Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Μια μικρή αναθύμηση για τις προλήψεις που υπήρχαν στις καθημερινές ασχολίες των γυναικών μέσα στο σπίτι...

Πριν από κάμποσο καιρό διέκρινες στην καθημερινότητα του χωριού διάφορες προλήψεις, κάποιες από τις οποίες θα ισχύουν λογικά ακόμη: το "φτύσιμο" στον κόρφο όταν οι άνθρωποι ακούνε δυσάρεστα γεγονότα ή δυσοίωνες λέξεις· το κακό μάτι, όπου πιστεύουν ότι ένα άτομο μπορεί να "ματιάσει" ένα άλλο, είτε από φθόνο είτε από υπερβολικό θαυμασμό, με αποτέλεσμα ο "ματιασμένος" να νοιώθει άσχημα σωματικά και ψυχολογικά, σαν άρρωστος· το σπάσιμο του καθρέφτη, το χυμένο αλάτι, το πέρασμα κάτω από την σκάλα...

Πολλές προλήψεις που δεν τις έχω συναντήσει ξανά τις είχα πρωτακούσει από συγκεκριμένους χωριανούς, όπως το αν πετάξει πάνω από το σπιτικό τους κοράκι, αυτό θα μπορούσε να τους δημιουργήσει μελαγχολία! Θυμάμαι το θείο μου που δεν έδινε ψωμί στη μητέρα μου, όταν κάποτε του είχε ζητήσει, γιατί είχε ήδη αρχίσει να δύει ο ήλιος. Λέγεται ότι όταν δύονταν ο ήλιος δεν έπρεπε να φας γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θα πεθάνει η μάνα σου.

Εμείς, όταν είμαστε μικρά, μάς είχε κολλήσει το "πιάσε κόκκινο". Όταν δηλαδή δύο άτομα πουν συγχρόνως την ίδια λέξη, φωνάζουν "πιάσε κόκκινο", βρίσκουν κάποιο κόκκινο σημείο πάνω τους ή δίπλα τους, το αγγίζουν, και αποτρέπεται το ενδεχόμενο ενός πιθανού καβγά μεταξύ των δύο αυτών ατόμων. Σε μικρότερη ηλικία, πάλι, μάς έφτιαχναν βραχιολάκια «για να μην μας κάψει ο Μάρτης» ή όταν κάποιο παιδάκι έβγαζε τα παιδικά του δόντια, μας τα πετούσαν στο δώμα του σπιτιού ώστε τα νέα δόντια που θα έβγαιναν να είναι γερά, όπως το σπίτι της οικογένειας. Δεκάδες προλήψεις μου έρχονται στο μυαλό, αλλά σε αυτό το post θέλω να αναφερθώ σε αυτές που δημιουργήθηκαν μέσα από την καθημερινότητα των συζύγων. 

Τα παλιά χρόνια οι σχέσεις των δύο φύλων δεν ήταν όπως οι σημερινές. Μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες οι άνδρες θεωρούσαν τις γυναίκες κατώτερές τους με αποτέλεσμα να τις καταπιέζουν και να μην υπάρχει η περιβόητη πλέον "ισότητα των δύο φύλων". Το μεγαλύτερο και ίσως σημαντικότερο των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες ήταν ο άδικος καταμερισμός της οικιακής εργασίας.

Έτσι, μέσα στον καθημερινό χώρο εργασίας τους, έβρισκαν διάφορα τεχνάσματα για να μειώσουν την τραχύτητα των συζύγων τους: «Στα χρόνια της γυναικείας καταπίεσης, οι γυναίκες μηχανεύονταν χίλιους δυο τρόπους για να φέρουν βόλτα τον σατράπη σύζυγο. Η βασική συνταγή ήταν έτοιμη από τις παλιότερες: "κάνε τον βλάκα", "άσ'τον να λέει", "μην απαντάς", "θα πει, θα πει, θα του περάσει" [...]. Τα καθημερινά τερτίπια συμβίωσης ήταν στο ίδιο μοτίβο: όταν χυνόταν λίγος καφές από το φλιτζάνι στο πιατάκι του τυράννου αναφωνούσαν αμέσως "λεφτά" για να γλιτώσουν την αγριάδα, ενώ για το κρασί που χύθηκε απ' το ποτήρι "γούρι γούρι" [...]. Για να του ζητήσουν κάτι έπρεπε να τον πιάσουν "στις καλές του" [...] και πάντα να του υποβάλουν την ιδέα πλαγίως, έτσι που να νομίζει ότι είναι δική του: "ότι πεις εσύ", "εσύ ξέρεις", "εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού" [...]· έτσι προωθούσαν τις υποθέσεις του σπιτιού και κρατούσαν τη ρότα της οικογένειας». [Διονύσης Χαριτόπουλος, Εγχειρίδιο βλακείας, εκδ. Τόπος, σ.58]

Κάτι παρόμοιο συνέβαινε ώστε να μην κατηγορηθούν ως τεμπέλες, ή "ακαμάτρες " (γυναίκες που αποφεύγουν τον κάματο): αν υπήρχε ιστός αράχνης στις γωνίες του σπιτιού αυτό ήταν καλή τύχη. «Αν πέσει πάνω σου αράχνη είναι επίσης καλή τύχη» βρίσκουμε σε παλιούς καζαμίες. Για να βάλουν μια τάξη στις δουλειές τους και να μην επεμβαίνουν και εκεί οι άντρες, είχαν δημιουργηθεί πρόσθετες δοξασίες: Τετάρτη και Παρασκευή δεν πήγαιναν να πλύνουν στο ρέμα, γιατί τους έπαιρναν οι αγελλούδες. Θυμίζω ότι πριν τον πόλεμο του '40 έπλεναν στο ρέμα που υπήρχε λίγο μετά την Αγ. Μαρίνα, έξω από την περιοχή Μάγια, στο μονοπάτι προς Καλαμάν, και όχι στο πηγάδι του χωριού. Είναι γρουσουζιά όταν μια έγκυος κάνει δουλείες την ημέρα του Θωμά, έλεγαν ακόμη στο χωριό. Μάλιστα, ο μπαρμπα-Αλέκος αναρωτιόταν πως οι γυναίκες ήθελαν τον γάμο «πιότερο από μας τους άντρες» ενώ, από την στιγμή που θα παντρευόντουσαν, «θα είχαν πιο πολλά πράγματα να τρέξουν...»

«Ούλ' η βδομάδα ειν' του γαμπρού, κι η Κυριακή της νύφης», ήταν το απόφθεγμα που μου είπε ο μπαρμπα-Αλέκος, και ο Παπαζαφειρόπουλος εξηγεί την συγκεκριμένη πρόληψη στην "Περισυναγωγή' του (1887): «Όταν τελουμένου του γάμου, επέλθη βροχή την Κυριακήν, αιτία κατά την ιδέαν των πολλών έστιν η νύμφη· διότη κόρη εν τη πατρική οικία ήσθιε δήθεν το φαγητόν από της εψάνης και ουχί από πινακίου. Αν δε βρέχη κατά τας άλλας ημέρας αιτιός έστιν ο γαμβρός, ως "κλαψιάρης" δια την γινομένην υπ' αυτού εν τω γάμω δαπάνη». [Π. Παπαζαφειροπούλου, Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του Ελληνικού λαού ίδια δε του της Πελοποννήσου, Εν Πάτραις 1887, σ.336]

Για όλα τα φαινομενικά «λάθη» και τις ξαφνικές αμηχανίες, δεν υπήρχε πρόβλημα: στα τραπέζια με τα κεράσματα εάν ήσουν ανύπαντρος και τύχαινε για παράδειγμα να τελειώσει το κρασί, στο δικό σου το ποτήρι, τότε θα καλοπαντρευόσουν· αν έμπαινε στο σπίτι αλογόμυγα αυτό θα σήμαινε ότι θα φέρει ευπρόσδεκτο ξένο στο σπίτι· αν πέσει το πιρούνι από το τραπέζι τότε θα σε καλέσουν φίλοι· αν κατά λάθος φορούσες τα ρούχα σου ανάποδα, όλα μια χαρά: πολλοί φοράνε τα ρούχα τους ανάποδα όταν πάνε για ύπνο, για να προστατευτούνε από τις κατάρες!

Βέβαια και οι γυναίκες, ως αντιστάθμισμα, απαγόρευαν διάφορα στους άντρες τους: ποτέ τα παπούτσια ανάποδα, είναι γρουσουζιά· ποτέ φτυάρι μέσα στο σπίτι, με αυτό ανοίγουν τους λάκκους των νεκρών· γρουσουζιά είναι επίσης να αφήνουν τα μαχαιροπίρουνά τους σε θέση σταυρού επάνω στο άδειο πιάτο τους...


Για την μεταφορά: mix_07.2015

Μοιραστείτε το