Συμφωνώ με τον Ηλία Μπαζίνα. Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν λίγο πριν και λίγο μετά από τον Πόλεμο, προσπαθούσαν να πάρουν προαγωγή και να γίνουν πρωτευουσιάνοι. Ντρεπόντουσαν που οι γονείς τους ήταν γεωργοί, κτηνοτρόφοι ή τεχνίτες. Έφυγαν από το χωριό και πήγαν στην πρωτεύουσα και το εξωτερικό κρύβοντας την ντοπιολαλιά τους, την ιδιαίτερη προφορά τους και ότι από την οικογενειακή τους ιστορία θεωρούσαν ως μειωτικό. Φοβόντουσαν να πουν ότι οι παππούδες μας δεν είχαν χρήματα, τη στιγμή που το 50% των Ελλήνων, εκείνα τα χρόνια, ήταν φτωχοί –και άλλο ένα 45% ήταν λιγότερο φτωχοί.
Ως ιδιαίτερα μειωτικό εθεωρείτο το να μην είχες προγόνους δικαστικούς, συμβολαιογράφους, εκπαιδευτικούς και άλλους γραμματιζούμενους (ένα ευυπόληπτο επάγγελμα στην οικογένεια καταξίωνε και ξέπλενε τα πάντα!). Ντρεπόντουσαν, ακόμη, για ενέργειες που επέσυραν διώξεις. Κανείς δεν αναφερόταν σε παππούδες ζωοκλέφτες, σε θείους μπεκρήδες –το αλκοολικοί είναι μεταγενέστερος όρος– ή σε ρέμπελους φίλους... Άσχετα αν όλα αυτά αποτελούσαν μια σπάνια εξαίρεση. Φοβόντουσαν να μιλήσουν για τους κατσιρμάδες [λαθρεμπόριο] στην Κολυμπήθρα, για τα παράνομα ρακεζιά και για τα τριμπόνια που τα έσπαγαν οι χωροφύλακες. Είχαν ενοχές επειδή το κράτος δεν τους είχε φτιάξει δρόμους και δεν είχε φέρει τον ηλεκτρισμό στο σπίτι τους• επειδή έφερναν το νερό από το πηγάδι και τα σπίτια δεν είχαν εσωτερική τουαλέτα. Φοβόντουσαν να πούνε ότι η καταγωγή τους ήταν από ένα χωριό που το λένε Βωλάξ...
Υπάρχουμε επειδή υπήρξαν οι πρόγονοί μας. Τους οφείλουμε τη ζωή. Μπορεί, βεβαίως, κάποιες πράξεις τους να μην ζητούν την επιδοκιμασία μας. Έχουμε δικαίωμα και καθήκον να κρίνουμε κατά συνείδηση τον βίο τους, και οι επόμενοι τον δικό μας. Κάποιος αταβιστικός σεβασμός, ένα είδος στοργής οφείλει να υπάρχει, και υπάρχει. Αυτό, εξάλλου, ορίζει η φυσική τάξη των πραγμάτων. Εμείς δεν θέλουμε μέσα από αυτή την ιστοσελίδα να επιλέξουμε και να προβάλουμε μόνο ότι μας αρέσει ή ότι «μας συμφέρει». Τον τόπο των πατεράδων μας τον αγαπούμε με τα ελαττώματά του (μερικά μάλιστα τα λατρεύουμε...)!
Αν δεις την ενορία να γυαλίζει, με το άσπρο ακρυλικό της χρώμα• αν δεις τους ίσιους τοίχους της, φτιαγμένους πρόσφατα με τσιμεντοκονία που τους έκανε ευθείς και «καθαρούς», αν προσέξεις το αταίριαστο φουγάρο του καλοριφέρ στην γωνία του παπαδικού που τοποθετήθηκε πέρυσι, λυπάσαι. Λυπάσαι, γιατί το χωριό δεν φτιάχνεται αλλά φτιασιδώνεται (για να μην πούμε μασκαρεύεται) καλύπτοντας την προηγούμενη ιστορία του. Πολλές από τις «αναπαλαιώσεις», σβήνουν (μέρα με την μέρα) τον μόχθο των παλιών χτιστών. Χάνονται τα ανάγλυφα της μίας πέτρας επάνω στην άλλη, σφραγίζονται οι πόρτες και εξαφανίζονται στοιχεία του παρελθόντος...
Μέσα στα τελευταία 20 χρόνια έγιναν τέτοιες σαρωτικές αλλαγές στο χωριό που δεν είχαν γίνει τους προηγούμενους τέσσερις αιώνες! Πριν χαθούν και τα τελευταία «αρχιτεκτονικά στοιχεία», φωτογραφίζουμε κάποια από αυτά και τα δείχνουμε σε κάτοικους του χωριού για να τα σχολιάσουν:
―Λοιπόν, θα θέλαμε να σας δείξουμε κάποιες φωτογραφίες με σημεία του χωριού, και να μας κάνετε δυο-τρία σχόλια, σαν λεζάντες, ώστε να δοθούν απαντήσεις σε πιθανά ερωτήματα, και τα νέα παιδιά να καταλάβουν τις ιδιαιτερότητες των σπιτιών του χωριού μας...
―Αν μπορούμε να σας βοηθήσουμε... Από που θα ξεκινήσουμε;
―Ας ξεκινήσουμε από τις εξωτερικές πόρτες. Από αυτή εδώ για παράδειγμα:
―Γιατί η είσοδος που είχαν οι κέλες, πως τις λέγατε, δεν ήταν ακριβώς στο κέντρο και από την δεξιά (συνήθως) μεριά υπήρχε ένα μικρό τοιχίο; Και το ρωτάω αυτό, γιατί με τις σύγχρονες αναπαλαιώσεις έχει πάψει να ισχύει πλέον. Ήδη, πριν από λίγα χρόνια, δύο τέτοιες έκκεντρες είσοδοι, μετά το «φτιάξιμο» των ιδιοκτήτων τους, τροποποιήθηκαν και «τακτοποιήθηκαν» στο κέντρο...
―Κανονικά, από τη μια ήταν πιο φαρδύ και από την άλλη πιο στενό. Αυτό συνέβαινε, γιατί όταν τα κοφίνια ήταν γεμάτα, ήταν πολύ βαριά και δεν μπορούσαν να τα φορτώσουν κατευθείαν επάνω στα μουλάρια και τα γαϊδούρια. Τα ακουμπούσαν, λοιπόν, πρώτα στην πλάκα που εξέχει, και από κει ήταν πιο εύκολα, μετά, να το φορτώσουν επάνω στο ζώο τους...
―Κάτι σαν την διαφορά στην άρση βαρών: αντί να σηκώσεις το βάρος «αρασέ», να το σηκώσεις σε δύο χρόνους [επολέ-ζετέ]. Ωραία. Αφού ξεκινήσαμε με πόρτες ας πούμε και γι αυτές εδώ που είναι μεταλλικές. Έχουν καλλιτεχνικό ενδιαφέρον και σύντομα θα ανεβάσουμε στην ιστοσελίδα μια σειρά από αυτές...
―Κατ' αρχάς να πούμε ότι τις σιδερένιες πόρτες αυτού του είδους, τις συναντούσες όταν η αυλή του σπιτιού έφτανε στο έδαφος. Δεν υπήρχε πουθενά στα υπόλοιπα σπίτια• αυτά με τον όροφο επάνω από την κέλα. Όποια σπίτια ήταν κοντά στο έδαφος –ο Άγιος Μάρκος που ήταν στο έδαφος, της γιαγιά μου της Σοφίας που «έβγαινε» δίπλα στον κεντρικό δρόμο, το εργαστήρι του Γκανάνη δίπλα– αυτά είχανε μια σιδερένια πόρτα.
―Δες τη φωτογραφία δεξιά: και αυτές οι πόρτες αν δν είχαν ένα φύλλο, όπως αυτή της ενορίας, δεν ήτανε μοιρασμένες ακριβώς στο κέντρο...
―Γιατί δεν τις έφτιαχναν μονοκόμματες και έπρεπε να είναι σε δύο τμήματα;
–Δεν της έφτιαχναν παλιά ολόκληρες, γιατί με το βάρος που είχαν θα μπορούσε να μην κρατήσουν, με τα χρόνια και τις βροχές, και να «κρεμάσουν».
―Στην φωτογραφία αριστερά, στο κεντρικό σημείο, το μεταλλικό σχέδιο Θυμίζει ακροκέραμα της Αρχαίας Ελλάδας, τα αετώματα των νεοκλασικών κτιρίων. Τέτοια σχέδια έβλεπες στα αστικά σπίτια της πρωτεύουσας...
―Η επινοητικότητα και η αισθητική των ανωνύμων τεχνιτών φαίνεται σε πολλές από αυτές τις πόρτες. Αξίζει να δεις πως στηρίζονται τα μικρότερα μη σταθερά τους μέρη...
―Ας περάσουμε και στις κεντρικές ξύλινες πόρτες, που πάλι είναι έκκεντρες.
―Αυτές οι πόρτες ήταν δίφυλλες, τριών κομματιών, και ποτέ δεν ήταν ακριβώς στην μέση χωρισμένες. Πάντοτε υπήρχε ένα στενό μέρος και ένα φαρδύτερο μέρος. Το φαρδύτερο μέρος, είπαμε, ήταν για να περνάνε οι άνθρωποι. Το στενότερο άνοιγε, μόνο βοηθητικά, αν ήθελες να περάσεις κάτι φαρδύ, έπιπλο ή άλλο πράγμα που δεν έφτανε το ένα μόνο φύλλο. Τώρα, το φαρδύ τμήμα της πόρτας ήταν από δύο κομμάτια, σαν να ήταν κομμένη οριζόντια: το επάνω μέρος το άφηναν ανοικτό για περνάει το φως μέσα στο σπίτι, σαν πρόσθετο παράθυρο, και όταν έκανε κρύο το έκλειναν. Ενώ, η κάτω μεριά, άνοιγε μαζί με την επάνω, χάρη σε ένα πηχάκι, για να μπορέσεις να μπεις και να βγεις.
―Αυτές οι πόρτες –αλλά και τα παλιά παντζούρια– είχαν παντού καρφάκια. Δείτε εδώ:
―Είχαν τη συνήθεια να καρφώνουν το ξύλο με πάρα πολλές πρόκες• ήταν διπλό ξύλο θα λέγαμε: ένα ξύλο από πίσω και από την μπροστινή πλευρά κάρφωναν με πολλά καρφιά τις σανίδες.
―Κόλλα έβαζαν;
―Δεν ξέρω αν υπήρχε κόλλα. Θυμάστε; Μπορεί να υπήρχε, μπορεί και όχι. Αλλά και να υπήρχε, τα καρφιά ήταν αυτά που το συγκρατούσαν. Τα νερά των δύο ξύλινων στρωμάτων, είχαν αντίθετα «νερά». Αυτό το έκαναν για να μην πιτσικάρουν οι πόρτες...
―Κάτι ακόμη, που μπορεί να φαίνεται περίεργο στα νέα παιδιά, είναι ότι στα παλιά σπίτια του χωριού τα παράθυρα είναι από την εξωτερική πλευρά και τα παντζούρια από την εσωτερική...
―Αυτό, από όσα ξέρω, ήταν συνήθεια όχι μόνο στο Βωλάξ, αλλά τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος των Κυκλάδων. Και στην Άνδρο έτσι ήταν• από μέσα το κανάτι (=παντζούρι) και από απ' έξω το τζάμι. Από μέσα, άνοιγαν και έκλειναν τα κανάτια (=παντζούρια) για το φως και τα αδιάκριτα βλέμματα. Λόγοι ασφαλείας, σαν τους σημερινούς, δεν υπήρχαν τότε.
―Εμείς αυτό που έχουμε διαβάσει κάποτε –αλλά δεν ξέρουμε αν ισχύει– ήταν ότι το τζάμι ήρθε πολύ αργότερα από το ξύλο. Συνεπώς, υπήρχε από τα πολύ παλιά χρόνια το παραθυρόφυλλο, το ξύλινο παντζούρι, και κάποια στιγμή στην ιστορία προστέθηκε και το παράθυρο με το τζάμι, από την έξω πλευρά αφού, η προηγούμενη κάσα ήταν ήδη φτιαγμένη για την πρώτη χρήση της....
―Δεν το γνωρίζω. Ένα άλλο, όμως, που δεν φαίνεται σε αυτές τις φωτογραφίες είναι ότι οι εξωτερικοί τοίχοι, των παραθύρων, δες και το σπίτι το δικό μας, δεν ήταν παράλληλοι. Το εξωτερικό τους μέρος ήταν πιο στενό και το εσωτερικό τους πιο ανοιχτό, πιο φαρδύ, σαν ανεστραμμένο χωνί. Είναι για να διευκολύνει αυτόν που βρίσκεται μέσα να βλέπει καλύτερα, να ανοίγει ο ορίζοντάς του, και αυτόν που είναι απ' έξω να μην μπορεί εύκολα να δει μέσα.
―Έπειτα, ίσως να ήταν και αυτό: να μην μπαίνει πολύ κρύο ή, ακόμη, για να έχεις περισσότερο χώρο στα περβάζια...
―Τώρα που λέτε για χώρους, θα θέλαμε κάποτε να φωτογραφίσουμε τις θυρίδες. Τα πέτρινα τραπεζάκια που είχαν στις αυλές με την θυρίδα από κάτω...
―Μια και μιλάμε για τρύπες και θυρίδες, θέλουμε να πάμε σε αυτό εδώ• δεν ξέρω αν έχουν κάποια ονομασία...
―Αυτά το είχαν τα χαμηλά σπίτια...
― Όχι, το είχε και το ψηλό σπίτι του Μαριετίνη, για παράδειγμα. Το θυμάμαι από την εποχή που έμπαινες στο χωριό από το Καμπί. Απλά τα περισσότερα σπίτια το έχουν κλείσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '80. Και το δικό σας σπίτι είχε αριστερά, και του Γκιουζέ και το έκλεισε μετά ο Καναδός...
―Αυτό ήταν η κατάληξη του αποχωρητηρίου.
―Ε, το ίδιο λέμε...
―Όχι, σ' αυτό πέταγαν μέσα τα σκουπίδια. Η φωτογραφία είναι από το σπίτι της Ντουντούκας. Λοιπόν, πετάγανε μέσα τα σκουπίδια. ήταν σαν διαδικασία οικιακής κομποστοποίησης της εποχής.
―Τώρα που το λες, πράγματι στο δικό μας υπήρχε από την άλλη πλευρά αποχωρητήριο, αλλά στις Ντουντούκας δεν υπήρχε... Του Μαριετίνη, όντως, ήταν και αποχωρητήριο. Από πάνω η τουαλέτα και από κάτω πέταγες και τα υπόλοιπα σκουπίδια.
―Ναι αυτό ήταν. Κατά κανόνα εκεί πέταγες οτιδήποτε άχρηστο. Τώρα, όλα τα άχρηστα που λέμε, ήταν πράγματα της φύσης, οργανικά απόβλητα ήταν. Όταν με τον χειμώνα μάζευε νερά, σάπιζε ότι είχες ρίξει μέσα. Όταν σκούπιζαν, για παράδειγμα, τον δρόμο, εκεί μέσα τα πετούσαν. Στην πιο κοντινή τρύπα. Δεν πηγαίναν σε κάλαθο αχρήστων, που να τα πάνε; Ο καθένας στο δικό του σημείο...
―Αν πάλι υπήρχε χωράφι απέναντι, τα πέταγαν κατευθείαν εκεί...
―Ναι, σάπιζαν αυτά, και το φθινόπωρο που πήγαιναν να φυτεύσουν, τα μαζεύαν σε κοφίνια. Κοπριά ήταν, και την πήγαιναν στα χωράφια τους να τους βοηθήσει στην καρποφορία...
―Ευτυχώς που ο Μάρκος δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα από ότι είχε, και έτσι έμειναν στοιχεία που έχουν τελείως χαθεί από τα άλλα σπίτια.
―Αφού είμαστε στο σπίτι της Ντουντούκας, πείτε μας γι' αυτήν την τρύπα που βγαίνει από τον τοίχο...
―Αυτή [η τρύπα] είναι γιατί έφευγε το νερό από τον νεροχύτη της κουζίνας της. Και το δικό μας, όταν ήμουν παιδί, είχε τρύπα στον τοίχο. Αλλά ορισμένα σπίτια όπως το πατητήρι του παππού, είχε κάναλο, με δύο εξογκώματα από την κάθε πλευρά, ώστε να φεύγει το νερό ανάμεσα, μέχρι κάτω στον δρόμο...
―Η τρύπα αυτή, αν προσέξετε, έχει μια πέτρα από κάτω, ώστε να μην τρέχει το νερό απευθείας επάνω στον τοίχο του σπιτιού...
―Όλα τα σπίτια είχαν κάναλο. Τα νερά του δώματος που θα πήγαιναν; Και της Ντοντούκας [το σπίτι] εκτός από την τρύπα μπροστά, έχει και κάναλο από την μεριά της αυλής του Ρήγα. Της Μπακάλαινας το σπίτι, το ερειπωμένο, από πίσω, στου Γιώργου, θα δεις κάναλο... Δεν έτρεχε μπροστά επειδή υπήρχε αυλή, αλλά έφευγε το νερό πίσω στα χωράφια.
―Της γιαγιάς σου ήταν έξω από την κρεβατοκάμαρα, αν το προσέξεις. Της Άννας του Αντρίκου δεξιά από την πίσω σκάλα...
–Δες για παράδειγμα εδώ: ένα παλιό ινί για το όργωμα, ακριβώς επειδή είναι σιδερένιο και δεν θα «έτρωγε» το κτίσμα, έχει χρησιμοποιηθεί για να φεύγει το νερό της βροχής!
―Ας δούμε αυτή την φωτογραφία που έχει και εδώ κάναλο:
―Σωστά, αν και την φωτογραφία αυτή, την έχω τραβήξει γιατί φαίνονται ότι οι παλιές σκάλες δεν είχαν στηθαίο στην κουπαστή... Όπως ήταν τα περισσότερα σπίτια παλιά. Αν φτιαχτεί αυτό το σπίτι θα χαθεί αυτό που συζητάμε...
―Ας φύγουμε λίγο από τα σπίτια... Αυτό ξέρετε τι είναι;
―Αυτό είναι από τα χωράφια της Μαρίνας του Ξενόπουλου στις Σαββαγιάννες... Αυτή η πέτρα με την τρύπα, την βάζανε στον μπαλάνκο. Ξέρεις τι ήταν ο μπαλάνκος; Ήταν ένα σύστημα άρδευσης από τα πηγάδια των χωραφιών. Είχε μια διχάλα που έμπαινε ανάμεσα ένα ψηλό ξύλο, ένα δοκάρι, μια τράβα. Και αυτό το ξύλο, από την μια μεριά έχει το καλάμι, πάνω στον οποίο έδενες τον τενεκέ για να ανεβάσεις το νερό, και από την άλλη μεριά, στο κάτω μέρος του ξύλου, έχει πέτρες για βαρίδια. Αυτή είναι μια πέτρα-βαρίδι από μπαλάνκο.
―Αυτά, ξέρετε, τα έδεναν από πίσω, για να ανεβαίνει με περισσότερη ευκολία, λόγω του αντίβαρου. Έτσι εσύ είχες να σηκώσεις τον μισό τενεκέ γιατί το υπόλοιπο βάρος το έπαιρνε το αντίβαρο. Το ίδιο γινόταν και στο κατέβασμα. Κατεβάζεις το καλάμι και ανεβαίνει η πέτρα από την άλλη. Έτσι μείωνε στα δύο το βάρος. Βάζανε ένα καρφί πίσω στην τράβα και περνούσαν αυτές τις πέτρες εκεί...
―Είχε κάποια ονομασία αυτό;
―Όχι. Μερικές πέτρες δεν είχαν τρύπα, τις έσκαβαν στα πλάγια και τις έδεναν με σκοινί.
―Τέτοιες πέτρες, βρίσκεις και για τα καπάκια στα μισέλια (μελίσσια) που υπήρχαν στο χωριό.
―Άλλο πράγμα αυτό. Όπως για παράδειγμα, υπήρχαν πέτρες μεγάλες, μαρμάρινες. Φαγωμένες σαν λεκάνες, για να ταΐζουν τους χοίρους. Λίγο πιο μεγάλα από τους μαρμάρινους νεροχύτες. Γούρνες των χοίρων τις λέγαμε...
―Υπάρχουν σήμερα;
―Ίσως βρείτε να τα δείτε. Μέχρι πριν από κάποια χρόνια έβρισκες.
―Εμείς τα φέρναμε από τα Υστέρνια, τα παλιά τα χρόνια...
―Στο μουσείο δεν υπάρχει. Το μόνο μαρμάρινο ήταν οι κύλιντροι για τα δώματα.
―Ας περάσουμε σε κάτι άλλο. Πείτε μας γι' αυτή την πέτρα:
―Αυτό είναι ανώφλι. Χοντρή πέτρα με τρύπες, επάνω ακριβώς από την πόρτα του στάβλου. Ήταν για να στηρίζει την πόρτα. Ξέρω από που είναι: από τον στάβλο στην Κουκ, από το χωράφι της Μαρίας.
―Στην μια τρύπα, επάνω, έμπαινε ένα δοκάρι και πάνω σε αυτό ανοιγόκλεινε η πόρτα. Υπάρχουν ακόμη σε στάβλα και αχερώνες.
―Περνάμε σε άλλη φωτογραφία. Δείτε αυτό το ξύλο που βρισκόταν ανάμεσα και κάτω από τα φύλλα τις πόρτας των υπνοδωματίων που είχαν τα παλιά σπίτια του χωριού. Αυτό είναι του Τζώρτζη...
―Αυτό ήταν το αντίθετο [ανώφλι / κατώφλι]• το εσωτερικό κατώφλι των σπιτιών –δεν μιλάμε για στάβλους πια. Πάντοτε, είχε μια πέτρα κάτω, μια πλάκα, και επάνω στην πλάκα υπήρχε το κάτω τμήμα της ξύλινης κάσας για να συγκρατεί τις πόρτες... Οι εσωτερικές κάσες –εμείς εδώ λέμε "ο παράσταθας"– δεν ήταν σαν γράμμα "Π" όπως σήμερα• είχε και από κάτω ένα ξύλο, μόνο που ήταν πολύ λεπτό και φαγωνόταν στο κέντρο από τα πολλά περάσματα.
―Πάμε στον τρόπο κατασκευής του δώματος στους στάβλους. Για τα σπίτια βρίσκεις εύκολα πληροφορίες.
―Στα σπίτια, στην κεντρική σάλα υπήρχε η πέτρινη καμάρα τα παλιά χρόνια. Μετά τον πόλεμο έβαζαν δύο χοντρά σίδερα στη μέση, κάθετα, επειδή δεν είχαν τόσο μεγάλου μήκους δοκάρι, από την μια μεριά στην άλλη. Οι Συριανοί, στα σίδερα αυτά (που έμοιαζαν με ράγες τρένου) έβαζαν πίσσα μεταξύ σίδερου και πέτρας. Επειδή, εδώ, δεν έβαζαν τίποτε για να το προστατέψει, σιγά-σιγά αυτό σκούριαζε και σάπιζε. Όταν σάπιζε έπεφτε κάτω από το βάρος... Ο παππούς, αναγκάστηκε να βάλει στα τέλη της δεκαετίας του '70 δυο μεγάλα (βαμμένα μπλε) σίδερα. Τα είχε πάρει από τον Κέχρο. Έκαναν σκαλωσιές και τα ανέβασαν σιγά-σιγά. Αυτά είχαν έρθει με μουλάρια από τον Κέχρο. Ένα σίδερο το κάθε ζώο. Από πίσω, ο άντρας κρατούσε και το σίδερο και στο άλλο χέρι το καπίστρι για να το καθοδηγεί, να μην μπλέξει και Χτυπήσει. Πάρα πολύ δύσκολο να έρθουν αφού δεν υπήρχαν δρόμοι τότε...
―Οι στάβλοι;
―Τα στάβλα, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες, είχανε δύο ήδη στήριξης: Αν δεν ήταν μακρόστενος ο χώρος, έφτιαχναν μια κεντρική κολόνα από πέτρες, και ακτινωτά τοποθετούσαν τα ξύλα με την γωνία των τοίχων. Αν ήταν μακρόστενος ο χώρος, έβαζαν μικρά ξύλα από βελανιδιά κάθετα, όπως εδώ:
―Τα βελάνια αντέχουν περισσότερο, αλλά και ελιά βάζανε, κάποιες φορές. Απέφευγαν, βέβαια, να κόψουν τις ελιές, γιατί έδινε τον καρπό και το λάδι. Αν όμως ήταν άρρωστη ή ο αέρας τις είχε ξεριζώσει, έβαζαν. Το παλιό ξύλο της ελιάς κρατάει γερά.
―Το πιο σωστό ήταν οι φίδες, αλλά ήταν πανάκριβες και που να τις βρεις. Στον Πύργο πηγαίνοντας αριστερά είχε τέτοια δέντρα. Προς τον Μαρλά, ήταν ακριβώς. Από κει τα κουβαλούσαν... Μέσα στο μουσείο υπάρχει ένα κομμάτι [είναι δίπλα στα καλάθια και τα κοφίνια] πολύ βαρύ. Λένε ότι η φίδα, μετά από 200 χρόνια, γίνεται σα σίδερο! Τέτοια αντοχή είχαν...
―Το δέντρο γίνεται στεγνό με τα χρόνια. Παίρνει το άνυδρο και το βραχώδες του εδάφους που βγαίνει... Ο κορμός του με την κατάλληλη επεξεργασία τετραγωνίζεται ελαφρώς και χρησιμεύει σαν δοκός... Αλλά σε αυτά τα μέρη δεν υπήρχαν. Στο χωριό βάζανε τράβες από την Σύρο ή την Αθήνα.
―Το δέντρο στην Αρχιεπισκοπή στην Ξυνάρα, εκεί που πας να κατέβεις, είναι φίδα. Στα έξω μέρη είχε, αλλά ήταν πολύ μικρά. Στους στάβλους έβαζαν ότι έβρισκαν, μικρό, στραβό, δεν είχε σημασία.
― Αν δείτε στην Αγία Μαρίνα έχτιζαν τον τοίχο, λίγο-λίγο προς τα μέσα, ώστε να βάλουν στο τέλος πέτρινες πλάκες και να μην ψάχνουν να βρούνε ξύλα ή δοκάρια... Στενό επάνω και ανοιχτό κάτω.
―Σε πολλά ξωκλήσια στο νησί είναι έτσι. Γι' αυτό και οι στέγες δεν έπεφταν. Δεν είχε ξύλο, που σάπιζε μετά από 50 χρόνια, και άντε πάλι από την αρχή...
―Γνωρίζουμε ότι το χωριό είχε έσοδα από την άμμο του. Η φθορά κάποιων βράχων από τα ποτάμια του χειμώνα δημιουργούσε άμμο στα Περάματα, την Βάρδα κυρίως, και αλλού. Θέλουμε όμως να μιλήσουμε για τα επιχρίσματα, τους σοβάδες, που επικάλυπταν τους τοίχους και τον σκελετό, τα υποστυλώματα και τα τοιχία.
―Στο χωριό έβαζαν χοντρό σοβά, με πολλά στρώματα για να καλύπτονται οι ρωγμές. Να! φαίνεται στις φωτογραφίες...
―Έβαφαν τα σπίτια εσωτερικά –και εξωτερικά φυσικά– πολύ συχνά. Εσωτερικά πολλές φορές. Τα σπίτια δεν ήταν λευκά από μέσα. Έβαζαν χρώμα στον ασβέστη...
―Της Ρόζας του Αλέκου ήταν ροδί και όταν έπεφτε ο ήλιος το μεσημέρι είχε χρώμα το σπίτι μέσα, το θυμάμαι όταν ήμουν παπαδάκι.
―Και το δικό μας σπίτι είχε χρώμα προς το κοκκινωπό. Ιδίως στα πιο φτωχά σπίτια, έβαζαν ότι χρώμα τους είχε περισσέψει ή ανακάτευαν δύο μαζί γιατί δεν είχαν. Τα περνούσαν, όμως, όλα με ασβέστη την άνοιξη και το φθινόπωρο γιατί τότε δεν κάνει ούτε πολύ ζέστη, ούτε παγωνιά.
―Στα εξωτερικά έβαζαν λουλάκι. Έχω, μάλιστα, ένα καλαμάκι βωλακίτικο από τα τέλη του '70, που έχει τρίχες χωμένες στο κούφιο σημείο του, και [είναι] δεμένο με σπάγκο για να σφίξει. Με αυτό έκαναν γραμμές στο εσωτερικό των σπιτιών, στο τελείωμα ψηλά...
―Μπορεί να φαίνονται κάποια κακομοίρικα απ' έξω αλλά τα βάφανε πολύ συχνά –όχι μόνο τις εκκλησίες. Όμως, ο ασβέστης μετά από ένα χρόνο, έξι μήνες έφυγε. Οπότε ξανά από πάνω. Είχαν μια βούρτσα, την έλεγαν βρούτσα, και ενώ ήταν φαγωμένη δεν πήγαιναν να πάρουν άλλη. Με αυτή περνώντας και ξαναπερνώντας σοβατίζανε. Δες αυτές τις φωτογραφίες που δείχνουν πόσο διαφορετικά στρώματα μπογιάς υπήρχαν στο εσωτερικό του σπιτιού.
―Βλέπεις την δεξιά φωτογραφία: Στα σπίτια εσωτερικά, έβαζαν μια γραμμή ψηλά. Το ταβάνι το έβαφαν άλλο χρώμα (συνήθως άσπρο, για να ελέγχουν αν υπάρχουν φθορές από το δώμα, αν περνάει υγρασία) και γύρω στους 20 με 30 πόντους πιο κάτω στους γύρω τοίχους, έμπαινε μια γραμμή και το υπόλοιπο, από κάτω, το έβαφαν με άλλο χρώμα.
―Γι' αυτό το εξωτερικό ανάγλυφο τι λέτε;
―Το ανάγλυφο αυτό δεν υπήρχε στα σπίτια (δεν μιλάμε για την τεχνοτροπία σαρδέλας έτσι;). Αυτό της φωτογραφίας δεν υπήρχε στα σπίτια.
―Αυτή η φωτογραφία είναι από το σπίτι του Κουμάνη, που το έχουν πάρει οι Γάλλοι σήμερα και το φτιάχνουν...
―Επειδή ήταν παπαδικό, στα 1800 τόσο, το είχαν φροντίσει πιο πολύ.
―Ναι, αυτό ήταν το πιο παλιό παπαδικό (ίσως επειδή ήταν κοντά στην εκκλησία που γκρεμίστηκε), αλλά και του Κάρολου ήταν παπαδικό.
Θα δεις ότι οι κήποι που έχουν μπροστά τα δύο σπίτια, ήταν τμήμα από το χωράφι της εκκλησίας, από το Καμπί της Εκκλησιάς που λέμε...
–Θέλω να δείτε και αυτό το τραπέζι που το έχουν βάψει με το χρώμα που περίσσεψε από τους τοίχους...
―Τα σπίτια είχαν, συνήθως, δύο τραπέζια. Ένα στο κέντρο της σάλας, τετράγωνο σαν και αυτό (με σανίδα για να μεγαλώνει) και ένα στην κουζίνα. Εμείς τρώγαμε στην κουζίνα ενώ, το κεντρικό τραπέζι, ήταν για τα φαγητά των καλεσμένων. Εμένα μου άρεσε να πηγαίνω γωνία-γωνία, μέσα στο βάθος αριστερά κάτω από την πιατοθήκη. Στο βάθος, πάνω από το τζάκι της κουζίνας ήταν οι γκαμπαρέδες [=ταψιά].
―Στο κεντρικό τραπέζι είχε το βάζο, κάποιο σταχτοδοχείο και τέσσερις καρέκλες, μία σε κάθε πλευρά. δεν το θυμάμαι να έχει χρώμα. Καθαρό ξύλο ήταν.
–Για την σκάλα στην ταράτσα θέλω να μιλήσουμε...
―Σε όλα τα σπίτια έπρεπε να υπάρχει πρόσβαση στην ταράτσα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα είχαν σκάλα. Έπρεπε να μπορείς να ανέβεις και να να κυλιντρίσεις το σπίτι σου. Έπειτα, εκεί έβαζαν σύκα και ντομάτες για να λιαστούν στον ήλιο. Και σταφύλια ξερά βάζανε για να γίνουν σταφίδες.
―Με τα δεδομένα τα τωρινά φαίνονται πολύ απότομα...
―Το παπαδικό έχει μικρό τοιχίο, αλλά στα παλιά τα σπίτια δεν μπορούσες να το κάνεις αυτό, γιατί δεν είχε χώρο. Έπρεπε να φας τον χώρο της βεράντας. Αν δείτε μερικά, πχ. της Άννας του Γερώνυμου, οι πέτρες της σκάλας, για να κερδίσουν χώρο, έβγαιναν από την εξωτερική πλευρά, επάνω από τον δρόμο.
–Η δικιά μας ήταν πολύ στενή. Η μητέρα μου ήθελε τα παιδιά να πηγαίνουμε από πίσω, από του Γκιουζέ, για να ανέβουμε επάνω. Και 'γω βαριόμουν να πάω πίσω. Ανέβαινα από μπροστά, αλλά πιανόμουν από την πασχαλιά ή έγερνα προς τα μέσα...
―Ε, αυτά ήταν όταν ήμασταν μικρά παιδιά...
―Από μία ταράτσα τύχαινε να ανέβεις σε πολλά σπίτια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι άνηκε η σκάλα σε όλους.
―Η δεξιά φωτογραφία δείχνει δύο πράγματα: Τα τρία πρώτα σκαλοπάτια έγιναν μετά. Εκεί υπήρχε βράχος και πέρναγες πάνω από τον φαγωμένο βράχο... Αυτό μπορείς να το καταλάβεις από το πέτρινο τοιχίο αριστερά που ξεκινάει πιο πάνω, από το τρίτο σκαλοπάτι, και διευκολύνει και το ανέβασμα στις στροφές. Στην δεξιά μεριά η κουπαστή έχει γίνει στα τελευταία 25-30 χρόνια. Επειδή ο Μάκης είναι υδραυλικός έχει βάλει σωληνώσεις...
―Τι λέτε γι' αυτή [την σκάλα] που είναι από στάβλο;
―Οι στάβλοι –του Γερώνυμου είναι αυτός– είχαν εξωτερική σκάλα για να ανέβεις. Όμως, τα σημεία που ήταν φτιαγμένα τα στάβλα, είχες τρόπο –κυρίως από τα βράχια– να ανέβεις. Θα δεις σε μερικά στάβλα δίπλα, που βράχος έχει φαγωθεί. Για κάθε 10 στάβλους άντε οι δυό τρεις να είχαν σκάλα...
―Αυτές οι πέτρες που εξέχουν τι είναι;
―Έχεις ακούσει για τους ακρογωνιαίους λίθους; Στις εξωτερικές γωνίες των σπιτιών –ας το πούμε έτσι– υπήρχαν πιο γερές πέτρες, «αγκωνάρια», για να βαστήξουν ολόληρο το σπίτι. Ήταν η βάση του σπιτιού, τά θεμέλιά του κατά μία έννοια –τότε δεν έμπαιναν σκυροδέματα κάτω από το έδαφος. Αυτά ήταν και τα πιο γερά όταν τα φτιάχνανε. Γι' αυτό αν δεις βουλημένα σπίτια: πρώτα φεύγει η οροφή, μετά οι τοίχοι και σχεδόν ποτέ οι γωνίες του σπιτιού... Τόσο καλά είναι φτιαγμένα...
―Αυτές οι πέτρες είναι από το σπίτι του Γερώνυμου –της Άννας. Το σπίτι αυτό μέχρι την δεκαετία του '20 έφτανε μέχρι τις πέτρες. Εκεί τελείωναν οι «ακρογωνιαίοι λίθοι». Ε, μετά το σπίτι ανέβηκε πιο πάνω, πήρε ύψος, και αυτές έμειναν στην θέση τους.
―Ποιος να τις βγάλει... Θα πάθαινε ζημιά το σπίτι...
―Ας περάσουμε σε κάτι τελείως άλλο... Τί είναι αυτός ο κρίκος;
―Αυτό το λέγαμε καρφί. Εκεί έδεναν τα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Επειδή, από την χρήση έφευγε ο μεταλικός κρίκος και έμενε μόνο το σίδερο, σαν καρφί, το λέγαμε έτσι...
―Δεν πρέπει να έχουν μείνει παραπάνω από 2-3 στο χωριό... Και αυτά ήταν όπου υπήρχε χώρος, σαν πλατεία· για να χωράνε τα ζώα. Δεν θα βρεις τέτοια στα στενά δρομάκια...
―Ας ξαναπάμε στο σπίτι του Αντρίκου. Σχολιάστε αυτές τις δύο...
―Σήμερα, τα σπίτια που δεν έχουν σοβατιστεί, φανερώνουν ιστορίες από τα προηγούμενα χρόνια ζωής τους. Αριστερά, επειδή έχει σφραγιστεί η πόρτα της κουζίνας –εκεί ήταν η κουζίνα του σπιτιού– φαίνεται να ανεβαίνει μια σκάλα και να μην υπάρχει πόρτα στο τέλος... Η δεξιά φωτογραφία είναι το πράσινο παράθυρο από την ίδια κουζίνα, που λέγαμε, και η πέτρα που βλέπετε, αποτελούσε το ψυγείο της εποχής. Δηλαδή μια πέτρινη πλάκα στον... αέρα, όπου έβαζες επάνω ότι ήθελες, για να το διατηρήσεις περισσότερο! Αυτό ήταν το ψυγείο...
―Εγώ θυμάμαι που η γιαγιά, όταν έφερνε το νερό από το πηγάδι, έβαζε την στάμνα (δίπλα από την πόρτα της κουζίνας) πάνω σε φύλλα από πασχαλιά για να πάρει δροσιά, και να είναι δροσερό το νερό...
―Τώρα που μιλάμε για νερό για δείτε αυτή την εικόνα:
―Αυτά έγιναν μετά τον πόλεμο, είναι σύγχρονα.
―Πως είναι σύγχρονα; Γιατί, για παράδειγμα, επί 4 αιώνες δεν τα έφτιαχαν και ξαφνικά τα βλέπουμε στα χωράφια!
―Η εξέλιξη, δεν ξέρω... Κάποιος σκέφτηκε το πρώτο και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι. Αυτό ήταν αποδοχάρι. Μάζευε το νερό της βροχής και με έναν κάναλο έπεφτε μέσα για να έχουν νερό τα ζώα. Δες και το τσιμέντο που έχουν βάλει... θα είχε κάνει φθορές το νερό...
―Ε, το νερό σε τσακίζει! Πως εμείς γρουδιένουμε; [=ζαρώνουμε από την πολύωρη παραμονή στο νερό]
―Το αποδοχάρι, κανονικά, ήταν μια πέτρινη δεξαμενή κάτω από το πατητήρι που έτρεχε μέσα το κρασί.
―δείτε και αυτά τα δύο που βρίσκονται σε χωράφια:
―Κι αυτά ποδόχια είναι.
―Ο παππούς σου, έκανε στην Σαββαγιάνη και τα γέμιζε με έναν κουβά για να μπορούνε τα κατσίκια να πιουν.
―Το αποδοχάρι από αυτό βγαίνει: αποδέχεται το νερό. Αλλά είπαμε, την λέξη την χρησιμοποιούν για τα πατητήρια που έβγαζαν τον μούστο. Μετά το πάτημα, από τον κάναλο, έπεφτε στο αποδοχάρι. Μετά έβαζες την στροφιλιά σε νερό (καμιά 15ρια ημέρες) για να «βράσει» και μετά την έβγαζες και έκανες το ρακί.
―Τώρα που είπες ρακί, δεν σταματάμε για λίγο...
―Σωστά, ποτήρια υπάρχουν!
Tο κείμενο του Ηλίας Μπαζίνα: εφημ. Φίλαθλος, 21.0.2011
Για την μεταφορά: mix_07.2015
Στήλη: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Tags: έρευνα, διήγηση, ιστορία, αρχιτεκτονική, παράθυρα, πόρτες, σκάλες, κάναλος, ανώφλι, αποδοχάρι, μισέλι, στάβλος, αγ. μαρίνα, δώμα, πατητήρι, λουλάκι, ντουντούκα, μαρκάκι, μπακάλαινα, τοπωνύμια, τζώρτζης χαρικιόπουλος, θεμέλια
Μοιραστείτε το