Ήμουν στο χωριό, σκοτείνιαζε. Λέει ο ένας στον άλλο, με βωλακίτικη προφορά.
—Πάρε το φ’ναρ!
Και η απάντηση
—Τι να το κάν(ω); Πάμε για σμπογιάνν’δες;
Μου εξήγησαν
Σμπογιάννης ή (πιο βαριά) Ζμπουγιάν’ς λέγεται στο χωριό ο κοκκινολαίμης. Παλιά τα νεαρά παιδιά έπαιρναν το φανάρι και έβγαιναν έξω τα απογεύματα. Οι κοκκινολαίμηδες, επειδή κυνηγούσαν την τροφή τους κοντά σε τεχνητό φως (ή όταν η νύχτα είχε φεγγάρι), πλησίαζαν το φως των φαναριών με αποτέλεσμα τα παιδιά να τους πιάνουν εύκολα και να επιστρέφουν σπίτι με το μυαλό σε μια ζεστή σούπα που θα τους έφτιαχνε η μάνα από δαύτους.
Ενα σχόλιο