—Το χωριό ήταν όλοι φτωχοί, τρεις ξεχώριζαν με ζώα και χωράφια: Πρώτος ο Νταμιάνος, μετά ο γερο-Πιπέρης και μετά ο παππούς. Οι άλλοι φτωχοί. Δεν είχαν και τίποτα. Και οι άλλοι φτωχικά δηλαδή ζούσανε, αλλά είχανε ζώα και χωράφια, μπορούσαν να κάνουν τα κουμάντα τους…
—Ο Κουμάνης είχε πολλά, αλλά ήταν τσιγκούνης! Δάνειζε από ’δω, δάνειζε από ’κει, τά ’φερνε βόλτα, μη θαρρείς!
—Εντάξει, αλλά δεν είχε να πουλήσει πολλά...
—Πάντως ήταν ο μόνος που πούλαγε. (γυρνώντας σε μένα: Ο Κουμάνης ξέρεις ποιος ήταν; Ο μπαμπάς της Ρόζας του Αλέκου). Οι άλλοι αγόραζαν και τελείωνε, αυτό ήταν. Μέχρι να τα ξεπληρώσουν όλα, να έχουν ένα κομπόδεμα, να κάνουν την επόμενη αγορά…
—Αλήθεια. Τη Σαββαγιάννη της Μπίλιας την αγόρασε ο μπαμπάς από τον Κουμάνη, πριν τον Πόλεμο. Συμφωνήσανε να του δίνει τα λεφτά, λίγα-λίγα, κάθε μήνα, ας πούμε. Ήρθε το ’41, μου έδωσε τη δόση ο πατέρας μου και μου είπε, πήγαινε να τα δώσεις στον Κουμάνη. Πάω εγώ, μικρό παιδί, του τα δίνω, τα κοιτάζει και μου λέει: Δεν έχει ο πατέρας σου 50 οκάδες σιτάρι, κριθάρι, κάτι τέτοιο —πείναγε ο κόσμος τότε—, τι να τα κάνω τα λεφτά… Του λέω, εμένα αυτά μου έδωσε ο πατέρας μου, αυτά έχω. Κούνησε το κεφάλι του. Τα πήρε, τι να κάνει…
—Θα σου πω εγώ: Της πεθεράς μου στη Σύρο, της κλέψανε στην Κατοχή την κατσίκα της. Τα βράδια έβαζε τα μικρά της στα σπίτι, έβαζε και μια κατσίκα που είχε, μέσα στο σαλόνι, έκλεινε την πόρτα κανονικά, κοιμόντουσαν. Μια φορά βάζει τα αγόρια για ύπνο, βάζει και το κορίτσι, της έρχεται, βρε δε βάλαμε την κατσίκα στο σπίτι, που είναι η κατσίκα, που είναι… Βγαίνει έξω, το και το, που είναι η κατσίκα μου. Της απαντάει ένας, ε, καλά, τώρα την κόβει ο χασάπης! Έκλαιγε η πεθερά μου, τι θα φάνε τώρα τα παιδιά μου, τι γάλα, τι θα κάνω τώρα, απαρηγόρητη…
— Θυμάμαι που ο μπαμπάς με είχε στείλει στην Κατοχή στο μύλο του Μαρκάκια...
— Ποιος Μαρκάκιας;
— Ο Σκαλαδιανός. Ο Μάρκος ο Καμπουράκιας. Καμπουράκια τον ελέγανε από τον γέρο, αυτός είχε την καμπούρα. Μαρκάκια τον εφώναζε ο μπαμπάς, δεν του άρεσε το άλλο το παρατσούκλι. Δεν πηγαίναμε εμείς στου Φόνσου, εξάλλου ήταν πιο βολικά στο δικό του μύλο, έτσι όπως ήταν τα χωράφια μας. Που λες, είχα πάει να δώσω λίγο κριθάρι, λίγη σίκαλη, να μας τα κάνουν αλεύρι. Εκεί ήταν και Ιταλοί στρατιώτες και με κοιτούσαν από πάνω μέχρι κάτω. Πάντως δεν έκαναν κάτι, δεν μου το πήρανε. Σάμπως και πόσο ήτανε...
— Δε θυμάσαι την κυρα-Λουκία του Κακάλα που έκλεψε κάποτε ένα κατσίκι; Ένα κατσίκι! Το έβαλε μέσα σε ένα τσουβάλι και δρόμο για στο σπίτι, να ταΐσει τα παιδιά της. Την πιάσανε και της λένε, τι έχεις εκεί. Κάτι απάντησε αυτή, μα, δεν είναι τίποτα, τέτοια... Της λένε, πέτα το τσουβάλι! Τι να κάνει το πέταξε και πετάχτηκε το αρνί όξω. Τι να της κάνουν έτσι μικροκαμωμένη και κουρασμένη που ήταν, καταλάβαιναν κι αυτοί… O κόσμος πείναγε!
— Έτσι...
Στήλη: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Tags: κατοχή, κουμάνης, χωράφια, 1940, αναμνήσεις
Μοιραστείτε το