Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Η ρυμοτομία είναι κλάδος της πολεοδομίας που ασχολείται με τη διαρρύθμιση του χώρου, μέσα στον οποίο πρόκειται, ή έχει ήδη, κτιστεί ένας οικισμός, μια πόλη ή οποιοδήποτε οικοδομικό συγκρότημα. Η διαρρύθμιση περιλαμβάνει τη χάραξη δρόμων, πλατειών και βασικών δημοσίων κτιρίων ενώ διέπεται από συνθήκες πρακτικών αναγκών και από τις εκάστοτε αισθητικές αντιλήψεις. Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε, για πρώτη φορά, τη ρυμοτομία του χωριού Βωλάξ, αφού οι αλλαγές είναι ταχύτατες και η μορφή του συνεχώς μεταβάλλεται.
 

ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΧΩΡΑ

Η θάλασσα ήταν και παραμένει η φυσική οριοθέτηση του νησιού. Όπως αναφέρει ο Δώριζας, οι πρώτοι οικισμοί χτίστηκαν κατά μήκος της ακτής του νησιού [Γιώργος Δώριζας, Αρχαία Τήνος, σελ.51]. Σταδιακά, όμως, αναπτύχθηκαν χωριά στην ενδοχώρα, σε μια προσπάθεια των κατοίκων να προστατευτούν από τους πειρατές και άλλους εισβολείς [Μαρία Βιδάλη, Γη και Χωριό - Τα Εξωκκλήσια της Τήνου, σελ. 30]. Στην ιστοσελίδα tinos360.gr διαβάζουμε: «Η διαµόρφωσή των οικισμών της Τήνου επηρεάστηκαν από ποικίλους παράγοντες. Οι πιο σηµαντικοί ήταν τα καιρικά φαινόµενα και οι αέρηδες που επικρατούν στο νησί, η µορφολογία του εδάφους και οι κοινωνικοϊστορικές συνθήκες. Οι επιδροµές µέσω θαλάσσης κατά διάφορες ιστορικές περιόδους ανάγκασαν τους ντόπιους να συγκεντρωθούν στο εσωτερικό του νησιού, χτίζοντας εκεί τους περισσότερους από τους οικισµούς τους. Χτισµένοι στην ενδοχώρα της Τήνου και περικυκλωµένοι από βουνά (όπως τα χωριά Βωλάξ, Πύργος) δεν ήταν ορατοί από τον εχθρό». [1] Η χρήση των ντόπιων υλικών (δηλ. βωλακίτικης πέτρας και σχιστόλιθου αντίστοιχα), που υπήρχαν άφθονοι στις συγκεκριμένες περιοχές, συνέβαλε στην δυσκολία θέασης των κοινοτήτων αυτών από απόσταση.

Η ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ ΣΠΙΤΙΩΝ

Η παλαιότητα του χωριού φαίνεται και από το πλάτος των εσωτερικών του δρομίσκων. Είναι τόσο στενοί ώστε (ευτυχώς) τα αυτοκίνητα να μένουν στην περιφέρειά του και να μην έχουν πρόσβαση στον πυρήνα του. Η πυκνότητα µε την οποία χτίζονταν τα πρώτα σπίτια βοήθαγε στην προστασία αυτή. Δεχόμενοι ότι ο βασικός λόγος που μετακινήθηκαν κάποιοι κάτοικοι του νησιού στην ενδοχώρα ήταν για την προστασία τους, πρέπει να δεχτούμε αντίστοιχα, ότι και τα πρώτα σπίτια που χτίστηκαν στο χωριό πρέπει να ήταν αυτά που ήταν δίπλα-δίπλα, ενωμένα στον βασικό άξονα του χωριού. Eξάλλου, κύριο χαρακτηριστικό των χωριών της Τήνου είναι η έλλειψη οχύρωσης ή οχυρωµατικής δοµής, µε εξαίρεση το Κάστρο-Ξώµπουργο, λόγω συγκεκριμένων συνθηκών. [2]

Σε αντίθεση με τα νέα σπίτια όπου έχουν έντονη την ιδιωτικότητα, οι παλαιοί χώροι ήταν φτιαγμένοι για να συνδιαλέγονται. Η δοµή των οικισµών µαρτυρά το πόσο «δεµένη» κοινωνία ήταν τα χωριά, µε το ένα σπίτι «κολλητό» στο άλλο. Οι βεράντες δίπλα-δίπλα και οι δρόµοι και τα µονοπάτια των οικισµών να σχηµατίζουν ιστό, ακολουθώντας την κλίση και την µορφολογία του εδάφους. Στη Βωλάξ έχουμε δύο βασικές γραμμές-άξονες: από την είσοδο του χωριού μέχρι και το τέλος του, στο νεκροταφείο (σήμερα ενορία) του χωριού, και άλλη μία γραμμή-άξονας, που ξεκινάει στο κέντρο του προηγούμενου άξονα και καταλήγει (σε χαμηλώτερο υψομετρικό επίπεδο) στην πηγή του χωριού. Κάτι, δηλαδή, σαν γράμμα "Τ", όπου κάτω υπάρχει η πηγή, δεξιά η «αρχή» με την είσοδο και αριστερά το «τέλος» με το νεκροταφείο. [3] Το ότι το νεκροταφείο του χωριού μετακινήθηκε μέσα σε δύο αιώνες αρκετές φορές, δείχνει την κυτταρική αύξηση (από μέσα προς τα έξω) των σπιτιών της κοινότητας. Το «αστείο» είναι ότι το νεκροταφείο έφτασε να βρίσκεται (από το 1926 μέχρι σήμερα) από το τέλος του οικισμού πριν ακόμη φτάσουμε στην είσοδό του!

ΔΡΟΜΑΚΙΑ ΚΑΙ ΜΥΣΤΙΚΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 

«Οι πόλεις», διαβάζουμε και συμφωνούμε σε διήγημα του Δημήτρη Χατζή, «δε φκιάχνονται στο χαρτί, δεν σχεδιάζονται στο τραπέζι. Γίνονται. Από τη ζωή, τις κοινωνικές συνθήκες, τις ανάγκες των κατοίκων τους». [Σπουδές, Το Ροδακιό, 2000] Τα παλιά τα χρόνια (λόγω της ανάγκης προστασίας από τους πειρατές;) υπήρχαν στο χωριό ανηφοριές, κατηφοριές, ανεξήγητα δρομάκια, στενωποί και ακάλυπτοι χώροι (γνωστά με τη ντόπια ονομασία «κντούντο» –βλ. αντίστοιχο άρθρο), προβληματικοί μονόδρομοι (που οι περισσότεροι έχουν πλέον κλειστεί ή ενταχθεί στις αυλές των σπιτιών) ακόμη και απλοϊκοί λαβύρινθοι. Υπήρχαν σπίτια που είχαν καταπακτές και οδηγούσαν σε άλλους ορόφους (όπως η κουζίνα στο παλιό σπίτι του Νταμιάνου που οδηγούσε στα κάτω υπόγεια, που και αυτά με την σειρά τους είχαν ένα «φαρδύ» παράθυρο που έβγαζε στο χωράφι του Κακάλα. Ή ακόμη, υπήρχε μυστικό πέρασμα στο σπίτι του Πρίφτη, που έβγαζε στην κέλα του και από κεί στο πίσω χωράφι που σήμερα βρίσκεται το σπίτι του Ρόκκου).

Υπήρχαν σπίτια –μέχρι πρόσφατα– που είχαν έξοδο από την ακριβώς αντίθετη πλευρά της εισόδου ή πόρτες που οδηγούσαν απευθείας σε άλλα σημεία του χωριού: Το μπάνιο στο σπίτι του Ζακ ήταν φούρνος και είχε πόρτα και στην πίσω πλευρά του –μέχρι το 1977– που έβγαζε στο δρομάκι της εκκλησίας. Σήμερα, στη θέση της παλιάς πόρτας, βρίσκεται η σκάλα εισόδου του σπιτιού της Λουίζας. «Υπολείμματα» όλων αυτών υπάρχουν ακόμη στο χωριό, αλλά δύσκολα είναι ορατά στα μάτια των περιηγητών. 4-5 είναι και τα σημεία, που φαίνεται (εξωτερικά) ότι τα βράχια του τοπίου αποτελούν μέρος των ίδιων των οικημάτων, ενώ υπάρχει σπίτι του χωριού όπου ή κλίνη στην οποία πλαγιάζει ο ιδιοκτήτ
ης της, έχει τρία πόδια αφού ο βράχος δεν επιτρέπει την ύπαρχη του τέταρτου!

Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Γενική περιγραφή για τις πηγές των χωριών, αλλά και την ποιότητα των νερών έχουμε από τον Μαρκάκη Ζαλλώνη: «Τα περισσότερα χωριά του νησιού βρίσκονται κτισμένα στην αλληλουχία των βουνοπλαγιών, όχι μακριά από κάποιο λαγκάδι, σε βάθος του οποίου τρέχει κάποιο αδύναμο ρυάκι που πηγάζει από πιο μακριά. Το αδύναμο αυτό ρυάκι αρκεί για τις ανάγκες του χωριού. Τα πηγάδια τους είναι ανοιγμένα σε βάθος τρία με έξι πόδια, κοντά στο λαγκάδι. Το νερό φτάνει μέχρι τα χείλη των πηγαδιών αλλά ξεχειλίζει σπάνια, μόνο μετά από τις μεγάλες βροχές του χειμώνα [...] Η θερμοκρασία τους είναι σχεδόν η ίδια σ' όλες τις εποχές». [μτφ. π. Δαλέζιος, σελ. 30, Οι Φίλοι του Κρόκου, 1998]

Είναι ξεκάθαρο ότι το πρώτο σπίτι ενός οικισμού δημιουργείται σε μέρος που μπορεί εύκολα να έχει πρόσβαση στην κεντρική πηγή νερού. [4] Ο μύθος λέει ότι το πρώτο που φτιάχνεις είναι ο τρόπος για να... βγεις από το πηγάδι: «Ἕνας λαγὸς διψοῦσε καὶ κατέβηκε στὸ πηγάδι γιὰ νὰ πιεῖ νερὸ. Ἀφοῦ ξεδίψασε μὲ τὴν ψυχή του, ἀποφάσισε ν' ἀνέβει. Ἀλλὰ διαπίστωσε πὼς δὲν ὑπῆρχε τρόπος κι ἔπεσε σὲ μαύρη ἀπελπισία. Κάποια ἀλεπού, ποὺ ἔτυχε νὰ περνάει ἀπὸ ἐκεῖ, τὸν εἶδε σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ τοῦ εἶπε: "Ἔκανες μεγάλο λάθος. Ἔπρεπε πρῶτα νὰ σκεφτεῖς πῶς θ' ἀνέβεις κι ὕστερα νὰ κατέβεις...» [5] [Μυθολογικὸν του Συντίπα του Φιλοσόφου] Λογικά, αν πρέπει να σκεφτούμε πώς αυτές τις τρεις γραμμές (αρτηρίες) δημιούργησαν το γράμμα "Τ", θα λέγαμε: Η πρώτη πρέπει να είναι η κάθετη ("Ι") για να υπάρχει η πρόσβαση στο πηγάδι, η δεύτερη πρέπει να είναι η δεξιά ("–") γιατί από εκεί υπήρχε η πιο βολική φυσική είσοδος με τα αρχέγονα μονοπάτια για το Ξώμπουργκο και τα περί αυτού χωριά (Μάλιστα, η παλιά ενορία –που έπεσε το 1909– βρισκόταν ανάμεσα στην είσοδο και το πηγάδι). Τέλος, πρέπει να δημιουργήθηκε η αριστερή γραμμή ("–") που έβγαζε στο μονοπάτι προς το Αγάπη, παράλληλα με το ποτάμι της Γρίζας. Δηλαδή (εντελώς σχηματικά):

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΩΡΙΟΥ

O τρόπος με τον οποίο τα επιμέρους στοιχεία ενός οικισμού σχετίζονται και συνδέονται μεταξύ τους, ώστε να σχηματίζουν ενιαίο σύνολο ή σύστημα λέγεται δομή ενός χωριού. Η Βωλάξ, όπως και τα περισσότερα –αν όχι όλα– χωριά της Τήνου αναπτύσσεται από τα σπίτια στο εσωτερικό και κατά μήκος των κεντρικών δρόμων, ακολουθεί τις κλίσεις του εδάφους και τα διαφορετικά επίπεδα, αφήνει ακάλυπτα σημεία (ως πλατείες) εκεί που υπάρχει βράχος από κάτω (βλ. πλατεία κοντά στα σπίτια των μελών της οικογένειας Φυρίγου, πλατεία κοντά στα σπίτια των μελών της οικογένειας Βίδου κ.λπ.), ακολουθεί τις κατωφέρειες με τη χρήση σκαλοπατιών και φτάνει στο κατώτερο σημείο του, το πηγάδι του χωριού.

Γύρω από τα σπίτια υπάρχουν μικρότεροι δρόμοι και περάσματα που οδηγούν (οδηγούσαν καλύτερα) στους οικογενειακούς φούρνους, μικρές αυλές των σπιτιών, αποθηκευτικά κτίσματα, και ακολούθως αε κήπους ή ακάλυπτους χώρους. Αυτοί οι ακάλυπτοι χώροι είχαν τα παλιά χρόνια τον ρόλο ενός χώρου απόθεσης απορριμμάτων και μιας της υπαίθριας τουαλέτας. Τα τελευταία μονοπάτια γύρω από τον πυρήνα του χωριού οδηγούν στα χωράφια των κατοίκων με τα αλώνια και τα «στάβλα». 


η Ζέφη Ποτήρη γράφει: «Κύριο γνώρισµα της οργάνωσης στις Κυκλάδες είναι αυτή του χώρου µε βάση τη γειτονιά. Η µεγαλύτερη έµφαση δίνεται στην πλατεία και εκκλησία, οι οποίες συχνά συνυπάρχουν ή είναι κοντά. Όλα τα δηµόσια κτίρια ή µέρη συνάντησης (π.χ. καφενείο) ή συναλλαγής (π.χ. µαγαζιά) βρίσκονται στην πλατεία, που συγκεντρώνει τη ζωή του οικισµού». Αυτό ίσχυε και στη Βωλάξ: τα δύο μοναδικά καφενεία που υπήρχαν μέχρι και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο βρισκόντουσαν στις δύο πλατείες (που ονοματίσαμε παραπάνω) [6], ενώ σήμερα, οι δύο ταβέρνες, βρίσκονται σε «κομβικά» σημεία. Στην πλατεία του χωριού (την είσοδό του) και απέναντι από το υπαίθριο θέατρο.

Το χωριό δεν διαθέτει δηµόσια κτίρια (όπως σχολεία, κοινοτικά καταστήµατα κ.α.) αλλά η πηγή (και οι βρύσες παλαιότερα), τα ανοιχτά µέρη και οι πλατείες, το παπαδικό με την αυλή της εκκλησίας αποτελούν ζωντανούς χώρους για την οµαλή ζωή σ’ αυτά. Η ενορία του χωριού είναι η συνήθης βάση συγκέντρωσεις των κατοίκων του χωριού. Σήμερα, υπάρχουν και κάποια νέα σημεία, τα οποία ενδιαφέρουν κυρίως τους τουρίστες, επειδή τονίζουν το ιδιαίτερο του τοπίου. 

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

«Ένα άλλο σημαντικό σημείο του χωριού είναι η οικογένεια. Η κοινωνία του χωριού συντίθεται από τις οικογενειακές μονάδες. Τα μέλη της οικογένειας δουλεύουν στις οικογενειακές καλλιέργειες φροντίζοντας για την περιουσία της οικογένειας, την οικονομική και κοινωνική της υπόσταση. Συγχρόνως ανήκουν στην κοινότητα του χωριού, που λειτουργεί σαν μια μεγαλύτερη συλλογική οικογένεια». [Μαρία Βιδάλη, ο.π. σελ. 30] Οι δραστηριότητες των ανθρώπων στα χωράφια τους, τις αποθήκες τους και τα εργαστήρια της καλαθοπλεκτικής δημιούργησαν μονοπάτια από τα σπίτια τους και τους κεντρικούς δρόμους μέχρι τους χώρους της ασχολίας τους. Τα τελευταία 30 χρόνια, με τις αναπαλαιώσεις των σπιτιών και τις μεταβιβάσεις από αγορές ή κληρονομιές κήπων και οικημάτων οδήγησαν σε σχετική δυσφορία κάποιων κατοίκων, που είχαν συνηθίσει να «κόβουν δρόμο» μέσα από τα ερειπωμένα σπίτια, και τα παλαιότερα δρομάκια. 

Η δημιουργία χώρου για τουαλέτα εντός σπιτιού, νόμιμες επεκτάσεις, πόρτες και παράθυρα που έκλεισαν ή άνοιξαν στην καινούρια αυτή εποχή αλλοίωσαν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική αλλά άλλαξαν και τις «ισορροπίες» στην δομή και την οργάνωση του οικισμού. Ένα χωριό συνεχίζει να μεταβάλλεται όσο αλλάζουν και οι ανάγκες των κατοίκων του.

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ

Στο χωριό θα μπορούσαμε να πούμε ότι δύο είναι οι λόγοι προσανατολισμού: η παλαιότητα του κτίσματος και το φυσικό ανάγλυφο του τοπίου. Παρ' όλα αυτά, τα σπίτια έχουν ή μεσημβρινό προσανατολισμό ή δυτικό. Λόγω της δομής των δρόμων υπάρχουν 1-2 σπίτια που βλέπουν ανατολή, αλλά ποτέ το cardinal point, το σημείο του ορίζοντα που έχει κατεύθυνση ακριβώς τον Βόρειο Πόλο. Οι ένταση των ανέμων οδηγούσε τους κτίστες στο να μην χρησιμοποιούν είσοδο από το βορρά (έτσι εξηγείται και το ότι η έξοδος κινδύνου είχε συνήθως τη μορφή παραθύρου και όχι της πόρτας. Ας μην ξεχνάμε, εδώ, ότι ενώ πέτρα υπήρχε άφθονη στο χώρο, το ξύλο ήταν υλικό που κόστιζε αρκετά). Σήμερα, που τα νέα σπίτια φτιάχνονται έξω από τον πυρήνα του βασικού χωριού, έχουν κάποιες φορές, διαφορετικό κατ' ανάγκη προσανατολισμό (βλ. σπίτι Λουδοβίκου).

Σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας, το ιερό των εκκλησιών (και των παρεκλησίων γενικότερα) κτιζόταν πάντοτε προς την ανατολή. Τα παρεκλήσια ωστόσο, σε περιοχές με ανοιχτό ορίζοντα (Καλαμάν), σε βουνοπλαγιές (Βενεράντα) ή με θέα στο χωριό τους (Αγ. Μάρκος) δεν έχουν συγκεκριμένο προσανατολισμό, αφού οι φυσικές τοπογραφικές συνθήκες –βράχια και καλλιεργημένη γη–, καθώς επίσης η ανάγκη να είναι ορατά, επηρέασαν τον προσανατολισμό και τη θέση τους. [Γεώργιος Δημητροκάλλης, Οι Δίκογχοι Χριστιανικοί Ναοί, Γρηγόρη 1976, σελ. 10] Για παράδειγμα, η Αγία Μαρίνα και η Παναγία Καλαμάν, δυό ξωκλήσια όπου το ένα «βλέπει» το άλλο.

ΝΕΟΙ ΔΡΟΜΟΙ

Το χωριό μέσα από τις κατά καιρούς διαδικασίες ανάπτυξής του κτίστηκε (και κτίζεται) με μία ιδιότυπη ρυμοτομία που οφείλεται φυσικά και στην ιδιαιτερότητα της κατοχύρωσης των ιδιοκτησιών. Με την νέα διανομή των οικοπέδων και σπιτιών, τα τελευταία 100 χρόνια, άλλαξε η εικόνα του χωριού που υπήρχε μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '70. Και δεν μιλάμε μόνο στο εσωτερικό του χωριού που οι οικοδομική βάση λειτουργεί συνήθως επάνω σε κτίσματα από το παρελθόν, αλλά και για τους δρόμους πρόσβασης σε αυτό.

Η διάνοιξη του δρόμου προς το θέατρο («Περιφερειακός Β'»), μετά από παραχώρηση σημαντικού μέρους από χωράφι της Εκκλησίας, οδήγησε και σε δεύτερη «εισόδο» για το χωριό. Αυτό με τη σειρά του, οδήγησε πρόσφατα, στη διάνοιξη του νότιου τμήματος από το μικρό δρομάκι που «έβγαζε» στο παλιό κοιμητήριο. Μέχρι πέρυσι μόνο από τον παλιό βασικό άξονα μπορούσε κανείς να το επισκεφτεί. Αντίστοιχα, για διαφορετικούς όμως λόγους, ανοίχτηκε πριν από μια δεκαπενταετία ο λεγόμενος «Περιφερειακός Α'» που οδηγούσε περιμετρικώς (από τον βορρά) στην ενορία του χωριού, κάτι που βοήθησε τους κατοίκους που τα οικήματά τους βρισκόντουσαν στο «πίσω» μέρος του χωριού. Αν μάλιστα, κάποια στιγμή ασφαλτοστρωθεί ο δρόμος πίσω από το Άπλωμα, θα μπορεί να έρχεται κάποιος στο χωριό από την θέση Μπουρό μέχρι την ενορία του χωριού, χωρίς να περνάει από την είσοδο του χωριού!

Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του '80, ο κάτοικος ή ο επισκέπτης έπρεπε να παρκάρει το αυτοκίνητό του στο λεγόμενο Καμπί της Εκκλησιάς και από κει να κινηθεί με τα πόδια σε όλα τα σημεία του χωριού. Σήμερα υπάρχουν τρία σημεία (με χώρο στάσης και στάθμευσης) για το χωριό, και μέσα στο έτος που θα ασφαλτοστρωθεί το δρομάκι που τέμνει τον Περιφερειακό Α' και οδηγεί στο νεόδμητο οίκημα του Λουδοβίκου, θα μετράμε τέσσερις εισόδους. Έτσι (με ορισμένους και σαφείς αρχιτεκτονικούς όρους οικοδόμησης) η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίζει να εξελίσσεται με νέους κοινά αποδεκτούς (;) ρυμοτομικούς κανόνες.

ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΔΙΠΛΑΝΑ ΧΩΡΙΑ

Ολόκληρη η περιοχή του χωριού αποκαλύπτει τη σχέση μεταξύ των σπιτιών και της βουκολικής γης, που τα περιβάλλει σαν ένα δίκτυο σύνδεσης με τα άλλα χωριά [Μαρία Βιδάλη, Γη και Χωριό - Τα Εξωκκλήσια της Τήνου, σελ. 30]. Aς παρακολουθήσουμε τα μονοπάτια και τους δρόμους –φυσικά δεν ήταν αμαξητοί– που ξεκίναγαν από το χωριό στους διπλανούς οικισμούς: Πρώτα ήταν ο δρόμος για τον Κουμάρο. Ξεκίναγε από το Καμπί, έφτανε στη θέση Φανούρ' και μετά, στη διακλάδωση, αν πήγαινες δεξιά έβγαινες στον Κουμάρο και αν πήγαινες αριστερά στον Φαλατάδο μέσα από την περιοχή Τράχη. Ο ίδιος δρόμος που οδηγεί στον Κουμάρο μπορεί, με μια άλλη αριστερή διακλάδωση, να σε οδηγήσει στο Ξώμπουργκο –και ακολούθως στη Χώρα. Από την άλλη, ο δρόμος του Φαλατάδου, μπορεί μετά να σε οδηγήσει στον Κέχρο, τη Στενή και –μέσω Καθλικάδου– στη Μέση (Πεντόστρατο) και από εκεί να κατέβεις στην Ποταμιά (από το χωριό στην Ποταμιά ήταν δυόμιση περίπου ώρες). 

Ξεκινώντας από το Καμπί και απέναντι από τον Άγιο Μάρκο, στην περιοχή Λάμαρ', μπορείς να φτάσεις στο Μπουρό και από κει στον Σκαλάδο. Ο τελευταίος δρόμος για άλλο οικισμό είναι αυτός που φτάνει στο Αγάπη. Ξεκινάς πίσω από την εκκλησία, φτάνεις στην Καυκάρα (Άπλωμα), κατεβαίνεις μέχρι την διακλάδωση και από εκεί επιλέγεις να πας αριστερά προς την Βάρδα. Στην περιοχή Ακουμπίστρα, κατεβαίνεις στη Γρίζα, στον Νερόμυλο και από κει στο χωριό Αγάπη.


[1] Βέβαια, όπως συνεχίζει η ιστοσελίδα tinos360.gr, ορισµένοι οικισµοί από αυτούς «κοιτούν» τη θάλασσα (όπως για παράδειγµα τα χωριά Καρδιανή και Yστέρνια) προφυλαγµένοι, όµως, από την Ανατολή από όπου προερχόταν και ο µεγαλύτερος κίνδυνος. Οι σφοδροί άνεµοι που επικρατούν στο νησί και ιδιαίτερα οι βοριάδες, πιο ισχυροί από άλλα νησιά του Αιγαίου, ώθησαν στο χτίσιµο των χωριών στις µεσηµβρινές πλαγιές ως επί το πλείστον. Οι Τηνιακοί τεχνίτες εκµεταλλευόµενοι έξυπνα το ανάγλυφο του εδάφους, προσανατολίζουν έτσι τα χωριά, ώστε να πετυχαίνουν την έκθεσή τους στον ήλιο, καλό αερισµό, αλλά παράλληλα την προστασία τους από τους δυνατούς ανέµους. Όµως, και άλλα καιρικά φαινόµενα συντέλεσαν στη διαµόρφωση του τηνιακού σπιτιού.

[2] Αυτό, κυρίως, οφείλεται στο ειδικό καθεστώς που είχε η Τήνος µε τους Βενετούς κατακτητές διατηρώντας µε αυτόν τον τρόπο την πλήρη αυτονοµία της.

[3] Η αλήθεια είναι ότι, αν κάποιος δει από ψηλά το χωριό, δεν υπάρχει γράμμα "Τ", γιατί οι γραμμές έχουν φυσικές κλίσεις. Το χρησιμοποιούμε καθαρώς σχηματικά για να διευκολύνουμε το θέμα.

[4] Είναι φυσιολογικό, είτε με θέα στη θάλασσα, είτε κοντά σε ρεµατιές, είτε σε παρυφές βουνών, οι Τηνιακοί οικισµοί εκµεταλλεύονται την παροχή νερού και τη γονιµότητα των χωραφιών για τις καλλιέργειές τους. Στη Βωλάξ που το έδαφος δεν ήταν πολύ αποδοτικό οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολήθηκαν με την καλαθοπλεκτική. Εξάλλου, αν η γη έδινε τους καρπούς της με μεγαλύτερη αφθονία, το χωριό θα ήταν και πληθυσμιακά μεγαλύτερο.

[5] «Λαγωός τις ἐδίψα καὶ ἐν φρέατι κατῆλθε τοῦ ὕδωρ πιεῖν. Ἀφ' οὗ καὶ ἡδέως πολὺ ἐπεπώκει, ὅτε δὲ ἐκεῖθεν ἀνελθεῖν ἔμελλεν ἀμηχανίᾳ συνεσχέθη περὶ τὴν ἄνοδον, καὶ τὰ μέγιστα ἠθύμει. Ἀλώπηξ δὲ ἐλθοῦσα κἀκεῖσε τοῦτον εὑροῦσα ἔφη πρὸς αὐτόν: “Μεγάλως ὄντως ἐσφάλης. Πρότερον γὰρ ὤφειλες βουλεύσασθαι πῶς ἔσται σοι τοῦ φρέατος ἀνελθεῖν, εἶθ' οὕτως ἐν αὐτῷ κατελθεῖν”».

[6] Έξω από τα δύο παλιά οικήματα, που έπαιξαν τον ρόλο του καφενείου, έβρισκες –μέχρι και τη δεκαετία του '80– δύο σιδερένιους κρίκους ("καρφιά" τα λένε οι κάτοικοι του χωριού) δίπλα από την είσοδο, ώστε να μπορούν οι προσερχόμενοι να δένουν τα άλογά και τα γαϊδουράκια τους κατά την παραμονή τους σ' αυτά...

 

Για την μεταφορά: mix_06.2015

Μοιραστείτε το