Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Αποδίδουμε για πρώτη φορά στα ελληνικά, τον μύθο της «Παναγίας των Καλαμιών», όπως αυτός εμφανίζεται μέσα από ένα καλογραμμένο μικρό τετράδιο που φυλάσσεται στη Μονή των Ουρσουλινών στα Λουτρά.

Στο σημαντικό αρχείο της μονής των Ουρσουλινών στα Λουτρά, έχει σωθεί ένα πολύ καλά διατηρημένο και ευανάγνωστο τετράδιο που αναφέρεται στους θρύλους της Παναγίας του Βρυσιού (Ταραμπάδος), της Φανερωμένης (Στενή) και της Καλαμάν (Βωλάξ). Δώσαμε τις σελίδες που μας ενδιαφέρουν στον Zακ για να της μεταφράσει (πρώτο δεκαήμερο 2012) και αυτός ανταποκρίθηκε με ευχαρίστηση.

Το γράψιμο του πρωτοτύπου έχει γίνει στη γαλλική γλώσσα, με ζωντανή διήγηση και καθαρή καλλιγραφική γραφή. Υποθέτουμε ότι το έχει συντάξει κάποια μοναχή από τις Αδελφές Ουρσουλίνες που υπήρχαν στο δυναμικό της μοναχικής αδελφότητας στα τέλη 19ου – αρχές 20ού αιώνα. Πιθανότατα η καλόγρια αυτή να είναι η Eιρήνη Σιγάλα, η οποία εµφανίζεται να κάνει αρκετές δωρεές στις εκκλησίες της Bωλάξ (1871). Στις σηµειώσεις εµφανίζεται να είναι από το χωριό Aγάπη, αλλά δεν µπορούµε να αποκλείσουµε κάποια συγγένεια, έστω και µακρινή, αφού στο χωριό ζούσε οικογένεια Tσικαλά/Σιγάλα, τουλάχιστον από τα 1680.

Tα χαρακτηριστικά του τετραδίου είναι τα ακόλουθα. διάσταση: 17x22 cm // αριθμός σελίδων που αναφέρονται στην Παναγία της Καλαμάν: 5 (σ. 21-25) // 107 χειρόγραφες αράδες με καλλιγραφικά γράμματα στη γαλλική γλώσσα που παρουσιάζουν και κάποια ελαφρά ορθογραφικά λάθη // εξώφυλλο σκληρό // βιβλιοδεσία ραμμένο.

«Νο. ΙΙ – Ο μύθος της Παναγίας των Καλαμιών
(ο δεύτερος εκκλησιαστικός μύθος του τετραδίου)

Ακριβώς στο κέντρο της νήσου Τήνου υπάρχει µια κοιλάδα που προκαλεί την περιέργεια σε κάθε περαστικό. Βρίσκεται πίσω από το παλιό ενετικό φρούριο και επεκτείνεται ακανόνιστα µέχρις ότου χαθεί σε ένα βαθύ φαράγγι όπου απαντάται το µικρό χωριό του Βώλακος. Αυτό το όνοµα ασφαλώς προέρχεται από την ελληνική λέξη “βώλαξ” [1] –λίµνη βράχων– και, πραγµατικά, το όνοµα αρµόζει απολύτως µε το τοπίο αυτού του γραφικού χωριού. [Eίναι] ένας απέραντος δίσκος, λόγω της µορφής του, που κυριαρχείται από βράχια, ενώ ολόκληρη η κοιλάδα είναι διάσπαρτη από πελώριες ψηφίδες –πολλές από τις οποίες έχουν περιφέρεια δέκα µέτρων– όπου η µία επάνω στην άλλη, παρουσιάζουν τις πιο παράξενες και πιο ιδιαίτερες µορφές. Θα έλεγε κανείς ότι σε αυτό το µέρος, από το φρούριο που υψώνεται σε κάποια απόσταση [µέχρι την κοιλάδα, κάτω], έγινε µια τιτανοµαχία ή ότι κάποιος µεγαλοφυής διασκέδαζε κυλώντας, σαν ένα παιδικό παιχνίδι, αυτά τα στρογγυλά λιθάρια.

∆ίπλα από το φρούριο υψώνεται το Βουνό των Βασανισµένων [2] όπου τον καιρό των Ενετών κρέµαγαν τους εγκληµατίες ενώ, ο ορίζοντας, περιορίζεται από όλα τα γύρω µέρη, µέσα από απότοµα βουνά υψωµένα ως πάσσαλοι, κυµατίζοντας τις δύστροπες και γραφικές µορφές τους στην απεραντοσύνη. Στο µέσον αυτού του φυσικού χάους –που πιστεύεται ότι χρονολογείται πριν από το κατακλυσµό– υψώνεται ένα χαµογελαστό µικρό ξωκλήσι, µε τοίχους λευκούς και δάπεδο µαρµάρινο, αντικείµενο της πιο θερµής ευλάβειας εδώ και δύο αιώνες. Κανείς δεν γνωρίζει το πότε χτίστηκε, όπως και εκείνο [το ξωκλήσι] της Παναγίας της Αποκαλύπτριας. Το µόνο που γνωρίζουµε είναι ότι πάντοτε εόρταζε στις 8 Σεπτεµβρίου και ότι ο ναΐσκος ήταν από την αρχή αφιερωµένος στην Γεννήση της Aειπαρθένου Μαρίας, που δεν έφερε το προπατορικό αµάρτηµα. [3] Το ξωκλήσι ήταν πολύ µικρό και αρκετά τραχύ τον 18ο αιώνα, εποχή κατά την οποία πλάστηκε ο θαυµατουργικός µύθος, γιατί πρέπει να πιστέψει κανείς ότι [αυτή] ήταν µια νέα απόδειξη της αγάπης της Μαρίας που αγρυπνούσε για τα παιδιά της, θύµατα των συνεχών εφόδων των Αλγερίνων πειρατών. [4]


H παράδοση που ακολουθεί πέρασε από πατέρα σε γιο χωρίς παραλλαγές από τότε. Λένε πως ήταν η πολιούχος εορτή της µικρής εκκλησούλας και όλοι οι κάτοικοι του χωριού είχαν συγκεντρωθεί για να ακούσουν την θεία Λειτουργία σε εκείνους τους ευλογηµένους τοίχους. Πολλοί, µη βρίσκοντας θέση, ήταν γονατισµένοι απ' έξω, επάνω στο υγρό χώµα. Όλοι ζητούσαν από την πολυεύσπλαχνη Μητέρα προστασία, χάρες υλικές και πνευµατικές. Η λειτουργία τελείωνε όταν ξαφνικά, άγριες κραυγές ακούστηκαν. [Αυτοί που ήταν έξω από την εκκλησία] είδαν τότε να εµφανίζονται στις κορυφές του βουνού, κεφάλια µε σαρίκια, είδαν σπαθιά και λάµες να αστράφτουν στο [λιγοστό] φως της δύσης του ηλίου, που µόλις έσβηνε στους σκοτεινούς κόλπους της κοιλάδας.

Ένας απερίγραπτος πανικός κυρίεψε τους χωρικούς. Οι Αλγερίνοι φώναζαν από παντού. “Χαθήκαµε! Οι άπιστοι βρίσκονται από πάνω µας. Αχ! Μητέρα ελεούσα, σπλαχνίσου µας”. “Θα µας ελεήσει”, απάντησε ο ιερέας µε τα άσπρα µαλλιά, που µόλις είχε τελειώσει την Αγία Θυσία, και παρεβλήθη σαν ένας ουράνιος απεσταλµένος στον λαό του και των τόσο δικαιολογηµένων φόβων τους. “Ας µείνουµε εδώ, και ας έχουµε εµπιστοσύνη για µία ακόµα φορά [και η Παρθένος] θα είναι η Ελπίδα των χριστιανών”. Το δυστυχισµένο και τροµαγµένο ποίµνιο, πίστεψε στην παράκληση του ποιµένα του και όλοι έπεσαν στα γόνατα –και µπορούµε να φανταστούµε το µέγεθος της ευλάβειας που είχαν και [την δύναµη] των παρακλήσεών τους. Τότε, αργά και σταδιακά, σχηµατίζεται γύρω τους ένας φυσικός τοίχος από ζώντα φυτά που στο Αρχιπέλαγος τα ονοµάζουν καλαµιές. [5] Αυτά υψώθηκαν σαν ένας πυκνός πυκνός όγκος, σε τέτοιο ύψος, που λαός και ξωκλήσι καλύφθηκαν ολοκληρωτικά από τα βλέµµατα των κουρσάρων. Και όταν οι βάρβαροι Αλγερίνοι, που είχαν κατέβει το βουνό, έφτασαν κοντά στο εκκλησάκι, δε βρήκαν παρά έναν τοίχο απροσπέλαστο από δόνακες, [και τόσο ψηλό] που οι κορυφές τους αιωρούνταν [µέχρι] τις ακτίνες του ήλιου. Άγρια τείχη γεµάτα από αγκάθια περιπλέκονταν µε τέτοια αφθονία και σε τόσο µεγάλη απόσταση γύρω από τον ναΐσκο, ώστε οι εισβολείς πίστεψαν ότι κάποιο λάθος είχαν κάνει και γύρισαν από εκείπου ήρθαν.

Έτσι το νησί, για µιαν ακόµη φορά, ξέφυγε από τις συµφορές του. Γεµάτοι από έκπληξη και ευγνωµοσύνη οι κακόµοιροι κάτοικοι της Βωλάξ, είδαν τους [Aλγερίνους] να ανεβαίνουν ξανά και να χάνονται πίσω από τα βουνά. Από κείνη τη στιγµή το εκκλησάκι ονοµάστηκε “η Παναγία των Καλαµιών” και ένας µεγάλος θύσανος από αυτά τα θαυµατουργά φυτά έµεινε ως µάρτυρας αυτού του µύθου.

Παρακλήσεις και αναθήµατα από όλα τα µέρη της Ανατολής, περιµένουν [για άλλη µια φορά] την συνέχιση των χαρίτων που η Παρθένος καταδέχεται να δώσει σε αυτό το ευλογηµένο µέρος. Η λιτή εκκλησούλα ξανακτίστηκε πιο µεγάλη, [6] µα ακόµα µπορούµε να την δούµε στην γραφική της απλότητα όταν διασχίζουµε το κέντρο της τραχειάς και ανεξευγένιστης αυτής κοιλάδας, χαµένης ανάµεσα στις κορυφές των βουνών της Τήνου».

________________________________________________________________

[1] Στα ελληνικά στο κείμενο.

[2]
Αναφέρεται στις απότοµες πλευρές του βουνού Φούρκα που υψώνεται στα αριστερά του Κουµάρου. Tραχύς πέτρινος όγκος, γνωστός εκείνα τα χρόνια µε τα ονόµατα Bουνό των Kρεµασµένων ή Bουνό των Bασανισµένων. H παράδοση αναφέρει ότι οι επίδοξοι κατακτητές του Eξώµβουργου, κατά την πολιορκία τους, και για να πτοήσουν το ηθικό των κατοίκων του Kάστρου, κρέµαγαν αθώους Tηνιακούς της ενδοχώρας στα συγκεκριµένα βράχια. Ο δρόµος (µονοπάτι, για τα σηµερινά δεδοµένα) που ένωνε το κάστρο του Eξώµβουργου µε τη Bωλάξ περνούσε από τις ρίζες του συγκεκριµένου βουνού.

[3] Kατά την Kαθολική Eκκλησία η Παναγία διατηρήθηκε από τον Θεό άµωµη από την κηλίδα του προπατορικού αµαρτήµατος κατά την σύλληψή της. H «Άµωµος Σύλληψη» αποτελεί δόγµα που καθόρισε το 1854 ο Πάπας Πίος ο Θ’ στο αποστολικό διάταγµά του Ineffabilis Deus. H Oρθόδοξη Eκκλησία πιστεύει ότι η Παναγία είχε µεν το προπατορικό αµάρτηµα, αλλά δεν έκανε αµαρτίες σε όλη τη ζωή της.

[4] Σύµφωνα µε το παραπάνω κείµενο οι Αλγερινοί πειρατές ήταν αυτοί που έφτασαν µε άγριες διαθέσεις µέχρι τη Παναγία της Καλαµάν και που, τελικά, έφυγαν άπραγοι. Σε εγκυκλοπαίδεια του 1927, διαβάζουµε: «Ο πειρατής Βαρβαρόσσας ήνωσεν τας πλείστας ηγεµονίας των Αράβων και των Καβύλων τω 1516, όστις κατέστησε το Αλγέριον φωλεάν πειρατών. Τούτον διεδέχθη ο αδελφός του Γερεδίν, τούτον δε άλλοι πειραταί. Οι Αλγερίνοι κατέστησαν τότε η µάστιξ της Μεσογείου. Εξώπλιζον πλοία, τα οποία επετίθεντο κατά των εµπορικών. Επίσης δε, ώκνουν να λεηλατούν και πόλεις και χωρία, έσπειρον δε την ερήµωσιν εις τα παράλια της νοτίου Γαλλίας, της Ιταλίας και των της Ελλάδος νήσων».

Για αιώνες οι Αλγερινοί πειρατές λυµαίνονταν το Aρχιπέλαγος. Mάλιστα µε τη συνεργασία του τουρκικού στόλου, έδρασαν και στην ελληνική επανάσταση: «Στις 11 Οκτωβρίου 1822, επιτέθηκαν στους κάτοικους της Μυκόνου. Αµέσως σήµανε συναγερµός δια κωδωνοκρουσιών και όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στο λιµάνι του νησιού. Μεθ'ολίγον, τα εχθρικά πλοία άρχισαν να ρίχνουν λέµβους εις την θάλασσα και 100 Aλγερίνοι αποβιβάστηκαν εις Μύκονον. Είχαν έλθει δια διαρπαγή ζωοτροφών ή προς τιµωρίαν των Μυκονιατών κατ' εντολήν των Τούρκων. [...] Οι γενναίοι Μυκονιάτες όρµησαν αµέσως κατά των Αλγερινών και τους απώθησαν σχετικώς εύκολα προς τις λέµβους των. ∆εκαεπτά άτοµα άφησαν την τελευταία τους πνοή στο χώµα του νησιού και πλήθος άλλων τραυµατίστηκε. [...] Ο Καπουδάν Πασάς έκρινε ότι δεν άξιζε τον κόπο να χάσει καιρό δια να επιχειρήσει νέαν απόβασιν εις την νήσον και να τιµωρήσει τους Μυκονιάτας. Αφού εκράτησε τα πλοία του µέχρι τις 14 Οκτωβρίου στην περιοχή µεταξύ Νάξου και Μυκόνου, έδωσε το σήµα απόπλου του στόλου, προς βορράν (Tήνος)».

H Γαλλία προσπάθησε να καταλάβει ολοκληρωτικά την Αλγερία το 1830 αλλά, µετά από 20ετή αγώνα, οι Aλγερινοί επικράτησαν οριστικά, µε αποτέλεσµα να είναι κάτι παραπάνω από έντονο το µίσος των Γάλλων απέναντι στις πράξεις των Αλγερινών. ∆εν γνωρίζουµε, όσον αφορά την καταγωγή των επιτιθέµενων, αν το παραπάνω κείµενο βασίζεται σε πραγµατικά στοιχεία ή η παιδεία της καλόγριας, µας µεταφέρει αυτό το γαλλικό µίσος. Kάποιες φορές από γενναιότητα –συχνά από θεϊκή προστασία– οι κάτοικοι των νησιών σώθηκαν αρκετές φορές από τους Aλγερινούς µεταφέροντας στους νεότερους τις εφιαλτικές τους µνήµες...

Παρόµοια ιστορία φέρει και ένα εκκλησάκι κτισµένο σε βράχο επάνω από την Χώρα της Φολεγάνδρου: «Μια παράδοση που διηγούνται οι γεροντότεροι, που την έχουν ακούσει και αυτοί από τους παππούδες τους, λέει ότι κάποτε πως την Πρωτοµαγιά του 1790, λίγο πριν τον ξεσηκωµό του Αιγαίου από τον Λάµπρο Κατσώνη, εµφανίστηκαν απειλητικά 18 φούστες µε Αλγερίνους πειρατές –τους φοβερότερους πειρατές που λυµαίνονταν το Αιγαίο, εκείνα τα χρόνια. Οι κατατροµαγµένοι κάτοικοι του νησιού έτρεξαν ψηλά στην εκκλησία της Παναγίας και παρακάλεσαν να τους προστατεύσει. Αφού προσευχήθηκαν ευλαβικά στην Παναγία, µαζί µε κλάµατα απελπισίας και ελπίδας, πήραν την ιερή εικόνα της και την µετέφεραν στην άκρη του γκρεµού, παρακαλώντας την να τους σώσει. Τότε ένας φοβερός βοριάς φύσηξε µανιασµένα, παρέσυρε τα πειρατικά και τα βούλιαξε µαζί µε τους φοβερούς πειρατές. Σώθηκε µόνο ένας χριστιανός αιχµάλωτος που κολύµπησε προς την στεριά. Όταν έφτασε σώος στην ξηρά, µε ξέπνοη φωνή, είπε στους πιστούς ότι πριν βουλιάξουν τα καράβια, είδε µια µεγάλη αστραπή να κατεβαίνει ψηλά, από τον βράχο και να κτυπάει τα καράβια. Όλοι τότε, απέδωσαν το γεγονός σε θαύµα της Παναγίας [...]».

[5] Στο κείµενο, «qu'on appele au Levant Calamià».

[6] Ο προηγούμενος ναός της περιοχής ονομαζόταν η Γέννηση της Aειπαρθένου Μαρίας και καταγράφεται στον κατάλογο του Hofmann, ο οποίος άντλησε την πληροφορία από τη γενική έκθεση του Αρχιεπισκόπου Παροναξίας Πέτρου Μάρτυρα de Stefani όταν ο ίδιος διενήργησε Αποστολική Επίσκεψη στην επισκοπή της Τήνου. Σύμφωνα με τους Κώδικες του χωριού το προηγούμενο εκκλησάκι ξαναφτιάχτηκε το 1758 από την αρχή, με το ίδιο όνομα La Nativitá Della Madonna detta Calamán. [Libro Maestro della Chiesa Parrocchiale di Vulacus, 1849] και είναι αυτό που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

Η εγχάρακτη μαρμάρινη επιγραφή στην είσοδο της εκκλησίας (20 Ιουνίου 1792) –τριαντατέσσερα χρόνια αργότερα- υποθέτουμε ότι αποτελεί την «οριστική» ανακαίνιση του ναού. Eμείς θα προσθέταμε και την κατασκευή του κωδωνοστασίου με την τοποθέτηση της καµπάνας το 2008 –ακριβώς 250 χρόνια μετά το κτίσιμό της.

Μοιραστείτε το