Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Στο λαογραφικό μουσείο της Βωλάξ υπάρχει ένα βιβλίο όπου ο κάθε επισκέπτης μπορεί να γράψει τις εντυπώσεις του. Τελευταίως, ξεφυλλίζαμε κάποια από αυτά τα βιβλία για να δούμε ποιοι επισκέφτηκαν το χωριό μας και τι τους εντυπωσίασε. Ένας ταξιδιώτης έγραφε: «Πόσο ταιριάζουν αυτά τα γράμματα σ' αυτό το μέρος!». Φαίνεται να είχε δίκιο...

Για να εμφανίζεται, να ακούγεται, να «κείται» καλώς το όνομα πρέπει να έχει τα κατάλληλα, τα αρμόζοντα γράμματα («τα προσήκοντα δει αυτόν γράμματα έχειν», κατά τον Πλάτωνα). [1]

Oι αρχαίοι έγραφαν κεφαλαία τα γράμματα, όπως λέμε σήμερα. Η μικρογράμματος γραφή, τα πεζά, «αλλοίωναν τον αρχέγονο συμβολισμό τους ο οποίος ήτο απολύτως σύμφωνος προς το σχήμα τους». [2] Tα πεζά γράμματα αναπτύχθηκαν σιγά-σιγά, στους ελληνιστικούς χρόνους, την διάρκεια της μεγάλης παραγωγής των χειρογράφων. Oι διάφοροι αντιγραφείς άρχισαν να στρογγυλεύουν τις γωνίες και να αλλοιώνουν το γεωμετρικό τους σχήμα, το οποίο είχε επιμεληθεί ο ίδιος ο Πυθαγόρας («Πυθαγόρας του κάλλους αυτών επιμελήθη, εκ της κατά γεωμετρικόν γραμμής, ρυθμίσας αυτά γωνίαις και περιφερείαις και ευθείαις»). [3]

Αλλά ας δούμε τα γράμματα ΒΩΛΑΞ, ένα-ένα.

Β

Το δεύτερο τη τάξει γράμμα του αλφαβήτου. Το Ετυμολογικόν το Μέγα λέει: «Βήτα το στοιχείον, ότι δευτέραν έχον τάξιν, επιβέβηκεν των λοιπών». Με το Βήτα εκφράζεται γενικώς η βοή και ο ισχυρότερος των ανέμων, ο βορέας. (πρβλ. βόμβος, βόγγος (=βογγητό), βάξις (=φωνή), βαύζω (=φωνάζω), βηξ (=βήχας), βάζω (=ομιλώ), βαβάκτης (=φλύαρος), βρόμος (=μέγας κτύπος), βροντή, βρύχω (=τρίζω τα δόντια) και άλλα).

Βορέας και βοή πνέοντος ανέμου δύνανται να εκληφθούν και ως αίτιον κινήσεως, όθεν βαίνω, βαδίζω, βάσις (=βάδισις, αλλά και πορεία, εκ του πόρος =θαλάσσιο πέρασμα). Για αυτό δεν είναι τυχαίο που το σχήμα Β θυμίζει ιστό με αναπεπταμένα ιστία, με "φουσκωμένα πανιά. [2]

Ω

«Το Ω-μέγα, αρχικώς εγράφετο Ο. Αργότερα για να διακριθεί ο μακρός φθόγγος, εγράφονται ομού δύο οο. Αυτά τα δύο "όμικρον" τα ένωσε ο Σιμωνίδης και εδημιούργησε το "ω"». Σηματοδοτεί τον ευρύτερο χΩρο. Η επινόηση της χρήσης του Ω (πραγματικά ωφέλιμο στο φωνολογικό σύστημα της αρχαίας, όπου ίσχυε η προσωδία) έκανε ώστε το νέο γράμμα να πάρει την τελευταία θέση (ώριμη) στη σειρά των γραμμάτων. Η λέξη Ωκεανός δήλωνε αρχικώς έναν μυθικό ποταμό, χωρίς αρχή και τέλος, ο οποίος περιέκλειε τον κόσμο. Πρβλ. επίσης: οδύνη =απλός πόνος, ωδίν =πόνος τοκετού (άρα μεγαλύτερος της οδύνης και γι' αυτό χρειάζεται ω-μέγα, γράμμα που έδινε ώση, ώθηση)».

Λ

Το Ετυμολογικόν το Μέγα λέει: «Λάμβδα το στοιχείον: οιονεί λάβα τι ονoμάζουμε παρά το λείως βαίνειν εν τοις μέτροις, και ασθενές είναι προς το μηκύνειν τας συλλαβάς». Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς [4] αποκαλεί το Λ ως το "των ημιφώνων γραμμάτων γλυκύτατον", ενώ ο Οδυσσέας Ελύτης έχει γράψει γι' αυτό: "Λ. Πραγματικά βρεγμένο, ίδιο βότσαλο." Λειαίνει τους λίθους, λάες, λεία βότσαλα του αιγιαλού, τα λαλάρια, τα οποία λειανόμενα λαλούν και λέγουν γλυκείαν λαλιάν... ως μουσικήν λύρας.

A

Το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου και άλλων αλφαβήτων που προήλθαν από το ελληνικό. «Πρώτον γαρ των άλλων στοιχείων ευρέθη». Οι φοίνικες θεωρούν ότι η προέλευσή του σήμαινε «βόδι» ενώ μέσα από το άλφα ο Ελύτης βλέπει τα χρώματα της Ελλάδας. Στον "μικρό Ναυτίλο" του γράφει: «Λευκό ή κυανό (το άλφα), ανάλογα με τις ώρες και τη θέση των άστρων». Βασικές λέξεις της ελληνικής γλώσσας αρχίζουν από το Α: αήρ (=αέρας), άνθρωπος, άνω, αρχή... Από α έχουμε το επίρρημα αεί (=πάντοτε), της αδιάκοπης συνέχειας του χρόνου (αειχανής, αειχρόνιος, αειθαλής, αείποτε) και αέναος, αυτός που δεν παύει να ρέει, να τρέχει. Ο ασταμάτητος, ο αδιάκοπος.

Ξ

Το Ξ είναι ιδιαίτερο γράμμα, μονόγραμμα, το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου που παλαιότερα γραφόταν ως διγράμματη δήλωση ΚΣ (>Βολακ'ς) και έτσι το συναντάμε σε αρχαίες ελληνικές επιγραφές. Με το μετέπειτα σχήμα του, ως κτένι,  εισήχθηκε στο αλφάβητο τον Ε' π.Χ. αιώνα. Λέγεται ότι το επενόησε ο Σιμωνίδης ο Κείος [5] Απεικονίζεται ως χτένι (ξυστρί) το οποίον ξέοντας, ξύνοντας εκβάλλει τον ήχον του Ξ. Από το ίδιο γράμμα και τα ξηραίνω, ξηρασία, ξέρα.



Οι Έλληνες ανήκουν στους προνομιούχους λαούς που, χρησιμοποιώντας τη γραφή, μπόρεσαν να αναπτύξουν, να διαδώσουν και να διασώσουν τον μεγάλο πολιτισμό που εδημιούργησαν [6] Μέσα στην ονομασία του χωριού υπάρχει το πρώτο και το τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου...

O επισκέπτης είχε δίκιο. Στη Βωλάξ μπορεί να βρει κανείς το Α και το Ω.

 


[1] Κρατύλος 433.

[2] Άννας Τζιροπούλου-Ευσταθίου «Περί του Σχήματος και της Σημασίας των Γραμμάτων του Ελληνικού Αλφαβήτου», Ελλήνων Ιστορία #25, Ιούλιος 2006.

[3] Comentaria εις Διονύσιον τον Θράκα, Σχόλια Vaticana (TLG)].

[4] Περί Συνθέσεως Ονομάτων ΙΔ'.

[5] Eπιγραμματοποιός και διάσημος λυρικός ποιητής. Σε αυτόν αποδίδεται μεταξύ άλλων και η προσθήκη όγδοης χορδής στη λύρα.

[6] Γεωργίου Μπαμπινιώτη «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», 1998, σελ. 23.

 

Πηγή πληροφοριών υπήρξαν:
Μάρω Βουγιούκα & Βασίλης Μεγαρίδης, Οδωνυμικά, Δήμος Αθηναίων 1997
Αικατερίνη Ν. Σαράφη, Τήνος - Χάρτες, Ενδυμασίες, Καστανιώτης - Διάττων 2008
Απόστολος Μωραΐτης, Δήμος Σωσθενίου Τήνου, 1994

Για τη μεταφορά maggie_06.15

 

Μοιραστείτε το