Η εμφάνιση των «βρυκολάκων» στις Κυκλάδες ήταν ένα πολύ συχνό φαινόμενο. Ας το ψάξουμε περισσότερο, μέχρι εκεί που αφορά το χωριό μας...
Είχαμε ακούσει κάποιες ιστορίες για βρυκόλακες και επανεμφανίσεις νεκρών στον «επάνω κόσμο» και θέλαμε να ψάξουμε όλες αυτές τις δοξασίες. Μετά από πολύ μελέτη –τα στοιχεία δεν είναι πολλά και οι διάφορες ιστορίες δεν φαίνονται «ουσιαστικές»– έπεσε στα χέρια μας ένα βασικό βιβλίο που αφορά το θέμα: Home of Nymphs and Vampires – The Isles of Greece, του George Horton [πρώτη έκδοση: The Bobbs-Merrill Company, 1929]. Το βιβλίο αυτό, των 320 σελίδων και των 25 φωτογραφιών αναφέρεται σε «περίεργα» πλάσματα της Τήνου, της Κρήτης και της Σύρου!
Στο Αlphalinet βρίσκουμε κάποια βιογραφικά για τον συγγραφέα: O George Horton γεννήθηκε στις 11 Οκτωβρίου του 1859 στο Fairville της Νέας Υόρκης. Ακολούθησε κλασικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Michigan, όπου είχε καθηγητή τον γνωστό ελληνιστή Martin Luther D’Ooge (1839-1915) που του μετέδωσε την αγάπη του για τους Έλληνες κλασικούς. Μετά την αποφοίτησή του το 1878, ο Horton ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία στις εφημερίδεςChicago Times Herald και Chicago American. Η ποίηση, αλλά και το μυθιστόρημα, τον απασχόλησαν σε όλη τη διάρκεια της διπλωματικής του καριέρας και δημοσίευσε συνολικά δεκαοκτώ έργα, τα περισσότερα από τα οποία είναι μυθιστορήματα που εξελίσσονται στην Ελλάδα. Οι κριτικές που απέσπασε για το φιλολογικό του έργο μιλούν καθαρά για τη βαθιά δημοκρατικότητα και το αμέριστο ενδιαφέρον του για την «πάσχουσα ανθρωπότητα».
Ο George Horton έγινε Αμερικανός πρόξενος στην Αθήνα το 1893, όπου προώθησε ενεργά την αναγέννηση των Ολυμπιακών Αγώνων και ενέπνευσε τη συμμετοχή της Αμερικάνικης ομάδας. Ταξίδεψε πολλές φορές, σ' ολόκληρη την –τότε– μικρή Ελλάδα και μελέτησε με πάθος τα νέα ελληνικά. Σε μικρό, μάλιστα, χρονικό διάστημα μαθαίνει, όχι μόνο να μιλά, αλλά και να γράφει. Το 1911, παράλληλα με το συγγραφικό του έργο, γίνεται Γενικός Προξένος των Η.Π.Α. στη Σμύρνη. Ασχολήθηκε με τα ήθη και έθιμα του Ελληνικού λαού αλλά αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν οι απόκρυφες ιστορίες από τα νησιά της Μεσογείου.
Στο βιβλίο Νησιά της Ελλάδας - Σπίτι των Νυμφών (Αγελούδων;) και των Βρυκολάκων, ο Horton καταγράφει την ιστορία ενός «βρυκόλακα», ο οποίος, όταν ήταν άνθρωπος, έφθασε σε ένα προχωρημένο στάδιο της ηλικίας του και πέθανε. Μετά από κάμποσο καιρό βγήκε από τον τάφο του, περιπλανήθηκε τη νύχτα για δύο εβδομάδες και στο τέλος έφυγε από το νησί που τον είχαν θάψει. Στον νέο του τόπο, ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά. Κάθε βδομάδα, από την νύχτα της Παρασκευής μέχρι την Κυριακή, επέστρεφε στο πρώτο του νησί. Η νέα του σύζυγος, άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, όχι μόνο λόγω των απουσιών του Σαββατοκύριακου, αλλά και επειδή διαπίστωσε ότι του άρεσε, ολοένα και πιο έντονα, το άψητο κρέας των ζώων αντί των κανονικών μαγειρευμένων γευμάτων. Στη διήγηση, γίνεται παράλληλα, κάποιος λόγος και για τα περίεργα χαρακτηριστικά των παιδιών του όπου ο κόσμος άρχιζε να τα κοιτά με καχυποψία. Τα πάντα, όμως, αποκαλύφθηκαν από τον αδερφό του βρυκόλακα, ο οποίος τυχαία επισκέφτηκε το γειτονικό νησί, τον είδε, τον αναγνώρισε και σοκαρίστηκε αφού, φυσικά, ήξερε ότι ο αδελφός του είχε πεθάνει προ πολλού.
Σ' αυτή την ιστορία, όπως και σε άλλες αντίστοιχες με νεκροζώντανους στα νησιά των Κυκλάδων, δεν υπάρχει κάποιο ανθρώπινο θύμα όπως έχουμε συνηθίσει στα διάφορα διηγήματα ή στις κινηματογραφικές ταινίες. Στην παραπάνω ιστορία, για να κλείσουμε, πρέπει να πούμε ότι μετά την αποκάλυψη του αδελφού του, τέθηκε ο ίδιος ως στόχος από τους συγχωριανούς του που τον κατέστρεψαν βάζοντάς του φωτιά.
Οι βρυκόλακες της Τήνου έχουν τη μορφή του νεκρού, με σχετικά υπόλευκο δέρμα, κάτι «σαν φαντάσματα» δηλαδή, αλλά με μακριά γένια, μακριά μαλλιά και μακριά γαμψά νύχια [vampire.gr], ενώ, δεν εμφανίζονται ποτέ την Παρασκευή.[kalymniansvoice.gr] (Τι σχέση, άραγε με αυτό, έχει το κοντινό ξωκλήσι της Άγιας Βενεράντας/Παρασκευής...)
Στις διάφορες λαϊκές αφηγήσεις για τους νεκροζώντανους της Βωλάξ, αυτοί εμφανίζονται ως «κανονικοί» άνθρωποι που έχουν αφεθεί, αλλά δύσκολα καταλαβαίνεις ότι κρύβουν κάτι άλλο ξεκάθαρα εξώκοσμο. Δεν κάνουν επί της ουσίας κάτι κακό, αλλά πρέπει να καταστραφούν –συνήθως με φωτιά– γιατί παραβαίνουν τον φυσικό νόμο του Θεού και όλο το χωριό βρίσκεται σε «εν δυνάμη κίνδυνο».
Η πανούκλα
Η απήχηση αυτών των λαϊκών δεισιδαιμονιών, για τους νεκρούς που δεν-είχαν-ακριβώς-πεθάνει και που έπρεπε να καούν για να σωθεί το χωριό, εμφανίστηκαν μετά την επιδημία που αφάνησε αρκετούς τα χρόνια εκείνα. Ειδικά μέσα στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, ο τρόμος της πανώλης δεν έλειψε ποτέ από το Αιγαίο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, με τις οποίες η Τήνος είχε επικοινωνία. Στην απογραφή του χωριού, του 1861, είχαμε 134 εγγραφές, και στην αμέσως επόμενη, μετά από 15 χρόνια, μόλις 83... Δηλαδή ένας στους τρεις είχε χαθεί... (για περισσότερα δείτε την ιστορία του Αγ. Μάρκου)
Το μυθιστόρημα του, δημοσιογράφου και συγγραφέα, Αντώνη Μπουλούτζα «Η Παναγία των Αγγέλων» [εκδ. Καστανιώτη, 2003] αναφέρεται σε ένα φαινομενικά τυχαίο γεγονός μιας ανατίναξης για την απόφραξη ενός λαγκαδιού σε κάποιο ήσυχο χωριό της Τήνου που απελευθερώνει το πνεύμα κάποιου παλιού κάτοικου που έμεινε εγκλωβισμένο για παραπάνω από ενάμιση αιώνα, σε ένα βράχο κοντά στις πηγές. Η τοποθεσία η οποία περιγράφεται μέσα στο βιβλίο αυτό είναι κοντά σε ένα παλαιό οικισμό (χωριό) ο οποίος δεν υπάρχει πια εξαιτίας της πανούκλας. Αυτό το χωριό που βρισκόταν μεταξύ του Κρόκου και της Περάστρας, μέσα στο λαγκάδι, λεγόταν Λάζαρος (τι ειρωνία να έχει το όνομα αυτού που επέστρεψε από τον θάνατο...). Παλαιά, πολλά λέγονταν για αυτό το πέρασμα από το οποίο περνούσε όλος ο κόσμος που ήθελε να πάει και να έρθει στην Χώρα.
Η περιγραφή στο πρώτο κεφάλαιο είναι πραγματικά ατμοσφαιρική: «Κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να πει με βεβαιότητα πώς άρχισε. Ορισμένοι ξένοι ταξιδευτές, δημοσιεύοντας πολύ αργότερα τις εντυπώσεις τους από τα νησιά του Αιγαίου, υποστήριξαν ότι σχετιζόταν με τον δυνατό σεισμό που ταρακούνησε για δευτερόλεπτα όλες τις Κυκλάδες. Οι αρουραίοι εμφανίστηκαν τη νύχτα, πρώτα χωριστά, σε μικρές ομάδες, ύστερα μαζικά και πανικόβλητοι, θαρρείς κυνηγημένοι από κάτι. Απλώθηκαν στα χωράφια ρημάζοντας τους καρπούς, όρμησαν στις αποθήκες όπου οι κάτοικοι του Λάζαρου φύλαγαν το καλαμπόκι, το λάδι και το λίπος από τα χοιροσφάγια, γλίστρησαν στους στάβλους και δάγκωσαν μικρά και μεγάλα ζώα, έπειτα τρύπωσαν στα σπίτια ροκανίζοντας κάθε τροφή μέσα στις καλαμένιες κλούβες [...]
»Η πανούκλα απλώθηκε και τίποτα –ούτε μακρόσυρτες παρακλήσεις στον καθεδρικό της Παναγίας στην αντιπέρα, τη δυτική όχθη της ρεματιάς– δεν έδειχνε ικανό να τη σταματήσει. [...] Ο θρήνος διαπέρασε τους τοίχους των σπιτιών που χτύπησε η κατάρα, σκορπίστηκε σπαραχτικός από τα μονοπάτια ίσαμε το Λειβάδι και από κει αντιλάλησε στα πιο μακρινά χωράφια. Όσοι μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους έτρεχαν εδώ κι εκεί, στα δωμάτια, στους στάβλους, στους περιστεριώνες, απομακρύνοντας τους πεθαμένους από τα νεκροκρέβατα και αδειάζοντας τα ψόφια ζώα στα γκρεμνά του λαγκαδιού. [...]
»Οι πρώτοι νεκροί είχαν την πολυτέλεια μιας ατομικής νεκρώσιμης ακολουθίας. Οι άλλοι άρχισαν να ενταφιάζονται, στην αρχή με την επιβαλλόμενη κοσμική αξιοπρέπεια και ύστερα να ρίχνονται όπως όπως στο χωνευτήρι πίσω από την εκκλησία της Παναγίας. Για όσους περίσσευαν δόθηκε εντολή να στοιβαχτούν σε λάκο με ασβέστη. [...] Πριν ακόμα τελειώσει το έργο της μακάβριας ομαδικής ταφής, η στέρνα είχε ξεχειλίσει από άκαμπτα σώματα παστωμένα με ασβέστη».
Στο διήγημα του Τζον Ντίξον Καρ «Ο Ασώματος Άνθρωπος» [εκδ. Τόπος, σελ. 16] διαβάζουμε για τους «βρυκόλακες»:«Γίνονταν εκταφές πτωμάτων από τα νεκροταφεία. Έβρισκαν κάποια πτώματα σε στάση αφύσικη, με αίματα στο πρόσωπο, στα χέρια και στα σάβανά τους. Αυτή ήταν η απόδειξη που είχαν... Και γιατί όχι; Εκείνα τα χρόνια θέριζε η πανούκλα. Σκεφτείτε όλους αυτούς τους φουκαράδες που τους έθαβαν ζωντανούς, νομίζοντας ότι είχαν πεθάνει. Σκεφτείτε πώς πάλευαν να βγουν από το φέρετρο προτού πεθάνουν στ' αλήθεια. Βλέπετε, κύριοι; Αυτό εννοώ όταν λέω "οι αιτίες που βρίσκονται πίσω από τις δεισιδαιμονίες"».
Οι παραδόσεις
Στο νότιο Αιγαίο, ο λαός πίστευε ότι για κάποιους νεκρούς ότι «καμιά φορά, σε βαθειά νύχτα, ακούονταν ακόμη που βοκάει το αίμα ζητώντας εγδίκηση και δικαιοσύν'». Αυτούς, είτε τους έκαιγαν «να λυτρωθούν», είτε τους ξαναέθαβαν μακριά από το χωριό, σε κάποια ξερονήσια. Γι αυτό και υπήρχε μια έμφυτη απέχθεια γι' αυτά τα νησιά: «Γινόντουσαν "καταραμένα" και οι άνθρωποι που περνούσαν από κει χωρίς να ξέρουν τις ιστορίες τους, άκουγαν τρομακτικές κραυγές και μερικοί από αυτούς χάνονταν».
O Μαρκάκης Ζαλλώνης γράφει στο βιβλίο του «Ένα Ταξίδι στην Τήνο - Ένα από τα Νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους», το 1809: «Τους νεκρούς τους θάβουν μέσα στις μεγάλες εκκλησίες των χωριών. Συμβαίνει μερικές φορές τα μνήματα να βρίσκονται σε έδαφος αργιλώδες και ξερό, ώστε τα πτώματα να είναι δύσκολο να λιώσουν, αφού η υγρασία τους απορροφάται από το χώμα. Όταν ανοίξουν το μνήμα για να θάψουν άλλους, βλέποντας ότι τα σώματα αντί να έχουν λιώσει έχουν ξεραθεί, τα βγάζουν έξω και αφού αφαιρέσουν και κάψουν την καρδιά το ξαναθάβουν. Είναι βέβαιοι τότε, ότι τίποτα δε θα τα εμποδίσει να λιώσουν. [...]
»Αυτό το φαινόμενο, όταν συμβαίνει, προκαλεί τη μεγαλύτερη στεναχώρια των συγγενών γιατί δεν παραλείπουν να ισχυριστούν ότι ο νεκρός απορρίπτεται όχι μόνο από τον ουρανό αλλά και από την κόλαση, εφόσον η γη αρνείται να προσφέρει άσυλο στο θνητό σώμα του. Κάποιος αφηγείται ότι είδε τον νεκρό να κυκλοφορεί τη νύχτα στο σκοτάδι βγάζοντας τρομακτικές κραυγές. Ένας άλλος ότι τον είδε να διασχίζει τον αέρα καταμεσήμερα σ' ένα δρόμο φωτιάς. Άλλοι ότι τα μεσάνυχτα μόλις είχαν αποκοιμηθεί τρομεροί αναστεναγμοί τους ξύπνησαν και ότι ανοίγοντας τα μάτια τυφλώθηκαν από μεγάλες φωτιές, στη λάμψη των οποίων διέκριναν ένα μεγάλο άσπρο φάντασμα, αλυσοδεμένο και βασανιζόμενο από μια λεγεώνα δαιμόνων.
»Όλοι αυτοί οι ψίθυροι που στην αρχή ήταν τιποτένιοι, διογκώνονται και αυξάνουν και ενισχύονται ο ένας από τον άλλο. Δυναμώνουν αμοιβαία, αποκτούν αληθοφάνεια και συναρπάζουν και κατακυριεύουν την κοινή γνώμη. Σύντομα τους αποδέχονται σαν απόλυτες αλήθειες που κανείς δεν επιτρέπεται να αμφισβητήσει. Και για να εξιλεώσει τις αμαρτίες του, ο νεκρός έρχεται να τρομάξει τους ζωντανούς. Πότε τραβάει τους κοιμισμένους από τα πόδια, πότε αφαιρεί ένα μέρος από την τροφή τους και πότε τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις στα κτήματα, μέσα στους θάμνους, στα αγκάθια και στους βάτους, ή να μεταμορφώνεται σε μεγάλο μαύρο σκύλο, ή σε κάποιο άλλο ζώο οποιοδήποτε, ικανό να τρομοκρατήσει με τις κραυγές του. [1]
»[...] Ο έρωτας ξέρει να επωφελείται από τον γενικό τρόμο. Οι ερωτευμένοι είναι βέβαιοι ότι μπορούν χωρίς φόβο να επισκευτούν τις ωραίες τους με τη βοήθεια δόλων και τεχνασμάτων που τους υπαγορεύουν οι περιστάσεις. Εφοδιασμένοι με λυχνάρια σκεπασμένα με μαύρα πανιά, για να φωτίζουν πιο αμυδρά, τρέχουν σ' όλες τις κατευθύνσεις μέσα στη νύχτα σέρνοντας βαριές αλυσίδες με τρομερό πάταγο και βγάζοντας τρομακτικές κραυγές. Όταν ο τρόμος, που απλώνεται παντού, κάνει να κλείσουν με ιδιαίτερη φροντίδα τα σπίτια, τα «φαντάσματα» μπορούν με την ησυχία τους ν' ανέβουν στα δώματα και να γλιστρήσουν είτε από τα παράθυρα είτε από τους καπνοδόχους στα δωμάτια των εκλεκτών τους, των οποίων η καρδιά χτυπά, όχι από φόβο αλλά από αγάπη [...]»
Ο Πυροβάτης [esoterica.gr] γράφει: «Επίσης, απ' όσο θυμάμαι, νομίζω στην Τήνο –δεν θυμάμαι με σιγουριά αν είναι η Τήνος– υπάρχει ένα χωριό όπου ακόμα και τώρα οι κάτοικοί του, όταν νυχτώσει, τους άγνωστους περαστικούς ή τους τουρίστες, τους κοιτούν με καχυποψία».
Ιστορίες
Γενικότερα, πάντως, ιστορίες με νεκρούς και ψυχές υπάρχουν αρκετές στο χωριό. Τα παλιά τα χρόνια, ένας χωρικός από τη Βωλάξ, γύρναγε, αργά τη νύχτα, από τον Φαλατάδο πίσω στο χωριό, καβάλα στο γέρικο γαϊδουράκι του. Κάποια στιγμή το ζωντανό γονάτισε χωρίς να βγάλει κανέναν ήχο και ψόφησε. Αφήνοντας το ζώο του καταγής, ξεκίνησε να επιστρέψει στο χωριό με τα πόδια. Το επόμενο πρωί, μαζί με κάποιον συγχωριανό του, επέστρεψε στον τόπο που το είχε αφήσει αλλά δεν το βρήκε. Το γαϊδουράκι βρέθηκε καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πέρα. Αυτό που πίστευε ο χωρικός είναι ότι κάποιος πήγε να κλέψει την ψυχή του αλλά δεν μπόρεσε να την βγάλει, επειδή ήταν μεγάλο ζώο και όχι πιο μικρό, όπως ο άνθρωπος για παράδειγμα...
Μια παρόμοια ιστορία, από τη Σύμη αυτή τη φορά, αλλά ακόμη πιο ανεξήγητη έλεγε τα εξής: «Ο Ν.Τ. έχει τη μάντραν του στον Αϊ-Θολ'ό. Εκατοίκαν κι εκεί με τη φαμίλιαν του. Επέθανέν του εκεί στη μάντραν έναν του παιδί. Ήτον νύχτα. Εσήκωσεν το κι έφυε μαζί με τη γυναίκαν του να το φέρου στο χωριό, να το θάψου πιον το πωρνό. Είχαν και φανάρι. Σαν εφτάσα στη Μυρτιώτισσα, έσβησάν των το φανάρι. Εδιψάσαν κιόλα. Εμόθεκεν ο άντρας τον πεθαμένον εκειδά χάμαι στο δρόμο, λέει της γυναίκας: "Λίμενε να πάω πάνω στη Μυρταριώτισσα, ν' άψω το φανάρι, να φέρω και νερό". Η γυναίκα εν έθελεν, εφο' άτον να πομείνει μοναχή. Λέει της πάλε ο άντρας: "Πάνε σού". Εν έθελε μη έτσε. Εφο' άτον να πάει μοναχή. Τι να κάμουν, επήαν μαζί, ήψαν το φανάριν τω, ήπιαν κιόλα, επήαν πάλε να σηκώσουν το παιδίν των να πααίνου. Πάου, θωρούν εκεί που το μοθέκαν, εν το βρίσκουν, εν εκά' ετο. Λογιάτζουν ωσαδώ, ωσακεί, πάνω, κάτω, έλα δα ήβραν το σ' άλλη μεριά, γόχι εκεί που το 'φηκα. Οι πειρασμοί το 'χα μεταθεμένο για να το πάρου, μ' εν επροφτάσα, σ' φαίνει. Εσήκωσαν το δα, εκατιβάσαν το στο σπίτιν τω, στο χωριό. Την ημέραν πιον εθάψαν το».
Τα βρυκολακονήσια
Πολλά νησιά και βραχονησίδες, σε όλη την Ελλάδα, αποτελούσαν τους τόπους κατοικίας των βρυκολάκων, με τα περισσότερα από αυτά να βρίσκονται στο Αιγαίο: Το Φαρμακονήσι, μεταξύ Λέρου και Τουρκίας, είναι ένα αυτά. Στη Μύκονο, οι βρυκόλακες κατοικούσαν στο νησάκι του Αγίου Γεωργίου ή στο νησάκι Μπάου –όπου μέχρι σήμερα ο θρύλος λέει ότι υπάρχουν, ακόμα, αποτυπωμένες οι μορφές τους στα βράχια. Τόπος εξορίας και κολασμού των Βρυκολάκων είναι και η νήσος Καϋμένη/Καμμένη στη Σαντορίνη.
Κοντά στη Σκύρο, μερικές εκατοντάδες μέτρα ανατολικά του ακρωτηρίου Πουριά, ορατά από την πρωτεύουσα του νησιού υπάρχουν τα Βρυκολακονήσια. Σε ένα από αυτά, είναι κτισμένο το ξωκλήσι του Άγιου Ερμόλαου, σε μια περιοχή με βράχια καμωμένα με σταυρούς, φτιαγμένους από ασβέστη. Λίγο πιο πέρα, υπάρχει ένας μεγάλος βράχος από πωρόλιθο όπου στο κάτω μέρος του έχει λαξευτεί και υπάρχει στο εσωτερικό του άλλο ένα ξωκλήσι.
Τα Βρυκολακονήσια πήραν τ' όνομά τους από το γεγονός ότι είχαν θαφτεί εκεί θύματα κάποιας παλιάς επιδημίας. Σε κείμενο, του 1918, βρίκουμε: «[...] τα Βρυκολακονήσα είχανε ξυπνήσει τους πεθαμένους τους, θαμμένους εκεί από μια πανούκλα του παλιού καιρού, κι αφήνανε τους βόγκους τους και τα παραπονά τους να τραβούνε και να φτάνουνε ως έξω στην ακτή». [Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, Η Γρίπη στη Σκύρο]
Στη Χίο, δαιμονικά νησιά είναι οι βραχονησίδες Γούνι και Βενέτικο και στη Σάμο η περιοχή Διαβολολίμανο. Νησάκι-νεκροταφείο, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, ήταν η Εκάτη (Δήλος), ενώ στην Κρήτη, βρυκόλακες («καταχανάδες») υπήρχαν στο νησάκι του Καλαθά, στο βόρειο τμήμα του Ακρωτηρίου των Χανίων.
Ο Στέλιος Μουζάκης στο βιβλίο του «Οι Βρυκόλακες στους Βυζαντινούς και Μεταβυζαντινούς Νομοκανόνες και στις Παραδόσεις του Ελληνικού Λαού» (1986) αναφέρει ότι οι υδάτινοι όγκοι που απομονόνωναν τα νησιά θεωρούνταν ιδεώδης τρόπος αποτροπής των βρυκολάκων. Δεν ξέρουμε πόσο συμπτωματικό είναι ότι, το νεκροταφείο του Αγ. Μάρκου στη Βωλάξ, οι νεκροί έπεφταν –μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80!– σε τρύπα που μέσα της πέρναγε νερό... Ο Μουζάκης αναφέρει ότι ένα ρέμα χωρίζει τον οικισμό από το κεντρικό νεκροταφείο της Αττικής, της Σίφνου και της Τήνου στη λογική του Αχέροντα. Το νερό κρατάει, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, την επιστροφή των βρυκολάκων στην... κανονική ζωή.
Η σχέση των βρυκολάκων της ελληνικής παράδοσης, με αυτές των βιβλίων και του κινηματογράφου, είναι μικρή έως ανύπαρκτη. Ο Θανάσης Βέμπος γράφει γι αυτή τη διαφορά: «Ο νεοελληνικός βρυκόλακας είναι βασικά ένας νεκροζώντανος. Τα βαμπίρ είναι ιδιαίτερα όντα που μοναδικό σκοπό έχουν να πίνουν αίμα ως τροφή και ως δύναμη ζωής. Στις νεοελληνικές παραδόσεις, οι βρυκόλακες εμφανίζονται να εκτελούν και βιοποριστικές εργασίες, να τρώνε φαγητά, να κάνουν ζημιές και μερικές φορές είναι εντελώς άκακοι. Βρυκολακιάζουν σε προαύλιο εκκλησίας και μέσα στην εκκλησία, ενώ δεν πολλαπλασιάζονται (σε αντίθεση με τα βαμπίρ που πολλαπλασιάζονται πίνοντας αίμα). Βρυκόλακας λοιπόν είναι ο εκδικητικός νεκρός που απειλεί να βασανίσει τους ζωντανούς επιστρέφοντας μετά θάνατο».[Θανάσης Βέμπος, Τα Ελληνικά Βρυκολακονήσια, περ. Mystery τ. 6, 2005, σελ. 73]
[1] Ο Καιροφύλας μεταφέρει επακριβώς τις ιστορίες του Ζαλλώνη: «Oι νεκροί εθάπτοντο εις τας εκκλησίας. Κάποτε συνέβαινε να ταφεί νεκρός εις αργιλώδες έδαφος, και συνεπώς τα σώματα δεν έλιωναν. Όταν, λοιπόν, άνοιγαν τον τάφον δια να θάψουν νέον νεκρόν και εύρισκον άλυωτον το πτώμα, τότε το εξέθαπτον, του έβγαζαν την καρδίαν και την έκαιον, κατόπιν δε το έβαζαν εκ νέου εις την θέσιν του. Φυσικά ο αήρ επετάχυνε την διάλυσιν κατόπιν. Όταν συμβή το τοιούτον, οι συγγενείς καταλαμβάνονται από μεγάλην λύπην, διότι η κοινή γνώμη λέγει ότι "τον νεκρόν δεν τον θέλει ούτε ο παράδεισος ούτε η κόλασις". Και αμέσως αρχίζουν κυκλοφορούσαι αι παραδοξότεραι ιστορίαι καθ' όλην την νήσον. Άλλος αφηγείται ότι ο νεκρός γυρίζει την νύκτα κραυγάζων αγρίως, άλλος βεβαιώνει ότι τα μεσάνυκτα ήκουσε φωνάς και είδεν εις το στερέωμα μεγάλας φλόγας, μέσα εις τας οποίας διέκρινε λευκόν φάντασμα, αλυσοδεμένον και βασανιζόμενων από λεγεώνα δαιμόνων. Άλλοι ορκίζονται ότι πηγαίνει ο νεκρός και τραβά τους ζωντανούς από τα πόδια εις το κρεβάτι των και τέλος ότι μεταμορφώνεται εις διάφορα ζώα τρομάζων τους κατοίκους με τα ουρλιάσματά του». [Κώστας Καιροφύλας, Ιστορικαί Σελίδες Τήνου, 1930, σ.191]
Για την μεταφορά: mix_07.2015
Στήλη: ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ
Tags: δεισιδαιμονίες, λαογραφία, βρυκόλακες, διάβολος, πανούκλα, αγ. μάρκος
Μοιραστείτε το