Σκόρπιες παιδικές αναμνήσεις...
Προσπαθώ να πάω πίσω... να θυμηθώ όσο γίνεται πιο πίσω. Πώς βρήκα το χωριό και πώς το άφησα.
Το πιο πίσω που μπορώ να θυμηθώ ήταν η πρώτη κατασκήνωση στην Κολυμπήθρα. Ημουνα πέμπτη δημοτικού, άρα ήταν το.. '85 ή το '86. Μετά την κατασκήνωση, κατά τις 10 Ιουλίου, με πήρε η γιαγιά μου στο χωριό, για είκοσι μέρες, μέχρι να 'ρθουν και οι γονείς μου τον Αύγουστο για διακοπές. Παιδιά δεν υπήρχαν, είχα όλο το χρόνο να αλωνίζω στο χωριό και στα γύρω βουνά και βράχια.
Τί να θυμηθώ... καταρχάς όλες οι μνήμες έχουν μια χροιά ώχρας, ένα ελαφρύ κιτρινισμό, σαν πολυκαιρισμένες φωτογραφίες, σαν παντού να υπήρχαν στάχυα, σαν τον δυνατό μεσημεριανό ήλιο που σε αναγκάζει να μισοκλείνεις τα μάτια...
Ολα ήταν... λειψά στα μάτια μας. Στην Αθήνα εκείνο τον καιρό υπήρχε τσιμέντο, δρόμοι, κάγκελα, όλα σε σειρά, σε τάξη. Εδώ ήταν αλλιώς: το δρομάκι που πάει "πίσω" ακολουθεί τα σκαμπανεβάσματα των βράχων. Στην Αθήνα οι γραμμές ήταν ευθείες, τα σπίτια, οι δρόμοι. Εδώ απλά δεν υπήρχαν γραμμές, οι δρόμοι αγκάλιαζαν κομμένες γωνίες σπιτιών, ή την καμπύλωση ενός βράχου, ή έστριβαν δίπλα στα σκαλάκια ενός σπιτιού.
Θυμάμαι οτι πάνω από τα μισά σπίτια, ίσως και τα δύο τρίτα να ήταν "βουληγμένα". Έτσι τα λέγαμε. Θυμάμαι πάρα πολλά υπολείματα τοίχων που απλώς δεν είχαν πέσει ακόμα, αλλά σπίτι δεν το έλεγες. Οι σκεπές θα ήταν το πιο ευαίσθητο κομμάτι, αυτό έπεφτε πρώτα. Έπειτα ήταν το πάνω μέρος από τις πόρτες και τα παράθυρα. Αποτέλεσμα ήταν να κρατάνε οι τοίχοι γύρω-γύρω και κάτι σαν κολώνες ανάμεσα σε παράθυρα και πόρτες...
Α, και τα βόλτα. Η αλήθεια να λέγεται, τα βόλτα κρατούσαν πολύ. Πίσω από το σπίτι μας υπήρχαν δύο βόλτα από παλαιότερη κατασκευή. Θα' ταν πέντε με έξι μέτρα μήκος, πενήντα πόντους πλάτος. Στο λεπτότερο σημείο θα 'ταν δεκαπέντε πόντοι πάχος. Τά 'χω περπατήσει αυτά πολλές φορές... κρατούσαν γερά τα άτιμα.
Φυσικά ούτε λόγος για σοβά. Εβλεπες τις πέτρες που ήταν χτισμένος ο τοίχος. Κι ανάμεσα στις πέτρες, όπου σχισμή κι έπιανε λίγο χώμα ή άμμο από τον αέρα, τσούπ κι ένα αγριόχορτο...
Να τα μετρήσω:
Του Παρασκευά το πρόλαβα ερείπιο, του Καρύδα επίσης, του Κακάλα μένανε, απέναντι η "Μπαμπόγρια" και η "Γριέμπω" (σήμερα τα λέμε Του Πολέμη και Των Γάλλων) ήταν βουληγμένα, απέναντι, αυτό που έφτιαξε η Αννα, βουληγμένο, του Γιόλαρου συντηρημένο, αλλά δεν έμεναν. Του γερο-Καρύδα έμεναν, πιο μέσα του Ρόκκου ερείπιο, μετά, το αποθηκάκι του Ζακ ερείπιο, της Ιωάννας δεν υπήρχε, της Λίζας μένανε, αλλά τώρα είναι ανακαινισμένο, ήταν πιο παλιό.
Της Σοφίας, βουληγμένο όπως σήμερα, το "Μπλε" εγκατελειμένο, του Μάρκου το εργαστήρι δούλευε, το δικό μας ήταν εγκατελειμένο πρώην καφενείο, ο Ζακ μόλις είχε φτιάξει το δικό του, του Ξενόπουλου (της Ελισσάβετ) ερείπιο, του Μάγκου μένανε, πιο κάτω, προς το θέατρο, κει που είναι τώρα μαγαζάκι, ήταν ένας γκρεμισμένος φούρνος κι ένα ερείπιο, ο φούρνος υπάρχει ακόμη. Δεξιά του Γκανάνη, του Καπαντσά και τ' Αλέκου μένανε. Αριστερά, το σπίτι της Λουκίας δεν υπήρχε, ήταν κάτι στάβλα χαμηλά. Της κυρα-Μαρίας της Πιπέραινας μένανε.
Απ' τ' άλλο δρομάκι, πίσω από του Ξενόπουλου ερείπιο, πιο πίσω μένανε ο θείος Αντρίκος με τη θεία Αννα, δεξιά, αυτό που λέμε σήμερα Του Τζώρτζη, ερείπιο, πιο δεξιά μένανε ο Γερώνυμος και η Ρόζα, απέναντι της Λουίζας ερείπιο, πιο πίσω της Ελενάρας και του Φραγκούλα, της Ζωζεφίνας και του Αγγελου, της άμιας Λουκίας, του Ντουντού με την Ρόζα. Μπροστά από της Ζωζεφίνας ένα που λέγαν πως ήταν καφενεδάκι, έχει και ωραία αυλή, ήταν κλειστό, μα όχι βουληγμένο.
Μου μένει μόνο το σπίτι του Τριανταφυλλάκου και μετά την κυρά-Μαρία προς το πηγάδι, από εκεί δεν έχω μνήμες. Ολα κι όλα, 16 ερείπια, 2 κλειστά και 13 σπίτια που μένανε. Καλά είναι.
Τότε δεν υπήρχαν τόσες λάμπες της ΔΕΗ για νυκτερινό φωτισμό και το να έρθεις νύχτα από του Κακάλα ως την πλατεία ήταν.. ζόρικο: φως δεν υπήρχε, στροφή ήταν και δεν έβλεπες, τα 'κανες λίγο πάνω σου ως παιδάκι και εντελώς αυθόρμητα έτρεχες. Θυμάμαι οι περισσότεροι είχαν φακούς: κάτι παλιούς τσίγκινους που έπαιρναν μια πλακέ μπαταρία 4.5V.
Θυμάμαι τσουκνίδες... πνιγμένο το χωριό στις τσουκνίδες. Δεν μπορούσες να χωθείς σε κάποιο στένωμα, ν' ανέβεις σε κάνα βούληγμα, να περάσεις κάτω από καμμιά καμάρα χωρίς να σε τσιμπίσει τσουκνίδα... Ευτυχώς, σχεδόν πάντα υπήρχαν δίπλα και μολόχες, να βάλεις να σ' απαλύνει τη φαγούρα...
Τα μπαλάκια είναι άλλη ιστορία. Υπάρχουν στο χωριό πολλά δέντρα που τα λέγαμε "μπαλακιές", γνωστά και ως Πασχαλιά των Ινδιών. Κάνουν καρπούς στρογγυλούς (τα δικαιολογημένα λεγόμενα... μπαλάκια) διαμέτρου γύρω στο ένα εκατοστό, ιδανικά για σφεντόντες και φυσοκάλαμα. Μάλιστα την δεκαετία του '80, με τις πολλές εκλογικές αναμετρήσεις, υπήρχαν άφθονες πλαστικές σωλήνες από τις σημαίες των κομμάτων, ιδανικής διαμέτρου για φυσοκάλαμο.
Μαζεύαμε σακούλες ολόκληρες, για "να 'χουμε". Καμμιά φορά έσπαγε το κλαδί που τράβαγες και σου φώναζαν, άλλες, περισσότερες φορές, σκιζόταν η σακούλα που μάζευες, γέμιζε ο δρόμος μπαλάκια και δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει κάποιος χωρίς να πέσει. Τί φωνές ακούγαμε από τους γονείς, που τελικά αναγκάζονταν να βγουν να τα μαζέψουν όλα...
Τα μπαλάκια αποτελούσαν μέρος του "εξοπλισμού". Ως παιδιά, μαγευόμασταν να μαζεύουμε πράγματα που θα χρειαζόμασταν... ίσως με εκείνο τον φανταστικό "πόλεμο" που παίζαμε... θα σας γελάσω, ήταν τόσο αξεχώριαστα η πραγματικότητα με την φαντασία. Μαζεύαμε κάπου να έχουμε σουγιά, φακό, σφεντόνα, σπάγγο, παγούρι και ήμασταν τόσο σίγουροι πως θα μας χρειαστούν! Ηταν κι εκείνο το βιβλίο των Μικρών Εξερευνητών που μας παρότρυνε προς κάτι που δεν μπορώ να το προσδιορίσω!
Αυτά κυρίως υπήρχαν. Ερείπια, στάχυα, τσουκνίδες, μπαλάκια, χώμα, αγριόχορτα... Και οι άνθρωποι.
Ηταν αλλιώς τότε, απ' ότι σήμερα. Όλοι ξέραν όλους, και έπρεπε πάντα να τους χαιρετάς πρώτος, ως μικρότερος. Στην Αθήνα αν καλημέριζες κάποιον χωρίς να τον ξέρεις σε κοιτούσαν παράξενα. Εκεί ήταν αλλιώς. Μια φορά η Ρόζα του Ντουντού μου είπε: "Μιλιά δεν έχεις να μιλήσεις;" Κι αυτό γιατί μπερδεύτηκα, δεν κατάλαβα αν έφευγε ή όχι και άργησα να της πώ "Γειά σας...". Αλλιώς, η συνήθης απάντηση στο "Γειά σας", πάλι κάτι που δεν άκουγα στην Αθήνα ήταν "Καλώς τα"...
Τότε δεν κλειδώναμε τα σπίτια. Το κλειδί ήταν πάντα πάνω στην κλειδαριά έξω από την πόρτα. Στα πολύ δύσκολα, κλειδώναμε μόνο όταν πηγαίναμε Εκκλησία και τότε ακόμα, το κλειδί ήταν πάνω στην πετρούλα του υπέρθυρου, πάνω από την πόρτα. Ολονών φαντάζομαι έτσι θα ήταν: κάτω απ' το χαλάκι, σε καμμιά γλάστρα, κάτω από καμμιά πέτρα...
Η Εκκλησία ήταν ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Πάντα πηγαίναμε εκκλησία στο χωριό και πάντα πηγαίναν όλοι. Το χωριό ήταν έρημο τις ώρες της Λειτουργίας. Οσοι δεν έρχονταν με έναν τρόπο σαν να περιθοριοποιούνταν. Ισως εγώ να το εκλάμβανα έτσι. Ο ντον-Γιώργης "κιοκάριζε" (σήμαινε τις καμπάνες) μισή ώρα πριν τη Λειτουργία κι έπειτα άλλη μια φορά πέντε λεπτά πριν ξεκινήσει.
Και φυσικά στα Λατινικά. Ναι, πού να καταλάβουμε εμείς τι λέγανε. Παιδιά πράγματα, όπως τραγουδούσαμε Michael Jackson με ό,τι ήχους πιάναμε, χωρίς να λέμε σωστά αγγλικά, έτσι και στην εκκλησία. Μια λέξη mundabor (που μεταφράζεται "θα καθαριστώ") για χρόνια νόμιζα -και περηφανευόμουν πως κάτι επι τέλους κατάλαβα- ότι έλεγε Μουντάδο, ένα χωριό της Τήνου... Για έναν ανεξήγητο σε εμάς λόγο, πάντα μας έλεγαν να πάμε να κάτσουμε στην πρώτη πάγκα. Σαν τιμωρία που σε βάζει ο δάσκαλος στο πρώτο θρανίο για να μπορεί να σε ελέγχει. Και μετά το τέλος της λειτουργίας μας παρότρυναν να σβήσουμε εμείς τα κεριά.
Ο μόνος που δεν ερχόταν εκκλησία ήταν ο Γιάννης ο Ταζέλος. Καλή του ώρα όπου είναι. Τον βρήκε λέει σφαίρα στον πόλεμο και από τότε ήταν ο τρελλός του χωριού. Τριγυρνούσε αδιάκοπα τα δρομάκια του χωριού, περπατώντας αργά, σιγομιλώντας με τον εαυτό του. Πολλές φορές τον έβλεπες να κοιτά γύρω του σα να μην ξέρει πού ήταν. Είχε ηλιοκαμμένο πρόσωπο με πολλές ρυτίδες γύρω απ' τα μάτια. Δεν μιλούσε πολύ. Καμμιά φορά, του φώναζα "Ε, Γιανν' 'ντα κάμ'ς;", όσο μπορούσα στην προφορά του τόπου και ίσως τότε χαμογελούσε λιγάκι.
Αλλο ένα που θυμάμαι, είναι τα ζώα. Οι χωριανοί είχαν ακόμα ζώα τότε. Τώρα έχουν μόνο οι ταβέρνες κι αυτές για.. περίεργο σκοπό. Τότε οι περισσότεροι είχαν ζώα: ο παππούς μου είχε κότες, κατσίκια και πολύ παλιά κι έναν γάιδαρο. Ισως να 'χε κι αγελάδες, δεν τις θυμάμαι. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μαζεύει αυγά από το κοτέτσι (άλλη μια μισογκρεμισμένη κατασκευή), τη θυμάμαι να κάθεται στην Αποκωλιασμένη και να πλέκει επιβλέποντας τα ρίφια, τα κατσίκια. Θυμάμαι ο Μάρκος με τις αγελάδες του (σώζεται και μια φωτογραφία) να περνάει από την πλατεία, πηγαίνοντας πίσω, προς τη Σαββαγιάννη. Γενικά η ζωή στο χωριό είχε ζώα και η συνάντηση των παπουτσιών μας με καβαλίνες ήταν συχνή...
Κι έπειτα, τα περβόλια. Θυμάμαι με τον παππού σε έναν κήπο, ίσως ήταν τα Μάγια, που άλλαζε με τέχνη τα αυλάκια, με μια τσάπα, να πάει το νερό να ποτίσει κάποιο άλλο αυλάκι. Θυμάμαι που έφερνε στο σπίτι κάτι πατάτες, μικρές σαν κορόμηλα. Κάποτε ένα καρπουζάκι σαν μεγάλο πορτοκάλι.
Πάντα όμως υπήρχε το γάλα. Σε μπλε μεταλλικό καρίκι. Δεν ξέρω πού το βρίσκανε, αγελαδινό ή κατσικίσιο. Οι γονείς μου, έμαθα αργότερα, προσπαθούσανε να μας βρούνε να πίνουμε τέτοιο γάλα γιατί μας έκανε καλό. Παιδιά της πόλης εμείς τότε, είχαμε μάθει στο εβαπορέ. Λοιπόν, αυτό εδώ το γάλα ήταν τόσο φρέσκο που με το που τό 'βαζες στο ποτήρι έκανε κρούστα από πάνω. Και δεν το θέλαμε.... Τί ζάχαρη μας έβαζαν, τί κακάο, εκείνο το μαρτύριο "Πιες το, πιες το" και να μην μας αρέσει... με πολύ δυσκολία να το πιούμε να μην μας μυρίζει άλλο...
Τον θυμάμαι του παππού μου να κόβει ψωμί με τον σουγιά (δεν πειράζει που έχει μυρμήγκια, έλεγε, φέρτο εδώ...) και να απλώνει πάνω του καυτερή μυτζήθρα από ένα ξύλινο στρογγυλό δοχείο. Αυτό ήταν το κολατσιό του, με καφέ ή χωρίς, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι που έπαιρνε "σ'καλάκια" στον τορβά, μικρά ξεραμένα σύκα, τώρα για τον ίδιο, για τα ρίφια, δεν θυμάμαι.
Καλοκαίρι λοιπόν, μένοντας με τη γιαγιά, έπρεπε να κάνω καμμιά φορά μπάνιο. Εβαζε η γιαγιά ένα μεγάλο μαύρο μπιτόνι στην αυλή και το γέμιζε νερό. Όλη μέρα στον ήλιο, μπιτόνι και νερό καίγανε το απόγευμα. Μου έβαζε λοιπόν ένα ροζ πλαστικό μπανάκι, σα μακρουλή λεκάνη, εκεί στην αυλή να πλυθώ με το μαγιό... Με ένα κατσαρολάκι να παίρνω νερό να ρίχνω πάνω μου και με μια πλάκα πράσινο σαπούνι, για πλύσιμο και λούσιμο... Στην αυλή... Κι αν περνούσε o Νταζέλος ή κάνας χωριανός ή τουρίστας; Πώπω ντροπή...
Ενα φεγγάρι ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς και έπαιζα -φυσικά- μόνος μου. Μου είχε δώσει δυο χαλασμένα κουρδιστά ρολόγια, να τα κάνω ότι θέλω ως μαστροχαλαστής. Τράβαγα το ελατήριο να βγει, δεν έβγαινε. Κάποια στιγμή μου φεύγει από τα χέρια, ξανατυλίγεται με ταχύτητα και μου κάνει ένα γερό κόψιμο στις φλέβες του αριστερού καρπού. Και νά σου το αίμα! Βάζοντας τα κλάμματα, να κρατάω τον καρπό μου με το άλλο χέρι να πάω στην γιαγιά, "Γιαγιά κόπηκα" μες τα κλαμματα, βάζει εκείνη τις φωνές: "Ωχου και μη μου στάζεις στα χαλιά!". Δεν την πείραξε τόσο που κόπηκα, είχαν συνηθήσει στην ζωή τους σε αντίθεση με μας, όσο οτι το αίμα θα πότιζε τα χαλάκια της και θα λεκιάζανε. Την ουλή την κουβαλάω ως σήμερα..
Ο δρόμος που ερχόταν στο χωριό, όπως τον πρόλαβα εγώ ήταν χωματόδρομος. Μόνο αυτός υπήρχε, οι λεγόμενοι "Περιφερειακός Α" και "Περιφερειακός Β", ανοίγτηκαν αργότερα, νομίζω την δεκαετία του '90. Η γιαγιά μου, που το παράθυρο της κουζίνας της έβλεπε στον Μπορό (στον αμαξωτό κεντρικό δρόμο), από το χρώμα και μόνο του αυτοκινήτου ήξερε ποιός ερχόταν και ποιός έφευγε...
Αυτοκίνητα είχαν μόνο οι "αθηναίοι". Πολύ αργότερα πήρε αγροτικό ο Γιακουμής. Στο Καμπί (η αλάνα "για να γυρίζουν τα αυτοκίνητα") θα έβλεπες τρία το πολύ τέσσερα αυτοκίνητα αθηναίων παραθεριστών. Στην μέση και ο στύλος της ΔΕΗ με τον μετασχηματιστή που πάντα τσιτσίριζε στην υγρασία... Στην βάση του μια-δυο κοτρώνες και λίγα αγριόχορτα. Αργότερα τον μετακινήσαν ξανά μέσα στα νέα όρια του χωραφιού. Όλα αυτά τώρα είναι χώρος για να βάζει τραπεζάκια η ταβέρνα...
Δεν φαντάζεστε την χαρά μου ως παιδάκι που φτάνοντας για διακοπές από την Αθήνα με το αμάξι του μπαμπά, πρωταντίκρυζα το χωριό από τον Μπορό, και τον έβαζα να κορνάρει επανειλημένα... Θυμάμαι ακόμα οτι φτάνοντας υπήρχε πάντα η απευκτέα αλλά αναγκαστική αγγαρεία του κουβαλήματος: ένα φορτηγό αμάξι φορτωμένο ως πάνω, να κουβαλήσουμε τα πράγματα σπίτι. Πολλοί δρόμοι κουβάλημα. Αφού όταν ερχόταν ο θείος πηγαίναμε κι εμείς και βοηθάγαμε στο κουβάλημα και το αντίστροφο...
Θυμάμαι το πρώιμο παπαδικό. Που όταν ήταν να πάμε πίσω, η Μαίρη του Ζακ φώναζε "Ο τελευταίος μυρίζει!"...
ΥΓ: Το άρθρο αυτό πρωτογράφτηκε το 2014. Διορθώθηκε το 2024 για να δημοσιευτεί. Φανερώνει σήμερα τις αλλαγές που έχουν γίνει στα κτίσματα από τότε.
ΥΓ2: Σήμερα πως τα βιβλία των μικρών εξερευνητών έχουν ρίζες στο "How to play Indian" και άλλα βιβλία του Ernest Thomson Seton.
Μοιραστείτε το