«Το Βατικανό, το Βατικανό», ακουγόταν μια φωνή πίσω από το υπνοδωμάτιο της γιαγιάς —είχε ανοίξει το παράθυρο να μπει μέσα καθαρός αέρας. «Το Βατικανό» ακουγόταν και μετά βήματα να ανεβαίνουν τα σκαλιά. Κάθε ήχος αντηχούσε λες και απείχε λίγα μόλις εκατοστά από το αφτί —ελάχιστοι οι κάτοικοι του χωριού.
Το Μαρκάκι ήταν, ο Γκανάνης, μίλαγε μόνος του και έψαχνε το ραδιοφωνάκι παγκοσμίου λήψεως που είχε, να βρει τις λατινικές ψαλμωδίες. Σήκωνε την κεραία στον ουρανό και άφηνε το τρανζίστορ στα περίπατα ή στα τελευταία σκαλοπάτια, πάνω πάνω, γιατί εκεί έπιανε καλύτερα το «Βατικανό». Και το άφηνε να παίζει εκεί μέχρι αργά ή το κράταγε στα ροζιασμένα χέρια του και περπάταγε βαριά, μαζί με αυτό, μέχρι το εργαστήρι του με τα καλάθια.
Και όταν ερχόταν το απόγευμα, δυνάμωνε το tantum ergo στο ραδιοφωνάκι και έψελνε και κείνος με δύναμη. Και μια φορά θυμάμαι, σήκωσε τα χέρια του μπροστά στους ώμους, μιμούμενος τον δον Γιώργη Ανδριώτη, όπως εκείνος σήκωνε τον ήλιο και έδειχνε την όστια στους πιστούς.
Και όταν το Μαρκάκι τελείωσε κάποια στιγμή την αόρατη τελετουργία, μου χαμογέλασε τρυφερά και έβαλε τη δεξιά παλάμη στο στήθος ώστε να καταλάβω πόσο ικανοποιημένος έμεινε.
Λίγο αφαιρέθηκα και τον έχασα από τα μάτια μου. Είχε κλείσει γρήγορα το τρανζίστορ και είχε χωθεί στο σπίτι για να κοιμηθεί. Είχε αργήσει και έπρεπε το πρωί να βγάλει τις γελάδες του στη Σαββαγιάννη.
Μεγάλη Δευτέρα σήμερα, για τους Δυτικούς.
Καλή Ανάσταση να έχουμε όλοι μας!
2 σχόλια
Υγεία και αγάπη σε όλους.