Ένας γέροντας από το χωριό μου έλεγε πως τα στρογγυλά βράχια «που βλέπεις γύρω από το χωριό, τά'σπρωχναν οι θεοί και τά'φεραν εδώ για να προστατέψουν το χωριό από τους πειρατές. Και αφού δεν βρήκαν κανέναν και φύγαν, είπαν οι χωρικοί στο θεό, πάρ'τα τα βράχια από δω να καλλιεργήσουμε τη γη μας... Αλλ' αυτά, επειδή είναι στρόγγυλα, ξαναγύριζαν πίσω. Και μείνανε για πάντα εδώ, και μεις μαζί τους».
Ο Σίσυφος ήταν γιος της Εναρέτης και του Αιόλου, του θεού των ανέμων, που κι αυτός με την σειρά του ήταν γιος του Ποσειδώνα. Ο Σίσυφος παντρεύτηκε την Μερόπη–μία από τις εφτά Πλειάδες, τις θεότητες του βουνού–, από την οποία απέκτησε τον Γλαύκο που έγινε βασιλιάς της Εφύρας.
Όλα άρχισαν όταν ο Δίας αποπλάνησε την Αίγινα. Η Αίγινα ήταν κόρη του βασιλιά και ποταμού Ασωπού. Ο Ασωπός ζήτησε από τον Σίσυφο να του πει τι γνωρίζει για τον Δία και την Αίγινα, τάζοντάς του μια πηγή με νερό που θα αναβλύζει ασταμάτητα και θα δροσίζει την ακρόπολη της πόλης του.
Ο Σίσυφος συμφώνησε. Γνώριζε πολλά για την υπόθεση και τα είπε στον Ασωπό, ο οποίος έξαλλος καταδίωξε τον Δία για να πάρει εκδίκηση. Ο Δίας, αφού κατάφερε να γλυτώσει, αποφάσισε να τιμωρήσει τον Σίσυφο με την κατηγορία ότι πρόδιδε τα μυστικά των θεών στους θνητούς! Έτσι έστειλε τον Σίσυφο στον Άδη.
Τότε, όμως, ο Σίσυφος –ο «πολύ σοφός», σέσυφος κατά τον Ησύχιο– απέδειξε την εξυπνάδα και την πονηριά του καταφέρνοντας να φυλακίσει και να δέσει τον ίδιο τον Άδη με χοντρές αλυσίδες. Αυτό οδήγησε σε μια περίεργη και πρωτοφανή κατάσταση: Ο Άδης αδυνατούσε να πάρει τις ψυχές ανθρώπων και ζώων, και ο κόσμος γέμιζε σιγά-σιγά από θανάσιμα τραυματισμένα, ακρωτηριασμένα και ανήμπορα έμψυχα όντα που δεν έφευγαν για τον κάτω κόσμο. Οι θεοί αναστατώθηκαν για τα καλά και ο Άρης, ο θεός του πολέμου, ελευθέρωσε τον Άδη από τα δεσμά του, στέλνοντας για δεύτερη φορά τον Σίσυφο στην κατοικία των νεκρών.
Ο Σίσυφος όμως δεν είχε πει ακόμη τον τελευταίο του λόγο. Προτού κατεβεί στα Τάρταρα είχε δώσει εντολή στη σύζυγό του Μερόπη να μη θάψει το σώμα του. Έτσι μόλις έφτασε στον Κάτω Κόσμο αξίωσε πως, αφού ήταν άταφος, δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Με αυτό τον τρόπο εξαπάτησε την Περσεφόνη, τη γυναίκα του Άδη, που του έδωσε άδεια για τρεις ημέρες να επιστρέψει στη γη, ώστε να κανονίσει να ταφεί το σώμα του.
Οι θεοί, εκτιμώντας ότι ο Σίσυφος δε σκόπευε να τηρήσει τη συμφωνία, έστειλαν τον Ερμή να τον φέρει ξανά πίσω. Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε σκληρά για όλη αυτή τη συμπεριφορά. Οι Κριτές των Νεκρών του έβαλαν ως βασανιστήριο να κυλάει έναν τεράστιο βράχο στην πλαγιά ενός λόφου στον Άδη, από κάτω προς τα επάνω. Όταν όμως ο βράχος πλησίαζε την κορυφή του ξέφευγε πάντοτε από τα χέρια και αναγκαζόταν να αρχίζει πάλι από την αρχή. Αυτή η τιμωρία θα ήταν αιώνια...
Το έγκλημα του Σίσυφου ήταν ότι κατόρθωσε να νικήσει το θάνατο και να ανατρέψει τη φυσική τάξη, ενώ κατά τους Κριτές των Νεκρών εγκλημάτισε μόνο που σκέφτηκε να αντισταθεί στον θάνατο. Έτσι, μαζί με τον Τάνταλο, θεωρούνται ως οι πιο σκληρά τιμωρημένοι νεκροί στον Άδη... Ο Σίσυφος κατόρθωσε να κάνει πραγματικότητα ένα από τα πιο ουτοπικά όνειρα ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Πηγή πληροφοριών υπήρξαν: mythologia.8m.com, el.wikipedia.org
Για την μεταφορά: mix_06.2015
Στήλη: ΠΑΛΙΚΑΡΙΕΣ-ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ
Tags: μυθολογία, αρχαία ελλάδα, λαογραφία, σίσυφος
Μοιραστείτε το