Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Με αφορμή αυτούς που λατρεύουν να ζωγραφίζουν βουνά και βράχια κάνουμε μια μικρή αναφορά στον Βασίλη Ιθακήσιο, τον ζωγράφο του Oλύμπου.

Ο Βασίλης Ιθακήσιος γεννήθηκε στο χωριό Ακρωτήρι της Μυτιλήνης στις 11 Μαρτίου του 1879. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Γεωργανάς. Του έδωσαν το όνομα του παππού του, του Βασίλειου Γεωργανά που ζούσε στην Ιθάκη. Το 1922, μετά την καταστροφή της Σμύρνης, ο 42χρονος ζωγράφος βρέθηκε στην προκυμαία, ανάμεσα στους άλλους πρόσφυγες που περίμεναν να φύγουν για την Ελλάδα. Στα ερείπια της Σμύρνης που καιγόταν, άφηνε έναν μεγάλο έργο που έφτανε στον αριθμό των 3.000 πινάκων περίπου και έφευγε από τη Σμύρνη που τόσο αγάπησε με ελάχιστα έργα στα χέρια του.

Στην Αθήνα όπου πρωτοεγκαταστάθηκε, πρόσφυγας πλέον, ο Βασίλης Ιθακήσιος βρήκε παλιούς του φίλους από τα σπουδαστικά του χρόνια που συμμετείχαν στον πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο της πρωτεύουσας. Πολλοί από τους φίλους του ήταν φυσιολάτρες και είχαν ιδρύσει τον Oδοιπορικό Σύνδεσμο. Μετά από ορισμένους περίπατους σε διάφορα βουνά της Ελλάδος, αποφάσισε να αρχίσει να τα ζωγραφίζει.

Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να σκέφτεται ότι θέλει να ζήσει σε βουνό και να απομακρυνθεί τελείως από την πόλη. Το 1928 θα ανεβεί με τον Χρήστο Κάκαλο στον Όλυμπο (ο «πρώτος» οδηγός που έφτασε στην κορυφή του Ολύμπου, λίγα χρόνια πριν) φθάνοντας σε μια σπηλιά που θα ονομάσει «Άσυλο των Μουσών» και θα περάσει εκεί πολλά καλοκαίρια, από το 1928 έως το 1940, ζωγραφίζοντας πάνω από 500 πίνακες με διαφορετικές όψεις του Ολύμπου.

Κάνει τη σπηλιά παλάτι του (γνωστή ως “σπηλιά του Ιθακήσιου”), με εφόδια δύο τρία σκαμνιά, ένα σεντούκι, ένα πιθάρι, δοχεία για νερό, καλάθια, λάμπες πετρελαίου, στρωσίδια, ξύλα για φωτιά και, φυσικά, τα σύνεργα της ζωγραφικής του. Στα τοιχώματα ζωγράφισε τις Μούσες και δύο φορές την εβδομάδα έρχονταν, με ζώα και προμήθειες από το χωριό. Ήθελε να ζήσει κοντά στη φύση, να τη χαρεί, να τη ζωγραφίσει και να την παρουσιάσει σε εκθέσεις του. Να τη δει πολύς κόσμος, να την αγαπήσει και να παρακινηθεί ώστε να βγει στο ύπαιθρο, να ανέβει στο βουνό, όπως μέχρι τότε έκαναν μόνο μικρές ομάδες.

Οι Γερμανοί στον πόλεμο του αφαιρούν το ημερολόγιο των πρώτων χρόνων του Ολύμπου και τα έργα του βοηθούν την εξασθενημένη μνήμη του. Έγκλειστος στο γηροκομείο, σε βαθιά γηρατειά, έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι, αναζητούσε τον Όλυμπο. Η μόνη του έγνοια ήταν η επιστροφή στις κορυφές, στη σπηλιά του. Η διεύθυνση του γηροκομείου προβληματίστηκε και τελικά συνεννοήθηκε με το Γ.Ε.Σ. ώστε κάποιο ελικόπτερο, που για υπηρεσιακούς λόγους θα πήγαινε προς τον Όλυμπο, να τον πέρναγε για λίγο απ’ τα γνωστά του μονοπάτια. Το πρόγραμμα είχε κανονιστεί και ο γέροντας είχε ξανανιώσει... Όμως ο γιατρός του ιδρύματος, για το καλό της υγείας του, την τελευταία στιγμή ματαίωσε το ταξίδι.

Eκείνος το ίδιο βράδυ, σηκώθηκε, ντύθηκε τα ορειβατικά του και προσπάθησε να φύγει μόνος του για το βουνό... Δρασκελίζοντας το παράθυρο έπεσε και χτύπησε θανάσιμα. Το πνεύμα του, όπως λένε, πέταξε ελεύθερο για πάντα στο αγαπημένο του βουνό…

 

αναδημοσίευση του περιοδικού Πάνα, σε κείμενο της Σοφίας Κ.
μεταφορά: Φίλοι της Bωλάξ

Μοιραστείτε το