Πριν από αρκετό καιρό είχα κρατήσει ένα bullet journal με σημειώσεις από το παρελθόν. Έλεγα μήπως κάποια στιγμή, κατάφερνα να φτιάξω ένα αφηγηματικό κείμενο για την Ανάσταση στο χωριό, έτσι όπως εγώ τη θυμόμουν. Και αναφέρομαι στο δημοτικό και το γυμνάσιο, τότε, την εποχή που ερχόμουν στη Βωλάξ για τις διακοπές του Πάσχα. Τελικά άφησα το κείμενο όπως είχε, με τις κουκκίδες, κάνοντας μικρές ορθογραφικές διορθώσεις αλλά πρόσθεσα και δυο τρεις ακόμη αναμνήσεις.
♦ Να γράψω για την εποχή που την Μεγάλη Εβδομάδα και ανήμερα της Ανάστασης ήμουν παπαδάκι. Φορούσαμε λευκά εσωτερικά άμφια και απ' έξω κόκκινα. Στο τέλος της αναστάσιμης πανηγυρικής λειτουργίας ξεκινούσε η περιφορά. Αυτό ήταν σημαντικό γεγονός για το χωριό. Βέβαια αυτά άλλαξαν όταν μειώθηκαν οι ιερουργοί. Πριν από κάμποσα χρόνια έφτασε να ρωτούν τον πατέρα Nίκο αν προλαβαίνει να πραγματοποιήσει την περιφορά γιατί είχε και άλλες υποχρεώσεις στα γύρω χωριά. Μια φορά δεν τα κατάφερε και το χωριό μουρμούριζε τρεις μέρες...
♦ Πάντως, για την εποχή στην οποία αναφέρομαι, ήταν δεδομένη η περιφορά και πέρναγε από διαφορετικό δρομάκι κάθε φορά, για να μην έχουν παράπονα οι ενορίτες. Συχνά έβγαινε και «έξω» από τα κεντρικά δρομάκια του χωριού. Ό,τι ζητούσαν οι κάτοικοι —στο τέλος εκείνοι έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι.
♦ Κάποτε είχε ζητηθεί στον πατέρα Ανδριώτη να φτάσει πιο μακριά, λίγο πριν την Αγ. Μαρίνα, ώστε να «δει» τον Αναστάντα και η εκκλησία της Καλαμάν... Υπάρχει φωτογραφία από εκείνη την ημέρα. Παπαδάκι πρέπει να ήταν ο Γιώργος ο Λεβαντίνος. Σπάνια ωριμότητα, από παιδί ακόμη.
♦ Να μιλήσω για τον εφημέριο που μετά την περιφορά, έπαιρνε μαζί του τα παπαδάκια και πέρναγε από κάθε νοικοκυριό για να το ευλογήσει. Κάποια στιγμή, πολλά χρόνια μετά, αυτό έπαψε. Πάντα υπό τον πατέρα Ανδριώτη. Κάτι δεν ήθελαν κάποιοι ενορίτες, κάπου δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους, ο πατέρας είπε, «αυτό ήταν, τελείωσε!» Και τελείωσε…
♦ Όταν όμως υπήρχε το έθιμο, όλα φαινόντουσαν τέλεια! Οι άντρες χαμογελούσαν μόλις έβλεπαν να πλησιάζουμε στο σπιτικό τους. Κάποιοι ήταν όρθιοι στην αυλή και περίμεναν αρκετή ώρα για να μας δούν από μακριά. Ωστόσο οι κυρίες ήταν αυτές που είχαν το μεγαλύτερο χαμόγελο. Όλη την ώρα. Μεγάλη τιμή να τις επισκεφτούν στο βασίλειό τους...
♦ Οι γυναίκες του σπιτιού δεν παρέλειπαν να μας δώσουν κεράσματα, συνήθως κάτι κουλούρια που μου φαινόντουσαν μεγάλα. Τα κουλούρια αυτά τα έφτιαχναν με πολύ βούτυρο (γι' αυτό και η μαμά μου τα έλεγε «σμυρνέικα» —οι Μικρασιάτες έβαζαν πολλά βούτυρα). Ο Άκης ο Λεβαντίνος αν και λεπτούλης και μικροκαμωμένος, τα έτρωγε όλα. Ο Βάκης ο Φιλιππούσης ήταν έμπορος. Από μικρός. Ευχαριστούσε, όπως όλοι μας, αλλά αν έβρισκε λίγο «αέρα», έπαιρνε τον λόγο και έλεγε τα δικά του. Γενικά εμείς τα παπαδάκια, δεν μιλούσαμε. Μόνο αν μας απηύθυναν τον λόγο. Όλη τη δουλειά την έκανε ο παπάς.
♦ Προσωπικά, τα περισσότερα κουλούρια τα έβαζα στην τσέπη μου. Ως γνωστόν, τα άμφια έχουν τσέπες! Ήμουν κάπως επιλεκτικός με το φαγητό. Με λαιμαργία έτρωγα μόνο ό,τι μου άρεσε, τα υπόλοιπα τα έδινα. Ο πατέρας Γιώργος με δικαιολογούσε στην οικογένεια —δεν ήταν σωστό να μην δαγκώσω έστω και λίγο κουλουράκι μπροστά στην νοικοκυρά που το έφτιαξε. 'Ηταν σαν να μην μου άρεσε η μαγειρική της, μεγάλη προσβολή. Αν ήμουν μεγαλύτερος σε ηλικία θα το θεωρούσαν μεγάλη αγένεια. Επειδή ήμουν μικρός, το έβλεπαν σαν αστείο. Ή ο πατέρας Γιώργος το έκανε να φαίνεται έτσι.
♦ Άλλο γλύκισμα που μας προσέφεραν ήταν τα παραδοσιακά τυροπιτάκια (βλ. αντίστοιχο post). Εκείνα τα χρόνια, όλοι μαζί, τα φούρνιζαν στον παλιό φούρνο του χωριού, κάτω από την αποθήκη του Γιαννούλα. Ερχόντουσαν τα ταψιά από την κάθε οικογένεια και αναρωτιώσουν πως θα χωρέσουν όλα. Πηγαίναμε και εμείς. Όπου αναβρασμός και φασαρία να 'σου και τα παιδιά!
♦ Η Ειρήνη του Μάκη έμενε τότε στη Χώρα. Ήρθε μια φορά και μας προσέφερε από τα δικά της. «Τα έχω ψήσει στον δικό μου σπίτι», μας είπε. Έπεσαν οι υπόλοιπες να την φάνε! «Δεν γίνονται σωστά έτσι», «θα σου πάρουν στις γωνίες», «δεν βγαίνουν καλά», «γίνονται πιο πικρά» και τέτοια. Κάμποσα χρόνια αργότερα έπαψε να χρησιμοποιείται ο φούρνος του Γιαννούλα και κάθε οικογένεια έκανε τα τυροπιτάκια στον φούρνο της κουζίνας της. Θυμάμαι μια κυρία, αυτή που είχε φωνάξει περισσότερο τότε στην Ειρήνη, να δοκιμάζει από τα τυροπιτάκια της και να λέει: «Είναι καλύτερα και από τα χρόνια που τα ψήναμε στον φούρνο του χωριού».
♦ Πολλές κυρίες έκαναν ξεροτήγανα. Η γιαγιά μου δεν είχε κάνει ποτέ. Βεβαίως, για να πω την αλήθεια, εκείνα τα χρόνια η γιαγιά δεν κατάφερνε να έρθει το Πάσχα στο χωριό. Της είχαν βρει δουλειά στην Αθήνα μήπως καταφέρει να βγάλει σύνταξη. Δηλαδή, μπορεί τελικά να έκανε ξεροτήγανα και να μην το έζησα. Ωστόσο δεν ρώτησα τους δικούς μου. Το άφησα αδιευκρίνιστο για να αφηγούμαι την ιστορία όπως μου έρθει. Θυμάμαι την Φραγκίσκα να τα μαστορεύει. Τα τύλιγε με μεγάλη ταχύτητα και μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Είχε γρήγορο χέρι. Δεν ξέρω όμως για τη γεύση, δεν έτυχε να δοκιμάσω τα δικά της ξεροτήγανα.
♦ Ο παππούς ήταν ο μόνος που έδινε στα παιδιά-παπαδάκια κανένα εικοσάρικο-πενηντάρικο. Δραχμές φυσικά. Δεν θυμάμαι άλλον να πληρώνει εμάς τους μικρούς με χρήματα. Οι υπόλοιποι έδιναν χρήματα μόνο στον εφημέριο. Μάλλον έτσι ήταν το έθιμο. Οι καθολικοί ιερείς δεν πληρώνονται, οπότε κάτι τέτοιο ήταν εντελώς αναγκαίο γι’ αυτούς. Αν και ξέρω πως μόνο τα χρήματα της Πρωτοχρονιάς είναι δικά τους, μάλλον θα είχε γυρίσει στο Πάσχα γιατί τα Χριστούγεννα το χωριό ήταν άδειο... Θυμάμαι που οι άνδρες έκρυβαν τα χρήματα στη χούφτα τους —δεν ήταν σωστό να δούμε το ποσό της καλοσύνης τους.
♦ Ο πατέρας Aνδριώτης ήταν ένας γλυκός βροντοφώνης που έλεγε αστεία σε κάθε νοικοκυριό και ήξερε να ελέγχει την κατάσταση. Μερικοί κάτοικοι μιλούσαν πολύ. Μάλλον από αμηχανία. Κάποιοι άλλοι ήταν πολύ ντροπαλοί, για να μην πω φοβισμένοι. Μόλις έμπαινε στο σπίτι τους ο πατέρας Γιώργος, θαρρείς και πέρναγε το κατώφλι τους κάποιος τρανός βασιλιάς από εκείνους των παραμυθιών. Μπορεί να είχε τέτοια δύναμη η θέση του, τι να πω...
♦ Σε εκείνον έδιναν ρακί και πίναν όλοι οι άνδρες. Οι γυναίκες τα προσέφεραν, εκείνες δεν έπιναν. Οι ρόλοι ήταν ξεκάθαροι. Ήμουν σίγουρος πως στα τελευταία σπίτια ο πατέρας θα είχε μεθύσει από τα τόσα κεράσματα. Το σχολίασα κάποτε και ο Βάκης μου είπε πως «οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν με τόσο. Θέλει πολύ περισσότερο»… Θυμάμαι και το Mαρκάκι που ντρεπότανε σε μια επίσκεψή μας και πήγαινε ολοένα και πιο πίσω (με τα χέρια μπροστά, ενωμένα κάτω), αλλά χώρος δεν υπήρχε, μετά τέλος, βράχος!
♦ Να γράψω για το ράντισμα των δωματίων που είχε κάθε σπίτι. Εγώ κρατούσα συχνά τον αγιασμό, αν και τον μοιράζαμε κάποια στιγμή. Τον κρατούσα για να μπορώ να αρνηθώ πιο εύκολα το κουλουράκι. Στην Ελενάρα περίμενα να φάω παστέλι. Τα δικά της μου αρέσανε πιο πολύ! Ξεχνούσα ωστόσο πως δεν κάνανε παστέλια το Πάσχα. Περισσότερο τα είχαν σε οικογενειακές γιορτές, γάμους, βαφτίσια και τέτοια.
♦ Θυμάμαι πως ο πατέρας Γιώργος ξεκινούσε να ραντίζει την κεντρική κάμαρα, το σαλόνι δηλαδή, ακολουθούσε το υπνοδωμάτιο και μετά η κουζίνα. Μπορεί πάλι, να ήταν συμπτωματικό όλα αυτό. Αμφιβάλλω πως υπήρχε συγκεκριμένο τελετουργικό. Απλώς οι χώροι των οικημάτων έμοιαζαν όλοι μεταξύ τους. Κάποιοι χωρικοί απαιτούσαν να ραντιστεί και το κατώι τους με τα αποθηκευμένα τρόφιμα. Νομίζω πως ένας από αυτούς ήταν ο συγχωρεμένος ο Iερώνυμος. Στο μυαλό μου έχω και την Pόζα του Aλέκου που ήθελε να ρίξουν αγιασμό στον μπουφέ της! Xρόνια μετά, μου εξήγησε πως το έκανε επειδή επάνω στον μπουφέ υπήρχαν οι φωτογραφίες δικών της ανθρώπων... Γλυκός άνθρωπος η Ρόζα.
♦ Να γράψω για τα σπίτια που «φορούσαν» τα καλά τους, τα ασπρίσματα με τον ασβέστη. Ένας να το άσπριζε, άρχιζε και ο διπλανός. Κολλητικό το άσπρισμα. Θυμάμαι τον Aντώνη τον Nτοντό και τον Φραγκούλα που έβαζε και ένα άσπρο μαντήλι γύρω από το κεφάλι του. Αυτή η κίνηση έκανε να φαίνεται πιο δύσκολη η εργασία του από ό,τι ήταν. Τότε ο κάθε νοικοκύρης άσπριζε μόνος το σπίτι του. Δεν έπαιζε το να πάρεις κάποιον στο τηλέφωνο, να του ζητήσεις να στο βάψει και να τον πληρώσεις μετά. Τα έκανες μόνος σου αυτά. Όλοι μαστόρια ήταν, εξάλλου. Θυμάμαι τον Ξενόπουλο που είχε έρθει μια φορά. Είχε πάρει ένα καλαμάκι μικρό, το έσχισε στη μια μεριά και σφίνωσε σφιχτά στην άκρη του τρίχες από ουρά γαϊδάρου. Με αυτό έφτιαξε ένα πρόχειρο πινέλο και το χρησιμοποιούσε για να ανακατεύει λουλάκι μέσα στον ασβέστη. Εντυπωσιακό για μένα που νόμιζα πως θα γίνω ζωγράφος!
♦ Θυμάμαι τους μικροτσακωμούς των κυριών για το ποια είναι τα κατάλληλα λουλούδια με τα οποία έπρεπε να στολίσουν την ενορία του χωριού! Τότε άπλωναν και ένα λευκό μαντήλι κάτω από το ιερό βήμα το οποίο γέμιζαν κάτι μωβ λουλουδάκια, που δεν ξέρω την ονομασία τους. Στο τέλος της Ανάστασης οι πιστοί έπαιρναν ένα λουλουδάκι και έφευγαν με αυτό για να πάνε στο σπίτι τους. Λαμπρή...
♦ Μια φορά η μητέρα μου είχε κόψει φύλλα βελανιδιάς, της άρεσαν. Τα έβαλε σε ένα φαρδύ βάζο και τα ακούμπησε στο τραπέζι του σπιτιού του παππού, να στολίσει το σαλόνι για το Πάσχα. Τα είδε ο παππούς και τρελάθηκε: «Πέταξέ τα! Τί είναι αυτά;» Ο παππούς με τα βελανίδια τάιζε τους χοίρους, δεν καταδεχόταν κάτι τέτοιο σπίτι του. Δεν ήταν λουλούδι αυτό!
♦ Ήθελα να μιλήσω και για τις τριμπονιές της Ανάστασης αλλά υπάρχει ξεχωριστό post για το θέμα. Ας αναφέρω το λεγόμενο «ποντίκι»: Ο Άγγελος ο Βίδος είχε ένα μικρό σακί όπου μέσα του φύλαγε χοντρή πυρίτιδα, γκρι χρώματος (εξ’ ου και από το χρώμα, η κωδική λέξη «ποντίκι». Για να μην μας καταλάβουν οι μεγάλοι: «Παιδιά, πάμε για ποντίκι;»). Την πυρίτιδα αυτή τη χρησιμοποιούσαν για τις «μακαπιές», τότε που έβαζαν δυναμίτη για να σπάνε τα βράχια. Όση από την πυρίτιδα έπεφτε έξω από τις κάνες των τριμπονιών κατά τη γέμισή τους, την μαζεύαμε σχολαστικά και την βάζαμε μέσα σε τσαλακωμένα χαρτιά τετραδίων. Μετά πηγαίναμε λίγο πιο μακριά και βάζαμε φωτιά στην άκρη του χαρτιού. Όταν η φλόγα έφτανε κάποια στιγμή στην πυρίτιδα, αυτή έκανε ένα φφφουπ και μετά το περίεργο φύσημα, έβγαζε μεγάλο καπνό.
♦ Μια φορά, είμαστε επάνω στο δώμα της Καλαμάν, βάλαμε τόση πυρίτιδα σε ένα χαρτί που ο καπνός φούντωσε και γύρισαν πολλά κεφάλια από κάτω για να δουν τι συμβαίνει. Τα παρατήσαμε όπως όπως, κατεβήκαμε γρήγορα την πέτρινη σκάλα και χωριστήκαμε μεταξύ μας να μην μας πιάσει κανένας μεγάλος και μας μαλώσει. Εγώ είχα πηδήξει στα τελευταία σκαλοπάτια για να φύγω πιο γρήγορα.
♦ Να γράψω για την αυθεντική μαράντα που γινόταν σε διαφορετικά χωράφια, βεβαίως κοντά στο χωριό. Οι οικογένειες επέλεγαν δικής τους ιδιοκτησίας έκταση ή, με άδεια, μια πολύ κοντινή στα σπίτια τους και δυο-τρία νοικοκυριά μαζί κάνανε την μαράντα, η οποία ήταν ένας θεσμός για την σύσφιξη των οικογενειών (και των φίλων τους) έναντι της κοινότητας. Ο Φραγκούλας πήγαινε πίσω από το σημερινό σπίτι της Λουίζας. Το σπίτι της Λουίζας ήταν τότε ένα γκρεμισμένο οίκημα που ανήκε στην Εκκλησία και άντεχαν ακόμη οι δυο του τοίχοι, άντε τρεις. Το αρνί της οικογένειας Πιπέρη ήταν αυτό που μύριζε πιο κοντά στην ενορία. Έβγαινες από την εκκλησία και πείναγες με το καλημέρα... Με την οικογένειά μου (τρεισήμισι νοικοκυριά μαζί) πηγαίναμε στη μεγάλη «σκαμνιά». Αυτό σήμερα αντιστοιχεί στο πάρκινγκ του Ρόκκου. Και από εδώ υπάρχουν δυο-τρεις φωτογραφίες... Άντε τότε να βρεις φωτογραφική κάμερα...
♦ Το πανηγύρι της Kαλαμάν, έτσι όπως γίνεται τώρα, καθιερώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αν θυμάμαι καλά. Δηλαδή, μπορεί να γινόταν και πριν τον πόλεμο, αλλά είχε ατονίσει τις δεκαετίες ’60 - ’70: Οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν μετακινηθεί στη Χώρα ή την Αθήνα, πάει το πανηγύρι. Από τα πρώτα χρόνια που θεσμοθετήθηκε θυμάμαι πως εμείς τα παιδιά μεταφέραμε τις κουβέρτες (εν είδει καθισμάτων) επειδή η γη ήταν ακόμη νωπή από τις τελευταίες βροχές... Πολλούς δρόμους πάνω κάτω με τα πόδια, για να φέρουμε το νερό και τα φαγητά που θα τρώγαμε. Και εκεί που έλεγες πως τελείωσες, μας ζητούσαν να μεταφέρουμε και αυτά των θείων των παππούδων και των γνωστών. Μουρμουρίζαμε. Πότε τελειώνουμε ρε παιδιά; Σήμερα είναι ημέρα χαράς, εμείς ακόμη κουβαλάμε, από τα χαράματα! Σταματούσαμε στην Αγία Μαρίνα και καλά, να πάρουμε ανάσα, και αρχίζαμε να μιλάμε μέχρι να έρθει κάποιος μεγάλος που και αυτός κουβαλούσε πράγματα. Γενικά οι άντρες τα μετέφεραν και οι γυναίκες τα ετοίμαζαν.
♦ Στις γυναίκες επιτρεπόταν να βγάλουν τα παπούτσια τους όταν κάθονταν στο ανοιξιάτικο χώμα! Το λέω αυτό γιατί εκείνα τα χρόνια υπήρχαν περιορισμοί στα θήλεα. Ας πούμε, μέσα στη θεία λειτουργία οι κυρίες έπρεπε να είναι σεμνές και να φοράνε μαντήλι στο κεφάλι τους, καλύπτοντας τα μαλλιά τους. Στο πανηγύρι υπήρχε σχετική απελευθέρωση για όλους. Στη θεία λειτουργία της ενορίας οι άντρες καθόντουσαν στα δεξιά του ιερουργού, όπως κοιτάει το ποίμνιο, και οι γυναίκες στα αριστερά. Τα παιδιά μπροστά. Στη λειτουργία της Ανάστασης ήταν επιτακτικό κάτι τέτοιο για τα παιδιά γιατί δεν ήταν σπάνιο να καούν μαλλιά από τις λαμπάδες. Αν οι μικροί ήταν στις πρώτες πάγκες, το πρόβλημα είχε λυθεί.
♦ Για το ποιοι ήταν εκείνοι που χτυπούσαν την αναστάσιμη καμπάνα έχω γράψει σε άλλο post. Και για τον Γιάννη τον Ταζέλο που κοιτούσε τη γιορτή του χωριού από απόσταση, από το απέναντι χωράφι. Χαρακτηριστικός τύπος ο Ταζέλος, μύθος...
♦ Αυτά, νομίζω. Αν θυμηθώ κάτι ακόμη θα επανέλθω. Καλή Ανάσταση σε όλους!
Η φωτογραφία είναι λίγο μεταγενέστερη από το κείμενο, στις αρχές της δεκαετίας του '90. Προέρχεται από το λεύκωμα του Γερμανού φωτογράφου Rudolf Nagel «Άνθρωποι της Τήνου».
Στήλη: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Tags: καλαμάν, αναμνήσεις, φραγκούλας πιπέρης, βάκης φιλιππούσης, άκης λεβαντίνος, π. γιώργος ανδριώτης, project2024.04, 1 σχόλιο
Ενα σχόλιο