Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Ο δίσκος "Κακούργα πεθερά" της Εσκενάζυ, που βρέθηκε στο χωριό, αναφέρεται σε ένα πρωτόγνωρο έγκλημα που τάραξε τα δεδομένα της Ελληνικής κοινωνίας και όχι μόνο. Ο Κώστας Φέρρης αφηγείται χαρακτηριστικά: «Το τραγούδι αυτό έχει το μεγαλύτερο ρεκόρ πωλήσεων "κατ' αναλογίαν" για πάντα. Πούλησε δηλαδή, περισσότερους δίσκους, απ' όσα γραμμόφωνα υπήρχαν τότε στην Ελλάδα για να το παίξουν! Λέγεται πως όλοι οι γαμπροί που είχαν κακές πεθερές, έστηναν γλέντι, και στο τέλος "σπάγανε το δίσκο" στα πόδια της πεθεράς! Λένε επίσης πως απ' αυτό προέρχεται και η φράση "θα σπάσω πλάκα".» 

Ήταν νύχτα της 3ης προς 4ης Ιανουαρίου του 1931. Παγωνιά. Το σπίτι στη συμβολή των οδών Θησέως και Αγ. Πάντων, στου Χαροκόπου, στην Καλλιθέα ήταν σκοτεινό. Πίσω από τους τοίχους του, όμως, διαπράττονταν ένας βιασμός. Ο εργολάβος Δημήτρης Αθανασόπουλος, βίαζε τη σύζυγό του Φούλα παρά φύσει.



Ο Αθανασόπουλος, αμετανόητος γυναικάς με χαλαρή συνείδηση, είχε αγανακτήσει με τη γυναίκα του που του αρνιόταν κάτι το οποίο οι άλλες του έδιναν πρόθυμα. Μεταξύ αυτών, και η μητέρα της συζύγου του και πεθερά του! Ήταν η τελευταία φορά που θα επιδίδονταν σε σεξουαλική πράξη. Την επομένη θα ήταν νεκρός.

Η Φούλα Αθανασοπούλου, πανέμορφη και δροσερή στα 25 της, είχε παντρευτεί τον Αθανασόπουλο απογοητεύοντας στρατιές θαυμαστών. Ο Αθανασόπουλος, κατά πάσα πιθανότητα, διατηρούσε σχέση με τη μητέρα της, Άρτεμις Κάστρου, μια ακόλαστη και άνευ φραγμών 45 χρονη γυναίκα, η οποία δεν δίστασε να παντρέψει την κόρη της με τον εραστή της. Και το χειρότερο είναι πως, εξακολούθησε να έχει περιστασιακές ερωτικές σχέσεις με το γαμπρό της.

Εκείνη τη νύχτα ο Αθανασόπουλος ήταν σε έξαλλη κατάσταση κακοποίησε βάναυσα τη Φούλα, η οποία κατόρθωσε να του ξεφύγει και να ζητήσει βοήθεια από τη μητέρα της. Η αντίστροφη μέτρηση για τον Αθανασόπουλο είχε αρχίσει. Η Κάστρου αποφάσισε την εκτέλεση του Αθανασόπουλου. Δεν είπε τίποτα στην κόρη της. Συνεννοήθηκε με τον 18χρονο Δημήτρη Μοσκιό, ανηψιό της, ερωτοχτυπημένο με την όμορφη Φούλα, και διανοητικά ασταθή. Ίσως να τον έπεισε λέγοντάς του πως μετά το φονικό, η Φούλα θα ήταν ελεύθερη για εκείνον να τη διεκδικήσει. Σημασία έχει πως ό,τι του είπε, τον έπεισε. Φρόντισε να τον μεθύσει με ούζο και ο Δημήτρης Μοσκιός απείχε ελάχιστα από το να γίνει δολοφόνος.

5 Γενάρη 1931. Στο σπίτι στου Χαροκόπου ο Αθανασόπουλος κοιμάται. Ο Μοσκιός τον πυροβολεί και τον σκοτώνει. Η Φούλα παρακολουθεί, χωρίς να συμμετέχει, αλλά και χωρίς να παρεμποδίζει το έγκλημα. Με παρότρυνση της Κάστρου και με τη βοήθεια της 38χρονης Γιαννούλας Μπέλλου, υπηρέτριας του σπιτιού, βάζουν φωτιά στο πτώμα του Αθανασόπουλου. Ο καπνός και η έντονη μυρωδιά, όμως, τις αναγκάζουν να σταματήσουν. Το πτώμα τεμαχίζεται, γίνεται «πακέτα» και παραδίδεται στον Σπύρο Μαγουλόπουλο, θαυμαστή επίσης της Φούλας για να το ξεφορτωθεί. Αυτός τα δίνει στον καραγωγέα Γιώργο Κορναράκη, με την εντολή να τα πετάξει στο ρέμα του Ιλισσού. Έτσι και έγινε.

Για κακή τους τύχη, τα μακάβρια δέματα σκαλώνουν στις όχθες του ποταμού, όπου τα ανακαλύπτει διερχόμενος διαβάτης και ο οποίος με την σειρά του ειδοποιεί την αστυνομία. Η αποκάλυψη των ενόχων δεν είναι μακριά.

Το έγκλημα στου Χαροκόπου έπεσε σαν βόμβα στην Αθηναϊκή κοινωνία και συνετάραξε ολόκληρη της Ελλάδα, που προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της από την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μάλιστα, ξεπέρασε τα όρια της χώρας και ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο. Την πολύκροτη δίκη των κατηγορουμένων παρακολούθησαν και πολλοί ξένοι ανταποκριτές.

Η δίκη κράτησε αρκετούς μήνες. Κατηγορούμενοι είναι η Κάστρου, η Φούλα, ο Μοσκιός, η Μπέλλου, ο Μαγουλόπουλος, ένας ανηψιός του και ο Κορναράκης. Οι αστικές εφημερίδες της εποχής (1931-1932) πέτυχαν το «λαβράκι», για να τονίσουν την αναιμική κυκλοφορία τους. Η δίκη πρόσφερε οχτάστηλα και πολλές σελίδες πρακτικά, που κρατούσαν συντάκτες με όλες τις πικάντικες λεπτομέρειες και άφθονο φωτορεποτάζ. Ο φακός «ζούμαρε» πάνω στην πανέμορφη Φούλα, στην «μέγαιρα» Κάστρου και στον αμίλητο ανιψιό, το Μοσκιό, που ήδη είχε καταρρεύσει και χαθεί μέσα στην παράνοιά του.



Οι καταδίκες ήταν βαριές: Η Άρτεμις Κάστρου (πεθερά), ετών 45, "εις θάνατον". Η σύζυγος Σοφία (Φούλα) Αθανασοπούλου, ετών 25, "εις θάνατον". Η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου, ετών 38, σε ισόβια δεσμά. Ο Δημήτρης Μοσκιός (ο πυροβολήσας), ετών 18, σε κάθειρξη 20 ετών και ο Σπύρος Μαγουλόπουλος (ο ζαχαρώνων τη Φούλα και ο τακτοποιήσας το θέμα μεταφοράς των τεμαχίων του Αθανασόπουλου), σε κάθειρξη 18 μηνών.

Η Φούλα και η μητέρα της οδηγούνται στις φυλακές. Δεν θα μείνουν εκεί για περισσότερα από δέκα χρόνια. Ο Διευθυντής των φυλακών, ερωτεύεται τη Φούλα, την προστατεύει και κάνει τα πάντα για να περνάει καλά στη φυλακή. Με τον ίδιο τρόπο «βολεύεται» και η Κάστρου.

Η Κατοχή και η πρώτη κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τσολάκογλου, θα βγάλει με διάταγμά της από τις φυλακές τους βαρυποινίτες και στην περίπτωση αυτή μπήκαν κι η Φούλα μαζί με τη μάνα της, μολονότι είχαν θανατική καταδίκη. Σ’ αυτό συνετέλεσε τα μέγιστα ο ερωτευμένος Διευθυντής των φυλακών, που ήταν και συγγενής του Τσολάκογλου.

Μάνα και κόρη αποφυλακίζονται. Η Φούλα παντρεύεται όχι τον Διευθυντή των φυλακών, αλλά έναν συνταγματάρχη, τον Αγαπητό Κομήτη. Υπήρξε υποδειγματική σύζυγος και πέθανε το 1971 από καρδιακή προσβολή. Ένα χρόνο αργότερα πέθανε και ο άντρας της. Η Κάστρου υπέφερε πολύ στα τελευταία της, που τα πέρασε κατάκοιτη στο κρεββάτι, τρελάθηκε και πέθανε το 1956. Ο Μοσκιός είχε πεθάνει νωρίτερα, αφού είχε εισαχθεί στο Δρομοκαϊτειο. Η ασταθής πνευματική του υγεία διαταράχθηκε ανεπανόρθωτα από το φόνο. Η Γιαννούλα Λάμπρου, μετά την αποφυλάκισή της, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια.



Το έγκλημα στου Χαροκόπου ήταν τόσο ειδεχθές και απεχθές, που ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά. Έγινε ακόμη και τραγούδι, σε στίχους του Γιακουμή Μοντανάρη, όπου λόγω του μεγέθους του ο κάθε τραγουδιστής έλεγε άλλα στιχάκια. Οι πλήρεις στίχοι, πάντως, είναι αυτοί:

       Στου Χαροκόπου τα στενά, μια μικροπαντρεμένη 
       εσκότωσε τον άντρα της βρε η δαιμονισμένη 
       στον ύπνο που κοιμότανε, μάνα και θυγατέρα, 
       εβάλανε τον ανηψιό και τού'ριξε τη σφαίρα. 

       κι η Φούλα τότε φώναξε: «Μάνα μου, πως σπαράζει» 
       Κι η μάνα της της απαντά: «Πνίχτε τον!» Και διατάζει! 
       «Βάλτε φωτιά και κάφτε τον, και κάντε τον κομμάτια, 
       κι εμπρός να τον πετάξουμε, να μη μας δούμε μάτια» 

       Τότε τον πήραν σέρνοντας, στη σκάφη τον πετάνε, 
       φωτιά του βάζουν να καεί. Στέκονται, τον κοιτάνε 
       πω, πω! Καπνός και μυρουδιά, σβήστε τον, θα πιαστούμε. 
       κομμάτια να τον κάνουμε, έτσι θα σκεπαστούμε!

       Με μια καρδιά μαρμάρινη, τον έκανε κομμάτια, 
       με τέχνη και υπομονή ανύποπτα δεμάτια. 
       και νύχτα τα πετάξανε στο ρέμα, να τα πάρει, 
       μ' αυτά στην άκρη στάθηκαν, Θεού 'τανε η χάρη 

       Για να πιαστούν οι αίτιοι, πραγματικοί φονιάδες, 
       κι όχι ο γιατρός, ο φίλος του, κι οι δύο φιλενάδες 
       ένας διαβάτης που περνά, περίεργα κοιτάζει
       «Τι νά'ναι αυτά τα δέματα;» Κακό στο νου του βάζει 

       Του αστυνόμου μίλησε. Στο ρέμα πάνε πάλι
       τα δέματα ανοίξανε, βλέπουν κορμί, κεφάλι
       ανατριχιάζουν κι έφριξαν, σαν είδανε ανθρώπου 
       κορμί, κεφάλι, δέματα να είναι τέτοιου τρόπου

       Κι η αστυνομία άρχισε, οι κύριοι Κουτουμάρης, 
       Λεονταρίνης και λοιποί, που πρώτος είναι ο Άρης 
       που έριξε όλο το φως στην Eγκληματική, 
       και τους τσακώσαν όλους τους κι είναι στη φυλακή

       Βρε Φούλα, δεν εσκέφτηκες, δεν πόνεσε η καρδιά σου 
       τον άντρα σου, τα νειάτα σου, τα άμοιρα παιδιά σου 
       βρε Φούλα πως εβάσταξες, και πως βαστάς ακόμα 
       εσύ νά'σαι στη φυλακή κι ο άντρας σου στο χώμα; 

       Και συ, κακούργα πεθερά, τους πήρες στο λαιμό σου 
       την κόρη σου, τον ανεψιό, τη δούλα, το γαμπρό σου 
       καϋμένε Αθανασόπουλε, τι σου'μελλε να πάθεις, 
       από κακούργα πεθερά τα νειάτα σου να χάσεις 

       Σαν τό'μαθε η μανούλα του, κλίνουν τα γόνατά της, 
       και πέφτει κάτω αναίσθητη μες στην αυλόπορτά της. 
       ωσάν το ψάρι σπαρταρά και σαστισμένη κράζει: 
       «Τον γιό μου εσκοτώσανε! Πω! Πω!» Κι αναστενάζει. 

       φωνή, αντάρα, κλάματα, δάκρυα σαν ποτάμι 
       εγέμισαν τα στήθη της και τρέμει σαν καλάμι
       Μάνα, γλυκειά μανούλα μου, πάψε τα δάκρυά σου,
       Και πάρε τα παιδάκια μου μέσα στην αγκαλιά σου

       Αυτά θα έχεις πια παιδιά. Μένα λησμόνησέ με
       Κάνε σταυρό στην Παναγιά. Μάνα! Συγχώρεσέ με!

 

Πηγή πληροφοριών υπήρξαν:
Ninac «Έγκλημα στου Χαροκόπου», 2006· Τάσος Κοντογιαννίδης, «Έγκλημα στου Χαροκόπου», Άγκυρα, 2001· rebetico.gr
φωτογραφίες: Lifo, «Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου 'μελλε να πάθεις», 9.10.2015. 
 

Για την μεταφορά: mix_07.2015

Μοιραστείτε το