Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Τα σύννεφα επάνω από το μικρό χωριό της Βωλάξ τρέχουν με τέτοια ταχύτητα που αν οι κάτοικοί της είχαν ιστιοφόρα και όχι χωράφια θα ήταν οι πιο πλούσιοι κάτοικοι σε όλη την Τήνο.

Ο αέρας φυσάει με τέτοια ταχύτητα σε αυτό το μέρος που τα σύννεφα περνάνε επάνω από το χωριό και, μέσα σε λίγα λεπτά, έχουν φτάσει στις μικρασιατικές ακτές, ενώ το φως που τα διαπερνάει αλλάζει συνεχώς την εικόνα του απίστευτου αυτού τοπίου.  

Δεκαετία του '20. Ο Γιακουμής ο Βίδος, ο γιος του Γιώργου του Μάγγου και της Λουκίας, το γένος Φυρίγου, είχε ανοίξει ένα μικρό καφενέ στο χωριό της Βωλάξ. Του άρεσε που ήταν το αφεντικό αυτού του καφενέ και που μαζευόταν όλο το χωριό εκεί, και τα λέγανε, και κάνανε πλάκα για να ξεφύγουν από την καθημερινότητα. Του άρεσε που έπαιζαν χαρτιά και αυτός τους φρόντιζε και τους έβαζε κάθε λίγο και λιγάκι ρακί , και ο ένας ευχόταν τα καλύτερα στον άλλον και συνέχιζαν να πίνουν κάτω από τις φροντίδες του.

Aν και την Κυριακή, τότε που ο Γιακουμής άνοιγε τον καφενέ μετά την θεία λειτουργία, καθημερινά άνοιγε το μικρό του κατάστημα τα απογεύματα. Μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, και δεν ασχολιόταν κανείς με την αέναη κίνηση που έκαναν τα σύννεφα, άνοιγε τις λάμπες πετρελαίου, καθάριζε όπως-όπως τα μικρά κρυστάλινα ποτήρια, έσπρωχνε το κουρούπι με το νερό για να δει αν είναι γεμάτο, έβγαζε από το γωνιακό ντουλάπι τις τράπουλες του ελληνικού μονοπωλίου και περίμενε τους πρώτους πελάτες.

Τα πρωινά, ο καφενές ήταν κλειστός. Όλοι οι συγχωριανοί του Γιακουμή βρίσκονταν στα χωράφια τους, φρόντιζαν τα ζώα ή έφτιαχναν καλάθια. Το ίδιο έκανε κι αυτός, κάθε πρωί. Στα χωράφια με την πρώτη ακτίνα του ήλιου, το μεσημέρι σπίτι, φαγητό με την οικογένειά του, μετά να ξαπλώσει μια στάλα, και να έρθει το απόγευμα που θα ανοίξει τον καφενέ.

Eκείνες τις ημέρες ασχολιόταν με το τελευταίο του απόκτημα: έναν δυνατό μαύρο ταύρο που θα τον χρησιμοποιούσε για αναπαραγωγή και για το όργωμα του χωραφιού. Ε, σ' αυτό το χωράφι είχε κατευθυνθεί εκείνη την Πέμπτη. Περπάταγε με γρήγορο βήμα και με το κεφάλι ψηλά. Του άρεσε να χαζεύει τα άσπρα σύννεφα που έτρεχαν με ταχύτητα και άλλαζαν συνέχεια σχήμα: μεγάλες φουρφουρένιες μπάλες που του έμοιαζαν πελώρια άλογα, θεόρατες καμπάνες που απλώνονταν, και μάκραιναν, και έσπαγαν στην μέση και γινόντουσαν δυό κομμάτια. Του έκανε εντύπωση μια σειρά από μικρά σύννεφα το ένα πίσω από το άλλο, και μπροστά σε αυτά άλλο ένα, μεγαλύτερο, που του φαινόταν πως έβγαζε καπνούς και τράβαγε τα υπόλοιπα, και σίγουρα θα το βάφτιζε σιδηρόδρομο αν ήξερε τι σόι πράγμα είναι αυτός ο σιδηρόδρομος...

Εκείνη την ημέρα τα άσπρα σύννεφα είχαν πάρει το γνώριμο και απειλητικό γκρι χρώμα τους. Πλησιάζοντας το χωράφι του, τα κοιτούσε σαν υπνωτισμένος, τα έβλεπε ν' αλλάζουν μορφές. Σε λίγο έβλεπε έναν πελώριο ταύρο με δύο μεγάλα κέρατα που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα και από τα ρουθούνια του έβγαιναν φλόγες. Θα βρέξει σκέφτηκε και νόμισε ότι άκουσε τις πρώτες βροντές που έβγαιναν από τα μαύρα σύννεφα. Του φάνηκε πως –για μια στιγμή–, τα σύννεφα είχαν κατέβει χαμηλά και τα μάτια του αντίκρισαν τα μάτια του ταύρου. Δεν πρόλαβε να εξηγήσει τι ήταν όλη αυτή η βουή που άκουγαν τ' αυτιά του, και, σχεδόν άμεσα, η εικόνα του ταύρου άρχισε να θαμπώνει και να σβήνει...

Ήταν απόγευμα της Πέμπτης, 3ης Αυγούστου του 1928, που ο Γιακουμής δεν είχε ανοίξει τον καφενέ, όπως κάθε μέρα. Δυο-τρεις διψασμένοι θαμώνες έψαξαν να τον βρουν. Τον βρήκαν! Ήταν στο χωράφι της Σαββαγιάννης, κατάχαμα, χτυπημένος θανάσιμα στον θώρακα και, μερικά μέτρα δίπλα του, τριγυρνούσε ήσυχα ένας μαύρος ταύρος, γεμάτος αίματα στα δυο του κέρατα.

 

Μοιραστείτε το