Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Στο πρόσφατο βιβλίο με τα «ανέκδοτα» του Ντον Γιώργη δεν βρήκαν χώρο 19 κείμενα (16 του π. Ρόκκου + 3 από άλλες πηγές). Ο Ζακ Βίδος μας τα εμπιστεύτηκε και σας τα παρουσιάζουμε σε αυτό το αποκλειστικό άρθρο.

Άνθρωποι που μας τίμησαν στην παρουσίαση του βιβλίου του Ντον Γιώργη, μας διηγήθηκαν κάποιες ιστορίες που, όμως, υπήρχαν ήδη μέσα στο βιβλίο. Ρωτήσαμε τον πατέρα Ρόκκο αν με αυτά κλείνει ο κύκλος όλων των γνωστών κειμένων επάνω στον Ντον Γιώργη (130 του βιβλίου + 19 του παρόντος άρθρου): «Ναι, είναι αλήθεια αυτό. Δυστυχώς, μερικά πολύ χαρακτηριστικά και ζουμερά ανέκδοτα δεν κατόρθωσα να τα σώσω, διότι άνθρωποι που είχα εντοπίσει ότι τα γνωρίζουν, πέθαναν πριν προλάβω να τους επισκεφθώ, όπως ο Ιωάννης ο Μηλιός από τη Χώρα και ο μπαρμπα-Γιώργης ο Καστορίνης από την Κώμη που πέθανε ξαφνικά ενώ τελούσα τη Θ. Λειτουργία. Είχα σκοπό να τον επισκεφθώ αμέσως μετά»...

Αξίζει να διαβάσουμε και τα υπόλοιπα κείμενα που δίνουν την αίσθηση μιας άλλης πιο ρομαντικής εποχής, με επίκεντρο έναν εμπνευσμένο και έξυπνο άνθρωπο που –όπως όλοι μας– είχε ατέλειες και αδυναμίες. Σίγουρα ωστόσο, αυτές τον κάνουν πιο ενδιαφέροντα και πιο ανθρώπινο. Όσο για τις ιστορίες, αυτές τις κάνουν πολύ πιο απολαυστικές!

Για τα σχέδια αυτού του άρθρου χρησιμοποιήθηκαν κάποιες από τις εικονογραφήσεις που δεν μπήκαν στο βιβλίο. Να προσθέσουμε, τέλος, ότι από τα 19 κείμενα, τα τρία ανήκουν στην κατηγορία "στιχάκια". Ξεκινάμε:

Ι Οι σάλτσες
Ο Ντον Γιώργης αγαπούσε πολύ τις μακαρονάδες. Μάλιστα, του άρεσε να τις συνοδεύει με νόστιμες σάλτσες από ντομάτα, λάδι, βασιλικό και κάπαρη. Για αυτή του την αγάπη τον πείραζε συχνά ο Ντον Πέτρος ο Φαληρίνης.

Κάποτε, όταν επέστρεφαν οι δυο παπάδες επάνω στα γαϊδούρια τους, παρέα με πολλούς προσκυνητές μετά την Πανηγυρική Θεία Λειτουργία στο Βρυσί, ο Ντον Γιώργης δεν σταματούσε να μιλάει. Μπροστά του προχωρούσε ο Ντον Πέτρος ο Φαληρίνης. Κάποια στιγμή ενοχλημένος από τη φλυαρία ο Ντον Πέτρος, που προχωρούσε μπροστά από τον Ντον Γιώργη, γυρίζει και του λέει:
–Σώπα, σάλτσα! Μας έφαγες το κεφάλι! 
Ο Ντον Γιώργης σταμάτησε και δεν ξαναμίλησε. Όταν έφτασαν στον Κάμπο, είδαν ένα σκαλί γεμάτο από ντοματιές. Ο Ντον Πέτρος αναφώνησε:
–Ωραία ντοματιά! Θα βγάλει μπόλικη σάλτσα!
–Δόξα τω Θεώ, γιατί την δικιά μου θα την φάω το βράδυ με τα μακαρόνια!


ΙΙ Οι μπάμιες 
Ο μπαρμπα-Ζάννες ο Παγώνης από τη Στενή, είχε μαγέρικο στη Χώρα όπου πήγαινε συχνά ο Ντον Γιώργης να γευματίσει. Μια μέρα ο Ζάννες είχε μαγειρέψει μπάμιες που άρεσαν τόσο στον Ντον Γιώργη ώστε παρήγγειλε δύο μερίδες. Όταν τον κοίταξε με έκπληξη ο μάγειρας, ο Ντον Γιώργης του είπε:
–Μαρέ Ζάννε, δεν πα να πεις στ’ Γκουντίλα ήνταμό ψήνιν τσ’μπάμιες; Εκείνος, μαρέ, τσ’κάν’ ούλου σάλια!
Και παρήγγειλε άλλη μία μερίδα εντωμεταξύ.


ΙΙΙ Τα σταφύλια  
Ο Ντον Γιώργης κατέβαινε στη Χώρα με τον γαϊδαρό του. Επειδή είχε καθυστερήσει, "κεντούσε" συνεχώς τον γάϊδαρο. Στο ύψος της Κιουρά-Ξένης, μετά τον Σμουρδιά, τον είδε ένας χωρικός που κράταγε στο μπράτσο του ένα καλάθι με αμπελόφυλλα.
–Καλώς τον Ντον Γιώργη.
–Γεια και σε σένα.
–Σε βλέπω πολύ βιαστικό. 
–Ναι, μαρέ, βιάζομαι πολύ.
–Μα τόσο πολύ βιάζεσαι;
–Ναι, σου λέω έχω αργήσει!
–Δηλαδή, αν σε ρωτήσω κάτι δεν θα σταματήσεις;
–Πρέπει να πηγαίνω...
–Άκουσε παπά μου. Από το αμπέλι έρχομαι.
 
Το ακούει αυτό ο Ντον Γιώργης, τραβάει το καπίστρι και σταματάει τον γάϊδαρο. Ο χωρικός συνεχίζει:
–Αν μου πεις τι έχω στο καλάθι, θα σου δώσω ένα καλό τσαμπί. 
–'Πας κι έχεις σταφύλια στο καλάθι;
–Tο βρήκες, Ντον Γιώργη. Να, πάρε ένα ροζακί! 

Ο Ντον Γιώργης το έφαγε με λαιμαργία και είπε:
–Άξιζε το σταμάτημα! Nα δω τώρα αν θα προλάβω...
Και έδωσε μια ραβδιά στο γάιδαρο και πήρε τον κατήφορο.

IV Τα παστέλια
Την εποχή που ο Ντον Γιώργης ήταν Εφημέριος στην Περάστρα, τον κάλεσαν μια μέρα να παρευρεθεί στο Αγάπη στα βαφτίσια ενός παιδιού. Μετά τη βάπτιση έγινε το καθιερωμένο κέρασμα και του προσέφεραν παστέλια. Ο Ντον Γιώργης τραγάνισε αρκετά. Όταν επέστρεφε στην Περάστρα, περνώντας από τα Μοναστήρια συνάντησε κοντά στο χωριό τον Ματέο το Βίλλα που έκανε ζευγάρι σ’ ένα χωράφι.
–Καλώς τον Ντον Γιώργη. Πώς τα πέρασες στο Αγάπη; Θα σε καλοδγήκαν οι Αγαπιανοί!
–Ναι, μαρέ, ήταν καλά! Ήφαγα κάμπουσ’ ζύμ’ τ’γαν’τή και σκιόφ’λα (=συκόφυλλα) πυρωμένα...

Και αναστενάζοντας τράβηξε για το σπίτι του. 

V Η θρυλική εισαγωγή 
  Κάλεσαν τον Ντον Γιώργη να πάει στην Αθήνα να κηρύξει μια Μεγάλη Παρασκευή στον καθεδρικό ναό του Αγίου Διονυσίου. Ενώ προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να ανακεφαλαιώσει το θέμα της ομιλίας του, λίγο πριν αρχίσει η ακολουθία των Αγίων Παθών, τον πλησιάζει ο Ντον Μάμος –αδελφικός του φίλος– για να τον πειράξει:
–Για δες ποιον έστειλαν από την Τήνο για να μας κηρύξει! Για δες μια φάτσα, για δες σουλούπι!
–Τι μου έκανες μωρέ, έχασα και την αρχή και το τέλος των ιδεών μου! Με μπέρδεψες! Τώρα πως θ' αρχίσω και πώς θα τελειώσω; Με σύγχισες! 

Όταν όμως ήρθε η στιγμή και ανέβηκε στον άμβωνα, είπε με ευλάβεια ένα "Χαίρε Μαρία" και άρχισε την ομιλία του λέγοντας:
–Ο Πατήρ συνέλαβεν το σχέδιον, ο Υιός το απεδέχθη και η Αγάπη προς το ανθρώπινον γένος το εξετέλεσεν!
Και έβγαλε μιαν υπέροχη ομιλία που προκάλεσε τεράστια εντύπωση στο εκκλησίασμα και που η λιτή εισαγωγή της έχει μείνει μέχρι σήμερα!

VI Ανομολόγη φράση
Ο Ντον Γιώργης έβγαζε τον Πανηγυρικό της Παναγίας του Ροδαρίου στην Ξυνάρα κατά τον επίσημο Εσπερινό. Διηγούνταν με πολλή ευφράδεια και ρητορικό ύφος την ναυμαχία της Ναυπάκτου κατά την οποία οι χριστιανοί ενίκησαν τους Τούρκους. Η νίκη αυτή αποδόθηκε στην επέμβαση της Παναγίας. Ο Ντον Γιώργης αγόρευε στους πιστούς:
–Έστι δίκης οφθαλμός, ος τα πανθ’ ορά! Ήτο ποτέ δυνατόν να κωφεύσει η Παναγία εις τας εκκλήσεις τόσων πιστών; Πλην όμως ο ναύαρχος του εχθρικού στόλου δεν έπαυεν ως λυσσασμένος πλέον να προφέρει τρομεράς βλασφημίας. Αλλά, εν τέλει, κατετροπώθη διότι ετόλμησεν να εσκστομίσει και αυτήν την βαρυτάτην ύβριν κατά του Ιερού Ευαγγελίου…
Όλοι τον κοίταζαν με απορία περιμένοντας ν’ ακούσουν τι είπε ο ναύαρχος. Ο Ντον Γιώργης, όμως, χαμήλωσε απότομα την φωνή του και ψιθύρισε σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος του: 
–Αχ, Θεέ μ’, δεν μπορώ να το πω! Όχι! Όχι! Πιο καλά να καταπιώ τη γλώσσα μου!
Ο Ντον Γιώργης τότε, συνέχισε το λόγο του χωρίς να πει κάτι περισσότερο. Μετά τον Εσπερινό, στην Επισκοπή, κατά το κέρασμα, τον περικύκλωσαν με περιέργεια και τον ρώτησαν:
–Τι βρισιά είπε ο ναύαρχος, Ντον Γιώργη; 
–Αχ, βρε σεις, αφήστε με... Δεν είναι σωστό.
–Μα τώρα δεν είμαστε μέσα στην Εκκλησία Ντον Γιώργη; Τι είπε ο ναύαρχος;
–Ντρέπομαι σας λέω...


Και αφού δεν τους το είπε τότε ο Ντον Γιώργης, δεν σας το λέμε ούτε εμείς τώρα!

VII Αναστάσιμο μήνυμα
Ο Ντον Γιώργης έκανε τον Πανηγυρικό του Πάσχα και συνέχαιρε τις μυροφόρες γυναίκες που ανήγγειλαν με ενθουσιασμό την Ανάσταση του Χριστού. Σε μια στιγμή φώναξε δυνατά:
–Η Μαγδαληνή και οι άλλες μυροφόρες διαλάλησαν παντού την Ανάσταση του Κυρίου. Το ίδιο δεν κάνετε και σήμερα; Χριστός Ανέστη και... οι γυναίκες στα τηλέφωνα!

VIII Η συμβολή της γυναίκας
Την εποχή που ο Ντον Γιώργης ήταν εφημέριος στη Χώρα, έβγαλε έναν λόγο για την αξία του άντρα που δουλεύει σκληρά στα χωράφια, που δέρνεται στις θάλασσες, που μεγαλώνει τα ζώα του για να έχει φαγητό η οικογένεια. Μετά τη Θεία Λειτουργία, δυο γυναίκες, πιο δυναμικές, πλησίασαν τον Ντον Γιώργη και του είπαν:
–Καλά όλα αυτά Ντον Γιώργη, αλλά που θα βρισκόταν ο άντρας σήμερα αν δεν υπήρχε η γυναίκα;
–Στον Παράδεισο...

Και συνέχισε τη δουλειά του.

IX Νυμφεύεται η κόρη
Ένα πρωί, ο παπα-Γιάννης από τον Τριπόταμο βρισκόταν στο κατάστημα του Μανώλη του Σελέντη. Ο κυρ-Μανώλης έψαχνε να βρει κάποιο ύφασμα. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει μέσα και ο Ντον Γιώργης.
–Καλημέρα, παπα-Γιάννη. Τι κάνεις; Ψωνίζεις βλέπω πανί για ράσο!
–Καλώς τον Ντον Γιώργη. Δεν ψωνίζω ράσο. Έχω βλέπεις υποχρεώσεις· έχω θυγατέρα για παντριά και αγοράζω τα προικιά της. 
–Από δω και πέρα πλέον θα έχεις και γιο. Ξέρεις τι έλεγαν οι Αρχαίοι: "ο έχων θυγατέραν και υπανδρεύων αυτήν, αποκτά υιόν".
 [1]


X Κρέας ή ψάρι
Ένας χωρικός πήγε με την γυναίκα του σε ένα μαγέρικο στη Χώρα. Εκεί συνάντησαν τον Ντον Γιώργη να γευματίζει. Αφού χαιρέτησαν τον παπά καθίσανε να φάνε. Ο χωρικός ήθελε να φάει ψάρια ενώ η γυναίκα του προτιμούσε κρέας. Λύση στη διχογνωμία τους έδωσε ο Ντον Γιώργης σκαρώνοντας ένα μικρό στιχάκι:
Κάλιο να μι φ’λάς κι να σι φ'λώ,
παρά να μι φ΄τας κι να σι φτω (= φτύνω)!


Και το ζευγάρι παρήγγειλε κρέας, γιατί τα ψάρια είχανε κόκκαλα.

XI Τα σμάρια 
Τον μήνα Μάιο στην Τήνο, βγαίνουν τα "σμάρια". Οι μελισσοκόμοι βρίσκονται σε συναγερμό. Αλείφουν τις άδειες κυψέλες τους με δυνατό κηρόζουμο για να προσελκύσουν τα νέα σμήνη. Οι νέες μέλισσες περιβάλλουν τόσο σφικτά τη βασίλισσά τους, ώστε να σχηματίζουν ένα όγκο που περιφέρεται στον αέρα ή κρέμεται σε κάποιο δέντρο, ώσπου να βρεθεί η κατάλληλη κρυψώνα για να εγκατασταθούν. Οι κυψέλες, με το άρωμα που βάζουν οι μελισσοκόμοι, ελκύουν τις μέλισσες. Πολλοί μανιώδεις μελισσοκόμοι παρακολουθούν τα σμάρια, και όταν τα δουν να κάθονται σε κάποιο δέντρο, έχουν τον τρόπο να τα πιάσουν, και να τα μεταφέρουν στη δικιά τους κυψέλη.

Ο Ντον Γιώργης ήταν μανιώδης για τις μέλισσες. Έτσι δεν άφηνε την ευκαιρία να ψάξει για σμάρια. Μια μέρα ανέβαινε από τον Κρόκο στο Σκαλάδο, από τον παλιό ανηφορικό δρόμο. Στην τελευταία ανηφόρα της Λαγαρής, πριν φτάσει στο παλιό πηγάδι του Σκαλάδου, συναντήθηκε με τον Ντον Γιάννη τον Φιοράντη που έκανε την αντίθετη πορεία. 
–Καλώς τον Ντον Γιώργη! Πολύ λαχανιασμένο σε βλέπω!
–Αχ! Ντον Γιάνν’, του απαντά, 
χουλουμανώ (= αγωνιώ) κι πρήσκου (= πρήζομαι)
γιατ’ έχασ' του σμαρ’ κι δε του βρίσκου!


XII Η λίμα και το σίδερο
Το μαγαζί του Ρόκκου του Φιλανδού στην Κώμη ήταν κάποτε τσαγκαριό. Ένα πρωί ο Κοσμάς ο Βαλλαρής λιμάριζε εκεί μια φαλτσέτα. Περνάει ο Ντον Γιώργης και σταματάει στην πόρτα. Κοιτάζει για λίγο τον Κοσμά και του λέει:
Η λίμα τρώει το σίδερο, το σίδερο τη λίμα!
Κι όποιος σε κλέβει και τον κλέψ’ς, αυτό δεν είναι κρίμα!


XIII Το πρωινό δάνειο
Κάποιος χτύπησε πρωί-πρωί την πόρτα του Ντον Γιώργη.
–Ποιος είναι; ρώτησε ο Ντον Γιώργης.
–Εγώ πατέρα, Κοιμάσαι;
–Ποιος είναι;
 ξαναρώτησε ο ιερέας.
–Εγώ, ο Νικολός. Κοιμάσαι; 
–Τι θέλεις;
–Ήθελα να σας δω πατέρα, να σας παρακαλέσω να μου δανείσετε...
–Κοιμάμαι, Νικολό, κοιμάμαι!


XIV Ο πανικός
Ήταν χειμώνας και ο καιρός πολύ βροχερός. Ο Ντον Γιώργης χαιρέτησε τους φίλους του στο καφενείο του Γιαρμπάνη, κάτω από τον Αγ. Νικόλαο στη Χώρα, και ανέβηκε βιαστικά στο παπαδικό για να κοιμηθεί. Ο καιρός χαλούσε συνεχώς, γεμάτος βροντές και δυνατή βροχή. Μετά από κάμποση ώρα, ο Ντον Γιώργης αφήνει το κρεβάτι του και ξαναπάει στο καφενείο όπου οι φίλοι του έπαιζαν χαρτιά.
–Τι έπαθες Ντον Γιώργη; Φαίνεσαι πολύ ταραγμένος. Γιατί γύρισες τέτοια ώρα και μ’ αυτό το κακό;
–Αχ, ήντα ’παθα! Έπεσα που λέτι να κ’μηθώ κι αρχίζειν οι βρουντές:
μπαμ-μπουμ, μπαμ-μπουμ! 
Που να μι παρ’ ου ύπνους· σκιάχτηκα. 
Απ' την άλλ', κάθι βράδ’ βάνου του ξυπνητήρ’ στου συρταράκι’ του κουμουντίνου μ’. 
Τ’ ακούω λοιπόν να κάνι να, έτσ’: 
τάκι- τίκι, τάκι-τίκι, τάκι–τίκι! 
Σα να μούλιγιν "πας-ιμπήτ’σις, πας-ιμπήτ’σις, πας-ιμπήτ’ σις!"
Τ’ν ίδια ώρα άκουγα να σταζ’ του ταβάνι χάμου σ’ ούλου του πάτουμα: 
κλικ-κλακ, κλικ-κλακ, κλικ-κλακ!
Γυρίζου, απ’ τ’ ν άλλ’ μιριά στου κριβάτ, κι ακούω του μεγάλου ρουλόϊ στ’ γουνιά να κάνει:
τακ-τακ, τακ-τακ, τακ-τακ! 
Σα να μούλιγιν: "πας-πια, πας-πια, πας–πια!"
Μούρθιν λουλάδα! Πιτάχ’τ’κα μαρέ απ’ του κριβάτ’ κι ήρθα να μ’ κάνι ου Γιαρμπάν’ς ένα χαμώμ’λου, μπας κι συνεφέρου, ώσπου να σταματήσ’ κι η βρουχή!


Και η παρέα του γέλασε και συνέχισε να χαρτοπαίζει.

XV Το "βαρδαράμ'"
Βαρδαράμ' είναι το πράσινο χρώμα, η μούχλα, που βγάζει το μπακίρι από τον καιρό.
Βρισκόταν ο Ντον Γιώργης με τον Ντον Μικελίνο, στην Άμμο της Λιβάδας. Κάποια στιγμή τον κοιτάζει ο Ντον Μικελλίνος και του λέει:
–Ντον Γιώργη, η μύτη σου έχει βαρδαράμ’!
–Θα σου τη δώσω μαρέ, να τηνε πας στο γανουντζή να τη γανώσει!

XVI Οι τσέπες
Ο Ντον Γιώργης φορούσε ένα ράσο με μεγάλες και βαθιές τσέπες. Μια μέρα που τις έψαχνε για να βρει τα κλειδιά του, ένας χωρικός του λέει ειρωνικά:
–Ντον Γιώργη, έχεις βλέπω πολλές και μεγάλες τσέπες! Αλλά πρέπει να τ'ς γεμίζεις κάτι τις...
–Ναι, κι βάνου παντού λεφτά. Αν μι πιάσιν οι κλέφτις θα μ’ αδειάσιν καμιά–δυο, ούλου κι θα μείν’ καμιά τσέ’π’ γιμάτ’ κι για μένα! 


XVII Το χουζούρι
Ο Ντον Γιώργης πήγαινε καβάλα σ' ένα γάιδαρο να τελέσει την Θεία Λειτουργία στη Φανερωμένη. Από πίσω του ακολουθούσε μια ομάδα ενοριτών από τη Στενή. Την ημέρα εκείνη έκανε αντάρα, παραπάτησε το ζωντανό, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε μέσα σ’ ένα χαντάκι μαζί με τον Ντον Γιώργη. Όλοι έσπευσαν να βοηθήσουν τον παπά, ο οποίος κατάφερε να ξεμπλέξει τα πόδια του από τις σκάλες της στρατούρας. Όταν τον σήκωσαν, το γαϊδούρι ήταν ακόμη ανάσκελα στο χαντάκι.
– Ε, Ντον Γιώργη, κοιμήθηκες μου φαίνεται!
– Εγώ μαρέ είμαι ξύπνιος, το χτ’νό (=κτήνος) χουζουρεύιν μέσα στου χαντάκ’ σαν αναπουγυρισμένου τραπέζ! 

Και αφού σηκώσανε το ζωντανό, συνέχισαν την πορεία τους.

XVIII Όποιος βιάζεται, θα σκοντάψει
Ένα πρωί ο Ντον Γιώργης πήγαινε από την Περάστρα στη Χώρα με ένα γέρικο γαϊδουράκι. Λίγο πριν το Λάζαρο, τον προλαβαίνει ένας Κωμητιανός που πήγαινε και αυτός με το μουλάρι του στη Χώρα. Επειδή ήταν στενός ο δρόμος και δεν μπορούσε να προσπεράσει τον Ντον Γιώργη, του λέει:
–Κέντα παπά, το γάϊδαρο, θα βραδιαστούμε…
–Τον κεντάω μαρέ, μα δεν πάει!
–Σφίξε το ραβδί Ντον Γιώργη!
–Σφίγγου του ραβδί, μα τα πουδάρια τ’ ανιλούνε κι μπαραντουρεί (= τρικλίζει).
–Σφίξε το να, αδέτσ’!
 και δίνει ένα δυνατό χτύπημα στο γαϊδουράκι από πίσω που τρομάζει για τα καλά το ζώο.
–Βρε τι κάν'ς στο φουκαριάρ΄κου; Μη του βαράς, θα πέσου κι θα θραβαλευτώ (= γκρεμοτσακίζομαι). Περίμενε λίγου!
Εκείνη τη στιγμή βρισκόντουσαν στο ύψος της Αγίας Άννας όπου ο δρόμος είναι πιο φαρδύς, και ο καβαλάρης προσπέρασε με ταχύτητα τον Ντον Γιώργη: 
–Καλό βράδυ, του είπε ειρωνικά ο καβαλάρης, αφού ακόμη δεν είχε φτάσει μεσημέρι.
–Καλή σκουντούφλα, μουρμούρισε ο Ντον Γιώργης, και ανηφόρισε με τον γαϊδαρό του αργά-αργά προς τα Λουτρά.

XIX Ετυμολογία της λέξεως "ταλκ"
Το έδαφος της Τήνου διαθέτει αξιόλογο ορυκτό πλούτο. Το θαυμαστό πράσινο, αλλά και το λευκό μάρμαρο της Τήνου, έχει χρησιμοποιηθεί στο Μουσείο Λούβρο και στο ανάκτορο του Μπάκινχαμ. Ο γρανοδιορίτης του νησιού είναι τεσσάρων εκατομμυρίων ετών, παλαιότερος από εκείνον της Λαυρεωτικής. Το νησί διαθέτει χρώμιο, μόλυβδο και τάλκη (ταλκ)...

Στα τέλη του 19ου αιώνα, στη περιοχή του Πανόρμου, είχε ιδρυθεί ατμοκίνητο εργοστάσιο εξόρυξης και κονιοποίησης (πρώτης επεξεργασίας) ταλκ από τον επιχειρηματία Μελετόπουλο, το οποίο το 1900 απασχολούσε 15 εργάτες. Από τη δεκαετία του 1920 το εργοστάσιο πέρασε, με διαμεσολάβηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, στους αδελφούς Νικολάου Αλαβάνου (1927). Πολλοί είχαν διαμαρτυρηθεί εκείνη την εποχή ότι ο ορυκτός πλούτος του νησιού θα έπρεπε να ανήκει στους κατοίκους του και όχι σε συγκεκριμένες οικογένειες και μάλιστα με κρατική παραχώρηση! Πολλά χρόνια μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο εξακολούθησε να υπάρχει εργοστάσιο τάλκης, με το χαρακτηριστικό φουγάρο, στη Χώρα (βλ. φωτό), εκεί που σήμερα βρίσκεται η Εμπορική Τράπεζα.

Όταν ρώτησαν λοιπόν τον Ντον Γιώργη, να τους εξηγήσει τι σημαίνει η λέξη «ταλκ», εκείνος απάντησε:
Των Αλαβάνων Λεφτά Κλεμμένα. [2] 

 


[1] Η πλήρης φράση είναι: «ο έχων θυγατέραν και υπανδρεύων αυτήν, αποκτά υιόν. Εάν όμως ο υιός δεν φανεί καλός, απώλεσες και την θυγατέρα». Αποδίδεται στον Βία. O Βίας ο Πριηνεύς (6ος αι. π.Χ.) ήταν ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας αλλά και ποιητής, από την Πριήνη της Ιωνίας, γιος του Τευτάμου.

[2] Από την εφημερίδα Πρόοδος Τήνου (φ.86. 1899) μαθαίνουμε ότι: «Από ετών δε εις τον πλούτον των μαρμάρων προσετέθη και νέα πηγή εισαγωγής χρημάτων εν τω ∆ήμω εκείνω (σσ. Πανόρμου). Επί μεγάλων εκτάσεων γης ανεκαλύφθη στεατίτης (γλυσόλιθος), του οποίου βαθμηδόν επαυξάνει η εξαγωγή. Είς των μεγαλυτέρων επιχειρηματιών της Ελλάδος εις το είδος τούτο, ο εκ Πειραιώς κ. Μελετόπουλος, αναλαβών εν των λατομείων του ∆ήμου εκείνου, καταγίνεται από καιρού δι’ ειδικού μηχανικού εις την τοποθέτησιν καταλλήλου μηχανήματος εν τη παραλία του λιμένος του ∆ήμου Πανόρμου, ώστε ο υπό φόρτωσιν μεταφερόμενος στεατίτης να προπαρασκευάζηται και καθ’ όλα έτοιμος να παραδίδεται εις τον τόπον της αποστολής του. Προς ευκολωτέραν δε μεταφοράν του στεατίτου, σκέπτεται ο κ. Μελετόπουλος να κατασκευάση αμαξιτήν οδόν από του λατομείου μέχρι του λιμένος Πανόρμου».

Το 1927 ιδρύεται η εταιρεία των αδελφών Νικολάου Αλαβάνου. Εκείνη την εποχή, ο Ντον Γιώργης ήταν ήδη 50 ετών.

 

Για την μεταφορά: mix 06/2015

Μοιραστείτε το