Η Σύλβια —δεν ξέρω αν τη θυμάσαι, πέθανε πριν πέντε περίπου χρόνια, Κωμ’τιανή ήταν. Που λες, της άρεσαν πολύ τα γράμματα, της άρεσε να διαβάζει. Όταν ήταν ακόμη νέα, άναβε το μικρό καντηλάκι που είχανε, έβανε το βιβλίο κοντά και διάβαζε. Μια φορά τέλειωσε το λάδι και εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει. Τράβηξε για την εκκλησία, πήρε λίγο λάδι από το καντήλι, γύρισε πίσω και συνέχισε μέχρι να τελειώσει το βιβλίο. Το πρωί είπε την ιστορία στη μάνα της και εκείνη της φώναξε, ανησύχησε. Αμαρτία είναι, και πως το έκανες αυτό, δεν είναι σωστό, και τέλος πάντων να το πεις στον παππά και ό,τι τιμωρία σου βάλει, τι άλλο να πω. Πήγε και κείνη στον εφημέριο και του είπε πως πήρε το λάδι από το καντήλι για να μπορέσει να διαβάσει, το και το. Και εκείνος, γύρισε και της είπε: Σύλβια άκου —με αυτό το ύφος της μίλησε—, ο Χριστούλης ό,τι γράμματα έμαθε, έμαθε. Σειρά σου τώρα να μάθεις και συ όσα μπορείς περισσότερα!
Της άρεσε το διάβασμα. Να σκεφτείς πως πήγαινε με τα πόδια στο σχολείο της Χώρας, με τα πόδια, μικρό κορίτσι. Τόσο δεν ήθελε να χάσει μάθημα. Ξεκίναγε βράδυ ακόμη, για να είναι νωρίς το πρωί έξω από το σχολείο, πρώτη από τις άλλες. Επειδή ξεκίναγε βράδυ την πείραζε η άμια-Καλή, δε φοβάσαι τις αγελούδες, τις έλεγε. Εκείνη τη κοίταζε και τράβαγε πίσω για το χωριό. Την επόμενη μέρα η άμια-Καλή, πάλι τα ίδια. Δε φοβάσαι τις αγελούδες; Δε φοβάσαι τις αγελούδες; Έτσι πήγαινε η κάθε μέρα. Το λέει η Σύλβια στη μητέρα της, μαμά το και το. Της λέει εκείνη, να πεις στην άμια-Καλή πως συνάντησα μια και μου είπε πως θα νά’ρθει να σέ’βρει. Την άλλη μέρα η Καλή, δε φοβάσαι τις αγελούδες; Και η Σύλβια γυρνάει και της λέει: Άμια-Καλή, συνάντησα χτες μια αγελούδα και μου είπε πως θά’ρθει να σε βρει. Η θεία, κουβέντα από την επόμενη!
Μοιραστείτε το