Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Ο παππούς, αλλά και οι χωρικοί τα παλιά χρόνια χρησιμοποιούσαν ένα ραβδί –«μπαστούν(ι)» το έλεγαν– και το έπαιρναν όταν πήγαιναν στα χωράφια. Ο ξάδερφός μου θυμάται ότι «ο παππούς είχε δυό–τρία, μακριά και ελαφρά, αλλά πολύ γερά» μπαστούνια, που στο επάνω μέρος τους άφηναν να εξέχει (μέχρι τέσσερα εκατοστά) ένα μικρό κλαδάκι για να διευκολύνουν το κράτημα με τον αντίχειρα. Δηλαδή, ένα ραβδί που στο πάνω μέρος του γινόταν κάπως σαν το γράμμα «Υ».

Αυτό το μπαστούνι –θα λέγαμε, ένα είδος ελαφριάς μαγκούρας– ήταν φτιαγμένη από ξύλο αγρελιάς (τα ελαιόδενδρα στην Tήνο τα ονομάζουν αγρέλια) και το έφτιαχναν με τον ίδιο τρόπο που έφτιαχναν τις ζεύλες του ζυγού· και αυτές από αγρελιά ή κουτσουπιά. Tις πύρωναν στη φωτιά και όταν σηκώνονταν η φλούδα τους κι έβγαζαν υγρό από το κόψιμο τους, τότε τις τέντωναν για να γίνουν ίσιες και τις άφηναν μερικές ημέρες για να ξεραθούν καλά. Αυτό το έλεγαν "ψήσιμο" και τα έκανε να είναι σταθερά χωρίς να σκεβρώνουν τον χειμώνα και εύκαμπτα χωρίς να σπάνε.

Άλλες φορές πάλι, η επεξεργασία τους είχε μεγαλύτερη «ιεροτελεστία». Τις φύλαγαν έξι μήνες ώστε να ξεραθούν (τα παιδιά εκείνων των δεκαετιών, θα θυμούνται, ίσως, ότι το καλοκαίρι που παίζαμε κρυφτό, βρίσκαμε μπαστούνια στα δώματα κάποιων σπιτιών· στο χείλος του δώματος ή κοντά στο τελευταίο σκαλί της σκάλας) και μετά τις έβαζαν στον ατμό ώστε να ψηθούν και να φύγει το «λάδι» τους. Το χρώμα τους ήταν σκούρο μελιτζανί ή σκούρο λαδί –ανάλογα την επεξεργασία– και ήταν πραγματικά πολύ όμορφες. Όποιο μπαστούνι είχε μάλιστα λίγους χόνδρους έδειχνε σαν να είχε βγει από κάποιο μηχάνημα και όχι από ανθρώπου χέρια. Το τελικό ύψος του μπαστουνιού δεν ξεπερνούσε τα 90 εκατοστά («ποντ'») και η διάμετρός τους ήταν περίπου 2 εκ.

Εμάς, μας τα έδιναν οι γονείς μας («πάρτε παιδιά και ένα μπαστούνι από τον παππού για να προσέχετε τα φίδια. Θα το βάζετε πρώτα μπροστά να σιγουρευτείτε ότι δεν υπάρχουν και μετά θα προχωράτε») με αποτέλεσμα να δυσανασχετεί ο παππούς («θα το φέρετε πίσω, όμως, μην το χάσετε...»). Από τα παιχνίδια και τα τρεξίματα τις περισσότερες φορές το ξεχνούσαμε. Μας έμοιαζαν και λίγο ψηλά (ήμασταν μικρά παιδιά, όπως είπαμε) και σε κούραζαν σταδιακά, αφού το χέρι που κρατούσε το μπαστούνι ήταν πιο ψηλά από τον ώμο. Εγώ, πρέπει σίγουρα να είχα (ξε)χάσει 4-5 μαγκούρες. Την επόμενη ημέρα ο παππούς έλεγε απευθυνόμενος, δήθεν, στην γυναίκα του: «εδώ είχα ένα μπαστούνι, ποιός μου το πήρε Μαρία;», και ξεγλυστρούσαμε από κοντά του για να μην έρθει η σειρά μας στην ερώτηση... Κάποτε, ο παππούς δεν άντεξε και μου είπε στον πληθυντικό, για να μετριάσει τα νεύρα του: «θα σας φτιάξω άλλα με σταβαριά ή καλάμι και αυτά δεν θα τα ξαναπάρετε!»

Σήμερα έχουν μείνει ελάχιστοι ηλικιωμένοι, από την παλιά γενιά, και κανείς δεν χρησιμοποιεί τέτοιο ραβδί. Εξάλλου, αυτά ήταν φτιαγμένα κυρίως για να οδηγούν τα γαϊδούρια με μικρά χτυπήματα από τον αναβάτη. Μόνο ο Μάρκος περπατάει με ένα χοντρό καλάμι (χοντρό για να μην σπάσει και να διευκολύνει το κράτημα, αφού δεν υπάρχει αυτό το κλαδάκι που ξεκούραζε τον καρπό του χεριού) που τον βοηθά στο περπάτημα, τώρα στα γεράματα. Δυστυχώς, όμως, ούτε στο λαογραφικό μουσείο μπορεί κανείς να δει αυτά τα μπαστούνια.

Στο χωριό, το μπόλιασμα της ελιάς γινόταν στις ρίζες του φυτού. Οι ρίζες του φυτού μπορεί να είχαν απόσταση από το βασικό δέντρο και –μερικές φορές– να έβγαιναν έξω από το έδαφος. Από τον Απρίλιο –συνήθως– μέχρι το προχωρημένο φθινόπωρο γινόταν ο εμβολιασμός (μπόλιασμα ή κέντρωμα, όπως λένε κάποιοι κάτοικοι) ώστε μια άγρια ελιά να γίνει καρποφόρα ή με μία ρίζα να προκύψουν δύο δέντρα! Με αυτά τα νεαρά κλαδιά από τα νέα μπολιασμένα αγρέλια –τα γέρικα τα έλεγαν και κοσάγρελα (αν και δεν είμαι τόσο σίγουρος για την διαφορά αγρέλι/κοσάγρελο)– έφτιαχναν τα μπαστούνια. Έκοβαν όσα νέα κλαδιά έβγαιναν από το κεντρικό κλωνάρι, αφήνοντας να εξέχει ένα μικρό κλαράκι επάνω. 

Από τα γέρικα αγρέλια έφτιαχναν και την φ'κέντρα (βουκέντρα) που ήταν πολύ πιο μακρύ ραβδί (έφτανε και το 1,50 μ.) και λίγο λεπτότερο από το μπαστούνι. Όταν έκαναν ζευγάρι, ο ζευγολάτης κράδαινε τη φκέντρα για να καθοδηγεί και να εξαναγκάσει τα ζώα του να πηγαίνουν λίγο πιο γρήγορα και, κυρίως, όταν έφταναν στο τέλος του χωραφιού και έδειχναν απρόθυμα να γυρίσουν αντίθετα και να συνεχίσουν την εργασία τους. Μεμονωμένα, αν οι κάτοικοι δεν είχαν ξύλο αγρελιάς για τη φκέντρα χρησιμοποιούσαν σταβαριά.

 

 

Για την μεταφορά: dvidos, 7_2015

Μοιραστείτε το