Ένα παλιό άρθρο από το μη ενεργό σήμερα σάιτ της Κώμης.
Μια τέτοια νύχτα όλο το χωριό είναι στο πόδι: Το βράδυ παραμονή Πρωτομαγιάς, μια ιδιότυπη μάχη λαμβάνει χώρα. Ένα έθιμο που πάει χρόνια πίσω. Γλάστρες με λουλούδια αφήνουν για λίγο τις αυλές των σπιτιών για να στολίσουν τις αυλές των εκκλησιών. Δύο στρατόπεδα δημιουργούνται αναπόφευκτα. Απ’ την μια οι νέοι του χωριού που χωρισμένοι σε ομάδες προσπαθούν να μαζέψουν όσο το δυνατό περισσότερες γλάστρες για την διατήρηση του εθίμου. Απ’ την άλλοι οι κάτοχοι που απελπισμένοι ξενυχτούν προσπαθώντας να αποτρέψουν το «ξεγύμνωμα» της αυλής τους. Στην μέση όσοι αναπολούν τις μέρες που έκαναν τα ίδια.
Μια τέτοια νύχτα, πριν 6-7 χρόνια, είπα να κάνω και την καθιερωμένη βόλτα για να «τιμήσω» το έθιμο. Είχα αργήσει να βγω και δεν πρόλαβα να ενσωματωθώ σε κάποια από τις «ομάδες δράσης». Βγήκα στον δρόμο και υπέθεσα ότι θα μπορέσω να βρω «συνένοχους». Πράγματι μέσα σε λίγα μόλις βήματα, συνάντησα κάποιους οργανωμένους που «έσερναν» μαζί τους μέχρι και καρότσι.
Με προειδοποίησαν για κάποιον νοικοκύρη που έμενε ξάγρυπνος παραφυλώντας στην αυλή του, δίπλα στον δρόμο, αλλά το αγνόησα. Πέρασα μάλιστα επιδεικτικά, με τα χέρια στις τσέπες μπροστά από την αυλή του, γνωρίζοντας ότι μπορούσε να με βλέπει. Ξαφνικά, αφού προηγήθηκε ήχος από βηματισμούς, ένιωσα νερό να με καταβρέχει (ακόμη και σήμερα εύχομαι να ήταν μόνο νερό). Βρεγμένος πήρα το δρόμο του γυρισμού.
Ο εκνευρισμός πέρασε γρήγορα, αλλά σκέψεις ήρθαν μόλις έφτασα σπίτι: «πάει εφέτος... δεν θα τιμήσουμε το έθιμο... του χρόνου πάλι». Κάθε χρόνο επαναλαμβάνεται αυτή η ιστορία. Φαντάζομαι να κλέβω την πιο όμορφη γλάστρα και να την στολίζω μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας. Στην πιο περίοπτη θέση να την δουν όλοι. Την πιο όμορφη γλάστρα, δεν την έκλεψε όμως ποτέ, κανείς.
Κάθε χρόνο ανθίζει ιώδες και κίτρινο λες και ποτίζεται με χρώμα και όχι με νερό... Και από μια τρελή ιδιοτροπία η φύση, αποφάσισε να κλέβει άσπρο εκκλησάκι και να στολίζει την αυλή αυτής της γλάστρας! Της λίθινης αυτής γλάστρας, σπαρμένη λιμπίνους, μαργαρίτες, σπάρτα, μολόχες, μπερδεμένων και απλωμένων τυχαία, να εναλλάσσει το κίτρινο και το ιώδες μόνο σε τούτη την μεριά του χρόνου, μόνο για λίγο μέχρι το χώμα να πάρει νερό και χρώμα. Κι αν καταφέρεις να κλέψεις μια απ’ αυτές, δεν θα την πας πιο μακριά από την θύμησή σου...
(Και τι μεγάλο ταξίδι είναι αυτό!)
Μοιραστείτε το