Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Βρισκόμαστε σε μια εποχή που συχνά ακούμε για εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Μία από αυτές ήταν –και στην Βωλάξ– η "βουϊδιά" (βοϊδιά <βόιδι> βόδι), η (ξερή) κοπριά της αγελάδας...

Είναι γνωστό ότι οι στεγνές σβουνιές σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπου δεν υπάρχουν ξύλα, χρησιμοποιούνται ως καύσιμη ύλη. Ο Ηλίας Πετρόπουλος [Το Ταντούρι και το Μαγκάλι, Νεφέλη, 1994, σελ. 24 κ.ε.] γράφει: «Οι νέοι μας ίσως ν' αντιμετωπίζουν τη σβουνιά σαν βρομερή και περιφρονητέα καύσιμη ύλη. Πρόκειται για λάθος. Ως γνωστόν, στην κάφτρα του τσιγάρου αναπτύσσεται θερμοκρασία 700-800 βαθμών Κελσίου. Άλλωστε, η κινέζικη κουζίνα βασίζεται στο μικρό θερμαντικό επίκεντρο –γι' αυτό η κινέζικη κατσαρόλα (σσ. γουόκ) έχει σχήμα κώνου. Με μια σβουνιά ο κινέζος έψηνε το φαγητό του μέσα σε 3-10 λεπτά της ώρας. Οι σβουνιές είχαν τόση θερμαντική δύναμη που τις χρησιμοποιούσαν ακόμη και οι σιδεράδες. Ο γλύπτης Φιλόλαος μου αφηγήθηκε πως κοκκίνιζαν με αναμμένες σβουνιές τα σιδερένια στεφάνια των τροχών.

»Οι καμπίσιοι έλληνες μαγείρευαν και ζεσταινόντουσαν με σβουνιές. Κλασσικό παράδειγμα οι καραγκούνηδες της Θεσσαλίας. Στον ελώδη κάμπο της Θεσσαλίας (αλλά και του Ρουμλουκιού) τα πουρνάρια, τα τσαλιά και οι κληματόβεργες ήσαν μια πολυτέλεια. Τα κλαριά των πουρναριών τα είχανε για τον φούρνο. [...] Για να είναι οι σβουνιές χρησιμοποιήσιμες σαν καύσιμη ύλη έπρεπε να είναι εντελώς ξερές. Η επί τούτω μέθοδος ήτο πανάρχαιη: χούφτωναν τιις σβουνιές από χάμω και τις σφενδόνιζαν στον τοίχο του σπιτιού, όπου έμεναν κολλημένες ώσπου να ξεραθούν απ' τον ήλιο. Μετά ξεκολλάγανε τις στεγνές σβουνιές και τις ντανιάζανε για τον χειμώνα».

Στο χωριό για να τρυγίσουν τα μελίσσια κράταγαν αναμμένες τις βουϊδιές, τις κάπνιζαν. Ήταν ο πιο εύκολος τρόπος για να παράξουν καπνό. Ήδη από την Αρχαία Ρώμη, ο Δίδυμος, έγραψε για τις μέλισσες: «Για να πλησιάσουμε στα μελίσσια χρησιμοποιούμε καπνό από σβουνιά ή από δεντρομολόχα. Κι εκείνος που θα τρύγησει πρέπει ν' αλείφεται με χυλό από δεντρομολόχα για να μην τον κεντούν οι μέλισσες. Ωφέλιμο δε είναι [...] και το άνθος του σχίνου». Στην "Ρωμιοσύνη", ο ποιητής λέει τη φράση «...καπνίζουν τη σβουνιά» για να δείξει τη στέρηση. Οι κυψέλες στην Ρητίνη Πιερίας ονομάζονταν "κνάκια". Ήταν φτιαγμένες από "λυγιά" και τις επάλειφαν με κόπρανα αγελάδας και χώμα. Το μείγμα αυτό έσφιγγε τόσο που ούτε σκουλήκια δεν μπορούσαν να μπουν μέσα. [Γυμνάσιο Ρητίνης, Παναγιώτης Αραπάκης, 2010]

Ακόμη, με τον καπνό της σβουνιάς έδιωχναν τα κουνούπια. Γι' αυτό οι καραγκούνηδες, για να σωθούν από την θανατηφόρο ελονοσία, κοιμόντουσαν πλάι σε αναμμένες σβουνιές. [Πετρόπουλος, ο.π. σ. 25] Έχουμε αναφέρει στην σελίδα της καλαθοπλεκτικής, για το παλιό κοφίνι (αρχές του 1900 – φτιαγμένο από τον μπαρμπα-Μαθιό Φυρίγο ή "Ντουντό") που υπάρχει στο λαογραφικό μουσείο του χωριού και ήταν αλειμμένο με βουϊδιές. Γι' αυτά τα κοφίνια διαβάζουμε και στον Πετρόπουλο: «Το στάρι και το αλεύρι τα αποθηκεύανε στο σπίτι μέσα σε κοτσέλες. Η κοτσέλα ήτο ένα μεγάλο κοφίνι, επιχρισμένο με σβουνιά. Ενδεχομένως, αυτό το πασάλειμα με σβουνιά να απομάκρυνε τα μαμούνια του σταριού και τα σκουλήκια του αλευριού».

Στην Ήπειρο την βουϊδιά την λένε "βολιτιά" [Πετρόπουλος, ο.π. σ.25] (σσ. Στην Αρχαία Ελλάδα "βολίτινον" ονόμαζαν τα κόπρανα του γαϊδάρου). Στο Κοίλι Ευβοίας η λέξη "βουλιθισμένα" σημαίνει σκεπασμένα με κόπρανα αγελάδων. [Κώστας Φρυγανιώτης] Στο Κρίκελλο Ευρυτανίας χρησιμοποιούσαν άλλοτε τη ξηρή σβουνιά ως αιμοστατικό φάρμακο αλλά και για την επούλωση των πληγών και τραυμάτων. [Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Μαρία Αντωνίου]

 

Για την μεταφορά: dvidos, 7_2015

Μοιραστείτε το