Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Φωτογραφίζοντας κάποια αγκάθια στο χωριό, θυμήθηκα για λίγο μια φράση του παππού μου...

Δεν είδα στον παππού μου να του αρέσει το πιοτό και να διασκεδάζει με φίλους του τις Κυριακές, ή να γυρνάει μεθυσμένος και να τον μαλώνει η γιαγιά μου –παρά τις αρκετές, σήμερα πια, ιστορίες. Πάντα τον θυμώμουν να τρέχει στις δουλειές του –στα χωράφια, τα ζώα και τα καλάθια– και η μόνη του χαρά ήταν όταν μαζεύονταν όλη του η οικογένεια μαζί, πράγμα πολύ δύσκολο.

Για μένα ήταν ένας απλός άνθρωπος που δούλευε πολύ, γενναιόδωρος με τους άλλους, και αυστηρός. Ήθελε, απαραιτήτως, το ψωμί του στο μεσημεριανό φαγητό («Μαρία, φερ' ψωμί!») και μια από τις ελάχιστες χαρές του ήταν να παίζει «σκαμπίλι» τα βράδια, με την λάμπα πετρελαίου να καίει, μαζί με τ' αγόρια του που επέστρεφαν το καλοκαίρι στο χωριό, μετά από τις σκοτούρες, όλο τον χρόνο, της Αθήνας.

Το αυστηρό του ύφος, οι κοφτές φράσεις χωρίς περιττές κουβέντες, δεν σε άφηναν να τον πλησιάσεις πολύ. Οι μετρημένες φράσεις του χαρακτήριζαν το πνεύμα και την ηθική του. Ακόμη και όταν διηγείτο ιστορίες από το παρελθόν πάντοτε μου αφήνε μια δεύτερη σκέψη, όπως στις παραβολές ο Κύριος. 

Ο παππούς, όπως και οι άλλοι άντρες του χωριού εκείνα τα χρόνια, δεν ήξερε κολύμπι. Δεν το χρειαζόταν –όλη μέρα στα χωράφια του και στα ζωντανά του. Όταν, μάλιστα, μας πήγαιναν για μπάνιο στην Κολυμπήθρα οι γονείς μας –την εποχή που υπήρξε η φήμη ότι είχαν χαθεί δυο αδέλφια στην Μεγάλη Κολυμπήθρα– έλεγε δυνατά για να μας προστατέψει: «μπορεί η θάλασσα να'ναι αλμυρή αλλά στη Μεγάλη είναι τόπους-τόπους λύσσα. Να μην πάτε εκεί», και έφευγε για τα καλάθια του.

Μια άλλη φορά, πήγαινα μαζί με τον παππού μου στην εκκλησία. Δεν ήταν Κυριακή, και τώρα που το σκέφτομαι, όταν ήμουν μικρός είχα την αίσθηση πως σε αυτό το χωριό δεν τελειώνουν οι εκκλησιασμοί... Τέλος πάντων. Είχε χτυπήσει η καμπάνα, κατέβηκα από το σπίτι μας, συναντηθήκα μαζί με τον παππού μου στον δρόμο, και συνεχίσαμε μαζί. Ένας ηλικιωμένος κύριος με πρόσωπο κατακόκκινο και άσπρο στριφτό μουστάκι –που δεν τον είχα ξαναδεί, ούτε και τον ξαναείδα ποτέ– κατευθυνόταν με γρήγορο βήμα στην εκκλησία. Μου φάνηκε πως μπέρδεψε την είσοδο και όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, είπα στον παππού μου ότι «αυτός ο κύριος δεν έχει ξαναέρθει εδώ». Ο παππούς χαμογέλασε και ψιθύρισε πως «δεν πηγαίνει συχνά στην εκκλησία αυτός».

Σε όλη την διάρκεια της λειτουργίας σκεφτόμουν αυτό που είπε ο παππούς μου, και δεν μπορούσα να καταλάβω πως κάποιος από άλλο χωριό που δεν ξέρει την εκκλησία μας και μπερδεύεται με την είσοδο της ενορίας, φανερώνει πως δεν εκκλησιάζεται συχνά. Μου φάνηκε τελείως άδικο και ξαναέφερα την κουβέντα στον παππού, άμεσως μόλις τελείωσε η λειτουργία. Γύρισε και μου είπε πως «οι άνθρωποι της εκκλησιάς είναι αυτοί που βγάζουν εύκολα το καπέλο τους». Δεν είχα παρατηρήσει, αλήθεια, ότι ο συγκεκριμένος κύριος μπήκε χωρίς να κατεβάσει την τραγιάσκα του...

Από τότε παγιώθηκε στην συνείδησή μου ότι ο παππούς μου, ενώ φάνταζε ένας απλός άνθρωπος –ένας ταπεινός γεωργός– έκρυβε μέσα του έναν λαϊκό διανοητή, έναν παρατηρητή της ζωής, έναν στοχαστή. Κάθε φορά που μίλαγε κοφτά και απότομα, σχεδόν αποφθεγματικά, επεξεργαζόμουν τα λόγια του λίγο παραπάνω.

Κάνα χρόνο πριν πεθάνει το έφερε η κουβέντα και τον ρώτησα «εάν οι άνθρωποι της εκκλησιάς είναι αυτοί που βγάζουν εύκολα το καπέλο τους, όπως μου είχες πει, ποιοι είναι οι άνθρωποι των χωραφιών;» Με κοίταξε, έβγαλε μια πνιχτή ανάσα και μονολόγησε χαμηλόφωνα: «αυτοί που βλέπουν τ' αγκάθια σα λουλούδια...»

 

Για την μεταφορά: mix 07/2015

Μοιραστείτε το