Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Τα νέα καταστήματα χαροποιούν τους ντόπιους. Η αλλαγή χρήσης των οικημάτων κλείνει το μάτι στους παλιούς λέγοντάς τους ότι δεν είναι παρατημένοι. Εγώ, αντιθέτως, αισθάνομαι ότι η κοινότητα είναι υπό διάλυση. Υποψιάζομαι, ότι το εξαντλημένο πνεύμα και το σώμα μου, που μάλλον καταρρέει, δεν είναι από την κούραση της χρονιάς αλλά από τη φυσική φθορά του χρόνου. Αυτό το «δεν αντέχω (άλλο) τους τουρίστες», το «με έχουν κουράσει», και τα υπόλοιπα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά το κορμί μου, που έχει μεγαλώσει και στέλνει τηλεγραφικά μηνύματα στο μυαλό ότι δεν αντέχει άλλο, ότι δεν μπορεί όλη αυτή τη φασαρία. Κι εγώ, με την σειρά μου, το περνάω σαν δική μου άποψη, σαν μια θέση ζωής, και καλά, ότι ζητάω ηρεμία, κατασταλαγμένος από την πείρα και τις εμπειρίες που έχω ζήσει, ενώ δεν είναι παρά μια ακόμη ένδειξη ότι έχω μεγαλώσει, ότι έχω κουραστεί και δεν μπορώ πλέον να προσαρμοστώ στις συνεχείς αλλαγές, δεν μπορώ να παρατηρώ την αταξία γιατί αισθάνομαι μέρος του χάους.

Το καλοκαίρι, εδώ και καιρό, έχει αρχίσει και απομυθοποιεί, απογοητεύει, φαντάζει λιγότερο όμορφο και περισσότερο άγριο. Αν ήμουν 18, 20, 22 ετών θα ήμουν ξαναμμένος από τον εφηβικό μου έρωτα, έκπληκτος από τις πρώτες μου δειλές επαναστάσεις, ξαφνιασμένος από το «αέναο της υπάρξεως», με όνειρα πολλά, και σε διαρκή αναμονή. Θα μέθαγα με κρασί, και όλοι αυτοί οι τουρίστες, αν τους έβλεπα δίπλα μου, γιατί θα ήμουν αφοσιωμένος στον έρωτά μου, θα ήταν χνάρια, σκιές στα βράχια, τίποτε δεν θα ήταν —καλοκαιρινά τζιτζίκια.

Αν ήμουν 22, 24 ετών δεν θα προσέχα καθόλου τους «ξένους», αυτή τη λαίλαπα που καταφθάνει με μηχανές, αυτοκίνητα και πούλμαν —άνθρωποι που γυρνάνε σαν χαμένοι τα στενά του χωριού, διαβάζουν δυνατά —καταμεσήμερο— τα ποιήματα στις παλιές πόρτες, κόβουν λουλούδια από τις αυλές για να τα μυρίσουν και φωτογραφίζουν τα πάντα, μήπως και τα εκτιμήσουν αργότερα, στα κρύα του Χειμώνα, όταν θα ξαναγυρίσει στη μνήμη τους η ειδυλλιακή εικόνα ενός κυκλαδίτικου χωριού. Αν ήμουν 26-28 θα ήμουν με το άλλο μου μισό, θα ποθούσα το φιλί, την αγκαλιά του, τη θέρμη του. Θα είμαστε και οι δυο θεοί, σμιλλεύοντας από κοινού το απέραντο αύριο.

Μάλλον γερνάω και καρτερώ τα ζεστά μεσημέρια της παιδικής μου ηλικίας, τα καλοκαίρια της Βωλάξ του παρελθόντος με τις χρυσές κορδέλες που αποθέσα στο πλάι τους. Και σήμερα, τώρα πια που έχω πάψει να επενδύω σε αβέβαια αποτελέσματα, θλίβομαι και κλέβω τη φράση του Μήτσου: «Καλό στους επισκέπτες» και όχι «καλώς τους επισκέπτες»...

 

Μοιραστείτε το