Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!
Τρόπος ζωής

Η παρακολούθηση, η φροντίδα και η ικανοποίηση (μέσα στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων) των αιτημάτων και των προβλημάτων του χωριού από πλευράς Συλλόγου, παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο αν καταγράψουμε την τοπική ζωή στις βασικές εκδηλώσεις της. Mόνο τότε θα καταλάβουμε την έμφυτη ανθρωπιά, την φιλευσπλαχνία και την συμπαράσταση των κατοίκων σε κάθε δυσκολία ή ανάγκη των συγχωριανών τους.  

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (1875-1900)

Στο τέλος του 19ου αιώνα η Ελλάδα ζούσε δύσκολες στιγμές, γεμάτες κόπο και μόχθο. Έτσι και η Βωλάξ προσπαθούσε να αντέξει στις καθημερινές στερήσεις. Οι φυσικές συνθήκες ήταν από μόνες τους, πολύ δύσκολες. Το χωριό χτισμένο στα βράχια, σε άγονη και σχετικά άνυδρη γη, πάλευε κάθε μέρα όχι για να καλυτερεύσει αλλά για να επιβιώσει...

H καλαθοπλεκτική –μοναδική σε όλο το νησί– ενίσχυε φυσικά τα μικρο-έσοδα των χωρικών αλλά δεν ήταν αρκετή. Oι νέες κοπέλες του χωριού έφευγαν για να δουλέψουν ως παραμάνες στα πλούσια σπίτια της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης. Άφηναν το πατρικό τους σπίτι για να κάνουν την προίκα τους και να στείλουν κάποια χρήματα πίσω στις οικογένειές τους. 

«Στα δάκτυλα μπορούσες να μετρήσεις τις γυναίκες που δεν είχαν ξενιτευτεί εκείνα τα χρόνια», αναφέρει ο Μωραΐτης. Σε μια εποχή όπου ελάχιστοι ήξεραν γράμματα, γιατί δεν υπήρχε σχολείο, οι γυναίκες ήταν πιο προοδευτικές και  εξευγενισμένες από τους άντρες τους... Tους τελευταίους η σκληρή γη τους είχε κάνει άξεστους, προσκολλημένους στα χωράφια τους και τα ζώα τους.

Aν και ο καθημερινός αγώνας και η συνεχής προσπάθεια ήταν αναγκαία για να εξασφαλίσει στο αντρόγυνο τα πλέον απαραίτητα για τη διαβίωση της φαμίλιας τους, τα περισσότερα σπίτια ήταν σχετικά ευρύχωρα, για τα δεδομένα της εποχής.

Στις ελάχιστες διασκεδάσεις κρατάμε τις μαράντες, τα χοιροσφάγια και κάποιες βεγγέρες. Φυσικά και την γιορτή του ίδιου του χωριού, στις 8 Σεπτεμβρίου.

Το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα (1900-1925)

Ο ένας πόλεμος διαδέχεται τον άλλο· 1897, 1912-13, 1916, 1922. Οι άντρες βρίσκονται στο μέτωπο. Η γη είναι εγκαταλελειμμένη αφού δεν υπάρχει κανείς να την καλλιεργήσει. Τα χωράφια, τα κτήματα, τα αμπέλια και τα περιβόλια όλα χερσώνουν και οι σοδειές καταστρέφονται. Η ζωή είναι δύσκολη και η δυστυχία απλώνεται. Τα βιβλία γράφουν: «Η φτώχεια και η μιζέρια ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Με τη διαφορά, ότι τότε η ζωή δεν προκαλούσε. Η απόσταση μεταξύ απόρων και ευπόρων, με τα δεδομένα της εποχής, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο χώρο, δεν ήταν τόσο κραυγαλέα. Περισσότερο η ποσότητα και λιγότερο η ποιότητα έδιναν το μέτρο της διαφοράς».

Οι λιγότερο φτωχοί προσπαθούν να βοηθήσουν, όπως μπορούν, τους μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι, γιατί η μεγαλοψυχία και η αλληλοβοήθεια είναι ζωτικό στοιχείο στη μικρή τους κοινωνία. Η συμπαράσταση των κατοίκων ήταν πολλές φορές συγκινητική.

Στον Ορφανό έδωσαν ένα παλιό πατητήρι 3x4 τ.μ. για σπίτι, μόνο με ένα κρεβάτι και κάποια στρώματα από φύλλα ασφόδελου και μαλλιά προβάτου –σήμερα εκεί βρίσκεται το μαγαζάκι «Πέτρινο».

Στον Νταβερώνη, τον παππού του Γιάννη του Ξενόπουλου, είχαν παραχωρήσει έναν χώρο σαν μικρό κατώι 2x2 τ.μ.. Xώρος σκαμμένος μέσα στα βράχια, ίσα-ίσα για να μπορεί να κοιμάται. Oι Φυρίγοι είχαν μια μικρή κρεββατοκάμαρα για 4-5 παιδιά, που για να κοιμηθούν χρησιμοποιούσαν το τραπέζι... Kάποιοι που δεν είχαν καθόλου περιουσία, οι συγχωριανοί τους πήγαιναν ένα πιάτο φαγητό.

Υπήρχε ο «καφενές» του χωριού, που ήταν παράλληλα και μικρό μπακάλικο. Είχε εσωτερικά ένα μικρό χώρο για να ψήνεται ο καφές και μια μικρή αίθουσα για τους λιγοστούς πελάτες. Tο μέρος έκλεισε γρήγορα...

Πολλοί ήταν αυτοί που στα επόμενα χρόνια πάλεψαν σκληρά για να αποκτήσουν κάποια περιουσία: Ο Μπούμπας αναγκάστηκε να δουλέψει στον Κάμπο και στους Προβατίνηδες στην Ξυνάρα, όπου κοιμόταν στα άχυρα.

Ο Καπαντσάς δούλευε στα Χούσλα, στην εξαγωγή του ταλκ και της εξόρυξης των πρασίνων μαρμάρων. Ξεκίναγε από τις 03:00 το πρωί, με ένα φανάρι, για να φτάσει στις 07:00 στη δουλειά του. Ξαναγύρναγε στο χωριό μετά από από μια-δυο βδομάδες παραμονής του εκεί, γιατί τα μεταφορικά μέσα ήταν ανύπαρκτα. [1]

Τα χρόνια του μεσοπολέμου (1923-1940)

Η κατάσταση δυστυχώς, δεν αλλάζει πολύ. Οι Βωλακίτες σηκώνονται μόλις χαράξει. Πίνουν ένα ζεστό (γάλα, καφές με γάλα, μερικές φορές σκέτος καφές, κάποτε φασκόμηλο) όπως λένε, και πηγαίνουν για τα ζώα τους.

Αυτοί που τα έφερναν βόλτα έχουν δυο αγελάδες για να κάνουν ζευγάρι, και ένα γάιδαρο. Οι υπόλοιποι μια αγελάδα και ίσως κάποιον γάιδαρο. Ελάχιστοι έχουν άλογο. Mε τον γάιδαρο πηγαίνουν τα καλάθια τους στη Χώρα για να τα πουλήσουν.

Η λεγόμενη τηνιακή αγελάδα θρέφει πολλές γενιές, μέχρι να χαθεί τελείως η ράτσα της, κάπου στη δεκαετία του ’60, λόγω της επιμειξίας. Μπορεί να έκανε λίγο γάλα αλλά δεν κατανάλωνε λίγη τροφή και τους επέτρεπε να οργώνουν μεθοδικά τη γη.

Oι χωρικοί έσπερναν κριθάρι στα φτωχικά χωράφια τους και σίκαλη στα καλύτερα· το σιτάρι, η βασική τροφή του ανθρώπου, δεν υπήρχε στο χωριό...

Η παροιμία λέει «αν σπείρεις επιμονή, θα θερίσεις νίκη» και οι Βωλακίτες με επιμονή και πολύ προσπάθεια δούλευαν στα χωράφια τους, μαθαίνοντας από τους παλαιότερους και την ίδια τη φύση, πότε πρέπει να σπείρει κανείς για να σου αποδώσουν τα χωράφια «πλούσια» συγκομιδή.

«Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ κιλά δεν κάνεις», υπενθύμιζε ένας Βωλακίτης, τον δύσκολο αγώνα της σποράς, στις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, λίγο πριν από τον Άι Δημήτρη (26 Οκτωβρίου) και μέχρι τον Άι Γιώργη.

Οι υποχρεώσεις της γυναίκας δεν είχαν τελειωμό: θα πρέπει πάντα να πάνε να ποτίσουν κάποιον κήπο ή να μαζέψουν φρύγανα για να μαγειρέψουν. Τα χωράφια είναι διάσπαρτα και δεν μπορούσε μόνο ένας άνθρωπος να τα φέρει βόλτα· τα παιδιά από μικρά έπρεπε να βοηθήσουν.

Βέβαια, την εποχή αυτή, πηγαίνουν στο μονοθέσιο σχολείο στον Σκαλάδο· μετά στο σπίτι, ποτέ δεν διαβάζουν, ποτέ δεν γράφουν. Ό,τι μάθουν στο δημοτικό. Από το πρωί παίρνουν λίγο φαγητό μέσα στο καλαθάκι τους και τρώνε στο σχολείο που λειτουργεί υποτυπωδώς και το απόγευμα. Γυρίζοντας πίσω πετούν την τσάντα τους σε μια γωνιά και πάνε να παίξουν αν δεν τα στείλουν οι γονείς τους σε κάποιο χωράφι.

Oι άντρες προτιμούν, αντί να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να τα έχουν κοντά τους για να τους βοηθούν· «τι τα θέλουν τα γράμματα! Να μάθουν να βγάζουν το ψωμί τους. Αυτό αξίζει». Οι γυναίκες με το ανοικτό μυαλό επιμένουν να στέλνουν τα παιδιά τους στο δημοτικό ώστε οι γνώσεις που αφομοιώνουν να γίνουν εφόδιο για την μετέπειτα πορεία τους.

Οι άντρες αφού γυρίσουν από τα χωράφια, θα κολατσίσουν και θα πάνε να κάνουν καλάθια. Η γυναίκα, εν τω μεταξύ, θα ετοιμάσει το φαγητό και το ζεύγος θα γευματίσει κατά τις 12:00. Οι άντρες ξαπλώνουν λιγάκι (μισή ώρα με 45 λεπτά) και θα ξαναπιάσουν για λίγο το καλάθι. Το απόγευμα το σταματούν για να προλάβουν να πάνε και σε άλλα χωράφια.

Γυρίζοντας έχει ανάψει η λάμπα πετρελαίου και η γυναίκα έχει ετοιμάσει φαγητό. Τρώνε γύρω στις 21:00–21:30, θα κοιμηθούν νωρίς (για να μην καίνε πολύ πετρέλαιο) και θα σηκωθούν νωρίς, μόλις χαράξει...

Την Κυριακή, ημέρα του Κυρίου, όλο το χωριό θα φορέσει τα πιο καλά του και θα πάει στη θεία λειτουργία. Tα παλιά χρόνια, τα παιδιά κάνουν κατήχηση στο παπαδικό, μετά την θεία λειτουργία. Eνώ, συχνά, την ίδια ώρα, ο άντρας θα φορτώσει στο υποζύγιο τα καλάθια του για να πάει να τα πουλήσει στη Χώρα. Οι τιμές είναι εξευτελιστικές, αλλά πρέπει με τα έσοδα αυτά να αγοράσει ζάχαρη, αλάτι, ρύζι, μακαρόνια... Αν δεν μπλέξει με κάποιον Χωραϊτη, θα γυρίσει με κάποια χρήματα –ευτυχώς είναι η εποχή που κάνουν θραύση οι συναλλαγές με βερεσέ και τεφτέρια. Αν πάλι συναντήσει κάποιον φίλο του –και ξέρει πολλούς– θα τα πιούνε και δεν αποκλείεται να γυρίσει μεθυσμένος στο χωριό. Ας είναι καλά ο γάιδαρος που τον φέρνει, ειδάλλως θα είχε τσακιστεί σε καμιά γωνιά του δρόμου αφού τα πάντα είναι σκοτεινά· ηλεκτρισμός δεν υπάρχει στο χωριό. Όσοι έμεναν στο χωριό πήγαιναν σε κάποιο σπίτι για να παίξουν χαρτιά· σκαμπίλι ή κοντσίνα, ευτυχώς με λίγα χρήματα.

Στο χωριό υπήρχαν μεγάλοι μπεκρήδες. Αυτοί ήσαν ιδίως οι εργένηδες ή οι χήροι. Τις δύο ή τρεις μέρες έπιναν και τις υπόλοιπες προσπαθούσαν να συνέλθουν για να ξαναρχίσουν. Και άλλοι που θέλουν να πιούν ρακί, οι γυναίκες τους δεν τους αφήνουν. Πηγαίνουν και τους παίρνουν! Ξέρω την ιστορία κάποιου που έμαθε τη γυναίκα του να πίνει για να μπορεί και αυτός να κατεβάζει ελεύθερα...

Χαρά των Βωλαξιανών είναι, αν έρθει κάποιος από άλλο χωριό, να προσπαθήσουν να τον μεθύσουν. Επειδή ήταν φιλόξενοι, τους προσκαλούσαν να έρθουν σπίτι «να πιουν ένα». Μετά τους έλεγαν: «Ε, θες πιεις άλλο ένα! μ' ένα πόδι δεν ήρθες;». Το δεύτερο κέρασμα έφερνε το τρίτο, το τρίτο έφερνε το τέταρτο και όταν τον έκαναν τύφλα στο μεθύσι καμάρωναν και το έλεγαν στους άλλους για να γελάσουν.

Οι γυναίκες σπανίως έπιναν ποτά, μόνο κανέναν καφέ με τις φίλες τους. Λεφτά δικά τους δεν είχαν και μόνο αν πούλαγαν κανένα αυγό (στον Γιαννάκη τον Ψίλο, απ' τον Σκαλάδο) μάζευαν καμιά δεκάρα.

Γενικά οι Βωλακίτισες ήταν καλές νοικοκυρές και εργατικές. Πολλές κουβαλούσαν και ξύλα από τα χωράφια (σχίνους, αχινοπόδια, ρίκια) για να μαγειρέψουν ή για να ψήσουν τα ψωμιά στον φούρνο. Συνήθως ζύμωναν για 10 με 15 ημέρες το ψωμί της οικογένειας. Αν ο φούρνος δεν γέμιζε, είτε προσέθεταν ένα ταψί φαγητό είτε έλεγαν σε κάποια γειτόνισσα, αν θέλει, να βάλει κάτι στον φούρνο.

Άλλη δύσκολη δουλειά για τις γυναίκες ήταν η μπουγάδα, γιατί έπρεπε να ζεστάνεις ένα καζάνι νερό για να κάνεις αλυσίβα (σταχτόνερο) [2] για τα ασπρόρουχα και αφού τα μεταφέρεις («ξέρεις πόσο βαριά ήταν...») να τα απλώσεις στον ήλιο. Εν ολίγοις η ζωή όλων, ιδίως των γυναικών, ήταν κουραστική γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα μέσα που υπάρχουν σήμερα.

Kαι παρά τις δυσκολίες οι Βωλακίτες συνέχισαν να βοηθούν, με όση δύναμη είχαν, όχι μόνο τους διπλανούς τους αλλά και τα όμορα χωριά. Tο 1947 στον Σκαλάδο, στο όμορφο ξωκλήσι της Παναγίας στα Πλακάκια στα Μαύρα Γκρεμνά, με ενέργειες του ντον Μάρκου Σάββαρη, συγκεντρώθηκε ένα ποσό για την κατασκευή του μαρμάρινου Βήματος από τον Ιωάννη Φιλιππότη. Στην είσοδο του ναού βρίσκεται ανηρτημένος ένας πίνακας, που φιλοτέχνησε ό ίδιος ο ιερέας, όσων είχαν προσφέρει για το έργο. Στο τέλος του πίνακα των προσφορών υπάρχει η αναφορά: Κάτοικοι Βώλακος 27.000 [δραχμές] (αρ. 69) .

Τα χρόνια της φυγής (1947-1972)

«Είσαστε τυχεροί εσείς οι Βωλακίτες, που επειδή είσασταν πολύ φτωχοί», μου είπε μια μέρα ο Γιάννης από τη Στενή, «αναγκαστήκατε να φύγετε απ' το χωριό και έτσι προοδέψατε πιο γρήγορα».

Πράγματι, το χωριό ήταν πάντα μικρό και σύντομα άδειασε: Οι οικογένειες του Πέτρου του Γκιουζέ και του Αντώνη Φυρίγου του Ντουντού έφυγαν για τον Καναδά. Οι περισσότεροι έφυγαν για την πρωτεύουσα, όπως οι οικογένειες του Γιώργη Βίδου του Μάγγου, του Ιάκωβου Φιλιππούση του γερο-Καρύδα, του Νάτσιου του Χαρικιόπουλου και άλλοι. Kάποιοι κατέβηκαν στη Χώρα...

Όλοι περίμεναν ότι η Βωλάξ θα έσβηνε από τον χάρτη, όπως είχαν σβήσει πάνω από 20 χωριά, με τελευταίο τα Μοναστήρια. Η φτώχεια και η αναγκαστική φυγή των πιο νέων ερήμωσε το χωριό με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να νιώθουν άσχημα, σαν να έπρεπε να λογοδοτήσουν για την ανέχειά τους...

Ιστορίες πολλές: Η Α. Ξ. που ζει στη Χώρα, ντρεπόταν να πει ότι ήταν από τη Βωλάξ και έλεγε ότι ήταν από τον Φαλατάδο. Σήμερα βέβαια, καμαρώνει και βροντοφωνεί ότι είναι Βωλακίτισα. Η Ε. Β. ενόσω βρισκόταν στο χωριό της Στενής, μια κυρία τη ρώτησε: «από που είσαι συ;». Εκείνη απάντησε «από την Σύρο, αλλά είμαι παντρεμένη μ' έναν Βωλακίτη». Τότε η κυρία της λέει: «αχ καημένη, απ' τη Βουλάξ βρήκες να παρ'ς άντρα;»...

Ούτε η Κοινότητα Φαλατάδου δεν ασχολείτο με τη Βωλάξ. Σ' εκείνα τα 25 χρόνια, μόνο μια φορά έδωσε 10.000 δρχ. για να φτιάξουν ένα μικρό γεφυράκι στη Λάμαρ'. Ευτυχώς που υπήρχαν τότε οι αγγαρείες των χωρικών και έτσι οι υπάρχοντες «δρόμοι»για τα γαϊδούρια συντηρούνταν.

Με ειρωνεία ένας Φαλαταδιανός μου έλεγε τότε «α, θα δεις ότι σε δέκα χρόνια όλα τα βωλακίτικα χουράφια θα γινούν φαλαταδιανά!» Σε μια εποχή που τα πλούσια χωριά έκαναν ότι ήθελαν τα χρήματα της Kεντρικής εξουσίας, αυτές ήταν οι προβλέψεις και τα σχέδια των υπευθύνων για το μέλλον του χωριού...

Όμως, δεν είναι μόνο η Κοινότητα Φαλατάδου που (εσκεμένα) δεν ασχολήθηκε με το χωριό. Η Νομαρχία Σύρου πήρε την απόφαση να ενώσει τον ασφαλτόδρομο του Φαλατάδου με τον δρόμο των Κάτω Μερών, στα Λουτρά. Περνώντας απ' το Ξώμπουργο, τον Κουμάρο και τον Σκαλάδο αφήνοντας, όμως, έξω τη Βωλάξ. Βρισκόμαστε στα 1971-1972. Λίγα χρόνια αργότερα ο πρόεδρος της Κοινότητας Φαλατάδου Γιάννης Ζιαννάρας, όπου υπαγόταν το χωριό, θα μου πει: «Όταν ζήτησα λεφτά από την Νομαρχία για το χωριό σας, ο υπεύθυνος της Νομαρχίας μου απάντησε: "Πρόεδρε τρελλοί είμαστε να ρίξουμε χρήματα στο Βωλάξ που σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει πια..."».

Tο χωριό χρειάστηκε 30 ολόκληρα χρόνια για να του δωθούν χρήματα και να ενωθεί με τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο (στη θέση Mπουρό). Ήταν μάλιστα το τελευταίο από όλα τα χωριά που ενώθηκε με τον κεντρικό δρόμο, και αυτό τις παραμονές των εκλογών...

 

Η επιστροφή και η αρχή της αναγέννησης (1973-1983)

Ασφαλώς οι (ελάχιστοι) μόνιμοι κάτοικοι του χωριού δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά πράγματα. Όμως οι Βωλακίτες της Αθήνας που αγαπούσαν παράφορα αυτόν τον φτωχό τόπο, απεφάσισαν να δραστηριοποηθούν! Έτσι ανέλαβε η ιδιωτική πρωτοβουλία: Ένας από τους πιο δραστήριους ήταν ο Ιάκωβος Φιλιππούσης, ο γερο-Καρύδας, που μαζί με τον Νάσο Βίδο και με μερικούς άλλους σκέφτηκαν να μαζέψουν λεφτά στην Αθήνα, και όταν οι μπουλντόζες θα έφταναν στο Μπουρό να τις πληρώσει όλο το χωριό για να κάνουν την διάνοιξη μέχρι τη Bωλάξ.

Ο ίδιος πήγε και βρήκε τους ιδιοκτήτες απ' όπου θα περνούσε ο δρόμος, για να του επιτρέψουν να περάσει. Άλλοι με ευκολία και άλλοι με πολύ δυσκολία του έδωσαν την άδεια, με την προϋπόθεση να ξαναχτιστούν τα ντουβάρια. Οι δε Βωλακίτες ανέλαβαν να τα κτίσουν χωρίς να πληρωθούν. Έτσι έκανε ο καθένας τους κάπου 90 μεροκάματα, δίχως να πάρει ούτε μια δεκάρα!

Αν και ο δρόμος σταμάτησε 100 μέτρα από την είσοδο του χωριού, στη θέση Καμπί, τότε ήταν που οι ξενιτεμένοι Βωλακίτες επέστρεψαν στο χωριό τους.

Tο 1977, δεν άργησε να ξεκινήσει και η πρώτη αναπαλαίωση γκρεμισμένου σπιτιού στο χωριό. Ο πρώτος που ξεκίνησε να φτιάξει το παλιό γκρεμισμένο σπίτι του προπάππου του ήταν ο Ιάκωβος Βίδος του Γεωργίου. O αδελφός του του έλεγε ότι «είναι τρελλός που πετάει χρήματα στο χωριό». Πολύ σύντομα τον μιμήθηκαν κι άλλοι· αργότερα και ο ίδιος ο αδελφός του...

Ένα σπουδαίο έργο που έγινε εκείνη την εποχή, λίγο πριν την δημιουργία του Συλλόγου, ήταν η ανεύρεση νερού (ενός κυβικού το 24ωρο, αρίστης ποιότητας), στην περιοχή Τράχη, σε χωράφι του Αντρίκου Βίδου. Tότε στον Πέτασο, σε άλλο χωράφι του Γιάννη Πιπέρη, δημιουργήθηκε μια δεξαμενή 76 κυβικών, απ' όπου τροφοδοτείται ακόμα και σήμερα το χωριό. [3]

Εκείνη την εποχή πολλά χωριά της Τήνου είχαν δημιουργήσει Συλλόγους, γι' αυτό και οι Βωλακίτες της Αθήνας σκέφτηκαν ότι και εκείνοι έπρεπε να φτιάξουν έναν εξωραϊστικό και μορφωτικό σύλλογο για να συντονίσουν τις μεμονωμένες ενέργειες.

Έτσι το 1982, στα πρώτυπα του αντίστοιχου συλλόγου του Κουμάρου, δημιουργήθηκε ο Σύλλογος Η Βωλάξ Τήνου. Ο Σύλλογος αυτός, υπήρξε στα επόμενα χρόνια, και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ένας από τους πιο δραστήριους Συλλόγους ολόκληρης της Τήνου. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως έσωσε το χωριό από τον αφανισμό και το μετέτρεψε σε αυτό που είναι σήμερα, ένα σημείο αναφοράς για ολόκληρο το νησί.

 



[1] Φτωχοί και κακόμοιροι υπήρχαν αρκετοί: Ο Μπόρτολος έμενε μόνος του και πάλευε να τα φέρει βόλτα. Οι δυσκολίες ήταν πάρα πολλές. Ο γερο-Ντουντός στην περίοδο του πολέμου, με τις μεγάλες στερήσεις, αναγκαζόταν να τρώει βραστά χόρτα με αποτέλεσμα να πάθει αβιταμίνωση...

[2] Η αλυσίβα είναι ένα αλκαλικό διάλυμα που παρασκευάζεται με το βράσιμο του νερού μαζί με στάχτη από καμένα ξύλα (βράζεις 2 κ.σ. στάχτη σε 1 ποτήρι νερό και σουρώνεις). Η αλυσίβα έχει καθαριστικές ιδιότητες λόγω του ανθρακικού καλίου που προσλαμβάνει από τη στάχτη και το οποίο έχει την ικανότητα αυτό να διαλύει τα έλαια και τα λίπη. Στα παλαιότερα χρόνια τη χρησιμοποιούσαν για τη λεύκανση των ρούχων, αλλά και για το λούσιμο.

Με την αλυσίβα γινόταν η μπουγάδα. Δηλαδή αφού τα ασπρόρουχα πλενόντουσαν καλά, τοποθετούνταν σε ένα ψηλό καλάθι, στο μπουγαδοκόφινο, το οποίο όμως καλυπτόταν προηγουμένως εσωτερικά με ένα χοντρό ύφασμα, το λεγόμενο σταχτόπανο και που τα άκρα του έβγαιναν έξω από το κοφίνι. Στη συνέχεια διπλώνονταν τα πλυμένα ασπρόρουχα και στοιβάζονταν μέσα στο μπουγαδοκόφινο και στο τέλος σκεπάζονταν αυτά από τις άκρες του σταχτόπανου. Πάνω λοιπόν από το σταχτόπανο άρχιζαν και έριχναν αργά αργά και κατά διαστήματα, την αλυσίβα. Το υγρό αυτό διάλυμμα διαπερνούσε σιγά σιγά τα ρούχα και εξέρχονταν από το κάτω μέρος του κοφινιού, παρασύροντας τα υπολείμματα από τους λεκέδες που υπήρχαν στα ρούχα. Όταν η αλυσίβα ήταν καλή, τότε τα ασπρόρουχα έπαιρναν ένα όμορφο κρινόλευκο χρώμα. [βικιπαίδεια]

[3] Η ανάγκη να βρεθεί νερό (σε χωράφι Βωλακίτη) και να φτάσει τρεχούμενο νερό σε κάθε σπίτι, αλλά και σε τέτοια ποσότητα ώστε να μην παρατηρηθεί κάποιο πρόβλημα, ήταν το ζητούμενο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70. Οι έρευνες έγιναν στα ψηλότερα σημεία κοντά στο χωριό ώστε να διευκολυνθεί η υδροδότηση των σπιτιών του οικισμού.

Ο Λούης Βίλλας υπέδειξε τον Ζάχο από τα Μοναστήρια, έναν ραβδοσκόπο που προσπαθούσε να εντοπίσει υπόγεια ύδατα κρατώντας στο χέρι του μια ράβδο...

Όταν ο Ιωάννης Παλαιοκρασσάς εξελέγη βουλευτής Κυκλάδων, τού ζητήθηκε κάποιο κονδύλι για το συγκεκριμένο θέμα. Η απάντηση του βουλευτή ήταν θετική και δόθηκε ποσό ύψους 300.000 δρχ. στην Κοινότητα Φαλατάδου, ώστε να περάσει ακολούθως στη Βωλάξ. Την ίδια εποχή η κυρά-Μαρία του Γιαννούλα παραχώρησε χώρο στον Πέτασο (ο κοντινότερος λόφος σε μεγαλύτερο υψόμετρο από το υπόλοιπο χωριό) ώστε να φτιαχτεί μια δεξαμενή που θα φύλαγε τα νερά του χειμώνα για να χρησιμοποιηθούν τους θερμούς μήνες του καλοκαιριού.

Μοιραστείτε το