Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Tέτοια εποχή είμαστε ακόμη στην Αθήνα. Μας πήγαινε η μητέρα μου στο Πεδίον του Άρεως. Ο καιρός είχε ανοίξει και οι γέροι είχαν αφήσει τα καφενεία και αντάμωναν εκεί. Κάποιοι από αυτούς ήταν επιφορτισμένοι να φέρουν το ξύλινο τάβλι και καθόντουσαν στα πράσινα παγκάκια, να παίξουν. Δύο παίζανε και δέκα κοιτούσαν, από πάνω τους. Μεγάλοι ταβλαδόροι, ειδικά οι όρθιοι..

Ειδικά οι τελευταίοι, μετά από κάθε ζαριά, αυτομάτως, έδειχναν να γνωρίζουν ακριβώς που έπρεπε να τοποθετηθούν τα πούλια, κανένας δεν μέτραγε. Πιο πολύ χρόνο έπαιρνε το κούνημα των ζαριών, ειδικά μετά από διπλές, παρά η τοποθέτηση στα πούλια… Και ο παίκτης που είχε σειρά, πριν ακόμη μετακινήσει τα πούλια του ο άλλος, είχε ήδη ρίξει τα ζάρια κι όταν δεν του έκανε, σχολίαζε την ατυχία του: πάλι ντόρτια!… Και εννοείται πως το ξύλινο τάβλι έπρεπε να είναι φθαρμένο, να έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα.

Οι απ’ έξω, όταν κάποιος έπαιζε λάθος, κοιτιόντουσαν αναμεταξύ τους και κούναγαν το κεφάλι, μα τι κάνει!… Αν μάλιστα κάποιος δεν έκλεινε το εξάρι, έκαναν φασαρία, ρε τι χάνω την ώρα μου με δαύτους, και πήγαιναν να δουν άλλον αγώνα στο επόμενο παγκάκι, να μην ανέβει κι άλλο η πίεση από το λανθασμένο παίξιμο… Αυστηροί κριτές! Σχετική φασαρία δεν ξέρει ο Αναστάσης, με τέτοιο ζάρι και να αφήσει τη γωνία, ρε το εξάπορτο ρε, και του το είπα χτες, δεν του μαγειρεύει η κυρά τελευταία, και τέτοια… Οι μοναχικοί θαμώνες από τα διπλανα παγκάκια, σιωπηλοί.

Από την άλλη πλευρά της λεωφόρου Αλεξάνδρας, στο απέναντι καφενείο, έβγαινε ένας συμπαθής καφετζής (κοντός, με μουστάκι και λευκή ποδιά) να δει αν όλοι οι γέροι ήταν εκεί. Τους τακτικούς πελάτες τους θεωρούσε δικούς του ανθρώπους και αν έκαναν μέρες να φανούν, τηλεφωνούσε στα σπίτια τους για να βεβαιωθεί αν είναι καλά. Αν δεν υπήρχε απόκριση, έβγαινε στο πεζοδρόμιο να τους ψάξει με το μάτι, να σιγουρευτεί πως όλα συνέχιζαν με τους γνωστούς ρυθμούς, χωρίς καμιά διαφοροποίηση.

Εγώ, κλώτσαγα τη μπάλα με τα σήματα του Παναθηναϊκού, μια αερόμπαλα με όχι απόλυτο σφαιρικό σχήμα και σκεφτόμουν το χωριό: να βρω τα ξαδέρφια, να παίξουμε κρυφτο-κυνηγητό στα βράχια, να χτυπήσουμε την καμπάνα μετά την Ανάσταση.

Μια φορά αλήθεια, χρόνια μετά, είδα έναν από τους γέρους από το Πεδίον του Άρεως να είναι στην εκκλησία της Βωλάξ! Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στον καφετζή. Ήξερε άραγε πως ο πελάτης του ήταν στο χωριό ή θα ανησυχούσε όπως παλιά. Ή μήπως πάλι, κατά τη φυσική ροή των πραγμάτων, είχε πάψει πλέον να είναι καφετζής και είχε γίνει από καιρό ένας απουσιολόγος, λίγο διαφορετικός, πάντα όμως με μουστάκι και λευκή ποδιά.  

Μοιραστείτε το