Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Οι κάτοικοι του χωριού ήταν κυρίως καλαθοπλέκτες ή γεωργο-κτηνοτρόφοι. Ελάχιστοι μέχρι και τον Πόλεμο, μέσα σε τόσα χρόνια, έκαναν κάποιο άλλο επάγγελμα. H γεωργοκτηνοτροφία κάλυπτε το 90% των προσωπικών τους αναγκών. Τα καλάθια, τα πούλαγαν στη Χώρα μέσω μεταπρατών: «Τα πουλούσαμε στη Χώρα, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κανακάρης, όλα αυτός τα ήπαιρνε. Ήπαιρνε κι ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κ'φός, αλλά λίγα. Ο Κανακάρης ήταν στα λιμάνια και ήξερε πολλοί σ' όλα τα νησιά κι ήστελνε. Άντρο, Κάρυστι, Μύκονο, Πάρο, Νάξο, Σύρο, Σαντορίνη, τα 'στελνε στους μανάβηδες. Αλλονού εκατό κομμάτια ήπαιρνε, αλλονού διακόσια. Και σε ψαράδες, παραγάδια η Μύκονος –πολύ πράμα– η Άντρος, η Νάξος. Με τα πόδια τα πηγαίναμε. Κι όταν έφτανες είχεν ο μπαρμπα-Γιάννης ένα βαρέλι μούστο και μας έβαζε μια ποτήρα και ελιές να φάμε [...]. Και στα μπακάλικα δίναμε, στη Χώρα, ένα ζευγάρι κοφίνια για 50 οκάδες πατάτες. Και στα μαγαζάκια για τον κόσμο που εχόνταν στην Παναγία».

Ας παρακολουθήσουμε κάποια άλλα επαγγέλματα (που, κυρίως, αφορούν το εμπόριο) και που είχαν επαφή με τις ανάγκες και την καθημερινότητα του χωριού.

Περιπλανώμενοι έμποροι

ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΓΥΡΟΛΟΓΟΙ
Οι πιο πολλές μικροαγορές γίνονταν με ανταλλαγές προϊόντων. Ο Γιαννάκης, από τον Σκαλάδο, αγόραζε αβγά και έφερνε λίγα πράγματα για ανταλλαγή: λίγη ζάχαρη, ρύζι ή ρεβύθια. Είχε και ένα μικρό τεφτέρι γιατί οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες...

Μερικοί γραφικοί τύποι ήταν οι ψιλικατζήδες, όπως ο Γιώργης Δεσύπρης ή Μπαλαρδάκης που έλεγε «Έχω ροκοβότανο και παπουτσοδέματα» ή ο Ραφιούλας που τελείωνε με το «έχω και λουλάκι»[Μωραϊτης, σ. 344]. Από το Σκλαβοχωριό, υπήρχε ένας που έφερνε για τις μανάδες τσατσάρες, κλωστές, κουμπιά και χάντρες και για τα παιδιά καραμέλες. Για να βρεις αλλού γλυκά έπρεπε να πας στου Σμορδιά (βρισκόταν στο Τυροκομείο από κάτω, αριστερά από τα σταμνάδικα) που είχε και νόστιμα κουλούρια... 

ΧΑΣΑΠΗΣ
Η κάθε οικογένεια είχε το δικό της κρέας, και με το χοιρινό συμπλήρωνε τη σοδιά της χρονιάς. Το βάρος του χοιρινού ήταν, σε κανονικά πλαίσια, γύρω στις 100-120 οκάδες. Μία με δύο φορές το χρόνο ερχόντουσαν χασάπηδες («ήταν ένας χοντρός, αλλά δεν θυμάμαι όνομα») και παζάρευαν την αγορά των μικρών κατσικιών (ρίφια) πριν το Πάσχα. Επειδή, η ζήτηση στο κρέας κατά την περίοδο του Πάσχα αυξανόταν, αυτός ο χασάπης γύρναγε τα χωριά και μάζευε κρέας. Αυτό γινόταν και για άλλα είδη ζώων, το φθινόπωρο.

ΜΑΝΑΒΗΣ
Μανάβης δεν πέρναγε συχνά αφού από τα χωράφια τους τα βγάζανε πέρα οι περισσότεροι Βωλακίτες. Πάντως, πρόσφατα, είχα σημειώσει κάποιους πλανόδιους που περνούσαν: στις 23.08.2001 (10:30) «Ο μανάβης! Αγγούρια-ντομάτες-κρεμμύδια-πατάτες!» και μια Τρίτη, στις 20.08.2002 «Ο μανάαβης! Ντομάτες -αγγούρια-πεπόνια, ο μανάααβης!»

ΨΑΡΑΣ
Αντίθετα, πλανόδιοι ψαράδες υπήρχαν αρκετοί: Ο Μπουρούκιας, ο Πατούνας, ο μπάρμπα-Γεράσιμος από τον Αρνάδο. Φορτωμένοι στην πλάτη με μικροκόφινα τυλιγμένα με γιδοτόμαρο, για προστασία από τα υγρά που τρέχανε, έφερναν ρέγγες σκουμπριά, μπακαλιάρους, ενώ πιο πρόσφατα, μπαρμπούνια, τσιπούρες, σαργούς και λυθρίνια.

Στις 24.08.2001 (10:25 το πρωί) είχα σημειώσει ότι πέρασε από το χωριό ψαράς («ο ψαράααααας...»)

ΚΟΥΡΕΑΣ 
Για να κουρευτούνε οι χωρικοί σηνήθως πήγαιναν στον 
Φανάρα στον Φαλατάδο (τη δεκαετία του '60), στη Χώρα τη δεκαετία του '70, ενώ, οι γυναίκες φρόντιζαν τον Ταζέλο που δεν έφευγε πέρα από το χωριό.

«Θυμάμαι όταν ήμουν πολύ μικρός (τέλη της δεκαετίας του '70) πίσω από το καφενείο (κλειστή αποθήκη εκείνα τα χρόνια), στην πέτρινη καμάρα πριν τον φούρνο του παππού, ήρθε ένας τύπος μόνο με ένα ψαλίδι και μια τσατσάρα και γύρισε όλο το χωριό φωνάζοντας "Κουρέαααας". Μαζευτήκαν 5-6 άνδρες να κουρευτούνε και με έβαλε και μένα η μητέρα μου γιατί "δεν ήταν κατάσταση αυτή, είχαν μεγαλώσει..." Μόλις τελείωνε τον ένα χωρικό πέρναγε ο επόμενος. Έξω στη φύση σε μια καρέκλα και σε ουρά οι υπόλοιποι χωρίς να μιλάνε... Πρέπει μέσα σε ένα μισάωρο, το πολύ, να μας κούρεψε όλους!

Θυμάμαι ότι ήμουν μετά τον θείο Αντρίκο. Και το θυμάμαι γιατί φοβήθηκα, ο κουρέας δεν καθάριζε το ψαλίδι, πήγαινε σφαίρα. Το πρόβλημα, λοιπόν, το είχα γιατί ήμουν μετά τον θείο Αντρίκο. Εκείνος ήταν ο μόνος που είχε άσπρα μαλλιά, και αφού δεν καθάριζε τίποτα, ψιλοζοριζόμουν. Νόμιζα ότι μπορεί να είναι κολλητικό. έκοβε τα δικά μου και πέφταν ακόμη οι άσπρες τρίχες του Αντρίκου. 'Ελεγα από μέσα μου, τώρα την έφαγα. Μπορεί να είναι κολλητικό και να μου ασπρίσουν και μένα! αυτό με φόβιζε...

Νομίζω ότι πρώτα κούρεψε τον παππού γιατί βιαζόταν...»

«Μόνιμα» καταστήματα

ΜΠΑΚΑΛΗΣ
Στα μικρομπακάλικα της περιοχής έβρισκες ζυμαρικά και αυτοί που δεν είχαν πολλά χρήματα μπορούσαν, πολλές φορές, να αγοράσουν τα «σπάσματα». Ο Μωραϊτης εξηγεί: «Σπάσματα, είναι τα ζυμαρικά, αυτά τα ανόμοια νούμερα που κατά τη συσκευασία τους θρυματίζονταν στο εργοστάσιο παραγωγής και η αξία τους ήταν πολύ μικρότερη από τα κανονικά μακαρόνια»

Τα μπακάλικα που συνήθως πήγαιναν ήταν του Σκαλάδου και του Κουμάρου. Αυτά πουλούσαν ρύζι, καφέ ωμό (που το έψηναν με τα ειδικές σούβλες στο χωριό), λευκό αλεύρι, σκούπες, ταραμά, χαλβά, τσακμάκια και τσακμακόπετρες, καστανιές (οι καστανιές ήταν κάτι σαν ξύλινο τάπερ για τα σάντουιτς, όταν οι δουλειές γινόντουσαν στα πιο απομακρυσμένα χωράφια και δεν προλάβαιναν να φάνε σπίτι. Ήταν ξύλινες κατασκευές, τορναριστές, κοίλα εσωτερικά με ξύλινο καπάκι, στεγανό. Έβαζαν μέσα ψωμί και μυτζήθρα ή τυροκαφτερή όπως λέμε σήμερα («κοπανιστή») που αποτελούσε και το βασικό τους προσφά'ι), σπάγγους, φουγούδες, κεχρί, σαπούνι και λουλάκι.

Τα μπακάλικα πουλούσαν σπίρτα και τσιγάρα: Οι «μάρκες» ήταν Μαργαρίτης,τα πράσινα αγρινίου και τα πακέτα ντάμες με το κεφάλι μιας όμορφης γυναίκας επάνω (1920-60), τα Β.Σ. Καπερνάρος, με το κόκκινο πακέτο (1933-1950), τα Τσιχριτζής (1927-1955), τα Φούκας, το XI, το Extra και μεταπολεμικά το Φήμη (1900-1955), φυσικά τα Παπαστράτος, το 5 το πουλούσε και η Σοφία η Μπακάλαινα στο χωριό. Πολλά από αυτά ήταν σε κούτες των 100 ή των 88. Τα 4 τσιγάρα κόστιζαν 0.50 δραχμές. Ο Ταζέλος, «θα' ταν 27 χρονώ στον ανταρτοπόλεμο. Τα 4 τσιγάρα, έκαναν ένα πενηνταράκ'. Τα 'κοβε στη μέσ' και μού 'λεγε: "Να! Έχουμι σφαίρις τώρα"! Τι γέλια κάναμε... Έχουμι σφαίρις!»

Πιο παλιά (πριν το 1936-37) πουλούσαν και ταμπάκο για αργιλέδες («τουμπεκί»).

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ
Οι οικογένειες του χωριού συνήθως πήγαιναν στον Ζωρζίνα, στο Σκαλάδο, για τα παπούτσια τους. Εκείνος, έπαιρνε παλιά λάστιχα αυτοκινήτου και από αυτές έφτιαχνε σόλες για να διορθώσει τα παπούτσια των χωρικών.
Όμως, παπουτσής για τα καλά παπούτσια, τα «κυριακάτικα», ήταν ο Γιάννης Δελλατόλας ή Σκορδαλιός που είχε στο τσαγγαριό του δύο εργάτες στη δούλεψή του.

ΣΙΔΕΡΑΣ
Σιδεράς υπήρχε στην Ξυνάρα αλλά συνήθως τα εργαλεία τους οι καλαθοπλέκτες τα επισκέυαζαν στον Πύργο.
Το σίδερο ήταν κάτι πολύ σημαντικό και αρκετά σπάνιο και ακριβό τα παλιά χρόνια. Τα καλά τρισέτα τα έφερναν από την Κωνσταντινούπολη γιατί δεν υπήρχαν σ' ολόκληρη την Τήνο.

Ο παππούς όταν ήμουν 12-13 μου έκανε δώρο την παλιά φαλτσέτα του για το ξύρισμα. Ήταν μια κοκκάλινη από την Ρωσία, με τις σφραγίδες του Τσάρου. Πρέπει να μου είπε τουλάχιστον 3-4 φορές να μην την επιδιορθώσω ποτέ στην Χώρα. «Εκεί θα σε κοροϊδέψουν σίγουρα! Θα σ' βάλουν άλλη και δεν θα κάνεις τη δ'λειά σ'. Μην την πας στ' Χώρα»! Δεν την πήγα.

ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΧΩΡΑ
Για σφηλάσα (σκάγια) και κάναβι για τα όπλα, πήγαιναν στη Χώρα. Ο Σιλέντης είχε υφάσματα στη Χώρα, αλλά σπάνια πήγαινε κανείς, και δύσκολα οι γυναίκες άφηναν το χωριό για να αγοράσουν υφάσματα. Τα περισσότερα, τα έφτιαχναν για προίκα τους, είτε στην Αθήνα είτε στην Πόλη.

Ο Γεωργαντόπουλος γράφει [σ. 199]: «Η οικονομία της Τήνου και η γεωργική και βιοτεχνική παραγωγή της ήτο ανεπαρκής να πληρώσει τις στοιχιώδεις βιοτικές ανάγκες του υπερτριπλασίου από το σημερινό πληθυσμού της. Ένεκα τούτου πολλοί Τήνιοι αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν άλλοι μόνιμα και άλλοι προσωρινά στα μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής αυτής, κυρίως στη Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη [...] επίσης πολλές γυναίκες για να βοηθήσουν τις οικογένειές των είχαν εκπατρισθεί στα ανωτέρω αστικά κέντρα και είχαν προσληφιεί από πλούσιες οικογένειες ώς υπηρέτριες και παραμάνες. Υπολογίζεται ότι 8.000 Τήνιοι είχαν αποδομήσει στη Κωνσταντινούπολη και 3.000 στη Σμύρνη».

Επειδή τα υφάσματα χάλαγαν από την χρήση (κάποια από αυτά τα υφάσματα ήταν από προίκα προγονικών προσώπων), βοήθαγαν και όσες ήξεραν να ράβουν και να μπαλώνουν. Η Ζωζεφίνα του Άγγελου ήτανφραγκοραφτού και έκανε τέλειες μεταποιήσεις. Πολλές φορές για να ξεπληρώσουν τα βερεσέδια (από τα καινούργια υφάσματα ή άλλες αγορές), περίμεναν να 'ρθει η εποχή, να πουλήσουν το μοσχάρι ή κάποια από τ' αρνιά τους. 

Για στρατούρες (σαμάρια) πήγαιναν στον Κέχρο, όπου ζούσε ο "Καρκαβέλας". Η Αντώνια, η γυναίκα του, καταγόταν από την Βωλάξ. 

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
Ο Αντώνης ο Φόνσος, από τον Κουμάρο, ήταν ταχυδρόμος και έστελνε δέματα και... μηνύματα στην Αθήνα. Υπήρχε ένα «τηνιακό» καφενείο στην Κλαθμώνος και το ραντεβού ήταν εκεί. Οι ταχυδρόμοι εκείνα τα χρόνια μετέφεραν τις ειδήσεις, από το χωριό προς τα έξω, και από τους έξω προς το χωριό.

Επειδή, το θέμα αυτό αξίζει να το διερευνήσουμε περισσότερο, θα επανέλθουμε!

 

 Για την μεταφορά: dvidos, 7_2015

Μοιραστείτε το