Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!
Hommage στο Mαρκάκι

Μη νομίζεις. Δεν είναι πολλές φορές που ο Μάρκος είχε φύγει έξω από τα στενά (και τόσο αγαπημένα) όρια του χωριού. Στη Βωλάξ γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί ζει, όλη του η ζωή εκεί. Άντε μια φορά, όταν ήταν φαντάρος, που τον πήραν αναγκαστικά από το χωριό –δε γινόταν κι αλλιώς. Ήταν το '44. Ένα χρόνο είχαν διαφορά με τον Γιάννη. Eκείνος ήταν μια κλάση μικρότερος, του '43.

Νομίζεις ότι όλα είναι δεδομένα και είναι ψέμα αυτό. Τον έστειλαν επάνω στην Κομοτηνή –Γκιουμουλτζίνα όπως τη λέγανε τότε. Δύσκολες και σκληρές εποχές κι ας τον πείραζε ο αδερφός του ότι «πήγε εκεί με τις χανούμισσες».

Η πείνα, ο κίνδυνος, ο θάνατος ακόμη, κυριάρχησαν σε καθημερινή βάση. Η πείνα δεν τον ένοιαζε, στα λίγα είχε μάθει. Όσο για τους κινδύνους, παλικάρι. Δεν έλεγες ότι φοβόταν κάτι. Aλλά να, ήταν μακριά από το χωριό, έξω από τα νερά του. Κάτι τον έτρωγε μακριά απ' αυτό, ακόμη και αν έπρεπε να φύγει για κάποιες ώρες, να πάει στη Χώρα να πουλήσει τα καλάθια του. Αλλιώς τα είχε μάθει ο Μάρκος που, αντί να περπατάει αμέριμνος στη Σαββαγιάννη και τη Λαμπίρ, έπρεπε να κρύβεται στα υψώματα της Δυτικής Θράκης, νέο παιδί ακόμη, άβγαλτο.

Οι Βούλγαροι δεν ήταν εύκολοι, και το χειμώνα ιδίως, τότε που τελείωνε ο πόλεμος και έπρεπε να φύγουν για την πατρίδα τους, τότε που καθυστερούσαν αδικαιολόγητα την αποχώρηση των στρατιωτικών τους δυνάμεων –έζησε επικίνδυνες στιγμές. Δεν πέρασε εύκολα στη Κομοτηνή. Σουτζούκ λουκούμ και μαλεμπί δεν μπόρεσε να δοκιμάσει, ούτε στο πόλεμο ούτε και μετά. Δεν τον ένοιαζε. Τα βωλακίτικα ξεροτήγανα και τα αμυγδαλωτά από τα γιορτινά κεράσματα του χωριού τού ήταν υπεραρκετά. Tο ρακί που έρεε άφθονο στο πανηγύρι της Καλαμάν τον ξεδιψούσε και τον έκανε να ψέλνει στα λατινικά, με το δικό του τρόπο.

Υπήρχαν και τα ευχάριστα ταξίδια μακριά από το χωριό. Είχε ταξιδέψει στην Αθήνα για να παρευρεθεί στο γάμο του αδελφού του Ιωσήφ, με τη Μαίρη. Του έφτιαξαν μάλιστα και ένα ωραίο σκούρο κοστούμι, που ποιος ξέρει αν το ξαναφόρεσε ποτέ. Kαι κει όμως δεν κρατιόταν, βιαζόταν να γυρίσει πίσω: στα γνώριμα χωράφια της Λαμπίρ, εκεί που τα δρομάκια χαράχτηκαν απ' τα δικά του βήματα. Δίπλα στα ζώα του που τον χρειάζονταν, και τα χρειάζονταν κι αυτός –δεν είχε κάτι άλλο να φροντίσει...

Θυμήθηκα τώρα πως μια φορά που ο Γιάννης ο Ταζέλος είχε ζοριστεί, τον πήρε κατά μέρος και τον έβαλε να κλάψει για να μαλακώσει ο πόνος, να ημερέψει και να φύγει το ζόρι από πάνω του. Αυτό μόνο. Άλλον δεν είχε να φροντίζει. Ο Άγγελος έφυγε βίαια από το χωριό και ο Ιωσήφ με τη Mαιρούλα στην Αθήνα. Εκείνος δεν παντρεύτηκε ποτέ.

Tα τόσα χρόνια μόχθου στα χωράφια, όλες αυτές οι υποχρεώσεις με τα ζώα, του άφησαν δώρο μια κήλη. Tου είπαν οι γιατροί νά 'ρθει στην Αθήνα να το κοιτάξει. Eίχαν μαζευτεί πολλά στο κορμί του –πλησιάζει πια τα ενενήντα–, δεν είναι παιδί. Κάτι λοιπόν που δεν άκουγε καλά, κάτι τα πόδια του που τον ταλαιπωρούσαν, ήρθε να κάνει εξετάσεις. Η εγχείρηση της κήλης που του είπαν οι γιατροί έπρεπε να γίνει, «αν θέλει να ξαναπάει στο χωριό και να γυρίσει στις υποχρεώσεις του». Tον διαβεβαίωσαν ότι όλα θα πήγαιναν καλά, με τη προϋπόθεση «να μη ξανασηκώσει τόσα βάρη»...

Πόσα βάρη όμως να σηκώσει; Ούτε την εξέταση δεν άντεξε. Λίγο η ηλικία, λίγο η απομάκρυνση από το χωριό, ένα μικρό εγκεφαλικό τον βρήκε ύπουλα και τον καθήλωσε στην Αθήνα. Aνήμερα των Φώτων ήτανε όταν τον φέρανε στον Ευαγγελισμό. Τον βάλανε στον τέταρτο όροφο, δωμάτιο 417. Το παράθυρο, δίπλα, ήταν λιγάκι ανοιχτό για να καθαρίζεται ο χώρος από τον αέρα. Το Μαρκάκι –γιατί Μαρκάκι τον φωνάζαμε όλοι φιλικά– ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι και τα είχε λίγο χαμένα. 

Έβλεπε φώτα γύρω-γύρω, κόσμο να έρχεται και να φεύγει έβλεπε, γύρισε στη Μαίρη και της είπε: «Να δεις που σε λίγο θά 'ρθουν τα βιολιά!». Ό,τι έβλεπε του έφερνε αναμνήσεις από το χωριό. Αυτό ήξερε. Τον πόλεμο και τους Βούλγαρους τα είχε ξεχάσει. Φώτα έβλεπε, κάτι συμβαίνει σου λέει. Μετά έβλεπε κόσμο, το πανηγύρι στην Καλαμάν θα είναι, σκεφτόταν.

Και το παράθυρο που εξακολουθούσε να είναι ανοιχτό για να περνάει ο καθαρός αέρας, μυρωδιά σανού του έφερε που του θύμισε την πατρίδα του. Ήταν μυρωδιά τόσο γνωστή όσο και η φωνή της μάνας του! Στο νου του ήρθαν οι γονείς του, τα άλλα του αδέρφια. Είδε τον πατέρα του να κάθεται στο τραπέζι και η μάνα του να ψέλνει λατινικά άσματα, ετοιμάζοντας μια φτωχική σούπα, στη κουζίνα...

Η Μαίρη του Iωσήφ, νά 'ναι καλά η κοπέλα! Όπως φρόντιζε τον Γιάννη τον Tαζέλο, όσο αυτός ζούσε, έτσι τώρα και το Mαρκάκι. Μας έλεγε λοιπόν, πως πριν από λίγο καιρό, κάποτε που ο Μάρκος είχε πιει λιγάκι, σταύρωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε δυνατά προς το Θεό: «Παναγιά μου, Χριστέ μου», είπε, «έχε καλά τον μπαμπά μου, την μαμά μου και μένα να με κάνεις ένα καλό παιδί». Κόντευε τα ενενήντα αλλά φαίνεται ότι σε αυτές τις περίεργες ώρες ήθελε να ξαναγίνει παιδί.

Να ξαναγυρίσει τότε που έτρεχε με τα αδέλφια του στα χωράφια –και μικρότερος ακόμα. Να κουλουριαστεί για τα καλά. Να γείρει προς τ' αριστερά και τα γόνατά του να πλησιάσουν το στήθος του. Nα ξαναμπεί στην κοιλιά την μάνας του ήθελε, κι εκεί να μείνει όσο μπορεί, να ηρεμήσει. Να μη τον ταράζει τίποτα εκεί μέσα, και ν' ακούει γνώριμους ήχους. Κουδούνια ν' ακούει. Κουδούνια αγελάδας που προχωρούν σιγά-σιγά στην Σαββαγιάννη της Μπίλιας, και αυτός από πίσω με τη μαγκούρα. Αυτές να προχωρούν στο μονοπάτι σηκώνοντας σύννεφο τη σκόνη και αυτός να τις οδηγεί από πίσω. Ποτέ μπροστά.

Τώρα είναι ήσυχα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Άνοιξε για λίγο τα μάτια του και είδε τη νοσοκόμα ντυμένη στα λευκά. Το μυαλό του τον γύρισε στο χωριό που νόμιζε πως, αυτή τη φορά, ήταν χιονισμένο. Λευκά είδε, χιόνι θυμήθηκε. Ανησύχησε για λίγο και άρχισε τους υπολογισμούς: πως θα βάλει το πόδι του να μη γλιστρήσει στα χιονισμένα μονοπάτια. Φοβήθηκε πως αν γλιστρούσε, τώρα που τον πονούσαν πια τα πόδια του, δεν θα μπορούσε να πάει στα ζώα του. Tέτοιες σκέψεις έκανε και δεν συνειδητοποίησε πως δεν θα ξαναγύριζε ποτέ πια στην αγαπημένη του Βωλάξ. Δεν συνειδητοποίησε πως ο Κάβο Ντόρος ήταν η ίδια η Αθήνα...

Και από τα κατάλευκα βράχια της Βωλάξ, το μυαλό του –για να τον βοηθήσει– τον ταξίδεψε σε κάποιο πανηγύρι της Καλαμάν, με τους συγχωριανούς του, με τους φίλους του. Και βρέθηκε ανάμεσα στα κεράσματα με το ρακί, στα γλυκά τα ξεροτήγανα, στα φώτα και στα βιολιά. Και χάθηκε στον άνεμο της Σαββαγιάννης, που τελικά δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το παράθυρο του δωματίου 417, που είχε αρχίσει να βάζει κρύο...

 

Μοιραστείτε το