«Εθυμούμαι το Λαγουρό, το Γιώργη. Είχεν ένα σπίτ’ στο παλιό δρόμο, έχει ένα σπίτι, το ’χειν γεμάτο περιστέρια [...]. [Τη] Γυναίκα τ’ τη ελέγαν Μαρίνα. Και πήγαινα τον Οκτώβηρ και τα καθάρ’ζα. Με πλήρωνε η γυναίκα, μου ’λεγε τον Οκτώβηρ, αρχάς, δυο μέρες, να μου καθαρίσεις καλά καλά τον περιστερώνα, να μην υπάρχ’ τίποτα μέσα. Και πήγαινα και... Λέω, τόσα περ’στέρια τι τα κάνεις; Λέει, να σου πω μαστρο- Γιάν’, τα δίνω στον ταχυδρόμο και τα παίρνει στην Αθήνα και τα δίνει στα σπίτια και παίρνω και γω τον κόπο μ’. Και αποφασίζω και δυο μεροκάματα να τον έχω τακτοποιημένο τον περιστεριώνα. Ένα σπίτι όλο πε’στέρια! Μα ποσότητα πε’στέρια! Κι άλλοι χωράνε αντίστοιχα, σαν το Λαγουρό δεν είδα […] Πάλι ξαναπήγα γυρεύοντάς της για να πάρω και κανένα μεροκάματο, και μου λέει, να σου πω τα εγκατέλειψα γιατί βγάνω πιο πολύ από το σπίτ’ να το νοικιάσω, παρά να έχω τα περιστέρια και [να] τα πληρώνω... Πολλά μεροκάματα πλήρωνε η γυναίκα και τα εγκατέλειψε. Ένα σπίτι ωραίο, να ’χουν του κόσμου τα περ’στέρια...
Από την υπέροχη έκδοση του Μάνθου Πρελορέντζου «Οι περιστεριώνες της Τήνου»
Ενα σχόλιο
όπως διαλέγει η μουσική τα λόγια και τις λέξεις
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει
Αλκίνοος Ιωαννίδης