και ένα τέταρτο… μιάμιση ώρα…)

Το πιο βασανιστικό μέρος του ταξιδιού στο μυαλό μου είναι όταν πια πλέουμε δίπλα της. Την βλέπουμε και μας φαίνεται δυο βήματα μακριά και λέω πως άνετα θα κολυμπούσα μέχρι απέναντι. Αντιθέτως μένω στη θέση μου ή πάω να τη χαζέψω καθώς περνάμε χωριό έπειτα από χωριό και παρακαλώ το καράβι να κάνει πιο γρήγορα.

Ώσπου ξεπροβάλει το λιμάνι και γνωρίζουμε πια ότι σε κάνα εικοσάλεπτο θα είμαστε σπίτι. Θα μας περιμένουν τα κατσίκια στο απέναντι χωράφι, ζεστό φαί, κρύο ρακί και χαμογελαστοί χωριανοί. Πιο αργά παιχνίδια, μουσικές και απανωτές παρτίδες Παλέρμο. Μύρισε καλοκαίρι.

[ Μπορώ πλέον να πω ότι είμαι ετήσια αρθογράφος. Μάλλον θα με ξαναδείτε του χρόνου τέτοια εποχή. Και αυτό, κατ’ εμέ, αποδεικνύει ένα μόνο πράγμα: η Τήνος είναι Μούσα]

Υ.Γ. Η θύμησή σας θα με κρατάει ζεστή. Σας ευχαριστώ.

Μοιραστείτε το