«Υπάρχουν σπίτια σαν τη νεκρά θάλασσα, σπίτια ακίνητα που τα κατοικεί η γυναίκα του Λωτ. Οι βρύσες τους τρέχουν νερό αρμυρό, φαρμάκι, νερό του Σοδομά. Παντού σιωπή. Όλα εισπνέουν λύπη, λύπη και φόβο. Κι είναι άλλα που μέσα τους κυλά ο Ιορδάνης ποταμός. Γλυκά νερά, χλόη και δέντρα. Πόρτες ορθάνοιχτες, χωρίς κλειδιά, παράθυρα που τραβούν το σπίτι στ' ανοιχτά, και σκάλες, σκάλες ατέλειωτες, που τις πατά, τις τρίβει η ζωή».
«Στο προγονικό μας σπίτι η πόρτα του, η αυλόπορτα δηλαδή, χτυπούσε πιο ταχτικά κι απ' τις καμπάνες της Μητρόπολης. Άνθρωποι κάθε λογής, γνωστοί και άγνωστοι, έφερναν, άφηναν τα παιδιά τους για να βαφτιστούν, ζητούσαν να στεφανωθούν, να παντρευτούν, να κάνουν το τραπέζι του γάμου τους εκεί, ν' ακουμπήσουν, να σταθούν, να πάρουνε τη σκιά του, να ξεκουραστούν.
Βάφτιζε η γιαγιά μου, μοίραζε ονόματα, την τύχη και τη μοίρα τους. Στεφάνωνε, στερέωνε ζωές και σπίτια. Άναβε φούρνους, φούρνιζε ψωμιά, μαγείρευε. Αχνίζανε καζάνια, μαρμίτες και ταψιά. Άνοιγε φύλλα και φτερά, τραγούδαγε και χόρευε μαζί τους. Τρίζανε ταβάνια και πατώματα, τα χαράκωνε το γλέντι, η χαρά».
Τα απογεύματα, μετά την επιστροφή από τα χωράφια και τα ζώα, όταν τύχαινε να περάσει κανένας συγγενής ή φίλος, συγχωριανός ή γνωστός από άλλο χωριό, άντρας, γυναίκα ή παιδί, η αυλή του σπιτιού –όλες οι αυλές της Βωλάξ– αποκτούσαν πανηγυρικό χαρακτήρα... Όλοι ήταν (και είναι) ευπρόσδεκτοι αν περάσουν από το σπίτι. Επάνω από την αυλή, [1] οι άντρες τους φώναζαν να πλησιάσουν και να καθίσουν να τα πούνε, λέγοντας κάποια εξυπνάδα και δοκιμάζοντας την ετοιμολογία τους. Οι γυναίκες έφερναν γρήγορα το ρακί, σταφίλια, καρύδια, ρόδια, ότι είχαν και δεν είχαν. Δεν πάει το γλέντι ξεροσφύρι... Μέχρι να φέρουν τα γλυκά έχει ήδη πιάσει ο «άντρας του σπιτιού» το μπουκάλι με το ρακί και γέμιζε τα ποτήρια.
Η αυλές ήταν στολισμένες με μυρτιές, γεμάτες γλάστρες και χρησιμοποιημένους ντενεκέδες από λάδι με πολύχρωμα μοσχοβολιστά λουλούδια. Οι φωνές ακούγονταν μακριά και αυτό έκανε κι άλλους να πλησιάζουν και να παρεώνουν. «Πιες όσο θες, έχω κι άλλο μπουκάλι» φώναζε ο κύριος του σπιτιού, «αν τελειώσει θα φέρω εγώ, μην σε μέλλει» απαντούσε ο επισκέπτης. Και οι κυρίες από δίπλα μη τυχόν και λείψει κάτι...
Σ' αυτές τις αυλές, τις γεμάτες γλέντι και χαρά, υπήρχαν πεζούλες γύρω-γύρω με στηθαίο, περίπατα όπως τα λέγανε. Με ένα μαρμάρινο τραπεζάκι το κέντρο που από κάτω του είχε, συνήθως, μια μικρή θυρίδα. Εκεί επάνω χωρούσαν όλα τα καλά του θεού. Ο δίσκος με τα ποτηράκια, το ρακί, ξεροτήγανα που είχαν μείνει από κάποια γιορτή, σύκα, καρύδια, ότι τραβάει η ψυχή του καθενός!
Αλλά και για τις δύσκολες ώρες το μαρμάρινο τραπεζάκι ήταν εκεί, έξω από την πόρτα της εκκλησιάς. Εκεί τα φλυτζανάκια του καφέ και o μπακαλιάρος. Εκεί τα δάκρυα κι η συμπαράσταση στην απώλεια με τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. «Μετά παρέλευσιν εννέα, τεσσαράκοντα ημερών, εξ μηνών και ενός έτους από του θανάτου και πάλιν όταν γυρίζει ο χρόνος, κατά την αυτήν ημέραν του χαμού, τελείται μνημόσυνον υπέρ του αποθανόντος, οπότε γίνεται το μοίρασμα μετά το τέλος της θείας λειτουργίας πέριξ της μικράς μαρμάρινης τραπέζης. Κάθηνται έξω του ναού (πάντα εν τοις χωρίοις), κατά σειράν άπαντες οι εκκλησιασθέντες αμφοτέρων των φύλων κατ' ιδίαν. Εις δε των συγγενών του αποθανόντος διανέμει εις έκαστον τούτων μερίδα άρτου, κρέατος, οίνου κ.λπ. και άπαντες τρώγουσι και συγχωράνε τον απεθαμένον».
Στο ίδιο μαρμάρινο τραπέζι της εκκλησίας ξανά χαρές και πάλι ευχές. Τα βαφτίσια δεν είχαν φαγητό αλλά το τραπεζάκι έκανε την δουλειά του. Εκεί, επάνω σ' αυτό το σημείο, ανέβαινε ο νονός του μικρού που μόλις είχε βαπτιστεί και κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο κέρματα τα πετούσε στον ουρανό, μια στην αυλή της εκκλησιάς και μια απ' έξω, και έτρεχαν γεμάτα χαρά τα παιδιά να τα πρωτοπρολάβουν και να βγει το «έκτακτο» χαρτζιλίκι...
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην αυθεντική χαρά στις αυλές των σπιτιών, την καθημερινή. Σ' αυτές υπήρχε μία σκάλα που οδηγούσε στο δώμα. Στα σκαλοπάτια της έβρισκες λίγα φρύγανα για τον φούρνο [2] αλλά κι άλλες γλάστρες γεμάτες γεράνια και μικρές βουκαμβίλιες. Κάτω από το μαρμάρινο τραπεζάκι, στην μυστική αυτή θυρίδα, ξεπρόβαλλαν κι άλλα πράγματα σαν τα δώρα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μέσα στην θυρίδα έκρυβε ο παππούς το πρόχειρο τρισέτο του για τα καλάθια και ένα-δύο τριφτήρια για να καθαρίζει τις βέργες. Έβρισκες εκεί μια πράσινη πλάκα σαπούνι και το πινέλο του για το ξύρισμα. [3] Ούτε κι εγώ θυμάμαι τα λογιών λογιών πράγματα που υπήρχαν: μικρά κομμάτια σπάγκου, ένα κόκκινο μεταλικό κουτάκι από κάποιο φάρμακο για τον βήχα, σπόροι από κολοκύθες, δυο-τρία καρφιά, μια τρύπια δεκάρα... Η θυρίδα αυτή ήταν ένα μαγικό σημείο που νόμιζες πως όλα όσα χρειάζεται ένα σπίτι μέσα από αυτήν γεννιόντουσαν...
Η μπαταρία της φωτογραφικής μηχανής αναβόσβηνε κι έτσι πρόλαβα να πάρω ελάχιστες φωτογραφίες από αυτά τα τραπεζάκια. Άντε να φτιάξει ο καιρός και να ξαναγεμίσουν παρέες, χαρά κι ευτυχία.
[1] «Η αυλή βρίσκεται πάντα στην πρόσοψη του σπιτιού, προς το νότο, και στο πρώτο πάτωμα. Τα σπίτια της Τήνου είναι σχεδόν όλα κατά κανόνα διώροφα (ή τριώροφα, για το λόγο που το έδαφος είναι κατωφερές). Στην πρόσοψη της αυλής αντί κιγκλιδωμάτων είναι χτισμένα πεζούλια, σαν ένα είδος στηθαίου, που οι χωρικοί τα ονομάζουν περίπατα και που είναι επενδυμένα με πλάκες μαρμάρινες, σαν ένα διπλό πεζούλι, που μπορεί να καθίσει κανένας άνετα και από 'κει να απολαύσει τη μαγευτική θέα [...] την ώρα που πέφτει ο ήλιος». [Αντώνης Σώχος, Η Λαϊκή Τέχνη στη Ντήνο, σ.22, Αθήνα 1930]
[2] Ο "Παράξενος" γράφει ότι στις αυλές υπήρχαν συχνά φρύγανα: «Tα φρύγανα έκαναν και άλλη δουλειά: περιέφραζαν τις αυλές ώστε τα μικρά παιδιά να μην πηγαίνουν στα περίπατα και πέσουν. Γιατί οι μανάδες εκείνης της εποχής πήγαιναν στο χωράφι ή για άρμεγμα. Αν ήταν πολλά και ζωηρά τα μικρά παιδιά στο σπίτι έβαζαν και κανένα αχινοπόδι στα περίπατα για πιο πολύ σιγουριά». [ophioussa.blogspot.com, 24.06.2009]
[3] Σε μια μικρή θυρίδα στην αυλή του σπιτιού άφηνε ο παππούς το πινέλο του ξυρίσματος, μέσα στο τσίγκινο μπολάκι για τον αφρό. Μόλις είχε φτιαχτεί η τουαλέτα, όπως αυτές της Αθήνας, αλλά ο παππούς έτσι είχε μάθει, έτσι ήξερε. Αριστερά από την κεντρική είσοδο του σπιτιού και απέναντι από τη θυρίδα, υπήρχε κρεμασμένος ένας μικρός καθρέφτης για να μπορεί να ξυρίζεται τα πρωινά πριν φύγει για τα χωράφια. Όταν έφτιαχνε ο καιρός, έβγαζε τα ξυριστικά του έξω, σε ανοιχτό χώρο του άρεσε, και ξυριζόταν στην αυλή κάτω από τον άγουρο πρωινό ήλιο...
Κάποιο απ' τα παιδιά του, του είχε πάρει δώρο μια κολώνια old spice, αλλά την έβαζε μόνο τις Κυριακές και στις μεγάλες γιορτές, μετά από υπενθύμιση της γιαγιάς: «βάλε βρε Γιώργο και την κολώνια που σου έχουν πάρει τα παιδιά, τέτοια μέρα σήμερα»...
Πηγή πληροφοριών υπήρξε: Θ. Γκόνης, Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή, Άγρα 2008
Για την μεταφορά: mix_06.2015
Στήλη: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Tags: αρχιτεκτονική, οικοδομή, πόρτες, θυρίδες, τραπέζια, αναμνήσεις
Μοιραστείτε το