Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Η σελίδα αυτή, με τίτλο «τα ανέκδοτα του Ντον Γιώργη», ανέβηκε στο site μας τον Οκτώβριο του 2010 και περιελάμβανε 33 γνωστές-και-μη ιστορίες του θρυλικού ιερέα, όσες είχαμε καταφέρει να μαζέψουμε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ένα χρόνο μετά (χειμώνας 2011), ο π. Ρόκκος, μελετητής/καταγραφέας των «ανεκδότων» του Ντον Γιώργη, παρέδωσε το σύνολο της δουλειάς του στον Ζακ Βίδο ώστε να γίνει ένα βιβλίο. Στα τέλη Ιουλίου του 2012 το βιβλίο αυτό ήταν έτοιμο και περιελάμβανε έναν «ολοκληρωμένο» κύκλο 130 (!) ιστοριών του Ντον Γιώργη. Η αναμόρφωση των κειμένων (Ζέτα Παπαγεωργοπούλου) έγινε με ουσιαστικό τρόπο, με αποτέλεσμα να αφαιρέσουμε ότι είχαμε ανεβάσει μέχρι τότε και να διαλέξουμε 10 ιστορίες (ενδεικτικά) μέσα από το βιβλίο, όπως ακριβώς αυτές είναι γραμμένες.

«Ο Ντον Γιώργης Φυρίγος (1877-1940) ήταν ένας ιερέας, έξυπνος και μορφωμένος, που του άρεσε να λέει ιστορίες. Και τις έλεγε τόσο καλά, τις ιστορίες του αυτές, τις ευτράπελες διηγήσεις και τα ανέκδοτα, που όλοι οι Τηνιακοί της εποχής του αποζητούσαν τη συντροφιά του. Πέρασαν πάνω από 70 χρόνια από τον θανατό του, και όμως, το ολοζώντανο πνεύμα του ταξιδεύει ακόμη από στόμα σε στόμα στο νησί και έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσής του. 

Παρόλο που μερικά από τα ανέκδοτα του Ντον Γιώργη έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και σε βιβλία, στον π. Ρόκκο Ψάλτη οφείλουμε κατά κύριο λόγο τη συλλογή και συστηματική καταγραφή αυτού του πραγματικού θησαυρού, έργο για το οποίο κατέβαλλε επίμονες και επίπονες προσπάθειες επί σειρά ετών. Επιλέξαμε για σας, λίγα μόνο από τα γεγονότα, τις εμπειρίες, τα παθήματα και τα παραμύθια του Ντον Γιώργη (αφήσαμε έξω τους στίχους), ώστε να απολαύσετε ένα μικρό αλησμόνητο ταξίδι στην Τήνο του χθες, με οδηγό έναν εξαίρετο άνθρωπο». [από τον πρόλογο του βιβλίου]

01

Mια Παρασκευή της Σαρακοστής, ο Ντον Γιώργης ήταν καλεσµένος για το δείπνο. Πριν όµως, πήγε µαζί µε τον φίλο του, τον Νίκο τον Ξανθάκη, στο εστιατόριο του Κοντύλα για ένα ορεκτικό. Το ορεκτικό δεν άργησε να µετατραπεί σε πλούσιο γεύµα.
Μετά το επιδόρπιο, παρουσιάζεται η ψυχοκόρη της οικογένειας που τον είχε καλέσει, για να του υπενθυµίσει την πρόσκληση:
―Ντον Γιώργη, σας περιµένουµε στο σπίτι για να φάµε!, του είπε.
―Καλά, παιδί µου. Έρχοµαι αµέσως!, απαντά ο ιερέας. 
―Ντον Γιώργη, του λέει ο Ξανθάκης, τι θα πας να κάνεις τώρα στο σπίτι αυτό, αφού φάγαµε; Ο ιερέας, όµως, που αγαπούσε το φαγητό, του απάντησε:
―Και τι φάγαµε ρε Νικολό· γιατί να µην πάω; Αυτό δεν ήταν παρά ένα µικρό ορεκτικό. 
Είχε βραδιάσει πλέον όταν ο Ντον Γιώργης έφυγε, αναπνέοντας µε δυσκολία και νιώθοντας δυσφορία. Επειδή µάλιστα είχαν περάσει τα µεσάνυχτα, ενώ ένιωθε µεγάλη δίψα, δεν µπορούσε να πιει νερό γιατί το πρωί έπρεπε να λειτουργήσει. ∆εν επιτρεπόταν µετά τα µεσάνυχτα ούτε νερό να πιεις, ώστε να µπορέσεις να κοινωνήσεις. Και ενώ ο Ντον Γιώργης λύσσαξε απ’ τη δίψα, νερό δεν ήπιε. Όταν ξηµέρωσε, ο ιερέας δεν ήταν καθόλου καλά. Έντονοι πόνοι στο στοµάχι τον ανάγκασαν να πάει στα Κιόνια, όπου έµενε ο γιατρός Κακούτσης, για να τον κοιτάξει. Ο γιατρός, αφού ζήτησε από τον Ντον Γιώργη να βγάλει το ρούχο του, τον εξέτασε µε προσοχή και κούνησε το κεφάλι του: 
―Τι να σου κάµει ο γιατρός, αφού χτες βράδυ έφαγες τον περίδροµο; Πώς να σε βοηθήσει και να σε ανακουφίσει;
―Άκουσε, του λέει ο Ντον Γιώργης, εγώ ήρθα στον γιατρό σαν ασθενής. ∆εν ήρθα εδώ για να µε βρίσεις!
Ο γιατρός τότε του λέει αυστηρά:
―Ντον Γιώργη πρόσεξε, διότι η καρδιά σου κρέµεται από µια κλωστή! Πρέπει να µπεις στο νοσοκοµείο και να κάµεις εξετάσεις... Φρόντισε να τακτοποιήσεις τις υποθέσεις σου, ατοµικές και εκκλησιαστικές, διότι δεν σου δίνω πάνω από έναν µήνα ζωή. Σε βλέπω αντί να πας στο νοσοκοµείο, να πας κατευθείαν στον Παράδεισο. Να το ξέρεις παπά µου, θα πεθάνεις!
Ο Ντον Γιώργης τροµοκρατήθηκε. Χωρίς να βγάλει λέξη, πλήρωσε τον γιατρό, και έµεινε σιωπηλός και µαζεµένος. Τον έτρωγε ότι του είχε µείνει ένας µήνας ζωής. Την εποµένη έφυγε εσπευσµένα για την Αθήνα. Μπήκε στο νοσοκοµείο και έκανε τις εξετάσεις που του υπέδειξαν οι γιατροί. Είχε καταθορυβηθεί και, όσο περνούσαν οι µέρες και ο µήνας πλησίαζε στο τέλος του, η όρεξή του για φαγητό κόπηκε. Έφτασε η 29η ηµέρα αφότου ο γιατρός τον είχε εξετάσει. Τη νύχτα προς την 30ή, άκουγε το µεγάλο εκκρεµές να χτυπά: τικ-τακ, τικ-τακ και, στην ψυχολογική κατάσταση που βρισκόταν, ο θόρυβος αυτός του θύµιζε βήµατα. Έκανε τον σταυρό του και προσπάθησε να ηρεµήσει, µέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Το πρωί ξύπνησε κανονικά και αναθάρρησε. 
Μετά από λίγες µέρες ξεκούρασης, επέστρεψε στην Τήνο. Εκείνη την εποχή, τα πλοία της γραµµής έφταναν ξηµερώµατα στο νησί. Πολύς κόσµος τον περίµενε να τον υποδεχθεί γιατί ήταν αγαπητός. Μόλις έφτασε το ατµόπλοιο«Νικόλαος Τόγιας» στο λιµάνι της Χώρας και οι επιβάτες κατέβηκαν στη βάρκα για να βγουν στην ακτή, ο γιατρός Κακούτσης τού φώναξε από µακριά: 
―Ε, Ντον Γιώργη! ∆εν πέθανες ακόµα; 
―Άσε τα δικά µου! Τα νέα δεν είναι ευχάριστα για σένα... Περίµενε να βγω και πάµε να τα πούµε! 
Πράγµατι, µόλις βγήκε ο παπάς, κίνησαν να πάνε στο καφενείο του µπαρµπα-Νατάλε, που διανυκτέρευε µαζί µε το καφενείο του µπαρµπα-Μιχάλη του Ευρυπιώτη. Εκεί περίµεναν οι αγωγιάτες τούς ταξιδιώτες που προορίζονταν για τα χωριά. Σε λίγο, ο κόσµος έφυγε. Έµεινε ο παπάς, ο γιατρός κι ο καφετζής. Τότε πια ρώτησε ο γιατρός τα καθέκαστα για την υγεία του Ντον Γιώργη. Ο παπάς άρχισε να διηγείται: 
―Φίλτατε γιατρέ, πού να στα λέω... Αντί να πάω εγώ στον Παράδεισο, παραλίγο να πας εσύ στην Κόλαση! Μόλις πέρασαν οι τριάντα ηµέρες, ξεκίνησα που λες για τον Παράδεισο. Στο σηµείο που χωρίζει ο Παράδεισος από την Κόλαση, άκουσα µεγάλη φασαρία. Κάνω έτσι, και τι να δω: έξω από την πόρτα της Κόλασης υπήρχε ένας κατάλογος µε τους γιατρούς της Ελλάδας που θα πήγαιναν εκεί. Μεταξύ αυτών –και µάλιστα από τους πρώτους– είδα το δικό σου όνοµα “γιατρός Κακούτσης, εκ Τήνου”. Πλησίασα τον Αρχιδιάβολο που στεκότανε στην πόρτα και ύψωσα φωνή διαµαρτυρίας. Ζήτησα να σε διαγράψουν, διότι εσύ δεν είσαι γιατρός. Εσύ ούτε µια σωστή πρόβλεψη δεν µπορείς να κάνεις! Και λέω: “Μεγάλο λάθος κάνετε. Εκ παραδροµής συµπεριλήφθηκε το όνοµα του γιατρού Κακούτση στον κατάλογο των καταδικασµένων! Τον ξέρω πολύ καλά. ∆εν είναι γιατρός, µάλλον αλµπάνης είναι”. Ο αρχιδιάβολος πείστηκε από τα λόγια µου και σε έσβησε. Γι αυτό και µου χρωστάς χάρη που σε γλύτωσα. Και η ιστορία αυτή διαδόθηκε από στόµα σε στόµα σ’ όλη τη Χώρα και σε µερικά χωριά ακόµη.

02

Mια φορά ο Ντον Γιώργης σεργιάνιζε σε µια παραλία, έπιασε ένα βότσαλο και διηγήθηκε αυτή την ιστορία: 
Υπήρχε κάποτε ένας παπάς που είχε έναν υπηρέτη που τον έλεγαν Γιάννη. Ο Γιάννης ήταν τίµιος και ενάρετος αλλά βλαστήµαγε. Όταν πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων, αποφάσισε να εξοµολογηθεί. Πάει, λοιπόν, στον παπά και του λέει: 
―Πάτερ µου, δεν έχω τίποτ’ άλλο να βαραίνει την ψυχή µου, παρά µόνο το κακό µου συνήθειο να βλαστηµώ. Μετανιώνω, βέβαια, και θέλω να κόψω αυτό το ελάττωµα. Αν µε θεωρείς άξιο, συγχώρα µε, για να µεταλάβω. 
Ο παπάς όµως, που ήξερε καλά τον υπηρέτη του, δεν πείστηκε στα λόγια του και του λέει:
―Για να σου δώσω άδεια να µεταλάβεις, θα πας στη θάλασσα, θα βρεις ένα βότσαλο και θα το έχεις πάντα στην τσέπη. Όταν θα σου ’ρχεται να βλαστηµήσεις, θα πιάνεις το βότσαλο και θα το βάζεις στο στόµα. Έτσι, δεν θα βλαστηµάς. ∆εν είναι σωστό. Σκέψου ότι υπηρετείς έναν παπά. 
―Ναι παπά µου, του απάντησε µε κατεβασµένο το κεφάλι ο Γιάννης. Βρήκε ένα βότσαλο και το έβαλε στην τσέπη του γιλέκου του. Κάθε φορά που θύµωνε, το έβανε στο στόµα και δεν βλαστηµούσε. 
Ένα βράδυ, αργά, κάποιος χτύπησε την πόρτα του παπαδικού. Πάει ο Γιάννης ν’ ανοίξει και ρωτάει: 
―Ποιος είναι; 
―Στο τάδε σπίτι είναι ένας ετοιµοθάνατος. Πες του παπά να πάει γρήγορα εκεί.
Ο Γιάννης το ’πε στον παπά, και ετοιµάστηκαν να πάνε. Ο Γιάννης πήρε φανάρι, κεριά, θυµιατό και αγιασµό, κι ο παπάς τον ακολούθησε.
Ο Γιάννης, όπως πάντα, είχε το βότσαλο στην τσέπη του και, για να µην βρίσει, το έχωσε στο στόµα. Ενώ περπατούσαν βιαστικά, φανερώθηκε µια γριούλα. Μόλις βλέπει τον παπά, του λέει: 
―Ε, παπά! Ανέβα στο σπίτι µου µια και κρατάς τα Άγια Μυστήρια! 
―Αδύνατον, λέει ο παπάς, είναι κάποιος ετοιµοθάνατος και βιάζοµαι. Πρέπει να τον προλάβω πριν πεθάνει! 
Η γυναίκα, όµως, επέµενε ότι ήταν µεγάλη ανάγκη και του φώναζε ν’ ανέβει. Τι να κάµει κι ο παπάς, αποφάσισε να πάει να δει τι συµβαίνει. Στη σάλα η γυναίκα έστρωσε τραπεζοµάντηλο και έβαλε επάνω δυο κεριά αναµµένα. Ο παπάς, αφού ακούµπησε τα Άγια Μυστήρια, τη ρωτάει:
―Τι συµβαίνει; Γιατί µε χασοµεράς;
―Άκου παπά, έχω µια κότα. Κλώσσησε δεκαπέντε αυγά και έσκασαν τα δώδεκα. Πες µου να χαρείς, εσύ που βαστάς τον Χριστό, πόσα θα βγουν πουλάδες και πόσα πετεινάρια; 
Πριν προλάβει ν’ ανοίξει το στόµα ο παπάς, του φωνάζει ο Γιάννης: 
―Παπά, να βγάλω το βότσαλο από το στόµα; 
Και ο παπάς του απαντά: 
―Γιάννη, θαρρώ πως ήρθεν η ώρα!...

03

Κάποτε στην πόλη της Τήνου, συζητούσαν ορθόδοξοι και καθολικοί για τις νηστείες. Κάποιος απ' την παρέα είπε στον Ντον Γιώργη:
―Ντον Γιώργη, έχουμε πολλά παράξενα στις νηστείες! Τη Σαρακοστή, εμείς οι ορθόδοξοι δεν τρώμε λάδι, αλλά τρώμε τις ελιές. Εσείς πάλι, οι καθολικοί, τρώτε το αυγό, αλλά δεν τρώτε την κότα. Τι λέτε γι αυτό;
―Το γιατί εσείς τρώτε τις ελιές και δεν τρώτε το λάδι, εγώ δεν το ξέρω. Εμείς πάντως, δεν τρώμε την κότα για να μας κάνει κι άλλα αυγά!

04

Ένας χωρικός πήγαινε κάθε Κυριακή στην ενορία της Βωλάξ και παρακολουθούσε τη λειτουργία. Όταν τελείωνε ο εκκλησιασμός, μαζεύονταν οι άντρες στην αυλή της εκκλησιάς και συζητούσαν. Αυτός πήγαινε κάθε φορά στον Ντον Γιώργη και του παραπονιόταν ότι δεν κατόρθωνε να συγκρατήσει ό,τι άκουγε.
Μια μέρα ο ιερέας τον φώναξε και του είπε:
―Πάρε αυτό το βρώμικο καλάθι και πήγαινε να μου φέρεις νερό από το πηγάδι!
Η εντολή του Ντον Γιώργη παραξένεψε τον χωρικό, αλλά έπρεπε να υπακούσει. Κατέβηκε στο πηγάδι, έβαλε αρκετές φορές το καλάθι μέσα στο νερό, αλλά κάθε φορά το έβγαζε άδειο. Γύρισε λοιπόν πίσω, απογοητευμένος.
―Το ήξερα ότι θα επέστρεφες με άδειο καλάθι, του είπε ο παπάς. Αλλά η κούρασή σου δεν πήγε χαμένη. Κοίταξε το καλάθι πόσο καθάρισε! Έτσι συμβαίνει και με την ψυχή σου. Μπορεί να μην κρατά τίποτα η μνήμη σου, αλλά η ψυχή σου εξαγνίζεται.

05

Είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και διαδόθηκε σ' όλο το νησί, ότι ο Ντον Γιώργης μια φορά είχε φάει 13 μελιτζάνες γεμιστές, τη μία μετά την άλλη!
Ένας χωρικός, για να τον πειράξει, τον ρώτησε:
―Ντον Γιώργη, έν αλήθεια που ήφαγις δικατρείς μιλ'τζάνες γιμιστές;
Και ο Ντον Γιώργης του απάντησε:
―Είστ' ούλου υπερβουλές! Δώδικα ήταν κι ένα μ'κρό μιλ'τζανόπ'λου.

06

Μια μέρα ένας χωρικός λέει στον Ντον Γιώργη:
―Μα δε σ' φαίνιτι πους του παρακάνουμι πια τ' Σαρακουστή; Κάθε μέρα στ'ν ιγκλησία, προυί βράδ' στ'ν ιγκλησιά. Δεν έν' πιο καλά να λέμι τα πατ'ρημά νας σπίιτ;
―Δεν μ'λες, δε θα ΄ταν πιο καλά να σπέρνεις τα χουράφια σ' απ'του σπίτ';

07

Το Σµαρδάκιτο πανηγυρίζει τον Άγιο Αντώνιο της Παδούης στις 13 Ιουνίου, τότε που ωριµάζουν τα κεράσια και τα κορόµηλα. Στο πανηγύρι κάλεσαν τον Ντον Γιώργη, που ήταν τότε ο εφηµέριος του χωριού. Έφαγαν πρώτα πολίτικο πιλάφι και έπειτα είχαν, όπως πάντα, κρέας µε πατάτες. Μια γυναίκα ακούµπησε το κρέας στη µέση του τραπεζιού, εκεί όπου καθόταν ο Ντον Γιώργης, για να σερβιριστεί πρώτος. Όµως, το κρέας που ήταν προς το µέρος του δεν του άρεσε τόσο όσο οι µερίδες που βρίσκονταν απ’ την άλλη πλευρά.
Κάποιος ρώτησε τον Ντον Γιώργη: 
―Ήντα ’χ’ς, Ντον Γιώργη; Ήπαθις τίφτα; Σι γλέπου στινουχουρηµένου. 
O παπάς, για να πάρει το κοµµάτι το κρέας που του άρεσε, είπε:
―Μα είν’ να µη στενουχουριέσι πηδάκιουµ µ’ αυτά που µου ’καναν τα βρουµόπ’δα; Όταν του σκέφτουµι, κόβητι η όριξή µ’. 
―Ήντα σου ’καναν, Ντον Γιώργη, τα πηδιά; 
―Είχα, που λες, µια κουρουµ’λιά φουρτουµέν’ κουρόµ’λα που ξαραθ’µούσις να τη βλέπ’ς. Κι πήγαν προυκθές κάτ’ παλιόπ’δα κι µ’ τα ’κάναν να! Μα ξέρου ποια τα ’φάγαν κι µου ’ρχιτι να τα πιάσου απ’ του λιµό κι να τα στραµπουλήξου. Να αδέτσ’! 
Κι αρπάζει την πιατέλα, και κάνοντας µια απότοµη κίνηση, τη στριφογυρίζει ώστε να έρθει το κοµµάτι που λιγουρεύονταν µπροστά του. 
Και λέει: 
―Αλλά ας φάµι τώρα γιατί του φαΐ κρυών’.

08

Ο Ντον Γιώργης ταξίδευε με το πλοίο. Ένας Τηνιακός που ταξίδευε μαζί του, λέει:
―Δε ξερ'ς πόσου μακριά γλέπου!
―Κι ηγώ, του λέει ο Ντον Γιώργης, δε ξέρ'ς πόσου μακριά ακούου.
―Ηγώ μπουρώ να διώ στ' Πόλ' τ' Πριγκίπ'σα να ράβ'...
―Ακούς ένα σαματά;
―Τι σαματά;
―Ήπισιν χάμου η βιλόνα τ'ς!

09

O Ντον Γιώργης µπήκε στον καφενέ της Βωλάξ και ρώτησε: 
―Μήπως εωράκατε τον εµόν όνον; /
Οι χωρικοί που έπιναν τον καφέ τους, κοίταξαν ο ένας τον άλλον, αλλά κανείς δεν καταλάβαινε τι γύρευε ο παπάς. Εκείνος συνέχισε: 
―Απώλεσα γαρ αυτόν, 
φαιού χρώµατος ήτο, 
µεγάλα ώτα έφερεν... 

Οι χωρικοί συνέχισαν να µην καταλαβαίνουν. 
―Βραχείαν χαίτην έφερεν, 
σαµάριον εφόρει...
 
Και τότε µόνον, ακούστηκε ένας να λέει: 
―Βρε σεις, για του γάιδαρό τ’ θα µ’ λεί.

10

Μια φορά ρώτησαν τον Ντον Γιώργη: 
―Γιατί παπά µου έχεις άσπρα µαλλιά και µαύρα γένια; 
―Όταν γεννήθηκα, είχα µαλλιά µα δεν είχα γένια. Γι’ αυτό τα γένια µου είναι πιο νέα απ’ τα µαλλιά µου!/

 

Για την μεταφορά: mix_06.2015

 

 

Μοιραστείτε το