Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Η δεξιότητα της καλαθοπλεκτικής —μεταφέρω τον όρο αυτό για να διαχωρίσω το art από το craft— ήταν ήδη αναπτυγμένη σε εργαστηριακό επίπεδο από τα τέλη του 18ου αιώνα. Δεκάδες τεχνίτες, δεκάδες εργαστήρια. Στο post αυτό θα αναφερθούμε στις οικογένειες και εργαστήρια καλαθοπλεκτικής που έδρασαν από τον μεσοπόλεμο μέχρι το έτος 2010.

Ένας τοπικός διοικητής σε αναφορά του προς τον Καποδίστρια, γράφει: «Η γη της (Τήνου) είναι τόσον λιθώδης, ώστε οι κάτοικοι είναι αναγκασμένοι, να είπω ούτω, να μεταβάλλωσι τας πέτρας εις χώμα δια να μπορέσουν να σπείρουν και να θερίσουν τόσην κριθήν όση δεν επαρκεί εις πλειοτέρας, ως επί το πλείστον, εις 6 ή 7 μηνών τροφήν». [Γενικά Αρχεία του Κράτους, ΓΓ αρ. φ. 266] Οι δυσκολίες στην καλλιέργεια της γης ήταν αυτή που οδήγησε τους άνδρες του χωριού να ασχοληθούν και με αυτή τη λαϊκή δεξιότητα, η οποία συμβάδιζε παράλληλα με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι Τηνιακοί είναι άξιοι άνθρωποι. Στο ταξίδι του Βαρώνου De Riedesel (1802), διαβάζουμε: «Φτάνοντας στην Τήνο είχα λόγο να θαυμάσω την επιδεξιότητα των κατοίκων της. Εξήντα τέσσερα χωριά, πάνω σε ένα βράχο, στο μέσο της θάλασσας, βρίσκουν λόγο ύπαρξης και πλουτίζουν ακόμη και από τη βιοτεχνία και το μικρό εμπόριο. [...] Με μια λέξη, παρά το άγονο του εδάφους, κανένας δε μένει άπραγος στο νησί...» [Voyages en Sicile, Dans le Grande Grece et Levant, κεφ.3, σελ. 247] 

Ο μπαρμπα-Αλέκος λέει (με υπερβολή, ως συνήθως): «Εκατό και, είχε τότε το χωριό. Εμείς ήμασταν εννιά νομάτοι και δουλεύαμε οι εφτά, πέντε αγόρια και οι γονιοί. Ο Θεός, ήλεγ' η μάνα μου, κατά το κρύο μοιράζει τα ρούχα. Τότες είχενε τα παιδιά και δούλευαν. Και οι παππούδες, εβδομήντα χρονών άνθρωπος και δεν ήβγαιν' έξω, ήπλεκε καλάθια». 

Κάθε οικογένεια αποτελούσε και ένα διαφορετικό εργαστήρι που με τις διαφορετικές ικανότητες των μελών της, διαφοροποιούσε ελαφρά είτε τον τρόπο πλοκής του καλαθιού είτε την τελική αισθητική του. Άλλοι έφτιαχναν γερά τις κατασκευές τους, κάποιοι πιο κομψά, με λεπτότερα σχισμένα καλάμια (καλαμόζιρες). Άλλοι αφαιρούσαν υλικά για οικονομία ή προσπαθούσαν να φτιάξουν περισσότερα καλάθια στον ίδιο χρόνο. Οι ηλικιακά νεώτεροι, αυτοί που είχαν μεγαλύτερη δύναμη και μπορούσαν να λείψουν από το πατρικό τους σπίτι, ασχολιόντουσαν με τα κοφίνια και τις μεγάλες κόφες, οι οποίες, κάποτε, κατασκευαζόντουσαν στο χώρο του πελάτη. Τέλος, υπήρχαν και εκείνοι που έπλεκαν τα μικρά καλαθάκια και τα πανέρια. Ανάμεσα σε αυτούς και κάποιες γυναίκες, ωστόσο ελάχιστες.

Μερικοί καλαθοπλέκτες ήταν πολύ παραγωγικοί (είτε από ικανότητα είτε κάνοντας  έκπτωση στα υλικά, όπως είπαμε) ενώ άλλοι έπλεκαν ένα καλάθι την ημέρα, συνοδευόμενο πάντα από πιοτό και καλή παρέα…

Τα τρισέτα και πού τα έβρισκαν

Φωτογραφικές ενδείξεις από τα τέλη του 19ου αιώνα μάς οδηγούν στο κατάστημα Γκιουρτζού Πάβλε Νασκίδωφ (Pavle Naskidoff) που είχε την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη (οδός Μαχμούτ Πασά Νο.76-69, απέναντι από το χάνι του Καμέντο). Όπως έλεγε μια παλιά καταχώρηση στον Τύπο, ήταν κατάστημα «αγγλικών ειδών εκ σιδήρου χάλυβος». Κατ’ ουσίαν, πουλούσε τρισέτα, ψαλίδια, ξυράφια, κλαδευτήρια, μαχαίρια, σουγιάδες.
 
 

«Όσα φέρνανε οι γονείς μας από την Κωνσταντινούπολη... [το δικό μου] είναι 300 και παραπάνω από χρόνο...»

διήγηση: Αλέκος Φυρίγος
ηχογράφηση: 29.11.2010
διάρκεια: 1:03


Παλιά Τρισέτα για πλέξιμο καλαθιών

Όλοι πάντως, είχαν συνείδηση της τέχνης τους και θεωρούσαν ότι σαν τα βωλακίτικα καλάθια δεν μπορεί να βρει κανείς στην Ελλάδα: «Αλλού δεν το κάνουν έτσ', δεν γκρατάει σκόρτσο. Το θ'κό μας γινετ' ένα σώμα, κρατάει». [Αλ. Φλωράκης, Η Καλαθοπλεκτική στο Χωριό Βωλάξ Τήνου, 1976, σ. 120] 

Η επαγγελματική επιβίωση και η υπόληψη του καλαθοπλέκτη ως τεχνίτη, επιβάλλει προσεκτική δουλειά με στέρεα και σωστά υλικά: Ο Γιώργος Βίδος (Μάγγος) έκανε τη σταύρωση και τον πρώτο ή τον δεύτερο γύρο και μετά έδινε στα παιδιά του να συνεχίσουν την κατασκευή. Αν δεν το έκαναν σωστά, τους έλεγε, «έλα εδώ, να δεις!» Αν όντως δεν έχει γίνει καλά, το χάλαγε, και το ξαναέδινε για να το δουλέψουν πάλι από την αρχή, με το σωστό τρόπο αυτή τη φορά.

«Τα Τηνιακά καλάθια είναι πιο στερεά και περισσότερο προσεγμένα. [...] Το χέρι του καλαθιού [της Φιλούσας Κύπρου] είναι σκέτο καλαμένιο, συνέχεια των καλαμιών της βάσης, και όχι πρόσθετο από βέργα ντυμένη με χερόβεργες, όπως στην Τήνο». [ο.π. σελ. 127] 

Τα αγόρια μάθαιναν την τέχνη από τον πατέρα και όταν έκαναν δική τους οικογένεια, με την σειρά τους, μάθαιναν την τέχνη στα δικά τους παιδιά. Και αυτό δεν ήταν εύκολο: «Μπορεί να μαθαίνεις μέχρι τα έξι-εφτά σου [χρόνια], αλλά θα πρέπει να φτάσεις τουλάχιστον τα δεκάξι-δεκαεφτά για να μπορείς να πεις πως ξέρεις να κάνεις καλάθια!»


Καλάθια έτοιμα για πώληση στη Χώρα.

Η πρώτη (γνωστή) πτώση στις πωλήσεις των καλαθιών ήρθε τη δεκαετία του 1920, όπου η ειδική σχέση της Τήνου με τα παράλια της Μικράς Ασίας έπαψε να υπάρχει. Μετά τον πόλεμο του '40, ανακόπηκε, σχεδόν ολοκληρωτικά. Μια παράδοση αιώνων φαινόταν να χάνεται αλλά, μέχρι και σήμερα, τόσες δεκαετίες μετά, δεν έχει χαθεί!

Ο πόλεμος σταμάτησε τα πάντα, εκτός από τις γεννήσεις. Η οικονομία της Ελλάδας είχε διαλυθεί. Τα πλοία που έφερναν τους προσκυνητές στην Χώρα (δυνητικούς αγοραστές καλαθιών) είχαν καταστραφεί. Τα πρώτα βαπόρια των πολεμικών αποζημιώσεων «δούλεψαν» στο νησί μόλις το 1948. Από το έτος αυτό ωστόσο, και κυρίως στην πρώτη δεκαετία του 1950 όλοι οι νέοι του χωριού έφυγαν για τη Χώρα, την Αθήνα ή το εξωτερικό. Έπρεπε να καταφέρουν να βρούν δουλειά και να μπορέσουν να ζήσουν σε μια Ελλάδα που έπρεπε να δημιουργηθεί (για άλλη μια φορά) από την αρχή.

Η χώρα άλλαζε και οι ανάγκες είχαν διαφοροποιηθεί: Τα πιο νεαρά παιδιά του οικισμού, ασχολήθηκαν με τις οικοδομικές εργασίες (: χτίστες, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, μαραγκοί), αφού η ανοικοδόμηση της χώρας ζητούσε χέρια σε αυτούς τους τομείς. Με λίγα λόγια το τέλος του πολέμου άλλαξε την επαγγελματική πορεία ενός ολόκληρου οικισμού, μέχρι που ήρθαν οι τουρίστες τις δεκαετίας του 1990 και κάποιοι ξαναθυμήθηκαν την τέχνη τους...

Ποιοί μη Βωλακίτες έκαναν καλάθια...

«με την Κατοχή που δεν ξέρανε οι ανθρώποι από που να βγάλουνε 10 δραχμές...»
διήγηση: Αλέκος Φυρίγος
ηχογράφηση: 29.11.2010
διάρκεια: 1:09

Οι ρομαντικές αφηγήσεις για την καλαθοπλεκτική της Βωλάξ τη δεκαετία του 1990, ήταν κατ' ουσίαν fake news: νέα παιδιά που μαθαίνουν την τέχνη δίπλα στους γονείς τους, είχαν εξαφανιστεί από καιρό, εδώ και δεκαετίες. Τα νεώτερα από τα «παιδιά της Βωλάξ», γεννήθηκαν στην Αθήνα και την πόλη της Τήνου και δεν ασχολήθηκαν με τις παραδοσιακές τέχνες των προγόνων τους.

«Είναι γεγονός ότι όλοι οι Βωλακίτες, μέχρι 55 ετών, δεν γνωρίζουν την τέχνη της καλαθοπλεκτικής. Κάποιος από όλους αυτούς, στην καλύτερη περίπτωση, να είχε προλάβει να φτιάξει ένα η δύο καλαθάκια, στην ηλικία του Δημοτικού, και από 'κει και πέρα να μην ξανασχολήθηκε», λέει μια μαρτυρία...

Τα εργαστήρια

Αν και από τα μέσα της δεκαετίας του '70, λόγω της δημιουργίας του αμαξωτού δρόμου, επέστρεψαν σταδιακά οι περισσότεροι που έφυγαν μετά τον πόλεμο, σύμφωνα με μια καταγραφή του 1988, μόλις 13 καλαθάδες είχαν απομείνει στο χωριό. Έξι χρόνια αργότερα και έχοντας φύγει κάποιοι για το μεγάλο ταξίδι, ο Μωραΐτης τους καταμέτρησε στο βιβλίο του: Ήταν μόλις οκτώ (: Ανδρέας Σιγάλας † και ο γιός του Γιακουμής, Μαρκάκης Φυρίγος (Γκανάνης), Άγγελος Βίδος †, Φραγκούλας Πιπέρης †, Αντώνης Φυρίγος (Ντοντός) †, ο αδελφός του Αλέκος (Λούφας), Γιάννης Πιπέρης (Γιαννούλας) † —ξεχνώντας σ' εκείνη την καταμέτρηση τον Νάτσιο Χαρικιόπουλο (Μανούσος) και τον Ιωσήφ Φυρίγο (Γκανάνης).

Σήμερα το 88 χρονών Μαρκάκι και ο Νάτσιος δεν φτιάχνουν πλέον καλάθια...

Ήρθαν κι άλλοι από τότε, ευτυχώς. Εκείνοι που είτε έμαθαν πρόσφατα τη τέχνη (Ιωσήφ Σιγάλας, Ιωσήφης Βίδος, Λορέντζος Απέργης κ.ά.) είτε την ξαναθυμήθηκαν μετά από πολλά χρόνια (Λουδοβίκος Σιγάλας, Ζακ Βίδος κ.α.).

Στην έρευνα που ξεκίνησε τον Χειμώνα που μας πέρασε, προσπαθήσαμε να καταγράψουμε όλους τους καλαθοπλέκτες και, κυρίως, όλα τα εργαστήρια καλαθοπλεκτικής που υπήρχαν από το 1940 και εξής. 

Ο Κατάλογος περιλαμβάνει την κάθε οικογένεια σαν ένα ξεχωριστό εργαστήρι, όπως ήταν στην πραγματικότητα. Κάποια από τα παιδιά που έκαναν οικογένεια και συνέχισαν την τέχνη μακριά από τους γονείς τους, τους σημειώσαμε ως ένα ξεχωριστό εργαστήρι.

Ζητάμε συγγνώμη από τις γυναίκες που δεν αναγράφονται σε αυτή τη λίστα, αλλά η καλαθοπλεκτική αποτελούσε ένα «αντρικό» επάγγελμα. Βεβαίως οι γυναίκες συμμετείχαν στις βοηθητικές εργασίες (κυρίως με το καθαρισμό βεργών από τα φύλλα και με το βρέξιμο των υλικών) αλλά δεν εμπλεκόντουσαν επαγγελματικά —άλλο καλαθοπλεκτική άλλο καλαθοποιία. Προφανώς κάποιες από τις καλαθοπλεκτικές κατασκευές που πουλήθηκαν στη Χώρα, θα ήταν φτιαγμένες από γυναίκες (κυρίως από αυτές που έχασαν νωρίς τον άνδρα τους), ωστόσο μιλάμε για περιορισμένες κατασκευές, αμελητέες επί της ουσίαςΓια εκείνον που ενδιαφέρεται για τις χειροτεχνίες των γυναικών, υπάρχει ξεχωριστό άρθρο.

Ο κατάλογος στον οποίον αναφερόμαστε, φτιάχτηκε από τις μνήμες των κατοίκων και σε αυτόν προστέθηκαν και στοιχεία που βρέθηκαν σε ιδιωτικά έγγραφα. Οι συγχωριανοί που βοήθησαν στην έρευνα, με την αγωνία να μην ξεχάσουν κανέναν, ζήτησαν να αφήσουμε την αλφαβητική σειρά και, στην αφήγησή τους, πήραν τα σπίτια από την αρχή του χωριού, ένα προς ένα,για να μην παραλείψουμε καλαθοπλέκτη —δεν είμαστε δα και τόσο μεγάλο χωριό. Μετά, με εξαντλητικό τρόπο, έπιασαν τις οικογένειες, τις ξεχώρισαν, και από εκεί υπολογίσαμε το κάθε παιδί. Αυτός είναι και ο λόγος που τα ονόματα του καταλόγου εμφανίζονται με τη σειρά των οικογενειών, όπως θα τις συναντούσε ένας ταξιδιώτης ερχόμενος στο χωριό.

Τα νούμερα που αναγράφονται πριν τα ονόματα βρίσκονται στον επισυναπτόμενο χάρτη που, και αυτός, ακολουθεί σε μέσες άκρες, το ίδιο μονοπάτι: από την είσοδο του χωριού μέχρι το τέλος του.

Ο κατάλογος αποδίδει τον πατέρα της οικογένειας και ακολουθούν τα παιδιά (μόνοάρρενες) κατά σειρά ηλικίας. Αν για παράδειγμα, ο πατέρας είχε τρία κορίτσια και ένα αγόρι, εδώ θα διαβάσετε μόνο γι αυτό το ένα αγόρι.

Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, τα παιδιά που έφυγαν νωρίς από το πατρικό τους σπίτι, δεν είχαν τις γνώσεις των πατεράδων τους: είτε δεν έμαθαν πολλά είτε δεν πρόλαβαν να κάνουν μεγάλες κατασκευές, αφού αυτές τις μάθαιναν από την ηλικία των 15-16 ετών και μετά. Η όποια εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα. 

Ανατομικά, έπρεπε πρώτα να μακρύνουν τα άκρα του χεριού τους ώστε ο νεαρός καλαθοπλέκτης να αποκτήσει δύναμη και σιγουριά για το έργο του. Το σχίσιμο του καλαμιού γινόταν και αυτό σε μεγαλύτερη ηλικία: πιθανό λάθος, ουσιαστικά  κατέστρεφε το πρωτογενές υλικό. Ο παππούς μου έλεγε πως για να μάθεις να σχίζεις σωστά καλαμόζιρες, πρέπει να σχίσεις τουλάχιστον 100, ακόμη και 200 καλάμια. 

Οι οικογένειες που δεν είχαν γαϊδαρο ή μουλάρι ειδικευόντουσαν σε μικρότερα καλάθια και πανέρια, αφού έπρεπε να τα πάρουν στον... ώμο για να τα πάνε στην Χώρα να τα πουλήσουν. «Μόνο με το άλογο... Και ήθελες δύο ώρες για να πας από το χωριό στην πόλη και άλλες δύο να γυρίσεις...»

Κάθε εργαστήρι είχε τους δικούς του μεταπωλητές στα χωριά: «Με τα χρήματα αλλά και με το είδος (σύκα, κρασί, τυριά) πουλούσαν τα προϊόντα της τέχνης τους. Κάθε Σάββατο ή Κυριακή φόρτωναν τα γαϊδουράκια τους και ξεκινούσαν για τα χωριά. Καθένας ακολουθούσε συγκεκριμένο δρομολόγιο, "είχε τα χωριά του", σε μια κοινοτικά συμφωνημένη κατανομή κατά πελατειακές ζώνες». [Αλ. Φλωράκης, Βωλαξιανοί Καλαθοπλέκτες, 2010, σελ. 22] 

Τα περισσότερα καλάθια γινόντουσαν κατόπιν παραγγελίας. Στη Χώρα οι μεταπράτες ενημέρωναν για το τι ζητούσε ο κόσμος και πουλούσαν τις κατασκευές στους προσκυνητές αλλά κυρίως στα άλλα νησιά.

Ο Αλέκος Φυρίγος λέει για το δικό του εργαστήρι: «Τα πουλούσαμε στη Χώρα, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κανακάρης, όλα αυτός τα ήπαιρνε. Ήπαιρνε κι ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κ'φός, αλλά λίγα. Ο Κανακάρης ήταν στα λιμάνια και ήξερε πολλοί σ' όλα τα νησιά κι ήστελνε. Άντρο, Κάρυστο, Μύκονο, Πάρο, Νάξο, Σύρο, Σαντορίνη. Τα 'στελνε στους μανάβηδες. Αλλουνού εκατό κομμάτια ήπαιρνε, αλλουνού διακόσια. Και σε ψαράδες. Παραγάδια η Μύκονος, πολύ πράμα, η Άντρος, η Νάξος. Με τα πόδια τα πηγαίναμε. Κι όταν έφτανες είχεν ο μπαρμπα-Γιάννης ένα βαρέλι μούστο και μας έβαζε μια ποτήρα και ελιές να φάμε [...]. Και στα μπακάλικα δίναμε: στη Χώρα, ένα ζευγάρι κοφίνια για 50 οκάδες πατάτες. Και στα μαγαζάκια για τον κόσμο που ερχόνταν στην Παναγία».

O Zακ Βίδος αναφέρει μια ιστορία, όταν ήταν παιδί:«Έξι δεκάρες το ένα (σσ. τέλη δεκαετίας '30), μ' έστελνε ο πατέρας μου να πουλήσω τα καλάθια στην Χώρα. Δεν τα παίρνανε. Λέει, "αν θες πέντε δεκάρες, να τα πάρω, αλλιώς πέτα τα στη θάλασσα". Τι να 'κανα;, τα έδωσα πέντε». 

Χωρίς τους εμπόρους της Χώρας, οι περισσότεροι καλαθοπλέκτες τα πουλούσαν στους άλλους οικισμούς, για αγροτικές χρήσεις. Οι μεγάλες κατασκευές (κόφες, οινοκόφινα κ.λπ.) δεν έβγαιναν ποτέ στην αγορά της πόλης. Οι μικρότερες κατασκευές που πουλούσαν οι ίδιοι οι παραγωγοί στα διπλαν΄χωρι΄γινόταν με ανταλλακτική αξία, συνήθως μερικά ζαρζαβατικά...

Σήμερα ο κόσμος αγοράζει τα καλάθια όχι τόσο για να τα χρησιμοποιήσει αλλά γιατί νοσταλγεί το παρελθόν, γι' αυτό και τα παραγόμενα προϊόντα στράφηκαν και προσαρμόστηκαν από την γεωργική στην τουριστική αγορά, με ό,τι αυτό σημαίνει. Αυτό οδήγησε γρήγορα στην επικράτηση «νέων» υλικών για τους καλαθοπλέκτες αφού πλέον, δεν έχει σημασία η σταθερότητα και η αντοχή, παρά μόνο η εμφάνιση.

Το ροτέν/ρατάν και το καλαμάκι εισαγόμενα υλικά αποδείχτηκαν πολύ ικανοποιητικά. Το ρατάν πλέκεται εύκολα, φαντάζει πιο «φωτεινό» και οι βέργες δείχνουν πιο κομψές και λεπτές, αφού είναι στρογγυλές και ισοπαχείς. Με αυτό τον τρόπο φτιάχνει κανείς πιο εύκολα μικρές κατασκευές και, κυρίως, γλυτώνει την δυσκολία της περισυλλογής των πρώτων υλών πολύ σημαντικό. Βεβαίως, οι λίγοι υπέργυροι καλαθοπλέκτες επιμένουν στις διδαχές των προγόνων τους, για χρήση λυγαριάς, ιτιάς και καλαμιού —για πόσο ακόμα;

Ο παρακάτω κατάλογος ξεκινάει, όπως είπαμε, από το 1940. Ωστόσο δεν αναφέρεται
α) σε καλαθοπλέκτες που έζησαν πολλά χρόνια νωρίτερα –εκτός ελαχίστων και μεμονωμένων περιπτώσεων, που οι παλαιότεροι τους θεωρούσαν πραγματικά σημαντικούς και το όνομά τους έχει διασωθεί στα όρια του θρύλου.

και β) σε εκείνους που μετοίκησαν σε άλλα μέρη (όπως λ.χ. ο γερο-Αντωναρός, που μετά τον θάνατο της γυναίκας του, έφυγε και έζησε στον Κουμάρο).
 

Τα εργαστήρια/οικογένειες είχαν ως εξής:


Τα εργαστήρια καλαθοπλεκτικής του χωριού (μεγάλωσε την φωτογραφία με ένα κλικ!)

 

—————————————————————

1. Ιάκωβος Καλούμενος (Καμινάσος) Ν

Ανύπαντρος. Έκανε πολύ λίγα καλάθια στο σημείο που σήμερα βρίσκουμε την ταβέρνα του Αντώνη Φιλιππούση (Καρύδας). Το πιθανότερο είναι να μην υπάρχει δείγμα δουλειάς του στο χωριό. Τον έχουμε βάλει τιμητικά σε αυτόν τον κατάλογο (πέθανε προπολεμικά) γιατί ο χώρος που έπλεκε τα καλάμια του ήταν το πρώτο «εργαστήρι» του χωριού.

αδελφός του:
Γιάννης (Αηδόνι)

(1 κόρη)

—————————————————————

[Μάρκος;] Σιγάλας (Μπαλακιάς) ?

γιος:
2. Ανδρέας Σιγάλας (Κακάλας) Ν 

Γεννήθηκε το 1907. Ξεκίνησε από φτωχή οικογένεια και έφτιαχνε καλάθια μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Ίσως ο πιο φωτογραφημένος καλαθοπλέκτης του χωριού από τα μέσα ενημέρωσης και τους τουρίστες. Ακόμη και σήμερα, πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, μνημονεύεται φωτογραφικώς στους ετήσιους οδηγούς της Τήνου…

Στο pic του ενδιαφέροντος για το χωριό (δεκαετία 1990), ο μπαρμπα-Αντρέας ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία και συνεπώς, αποτελούσε την μασκώτ της Βωλάξ. Δυνατός χαρακτήρας, φιλόξενος, ευχάριστος στην παρέα με ιστορίες και τραγούδια: «Για να περνάμε την ώρα, καθώς φτιάχνουμε τζι καλαθούνες τραγουδάμε και ποιητεύουμε:
"Σαν πέρδικα πατείς τη γη, και σαν ελάφι τρέχεις, κι όλες τις χάρες του Θεού, επάνω σου τις έχεις"». [Ελεύθερος Τύπος, 30.10.1991, σελ.29]

Για δεκαετίες έφτιαχνε τα καλάθια στο σαλόνι του σπιτιού του (μαζί με τον γιο του Γιακουμή), με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνει η κυρα-Λουκία να καθαρίζει το σπίτι από τα φύλλα της λυγαριάς και τις σπασμένες καλαμόζιρες. Ο ίδιος δήλωνε με καμάρι [ντοκιμαντέρ 1988] πως τα παιδιά του τα μεγάλωσε με την καλαθοπλεκτική! Ήταν αρκετά παραγωγικός. Όταν στα 88 του ρωτήθηκε γιατί κάνει καλάθια, εκείνος απάντησε: «Γιατί δεν έχω τι να κάνω με τα χέρια μου». [Ταχυδρόμος, #2037, 26.05.1993, σ.77] 

(1 κόρη) 

γιοι του: 
Μάρκος Ν

Δεν τον ενδιέφερε πολύ η τέχνη, «ήταν λιγάκι τεμπέλης». Πάντως γνώριζε να πλέκει καλάθια. 

Aντωνάκας Ν
Γνωρίζει να κάνει καλάθια, δεν πλέκει όμως εδώ και δεκαετίες. Ξεκίνησε σαν μάγειρας στη Χώρα ενώ το 1977/1979, άνοιξε δική του χασαποταβέρνα στο Πόρτο, με μεγάλη επιτυχία. Άνθρωπος χαρούμενος που δε φοβάται τη δουλειά. 

Πέτρος Ν?
Ήταν ασθενικός. Δεν έκανε πολλά καλάθια και έφυγε κάποια στιγμή στην Αθήνα. 

24. Ιωσήφ-Αντώνης (Γάλλος) Ν
Ενώ δεν γνώριζε πολλά για την καλαθοπλεκτική τέχνη ως νέος, αφού δούλευε μακριά από την Τήνο, αργότερα ασχολήθηκε σοβαρά και έμαθε διαφορετικά είδη πλεξίματος. Σήμερα δουλεύει με καλάμι και ροτέν ενώ, είναι ο υπεύθυνος στην διδασκαλία της καλαθοπλεκτικής τέχνης στα παιδιά της σχολής.

Τα «ντυσίματα» των μπουκαλιών του γίνονται ανάρπαστα από τους τουρίστες και φωτογραφία του κόσμησε το εξώφυλλο του περιοδικού Τάμα, ενώ έχει εμφανιστεί και σε άλλα περιοδικά. Το εργαστήρι στο οποίο εργάζεται είναι το παλιό εργαστήρι του Γιάννη Πιπέρη. Πολυτεχνίτης και άξιος.

3. Γιακουμής (Κατσίκας) Ν
Θα πρέπει να τον κατατάξουμε ως ξεχωριστό «εργαστήρι» αφού από πολύ μικρή ηλικία μέχρι και σήμερα, κάνει καλάθια. «Δουλεύω πενήντα χρόνια καλάθια», λέει στον φακό της τελεόρασης (2009). Και συνεχίζει: «Δουλεύω δυο-τρία καλάθια, το πολύ τέσσερα την ημέρα. Δεν φτιάχνω καλάθια, μόνο όταν θα πάω να κόψω τα υλικά, από την Κώμη, το κάτω Κλείσμα και εδώ στην περιοχή, τα δικά μας. Όπου έχει τα κόβω. Και πάω και κάνω στον νοικοκύρη [ως ανταμοιβή] ένα χερ'κάλαθο καλό».

Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο Γιακουμής έχει φτιάξει τουλάχιστον 50.000 καλάθια μέχρι σήμερα! Σαν τον πατέρα του και αυτός, έχει φωτογραφηθεί πολλές φορές, με δεδομένο μάλιστα πως δεν έφυγε ποτέ από το χωριό. Ανύπανδρος, έζησε δίπλα στους γονείς του και μόλις πέρυσι βγήκε στην σύνταξη. Στο ερώτημα τι θα κάνει τώρα, μας είπε: «Δεν θα ξανακάνω καλάθια, κουράστηκα!» Την επόμενη μέρα τον είδαμε στο εργαστήρι του!

Λουδοβίκος Ν
Ο μικρότερος από τα επτά αδέλφια. Δούλεψε μαζί με τον αδερφό του Αντώνη και ξέρει να κάνει όμορφα καλάθια. Δηλώνει πως θέλει να ασχοληθεί πιο συστηματικά τώρα που θα εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό. (Καλή επιτυχία!)

—————————————————————

4. Φραγκιάς Ζαλώνης (Μαριετίνης) Ν

Μια γενιά πιο μεγάλος από τους άλλους. Το σπίτι του ήταν στο σημερινό σπίτι του Κάρολου, του Πολέμη που έλεγαν οι boomers. Το εργαστήριό του ήταν απέναντι από την οικία του, στο σημερινό εργαστήρι του Γιακουμή.

(1 κόρη)
γιοι του: 

Πέτρος (Ρεμπέτης) Ν
Άλλος ένας καλαθοπλέκτης που οι πιο παλιοί που τον έξησαν, έλεγαν ότι βαριόταν να δουλέψει... Ελεύθερο πνεύμα.

Γιακουμής (Σκιαδίνης) Ν
Αρκετά παραγωγικός. Δούλεψε μέχρι την δεκαετία του '60 και μετά μετοίκησε στην Αθήνα. Ήταν την εποχή που πολλοί κατάφεραν και αποχώρησαν από το χωριό. Ακόμη κι έτσι, ώμως, δεν έπαψε να κάνει καλάθια και να τα πουλάει σε λαϊκές αγορές ή σε ελεύθερους χώρους στην περιοχή των Μεσογείων.

—————————————————————

5. Ιάκωβος Σιγάλας (Κουμάνης) Ν

Σκληρός και δύσκολος χαρακτήρας, αδελφός του Ανδρέα Σιγάλα. Έκανε αρκετά καλάθια, μέσα στο σπίτι του. Ο ίδιος έλεγε: «Χαζός είμαι να τρέχω στα χωράφια; Κάνω καλάθια και βγάζω το ψωμάκι μου!». Ίσως γιατί ο ίδιος είχε ελάχιστα χωράφια (όλα στη περιοχή Βουνό) και έτσι η καλαθοπλεκτική ήταν γι' αυτόν απαραίτητη για τον βιοπορισμό του. 

(3 κόρες)
γιος του:

Μάρκος (Μαλλής) Ν
Ζωηρό παιδί, «χαρούμενος άνθρωπος, λιγάκι τεμπέλης, πάντως γνώριζε να φτιάχνει καλάθια από τον πατέρα του». Στην πορεία έγινε περιπλανώμενος τροβαδούρος και απέκτησε το ψευδώνυμο Τσιτσάνης (βλ. σχετικό άρθρο)

—————————————————————

6. Αντρέας Φυρίγος (Γιόλαρος) ?

Ο μπαρμπα-Αντρέας ο Γιόλαρος επέστρεψε από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν κατηρτισμένος και γνώριζε να μιλάει καλά. Μετά την επιστροφή του δούλεψε στη πόλη της Τήνου ως μάγειρας στο γεροκομείο της Χώρας. Εκεί του είχε δοθεί η άδεια να πουλάει καλάθια και εικόνες της Παναγίας.

Όταν πήρε τη σύνταξή του, ξαναγύρισε στο χωριό και έκανε πολλά καλάθια. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους βωλακίτες, προτιμούσε να κόβει τις βέργες του πάτου (αντί να τις λυγίζει προς τα επάνω) για να κερδίζει χρόνο και να κάνει περισσότερα καλάθια. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην είναι γερές οι κατασκευές του, όπως μας είπαν οι συγχωριανοί του.

Κάποιος μας διηγήθηκε πως, μια φορά, φορτώσε τον γαϊδαρο με κάμποσα καλάθια για να κατέβει στη Χώρα να τα πουλήσει. Το υποζύγιο όμως που βάδιζε πολύ κοντά στα πλαϊνά του δρόμου, κάτω, στα στενάκια της πόλης, χτύπησε αρκετές γωνίες, με αποτέλεσμα να «ανοίξουν» τα καλάθια και να χαλάσουν πριν ακόμη ο Γιόλαρος τα πουλήσει… 

(δεν απέκτησε κόρη)

γιος του: 
Γιάννης Ν

Ο γιος του έκανε μέχρι και το τέλος της ζωής του καλάθια. Καθαρός στην δουλειά του, σωστός. Τυπικά αποτελεί ξεχωριστό εργαστήρι. Πριν από χρόνια έμαθε την τέχνη και στον γαμπρό του, Λορέντζο Απέργη, ο οποίος δουλεύει σήμερα κυρίως με ροτέν. Στο τέλος της ζωής του πουλούσε τα δημιούργήματά του στο κατάστημα του γαμπρού του Και οι δυο απεικονίζονται σε καρτ-ποστάλ εν ώρα κατασκευής καλαθιών.

—————————————————————

7. Αντώνης Ξενόπουλος (Αντωνάς) Ν

Ήξερε να κάνει καλάθια. Πέθανε νέος και έτσι τα παιδιά του είτε δεν έμαθαν την τέχνη είτε δεν ασχολήθηκαν ουσιαστικά με αυτή. Ο μπαμπάς του Γκιουζές, σαν δεύτερη δουλειά, ήξερε από χτίσιμο και έτσι τα παιδιά του στράφηκαν σε αντίστοιχες εργασίες. Παρ' όλα αυτά, όλη η οικογένεια ήξερε/ξέρι να κάνει καλάθια, ακόμη και η γυναίκα του Λίζα.

(δεν απέκτησε κόρη)


γιοι του:
Ιωσήφ Ν
Πέτρος Ν
Νίκος Ν

—————————————————————

Γιακουμής Φλιππούσης (Καρύδας) 

Γεννημένος στο Αγάπη. Παντρεύτηκε κοπέλα του χωριού (1938) και με τον γάμο του εγκαθίσταται στη Βωλάξ. Προφανώς, δεν ασχολήθηκε με τα καλάθια.  

Απέκτησε ένα γιο και μια κόρη. Ο γιος του Αντώνης δεν έμαθε να κάνει καλάθια.

—————————————————————

Ο Δαμιανός Καπετάνιος (Νταμιάνος) ήταν από την Περάστα. Άλλος ένας «μη Βωλακίτης» με συνέπεια να μην ασχοληθεί με τα καλάθια. Απέκτησε δυο γιους και μια κόρη. Τα αγόρια (Ματέος και Ιγνάτιος) δεν έμαθαν ποτέ την τέχνη.

—————————————————————

8. Νίκος Βίδος (Νικολής) Ν
Ήξερε να φτιάχνει καλάθια, αλλά αγαπούσε περισσότερο το ποτό. Έφυγε νωρίς, στα 55 του χρόνια.

γιοι του:
Γιώργος (Πρίφτης) Ν
Έμαθε από τον πατέρα του να φτιάχνει καλάθια και άνοιξε ένα καταστηματάκι στον δρόμο της Παναγίας. Σταδιακά έπαψε να ασχολείται με αυτά και παρέμεινε πωλητής.

Γιάννης (Μέγας) Ν
Ήξερε να φτιάχνει καλάθια, πέθανε όμως πολύ νέος, μόλις στα 23 του χρόνια.

—————————————————————

Γιακουμής Βίδος Ν
Πέθανε νέος από χτύπημα ταύρου. Ήξερε να κάνει καλάθια, διατηρούσε όμως και καφενείο-μικρομπακάλικο. 

(1 κόρη)
γιοι του: 

10. Γιώργος (Γεωργούλας ή Μάγγος) Ν
(βλ. ξεχωριστή οικογένεια)


22. Αντρίκος Ν
Γεννημένος το 1911. Έφτιαχνε καλάθια στο σπίτι του. Την δεκαετία του '70 τα δούλευε στο παλιό καφενείο και στις αρχές της δεκαετίας του '80 στο παλιό σπίτι της μητέρας του Σοφίας.

Δεν θα λέγαμε ότι ήταν γερός καλαθάς. «Τα δούλευε με αργό τρόπο, τα κοιτούσε και συνέχιζε». Σαν δεύτερη δουλειά ήξερε να χτίζει μάντρες και στάβλα, οπότε δεν ασχολήθηκε τόσο εντατικά με την καλαθοπλεκτική. Προτιμούσε τις πέτρες από τα καλάμια. Πολύ ήσυχος άνθρωπος. 

(1 κόρη)
γιος του:
Μάκης Ο?

22. Άγγελος (Καλλιάνος) Ν
Γεννημένος το 1918. Έμαθε πολλά από τον παππού του αλλά και τον μεγάλο του αδερφό, γιατί ο πατέρας του πέθανε όταν αυτός ήταν 5 ετών. Δούλευε μέσα στην καμαρά του. Το κρεβάτι του ήταν δίπλα στις λυγαριές (και τα τσιγάρα). Οι κατασκευές του ήταν πολύ γερές, χωρίς να είναι περίτεχνες, συνήθως αυτά τα δύο δεν συμβάδιζαν...) Του άρεσε να καπνίζει την ώρα τις εργασίας του. 

γιος του:
Μάκης Ο

—————————————————————

μπαρμπα-Γιάννης Φυρίγος Ν

(άτεκνος)

—————————————————————

Ιωσήφ Ξενόπουλος (Γκιουζές) Ν

Γώριζε από καλαθοπλεκτική και την έμαθε στα παιδιά του.

(1; κόρη)
γιοι του:
 

Αντωνάς Ν
(βλ. ξεχωριστή οικογένεια)

Νάτσιος (Κλαπάκης) Ν
Αν και γνώριζε, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ. Έγινε υποδηματοποιός και μπαλωματής. Έμενε στο σπίτι του Γιώργου Ζ. Βίδου του. Όταν πήγε στο Αγάπη, τα άφησε όλα αυτά.

9. Πέτρος (Κικαλάς) Ν
Ήξερε και αυτός να φτιάχνει καλάθια. Ο γιος του Γιάννης, δεν έμαθε την τέχνη αφού φυγε στο εξωτερικό, μαζί με άλλους συγγενείς.

—————————————————————

10. Γιώργος Βίδος (Γεωργούλας ή Μάγγος)

Γεννημένος το 1905. Έκανε καλάθια μέχρι και το τέλος της ζωής του. Όπως έλεγε ο ίδιος, ο πατέρας του είχε το καφενείο και δεν προλάβαινε να τον διδάξει. Έμαθε την τέχνη από τον παππού του (και αυτός Μάγγος). Επειδή ήταν πρακτικός, έμαθε στα παιδιά του να πλέκουν τον πάτο του καλαθιού με 7 αντί με 8 βέργες. Έτσι κέρδιζε αυτή τη βέργα στο επόμενο καλάθι του!

Έκανε γερά καλάθια ενώ έχει διασωθεί πλεγμένη νταμιτζάνα του, από τα χρόνια του μεσοπολέμου. Στην αρχή, το εργαστήριό του βρισκόταν στο σαλόνι του πατρικού (εγκαταλελειμμένου) σπιτιού. Όταν το δώμα έπεσε στα μέσα της δεκαετίας του '60, δεν το έφτιαξε αλλά μετακινήθηκε ο ίδιος στην δεξιά κρεβατοκάμαρα. Για λίγο καιρό έκανε το σπίτι του εργαστήριο και, ακολούθως, (μέχρι και το τέλος της ζωής του), δούλευε στον παλιό φούρνο/ρακεζιό της οικογένειας που το ονομαζόταν Κάνα.

(1 κόρη)
γιοι του: 

Ιάκωβος (Ζακ) Ν
Έμαθε να φτιάχνει καλάθια χωρίς ωστόσο να εξασκήσει την παραδοσιακή τέχνη αφού ακολούθησε το επάγγελμα του εκπαιδευτικού. Δεν εργάστηκε σε μεγάλες κατασκευές (λ.χ. κοφίνια) καθόσον τα χρόνια της νεότητας (1946) έφυγε από το χωριό.

Τα τελευταία τρία χρόνια, ξεκίνησε να πλέκει διαφορετικά είδη καλαθοπλεκτικής και πρόσφατα, ασχολήθηκε με την συγγραφή βιβλίου για την εκμάθηση της παραδοσιακής αυτής τέχνης. Το καλοκαίρι του 2011 θα πραγματοποιήσει έκθεση επάνω στην βωλακίτικη καλαθοπλεκτική και τις μορφές που θα μπορούσε να έχει αυτή.

«Η πρώτη μας επαφή με τα καλάμια ήταν σε μικρή ηλικία. Πρώτα μάθαμε να καθαρίζουμε τα μικρά καλάμια. Ο μπαμπάς μας έδινε το παλιότερο τρίσετο, που δεν έκοβε καλά, για να μην έχουν ατύχημα. Μετά, μόλις μεγαλώναμε λίγο, μας μάθαινε τη σταύρωση και λίγο μετά, την πάτωση του καλαθιού. Μετά από κάποιου μήνες πλέκαμε τα καλάμια γύρω-γύρω, όχι όμως το χείλιασμα και το χερούλι, αυτά τα κάναμε αφού είχαμ μεγαλώσει κι άλλο. Εάν κάναμε λάθος [ο μπαμπάς] το ξήλωνε όλο και το ξαναφτιάχναμε εμείς ή αυτός, από την αρχή».

»Το σχίσιμο του καλαμιού το κάναμε σε μεγαλύτερη ηλικία. Είχε τσιμπιτερές σκλέζες και αυτές μπαίνουν στα χέρια σου σαν αγκάθια… Τις βέργες τις κόβαμε 8-9 ετών, στο Λιβάδι. Τις καθαρίζαμε στο χωράφι —πιο σωστά, στο δρόμο— για να μειωθεί το βάρος στην επιστροφή. Κάποτε, σε αυτή την ηλικία, πηγαίναμε μέχρι το Μαντροκλήσι, μέσα στην καθικιά. Εκεί ήταν ο Λαγκαδιώτης, ένας από την Περάστρα. Σκέψου ταξίδι: αυτό ήταν πίσω από το βουνό, μετά τη Μεγάλη Κολυμπήθρα, στην Αγία Λουκία!»

Νάσος Ν
Έμαθε να πλέκει, αλλά δεν ασχολήθηκε ποτέ. Αν και δουλευταράς, δεν του άρεσε να φτιάχνει καλάθια. Πέθανε λίγο πριν πάρει τη σύνταξή του.

Γιώργος (φρερ) Ο
Ο μικρότερος από τα αγόρια της οικογένειας. Έφυγε πολύ νωρίς από το χωριό, 10-11 χρονών. Ισχύει και εδώ αυτό που αναπτύξαμε για τη γενιά του πολέμου. Όταν τον ρωτήσαμε μας είπε πως ίσως να έχει πλέξει 2-3 καλάθια, και αυτά όμως, σε πολύ μικρή ηλικία.

—————————————————————

Λούης Βίλλας (Μανίκας)

Γεννήθηκε στα Μοναστήρια και παντρεύτηκε κορίτσι του χωριού. Διέμεινε για λίγα χρόνια στο χωριό, την περίοδο της Κατοχής. Άλλος ένας «ξένος» που φυσικά δεν έμαθε να πλέκει καλάθια. Μετά τον Πόλεμο έφυγε για την Αθήνα και στο τέλος έμαινε στην Κώμη. Παρέμεινε άκληρος.

—————————————————————

11. μπαρμπα-Μαθιός Φυρίγος (Γκανάνης) Ν
Μεγάλος μπεκρής. Ήξερε όμως τα μυστικά της καλαθοπλεκτικής και τα έμαθε στα παιδιά του.

γιοι του: 
Γιάννης (Ταζέλος) Ν
Χαρακτηριστικός τύπος του χωριού. Δουλευταράς που έκανε καλά καλάθια. Κατά την επιστροφή του από τον Στρατό έπαψε να δουλεύει. Γενικώς… (βλ. σχετικό άρθρο)

Μάρκος (Μαρκάκι) Ν
Δεν παντρεύτηκε, δεν έφυγε ποτέ από το χωριό. Αγαπημένη φυσιογνωμία. Και εδώ, θα πρέπει να τον υπολογίσουμε ως ξεχωριστό εργαστήρι. Το Μαρκάκι έκανε μέχρι πρόσφατα καλάθια, υπάρχει και μια καρτ-ποστάλ που το επιβεβαιώνει.

Το εργαστήρι του βρισκόταν στο παλιό σπίτι της Ντουντούκας, αν και κάποια εποχή δούλεψε στην κάμαρά του. Δεν έφτανε την ταχύτητα του αδερφού του Γιάννη, αλλά μπορούσε να φτιάξει από πολύ μικρά καλάθια μέχρι πολύ μεγάλα και γερά κοφίνια. Όταν έπινε λιγάκι, δούλευε και τραγουδούσε μαζί. Κάποτε δούλευε περισσότερο, κάποτε τραγουδούσε περισσότερο… 

Άγγελος (Μπαμς) Ν
Ήξερε να κάνει καλάθια πολύ καλά, δεν ήταν όμως παραγωγικός. Όταν μπήκε σε ίδρυμα έπαψε να ασχολείται, αναγκαστικά. 

Ιωσήφ Γκανάνης ?
Ο μικρότερος της παρέας. Πήγε στην Αθήνα και δούλεψε στις οικοδομές. Δεν γνωρίζουμε αν έμαθε ποτέ να πλέκει καλάθια.

—————————————————————

Γιάννης Φυρίγος (Ορφανός) Ν
Ανύπαντρος και όπως λέει το παρωνύμιο, δεν είχε πατέρα. Συνακόλουθο: δεν είχε κήπο ή χωράφια. Ζούσε εξ' ολοκλήρου από την καλαθοπλεκτική.

—————————————————————

(άγνωστο το όνομά του) Φυρίγος (Μπόρτολας) ?
«Ήταν αόματος, δεν πρέπει να έκανε καλάθια». Πέθανε το 1940 στην ηλικία των 78 ετών.

—————————————————————

12. Νάτσιος Χαρικιόπουλος (Μανούσος) Ν

Μουσουλιανός. Ήρθε στο χωριό μας από τη Μυρσίνη. Η Μητέρα ήταν από τη Βωλάξ και ο ίδιος έμαθε να κάνει καλάθια μόλις ήρθε στο χωριό. Δουλευταράς και με ακονισμένο μυαλό. Στα νιάτα του μπορεί να διέμενε στο χωριό (τον βρίσκουμε στην απογραφή του 1932) αλλά δούλευε πολύ μακριά, στα Χούσλα.

Στα τέλη της δεκαετίας του '80 επανεγκαταστάθηκε και ξεκίνησε να φτιάχνει καλάθια μέχρι πρόσφατα. Εργαστήρι του ήταν το σπίτι του Τζώρτζη, και για ένα μικρό διάστημα το σπίτι της κόρης του Λουίζας, πριν αυτό ετοιμαστεί ολοκληρωτικά.

Δείγμα ότι δεν έμαθε την τέχνη από Βωλακίτη, λένε αυτοί που ξέρουν, πως τα καλάθια του έχουν το ίδιο φάρδος στον πάτο και στα χείλη, σε σχέση με τα υπόλοιπα καλάθια που, κανονικά, ανοίγουν όσο η κατασκευή ανεβαίνει. Τα καλάθια τα πούλαγε πιο ακριβά από τους υπόλοιπους: «αν δεν θέλουν, ας μην τα αγοράσουν». 

(1 κόρη)
γιοι του: 
Γιάννης Ν
Αντρέας ?

αδελφός του Νάτσιου:
Ιωσήφ (Πέπος) Ν
Ανύπαντρος. «Γνώριζε την τέχνη αλλά δεν τον είδα ποτέ να κάνει καλάθια». 

—————————————————————

13. μπαρμπα-Γιάννης Πιπέρης Ν

Ο μπαρμπα-Γιάννης ήταν από το Σμαρδάκιτο. Ειδικευόταν στις μεγάλες κατασκευές και τις έφτιαχνε όχι στο εργαστήρι του αλλά στο χώρο του πελάτη. Πήγαινε στα Κάτω Μέρη με τα υλικά του. Ξεκίναγε από το πρωί ώστε να έχει τελειώσει το βράδυ (οι μεγάλες κατασκευές θέλουν πολύ χρόνο).

Λέγεται πως ήταν αυτός που είχε κάνει τα περισσότερα κοφίνια από οποιοδήποτε άλλον Βωλακίτη. Έμαθε την τέχνη και στα παιδιά του.

(1 κόρη)
γιοι του: 

14. Γιάννης (Γιαννούλας) Ν
Ήταν από τους Βωλακίτες που συνήθιζαν να του παραγγέλνουν κοφίνια, συνεχίζοντας έτσι την παράσοση του πατέρα του. Ουσιαστικά αποτελεί ξεχωριστό εργαστήρι καλαθοπλεκτικής. Έφτιαχνε καλάθια μέχρι το τέλος της ζωής του στο χώρο που σήμερα φτιάχνει καλάθια ο Ιωσήφ-Αντώνης Σιγάλας.

Φωτογραφίες του μπορούν να βρεθούν στο διαδίκτυο, ενώ η πινακίδα «Εργαστήρι του Γιάννη» υπάρχει ακόμα, για να τον θυμόμαστε. Ήσυχος και γλυκός χαρακτήρας.

Γιώργος (Ταλαράς) Ν
Ήξερε από καλαθοπλεκτική αλλά τα παράτησε και ασχολήθηκε με την οικοδομή.

15. Φραγκιάς (Φραγκούλας) Ν
Σαν εργστήρι χρησιμοποιούσε το κατώι του σπιτιού του Νταμιάνου. Θυμόμαστε τον Φραγκιά να έχει δεμένα δεκάδες καλάθια στον ώμο και να πηγαίνει περπατώντας μέχρι τη Χώρα να τα πουλήσει.

Και αυτός αποτελούσε ξεχωριστό εργαστήρι καλαθοπλεκτικής, που δούλευε μέχρι να τον καταβάλουν οι αρρώστιες. Όταν τον είχαμε ρωτήσει αν του αρέσει να φτιάχνει καλάθια, μας απάντησε «προτιμώ να φτιάχνω ρακί!» Σε μια σειρά φωτογραφιών της Φωτογονίας εμφανίζεται αυτός και η γυναίκα του Ελενάρα, μαζί με διάφορα είδη καλαθιών του. Σε αυτή τη σειρά φωτογραφιών αποτυπώνεται και η αυλή του σπιτιού του, τότε που τα κρέμαγε ψηλά όπως τα τηνιακά τυράκια, σάμπως τα δουν οι τουρίστες και τα αγοράσουν. 

Τα παιδιά του (Αντώνης, Αντρέας, Γιάννης) δεν έμαθαν την τέχνη, αφού γεννήθηκαν σε εποχές που τα τσουβάλια και οι σακούλες είχαν εκτοπίσει από τα καλάθια… Ο Αντρέας «μου είχε πει πως είχε κάνει κάποια καλαθάκια στη ζωή του, λίγα όμως».

—————————————————————

16. μπαρμπα-Μαθιός Φυρίγος (Ντοντός) Ν

Αναφέρεται ως ο πιο μεθοδικός καλαθοπλέκτης, με τάξη στα εργαλεία του και την κατασκευή των καλαθιών. Ο γιος του Αλέκος θυμάται: «Ο μπαμπάς έκανε το πρόγραμμά του, τι καλάθια θα κάνει, τι κοφίνια, κι ήβαζε τον καθένα [από τα παιδιά] να κάνει κάτι, ανάλογα. Οι μικροί αρχίζαν καθαρίζοντας καλάμια και φύλλα, με το τρισέτο. Πολύ αργότερα να τα σκίσουν σε καλαμόζιρες, δύσκολη δουλειά αυτή. Κοβόμασταν πολλές φορές μέχρι να μάθεις [...]. Μετά έπιανες τον πάτο. Άρχιζε πρώτα εκείνος να σταυρώσει, να κάμει δυο-τρεις γύροι, και μετά πιάναμε εμείς. Μόνο πάτοι».

»Μετά οι πιο μεγάλοι πλέκανε το καλάμι. Κοφίνια, μεγάλα πράματα, μόνο ο πατέρας. Έπρεπε να πας 16-17 χρονώ για να πλέξεις τέτοια. [..] Αλλά πιο πολύ νταμιτζάνες, δύσκολα, από τα είκοσι και μετά. Αν έλεγε κάποιος αυτή είναι η νταμιτζάνα του τάδε, ήξερες πως ο τάδε είχε πάει στο στρατό ή είχε γυρίσει ήδη από φαντάρος…»

Ο μπαρμπα-Μαθιός απέκτησε πέντε αγόρια και τα έμαθε όλα να πλέκουν.

(2 κόρη)

γιοι του: 
17. Αντώνης (Ντοντός)  Ν 

Πραγματικός καλλιτέχνης! Ίσως έκανε τα καλύτερα καλάθια σε όλο το χωριό. Είχε φύγει και αυτός στον Καναδά αλλά επέστρεψε πίσω γιατί δεν του άρεσε η δύσκολη ζωή της ξενιτιάς. Πολλοί τον χαρακτηρίζουν «εφευρέτη», γιατί προχώρησε την τέχνη παραπέρα: ήταν αυτός που δημιούργησε το λεγόμενο «δαντελωτό χείλιασμα».

Φωτογραφίες και αναφορές του υπάρχουν από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών με θέμα: «Βιομηχανική και Βιοτεχνική Επιχείρηση στο Αιγαίο». Ένας από τους πρώτους Έλληνες καλαθοπλέκτες που παρουσιάστηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες, όχι πως δεν το κυνήγησε πάντως. Η εμπορική επιτυχία που είχαν τα πολύ μικρά σε μέγεθος καλαθάκια  τον μνημόνευσε στον ξένο τύπο (εφημ. Das Neue Blatt).

Συχνά, υπέγραφε τα έργα του με μια κόκκινη κορδέλα στον πάτο της κατασκευής. Αποτελεί ξεχωριστό «εργαστήρι καλαθοπλεκτικής» από τον πατέρα του. Ο χώρος εργασίας του ήταν το ίδιο του το σπίτι. 

Είχε 2 κόρες και 2 αγόρια: Ο Πέτρος Ν και ο Μαθιός ? Έφυγε νέος για τον Καναδά, μάλλον δεν έμαθε να κάνει καλάθια.

Ιωσήφ (Μπρούνος) Ν 
O Iωσήφ μπήκε από νωρίς στα βάσανα όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του. Ξεκίνησε από μικρός, έμαθε να κάνει ζευγάρι, δούλεψε στα χωράφια της Kαρδιανής μακριά από τους γονείς του, έφτιαξε καλάθια, ενηλικιώθηκε. Tον έστειλαν να πολεμήσει στη Mακεδονία –τότε που έβρεχε επί 40 ολόκληρες ημέρες, με αποτέλεσμα να πάθει πλευρίτιδα φορώντας τα ίδια βρεγμένα ρούχα– ερωτεύτηκε, άνοιξε μαγαζάκι στα μέσα της δεκαετίας του '50, το μοναδικό μαγαζάκι του χωριού εκείνη την εποχή, απογοητεύτηκε ερωτικώς, τα παράτησε όλα, τράβηξε για την πρωτεύουσα. Ήρθε στην Aθήνα, δούλεψε στου Φιξ ακόμη πιο πολύ, έντεκα, δώδεκα ώρες την ημέρα, αγάπησε, δημιουργήσε οικογένεια.

Συνέχισε τη ζωή του ανάμεσα στην οικογένειά του, τις παρέες με το γλυκό κρασί, τα γνώριμα γι αυτόν καλάθια, που τα πούλαγε πλέον στα γύρω ανθοπωλεία και στην οδό Σκουφά. Είχε βρει και τα σημεία για να κόβει βέργες (πότε από δω, πότε από κει) ενώ τρισέτα και άλλα εργαλεία αγόραζε σε μια κάθετο της Αγίου Κωνσταντίνου, κοντά στο Δημοτικό Βρεφοκομείο (το κατάστημα έχει κλείσει από καιρό).

Ευθύνονται οι χωριανοί που τον ξεχάσανε (ίσως λόγω των πολλών ετών παραμονής στην Αθήνα) και δεν τιμήθηκε μαζί με τους υπόλοιπους από τον Δήμο Τηνίων. Αν παρατηρήσει κανείς παλιά καλάθια του, θα δει το πόσο ίσια και ισοπαχή είναι, επιλεγμένα με πολύ προσοχή και
τα υλικά τους κομμένα άρτια.

Στο παρελθόν, αποδέχτηκε πρόταση να κάνει επίδειξη της δουλειάς του στη Λεόντειο σχολή της Νέας Σμύρνης. 

Είχε 2 αγόρια: Ματθαίος Ο, Γιώργος Ο. Ο Γιώργος έγινε εκπαιδευτικός και έχει στο συρτάρι τις ερευνητικέ του μελέτες για μια μηχανή που θα παράξει γρήγορα ένα καλάθι με τα βωλακίτικα πρότυπα.

Γιάννης (Τακάς) Ν 
Δεν του άρεσε πολύ η τέχνη και τα παράτησε. Οι κακές γλώσσες λένε πως δεν άντεχε τον ανταγωνισμό με τ’ αδέλφια του. Δεν έκανε μεγάλο αριθμό καλαθιών.

18. Αλέκος Ν 
Αποτελεί ξεχωριστό εργαστήρι. Ο τέταρτος πιο προβεβλημένος καλαθοπλέκτης του χωριού, με πάμπολλες εμφανίσεις σε περιοδικά και τηλεόραση τα τελευταία 20 χρόνια. Υπάρχουν φωτογραφίες και αναφορές για κείνον για την άλλη πλευρά του Ειρηνικού (εφημ. Vancouver Sun 1993, Pittsburgh Post-Gazette 1994).

Ευχάριστος στην παρέα, χαλαρός στις αφηγήσεις, ωραίος άνθρωπος γεμάτος ζωή. Ξεκίνησε από μικρή ηλικία βοηθώντας στις πωλήσεις των καλαθιών της οικογένειας. Δυστυχώς λόγω ηλικίας, δείχνει να έχει κουραστεί και αυτός...

(άτεκνος)

Γιώργος (Μπούμπας) Ν 
Καλός καλαθοπλέκτης με καλλιτεχνικές τάσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα πλατύ καλάθι που το έχει πλέξει με μεγάλο χερούλι, κάτι που δεν συνηθίζεται στο χωριό.

(2 κόρες)

—————————————————————

21. Γιάννης Φυρίγος (Βουράκι) Ν 

Ανύπαντρος. Γνώριζε αλλά δεν πολυέκανε καλάθια. Περισσότερο του άρεσε να τα πίνει με τον Νικολή. Ποιος να το παρεξηγήσει αυτό;

—————————————————————

Αντώνης Σιγάλας (Κόρακας) Ν 

Εργένης. Ο πιο αργός παραγωγικά καλαθοπλέκτης: Έκανε ένα μόνο καλάθι ανά μέρα, ωστόσο ήταν πάρα πολύ καλό! 

—————————————————————

(άγνωστο σε μένα το ονοματεπώνυμο) (Αβλάμ’ς)

(βλ. στο τέλος)

—————————————————————

19. μπαρμπα-Φραγκιάς Ζαλώνης (Γάτας) Ν 
Ήξερε να φτιάχνει καλάθια. Το εργαστήρι ήταν η κάμαρά του.

(2 κόρες)
γιος του: 

Γιακουμής Ν
Ήξερε την τέχνη αλλά ταξίδεψε πολύ στην ζωή του. Στην αρχή έφυγε για την Αθήνα,  σήμερα βρίσκεται στην Σάμο. Στο ενδιάμεσο διέμεινε σε διάφορα μέρη. 

—————————————————————

23. Ιερώνυμος Χαρικιόπουλος (Σπανός) Ν

Ήρθε από την Μυρσίνη και έμαθε την τέχνη στη Βωλάξ. Δύσκολος χαρακτήρας. Έκανε καλάθια ενώ η γυναίκα του Ρόζα (Βουλγάρα), καθόταν στην κέλα του σπιτιού και τα μεσημέρια τα πουλούσε μαζί με ρίγανη που είχε μαζέψει από τα γύρω μέρη. Η ρίγανη έφευγε πιο γρήγορα από τα καλάθια.

γιος του: 
Τζώρτζης (βλ. στο τέλος)

—————————————————————

Γιάννης Καλούμενος (Αηδόνι)
Έκανε λίγα καλάθια. Παντρεύτηκε μεγάλος και είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας με τη γυναίκα του. Δεν απέκτησε αγόρια για να συνεχιστεί η τέχνη.

—————————————————————

ντον Γιώργης Φυρίγος

Γνωστός ιερέας της Τήνου για τον οποίον έχουν γραφεί δεκάδες κείμενα ενώ έχει εκδοθεί ένα βιβλίο με ανέκδοτά του. Πέραν από λειτουργός των αγίων μυστηρίων της Εκκλησίας, δεν ασχολήθηκε με τα καλάθια, προτίμησε την μελισσοκομία.

Πέθανε το 1940.

—————————————————————

Φραγκίσκος Λεβαντής (Μπεργαλής)

Άλλος ένας που ήρθε στο χωριό μετά τον γάμο του με κορίτσι της Βωλάξ. Δουλευταράς που έκανε κάθε είδους εργασία, εκτός από καλάθια.
 

Δείγματα δουλειάς (linkedin)


Παραδοσιακό καλάθι του Κακάλα.

 


Κοφίνια από τον Κατσίκα.

 


Νταμιτζάνα φτιαγμένη από τον Γιωργούλα (50s).

 


 Φρουτιέρα. Από τις πρώτες πλεκτικές αναζητήσεις του Ζακ (90s).

 


Παλιά κόφα του μπαρμπα-Γιάννη Πιπέρη (30s).

 


Κοφίνι εξωτερικού χώρου του Γιαννούλα (1985).

 


Καλάθι (δεξιά) του Φραγκούλα.

 


Ιδιαίτερη κόφα του του γερo-Ντοντού (αρχές 20ού αιώνα).

 

 


Μικρά καλλιτεχνικά καλαθάκια του Αντώνη του Ντοντού (80s).

 


Καλάθια με μακρύ χερούλι από τον Μπρούνο.

 


Αλιευτικά πανέρια από τον Αλέκο (2009).


Πιο παλιά είχαμε ρωτήσει τον Αλέκο Φυρίγο (γεν. 1930), τον Ζακ Βίδο (γεν. 1932) και τον φρερ Γιώργο Βίδο (γεν. 1941)

Ήξεραν να κάνουν καλάθια;  

● Ο Ιωσήφ του Γκανάνη (ναι) ●​ ο Μπαλακιάς ο Μάρκος (ναι) ●​ ο Πέτρος του Κακάλα (ήξερε μικροπράγματα) ●​ ο Αντρέας ο Γιόλαρος (ήξερε να κάνει) ●​ ο Μπόρτολας ο Φυρίγος (παππούς του γερο-Ντοντού του Μαθιού) (όχι) ●​ ο Πέτρος ο Σαγγάρης (όλοι τον θυμούνται τυφλό —δε μπορούσε να μαζέψει βέργες για να κάνει καλάθια) ●​ ο Αντώνης Καλούμενος ο Κόρακας (δεν θυμάμαι, ήταν θείος του Αηδονιού) ●​ ο Νταβερώνης (απέναντι από το Βουράκι —δεν ήξερε. Αυτός έσκασε από τον καπνό. Μια φορά μέσα στη νύχτα φώναζε πνίγομαι μαρέ Γιάννη, έλα να βοηθήσεις. Δεν τα κατάφερε) ●​ ο Ιερώνυμος (έκανε για κείνον, όχι για άλλους) ●​ Η γυναίκα του η Ρόζα (ήξερε να κάνει με ράπες —και αυτή όχι για εμπόριο) ●​ ο Τζώρτζης ο Χαρικιόπουλος (έκανε καλάθια).

Θυμάστε άλλα ονόματα εσείς; 

 ●​ Ο μπαρμπα-Γιάννης  ο Φυρίγος έκανε ●​ ο Νταμιάνος ο Σαγγάρ’ς ήξερε αλλά δεν έκανε εμπόριο ●​ ο γερο-Καρύδας ο Γιακουμής έμαθε αλλά δεν ασχολήθηκε, τουλάχιστον όχι εμπορικά ●​ ο Αβλάμ’ς δούλευε στου Φραγκούλα το σπίτι. Άγνωστο αν έκανε καλάθια ή όχι. Ίσως ήταν ο πιο παλιός που θυμάμαι, στα ίδια με τους γονείς του Μπαλακιά ●​ ο Ορφανός είχε κάνει περιουσία αλλά την έχασε όλη από έναν ιερέα μπάσταρδο. Είχε κρυμμένες λίρες…

Υπήρχαν κάποιοι που συμμετείχαν στα καλάθια αλλά δεν μπορούσες να πεις πως είχαν δική τους παραγωγή;

 ●​ Ο Λουδοβίκος όταν ήταν νέος, θυμάμαι, δεν τον άφηναν να κάνει μέχρι τέλους το καλάθι, στο πάνω τμήμα του του έλεγαν, άστο. Ο Κανακάρης φώναζε…Υπήρχαν έμποροι που είχαν παραπονεθεί, πως είναι έτσι  τα χείλη, το χερούλι, αν ήταν κάτι στραβό ή δεν πάταγε καλά…

Οι νέοι πως ένιωθαν που έκαναν καλάθια, ήθελαν; Και το λέω αυτό γιατί, σε αντίθεση με το γραφείο, οι γεωργικές δουλειές δεν διαρκούν όλες τις μέρες του χρόνου. Όταν αυτές θα τελείωναν θα μπορούσαν να αφήσουν τα καλάθια κατά μέρος, να πιουν με τους συνομιλήκους τους,  να ψάξουν για το ταίρι τους…

 ●​ Τα καλάθια ήξεραν, αυτή ήταν η συνέχεια, δεν υπήρχε αντίρρηση. Το ελάττωμα των νέων ήταν το χαρτί. [Η γενιά του ’20 έπαιζε] χαρτιά, που χρόνος για καλάθια. Τον Γιάννη τον Τακά ο πατέρας του τον έστειλε για τα ζώα, αυτός έμπλεκε και έπαιζε χαρτιά, τα άφηνε ατάιστα, τα άχυρα κάτω από τα δέντρα, αφημένα. Το λένε του Ντουντού πως τ’ αδειάζει στη ρίζα του δέντρου και φεύγει για χρτιά, τον παρακολούθησε και όντως, πιάνει ένα δράφ’ στο ξύλο, Παναγία μου θα σκοτώσεις το παιδί, τον έκανε μαύρο στο ξύλο για να μην ξαναπαίξει χαρτιά. Ο Ταλαράς έσκισε κάποτε την τράπουλα όταν έχασε από τον Μπρούνο. Μια άλλη φορά έπαιζε με τον Μπαμς —ο Μπαμς δέκα να έπαιζε τα εννιά κέρδιζε. Ο Ταλαράς  όλα τα χρήματα τα έχασε, μετά έπαιξε το σακάκι του, τό ’χασε κι αυτό, πήγε σπίτι με το σώβρακο και το πουκάμισο, ποια καλάθια…

Ρωτήσαμε τον Νίκο Ξενόπουλο για τα εργαστήρια

 ●​ Ο Αντωνάς (έκανε στον παλιό περιστεριώνα, του Θανάση) ●​ ο Γιώργος ο Ρήγας (στο πέτρινο μαγαζάκι, απέναντι από το σπίτι του Ζακ) ●​ ο Μάρκος ο Γκανάνης (στου παππού του, στο σπίτι του και μετά στης Ντουντούκας, όταν αυτή πέθανε).

Ρωτήσαμε τον Ζακ Βίδιο για τα εργαστήρια

 ●​ Ο Γεωργούλας (στο δικό μας [σσ. στου Ζακ]) ●​ ο Κακάλας (σπίτι του) ●​ ο μπαρμπα-Φραγκιάς ο Ζαλώνης (ο πατέρας του Σκιαδίνη, σε αυτό που κάνει σήμερα ο Λουδοβίκος) ●​ ο Γκιουζές (στην κέλα του σπιτιού του) ●​ ο Ντουντός (στο σπίτι του), ●​ ο μπαρμπα-Αλέκος (στην αρχή στο σπίτι του, μετά στο εργαστήρι) ●​ Γενικά οι πιο «φτωχές» οικογένειες που είχαν λιγότερους χώρους, λιγότερα ακίνητα, δούλευαν στο σπίτι τους. Στο σαλόνι συνήθως, γιατί οι καλαμόζιρες ήταν μακριές και θα έσπαγαν σε άλλη κάμαρα.

 

Για την μεταφορά, dvidos, 7_2015
επικαιροποίηση: 9_2019, 4_2024

Μοιραστείτε το