Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!
Παρατσούκλια

 

 

Θα προσπαθήσουμε να φτιάξουμε έναν όσο το δυνατόν πιο πλήρη, κατάλογο με τα παρατσούκλια των κατοίκων του χωριού. Ξεκινήσαμε την έρευνα από από τις μνήμες των μεγαλυτέρων κατοίκων του χωριού και προχωρήσαμε, σταδιακά, μέσα από τις σημειώσεις των Kωδίκων της Βωλάξ (χοντρικά από το 1850 μέχρι το 1960).

Αν και στην Τήνο ήταν και παραμένει συχνότατη η πρόσαψη παρωνυμίων (και όχι υποχρεωτικά μόνο για τον διαχωρισμό προσώπων με το ίδιο όνομα), από το Β' Βιβλίο Θανάτων Τήνου (1715-1750) βλέπουμε ότι τα παρατσούκλια κατείχαν θέση οικογενειακών ονομάτων, αφού αυτά είχαν, σε πολλές περιπτώσεις, παραληφθεί. Πράγμα που σημαίνει ό,τι τα συγκεκριμένα άτομα ήταν γνωστά ευρύτερα όχι με το οικογενειακό τους όνομα, αλλά με το παρωνύμιό τους, το οποίο τα συνόδευε ως το θάνατο. [π. Μάρκος Φώσκολος]

Η δύναμη, λοιπόν, που είχαν τα παρατσούκλια ήταν έντονη. Από το 1850, που πραγματευόμαστε, τα περισσότερα παρωνύμια είναι «πατρωνυμικά». Ο κύριος όγκος των πατρωνυμικών είναι ένα βαπτιστικό όνομα (αλλά δευτερευόντως, και οποιαδήποτε άλλη βάση) στο οποίο προστίθενται παραγωγικά επιθήματα. Αυτό, διευκόλυνε την διάκριση ατόμων με το ίδιο όνομα, αφού οι κοινωνίες των χωριών ήταν κλειστές. Έτσι έχουμε τις απλές παραλλαγές των μικρών ονομάτων:

Αγνή Ανεζούλα, Ανέζα
Αντώνιος Αντωναρός (τουλάχιστον από το 1861), Αντωνάς, Αντωνάκας
Βαρθολομαίος Μπόρτολος, Μπόρτουλας, Πόρτολος (1862), Πορτολομιός 
Γεώργιος Ζώρζος, Ζωρζής, Γιώρης, Γιουργαλάς (Jurghalàs), Γιωργούλας, Τζώρτζης
Δαμιανός Νταμιάνος 
Ελισάβετ Ζαμπέτα 
Ιωάννης Ζαν(ν)έντας, Ζαννής, Ζανάκης (1862), Ζουάννης, Τζουάννες, Γιαννακός (μόνο μια φορά, το 1870), Γιαννούλης, Ζαν(ν)ουλής, Γιαν(ν)έντας (1859), Γιαννούλας
Ιωσήφ Γκιουζές, Πέπος, Ιωσήφης, Σήφης
Mαρία Mαρούλα, Μαργίτσα, Μαριγώ (Marigo'), Μαρί, Mαριόγκα (Mariongo) 
Ματθαίος Μαθιός, Mατ(τ)έος
Νικόλαος Νικολής, Νικολός, Νικόλας 
Φραγκίσκος Φραγκούλης, Φραγκιάς, Φραγκούλας, Φραγκίσκα, Φρα(ν)τζέσκα

Παράλληλα με τα παραπάνω, έχουμε ονόματα γυναικών που βασίζονται στο βαπτιστικό του ονόματος των αντρών τους: η γυναίκα του Γιωργούλα > Γιωργούλαινα, του Νικολή > Νικολάκαινα κ.λπ. ή βασίζονται στο παρωνύμιο του ονόματος των αντρών τους:

Λουκία Γάταινα,
Λουκία Κακάλαινα,
Aλεξάνδρα/Λουξάνδρα Μαγειρέλινα,
Μαρία Ζαργάνινα, Zωργάναινα,  (Zargarina και Zorganena, 1788), 
Μαριέτα ή Μαρούλα Κασκίναινα,
Ειρήνη Νικολακάκαινα (με ορθογραφία του συντάκτη: Νηκωλακάκαινα),
Ρόζα Ντουντούδαινα,
Γιολαρίναινα,
Μπουνγκιούδαινα (καταγωγή από το Αγάπη) κλπ. 

Πολλές γυναίκες έγιναν γνωστές με το ουσιαστικό «μαντάμ» προ του όνοματός τους, που απεδείκνυε τον χρόνο παραμονής τους στην καθ' ημάς Aνατολή (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη): π.χ. μαντάμ Δελ(λ)ασούδα, μαντάμ Λοράντο(υ), μαντάμ Λουτζίκα, μαντάμ Μαρί, μαντάμ Πετρί και άλλες.

Κάποτε γύρω στα 1870 βρίσκουμε και την «Ειρήνη της Σμύρνης», ψευδώνυμο που δεν το προσθέτουμε στον παρακάτω κατάλογο.

Άλλα πάλι παρωνύμια που δήλωναν αρχικά επάγγελμα ή αξίωμα· τα λεγόμενα «επαγγελματικά»: Καλογραία (Ερίνη, 1858), Μάγερας (Ζώρζης, 1858), Μάγερας (Ιωάννης Φυρίγος, 1880), Λαδάς (Ιωάννης, 1861), Μπακάλαινα, Σαγκάρ'ς κλπ.

Άλλα ήταν «οικογενειακά». Είχαν τέτοια δυναμική και περνούσαν από πατέρα στον γιό: Καρύδας, Γκανάνης, Ντουντός κα. Κάποιες φορές πέρασε και σε εγγόνια, τρίτη γενιά (Μάγκος) ή και τέταρτη γενιά (Λακάς, Μάγερας) κα.

Το χωριό ήταν μικρό και πολλοί από τους γάμους γινόντουσαν ανάμεσα στα τρίτα ξαδέρφια. Τα ονόματα και τα επώνυμα ήτανε μέσα από έναν κλειστό κύκλο. Χωρίς τα ψευδώνυμα υπήρχε μεγάλη σύγχυση.

"Από κεί είμαστε γενιά εμείς..."

«Αλλά η Βουλάξ ενώ είχ'... ήτανε όλο συγγενολογιά. Mικρό το χωριό, έπαιρνε ο ένας του αλλουνού την κόρη..»

διήγηση: Ιάκωβος Ζαλώνης (88 ετών)
ηχογράφηση: 15.05.2012
διάρκεια: 1:44

Μερικά παρωνύμια οικογενειών ξεκίνησαν από άλλα χωριά, αλλά καταγράφονται σ' αυτή τη σελίδα είτε γιατί οι φέροντες μετοίκησαν κάποια χρονική στιγμή εδώ (Μανίκας· από τα Μοναστήρια, Καρύδας· από το Αγάπη), είτε γιατί παντρεύτηκαν κοπέλες του χωριού και έχουν αποκτήσει σπίτι στην Βωλάξ (Μπεργαλής· από τον Κουμάρο) κλπ.

Μέσα στα έγγραφα και τους διάφορους Kώδικες έχουμε βρει παρωνύμια ανθρώπων που είχαν επαφή με το χωριό μας, αλλά δεν κατοικούσαν στην Βωλάξ, γι' αυτό και δεν τα καταχωρίζουμε στον παρακάτω κατάλογο ( Γ. Φυρίγος Jacerdos· Περάστρα, Maria tu Papá· Στενή, Α. Δελλατόλας Therio (Θεριό ή Θηρίο)· Αγάπη, Γ. Δελατόλλας Σέλινος· Αγάπη, I. Λεβαντής Σταρός κλπ.)

Ας τα πάρουμε με αλφαβητική σειρά και κάποια από αυτά θα τα σχολιάσουμε. Δεν αναφέρουμε δίπλα στα ψευδώνυμα τα κανονικά ονόματα των χωρικών προς αποφυγή πιθανών παρεξηγήσεων, εκτός αν έχει περάσει περισσότερο από ένας αιώνας.

Αβ(β)ελής
Πρόκειται για το ψευδώνυμο του Πέτρου Φυρίγου Αvveli (1820).

Αβλάμς
Χωρικός που έμενε στο παλιό σπίτι του Φραγκούλα. Προέρχεται από τη λέξη βλάμης που στην ντοπιολαλιά ακουγόταν ως Αβλάμ'ς (υπήρχε και η ηχητική σχέση με τις παρόμοιες αλάνης, αντάμης, ασίκης, ατζέμης κ.α.)

Βλάμης είναι λέξη αλβανικής προελεύσεως (vlam) που σημαίνει αυτόν όπου μέσα από μια τελετουργία υπόσχεσης, ο διά κοινωνίας αίματος, όπως έλεγαν, αδελφοποιείται με άλλον, δηλαδή τον αδελφοποιτό, τον σταυραδερφό. 

Βλάμηδες, ακόμη, ονόμαζαν τα κατώτερου βαθμού μέλη της Φιλικής Εταιρείας, δηλαδή όσους, κυρίως, δεν γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Οι Βλάμηδες έδιναν θρησκευτικό όρκο και θεωρούνταν απλοί αδελφοποιτοί χωρίς να γνωρίζουν τον κύριο σκοπό της Φιλικής Εταιρείας. Με το όρο βλάμηδες αναφέρεται επίσης και πατριωτική εταιρεία που ιδρύθηκε στη Σμύρνη από τον Κρητικό Μελιδώνη και άλλους. Αποκλειστικός σκοπός της ήταν να εξοπλίσει χιλιάδες ορεινούς Έλληνες για την απελευθέρωση της Μικράς Ασίας. Μεγάλο μέρος από αυτούς κατέφυγε στη Σάμο και εν συνεχεία στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη.

Αργότερα σήμαινε, φίλος, σύντροφος, αλλά και εραστής. Η σημασία της λέξης συνδέθηκε και με αυτόν που έχει υψηλό φρόνημα, ανδρεία, φιλότιμο. Βέβαια και με αυτόν ο οποίος είναι ευέξαπτος και έτοιμος να αντιπαρατεθεί. Στα σύγχρονα λεξικά ταυτίζεται με την έννοια του μάγκα.

Στο ρεμπέτικο (εντοπίζεται σε περισσότερους από 15 τίτλους τραγουδιών), μα και αλλού, πέρασε ως όρος που χαρακτήριζε τον έμπιστο άνθρωπο με τον οποίο μπορείς να συνεργαστείς, αυτόν με τον οποίο νιώθεις αλληλεγγύη, τον έμπιστο φίλο. Διατήρησε, δηλαδή, τις περισσότερες από τις αρχικές σημασίες της λέξης. Εμφανίζεται και στο θηλυκό (βλάμισσα).

Kατά των Φλωράκη προέρχεται από το Abrami· επώνυμο διαδεδομένο στην Bενετία και ιδιαίτερα στην Tεργέστη, συγκαταλεγόμενο στις ευγενείς οικογένειες. Aνάγεται από τον πατριάρχη των Eβραίων Aβραάμ, που ερμηνεύεται στην Παλαιά Διαθήκη «πατέρας πολλών λαών».

Aγανάρας
Παλιό παρωνύμιο στο χωριό που αναφέρεται στον Ματθαίο Φυρίγο και το βρίσκουμε σε κώδικα του 1867 (Mατθαιός Φιρiγος λεγομένος Aγανάρας).

Αηδόνι, το
Eπώνυμο που υποδείκνυε τις μουσικές ικανότητες του ανθρώπου που το έφερε.

Αντουλάς
Βρίσκουμε σήμερα στην Tήνο το επώνυμο Αντουλάς, σε μικρό αριθμό.

Αντωνάς

Αντωνάκας
Ψευδώνυμο του Aντώνη Aνδρέα Σιγάλα.

Αντωναρός
Το βρίσκουμε σε έγγραφο κάποιου Ξενόπουλου, ως παραλλαγή του ονόματος Αντώνης (Antonii Xinopulo [Adonarò] 1893 Iούνιος 10).

Βουργάρα, Βουλγάρα
Πατριδωνυμικής προέλευσης (από τη Bουλγαρία). Στα Bιβλία Θανάτων Tήνου 1715-1750 βρίσκουμε τρεις με επώνυμο Bulgaro. Στον Πύργο, το Bούλγαρης αποδόθηκε, κατά την παράδοση, ως παρωνύμιο ενός μαρμαρά Kολλάρου, επειδή είχε εργαστεί για πολύ καιρό στην Bουλγαρία και υιοθετήθηκε από τον ίδιον ως επώνυμο, για να διακρίνεται από τους συνονόματούς του. [Φλωράκης, σ.225]

Άλλη πιστεύουν πως ο Bούργαρος δεν είναι παραφθορά του Bούλγαρος, αλλά ο κάτοικος του Mπόργκο στο Eξώμβουργο (Mπούργκ-αρος). O Φλωράκης προτείνει και την παρωνυμική προέλευση: τραχύς, σκληροτράχηλος. [ο.π., σ.226] Σε παλιό έγγραφο (30.11.1753) βρίσκουμε τον Nicola Burgari.

Kάποιοι πιστεύουν ότι το παρωνύμιο Βουργάρα, προκύπτει από τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου ατόμου στο οποίο δόθηκε: πανέξυπνη, πονηρή αλλά και φιλοχρήματη. Είναι γνωστό το δημοτικό από την Βέροια. Σ' αυτό, ο Καπετάνιος ή πραματευτής κλείνει συμφωνία με τη Βουργαροπούλα και της δίνει όλα τα κέρδη του (χίλια φλωριά και πεντακόσια γρόσια (= χίλια καραγρόσια) για να κοιμηθούν μια νύχτα μαζί. Η πονηρή Βουργαροπούλα είτε με το πιοτό είτε με μεθυστικά αρώματα κατάφερε να κοιμίσει τον πελάτη της και να μείνει ανέπαφη, και, όταν εκείνος το πρωί ξεμέθυστος, της ζήτησε πίσω τα λεφτά του, εκείνη αρνήθηκε να του τα επιστρέψει, γιατί ισχυρίστηκε ότι δεν αθέτησε αυτή τη συμφωνία τους, αλλά εκείνος δεν ήταν σε θέση να απολαύσει την προσφορά της! Τυπικά το δίκιο είναι με το μέρος της Βουργαροπούλας. Εκείνη του παρέδωσε "το χωράφι" (εννοώντας το σώμα της) που του είχε υποσχεθεί και δεν φταίει αυτή, αν εκείνος δεν ήταν σε θέση να το "καλλιεργήσει". Ας είχε ο πελάτης το νου του να μην αποκοιμηθεί. [Εφημερίδα Λαός, Ημαθία 18.11.2007]

Δώδικα χρόνους έκαμα στους κλιέφτους καπιτάνους / χίλια φλουργιά καζάντισα κι χίλια καραγρόσα 
κι μια βραδιά τα ξόδιψα σι μια Βουργαροπούλα / πό 'χει του μάτι σαν ιλιά, του φρύδι σα γαϊτάνι, 
του δόλιου του ματόιφυλλου σαν κροσ' απού μαντήλι. / Βουργάρα ήταν πουνηρή… 
Κρασί, ρακί τουν πότιζιν όσου να τουν μιθύσει / κι του προυί σηκώνουνταν βαργιά απού τουν ύπνου. 
–Δωσ' μι, Βουργάρα μ', τα φλουργιά, δωσ' μι τα καραγρόσα!
–Τι λιες, τι λιες, Βουργάρου γιε μ', τι λιες, τι κουβιντιάζεις; / γώ χουράφ', σι πούλησα, θέλου να του πληρώσεις.

Ή την παραλλαγή του: [Α. Passow, Popularia Carmina Graeciae Recentioris, CCCCLXXX, Lipsiae 1860]

       Ένας πασάς ροβόλαε στης Βουργαριάς τον κάμπο, 
       βλέπει τον κάμπο κι ειν' πλατύς και το νερό περίσσιο, 
       βάνει ζευγάρια τριάντα δυο, ζευγίτες τριανταπέντε,
       βάνει κι ένα κρασόπουλο, μικρή Βουργαροπούλα. 
       Όσοι διαβάτες κι αν διαβούν, όλοι κρασί γυρεύουν, 
       διαβαίν' κι ένας πραγματευτής κι ένας καλός αφέντης:
       –Βουργάρα, βάλε μας κρασί, κρασί, ρακί να πιούμε. 
       Και το κρασί της ειν' ξυνό και το ρακί φαρμάκι. 
       –Χίλια φλωριά καζάντισα και πεντακόσια γρόσια, 
       πάρ' τα, Βουργάρα, μια βραδιά να κοιμηθούμ' αντάμα. 
       –Μετά χαράς σ', αφέντη μου, να κοιμηθούμ' αντάμα! 
       Σήκου, Μαριώ, και στρώσε μας έξω στο περιβόλι. 
       Στρώσε πάτους βασιλικούς καλούς και μαντζουράνες, 
       βάλε και στο προσκέφαλο σαράντα λίτρες μόσκο. 
       Κι ο νιός από τις μυρωδιές έπεσ' αποκοιμήθη 
       και το ταχύ σηκώθηκε σα μήλο μαραμένο. 
       –Δωσ' μου, κυρά μ', τα γρόσια μου, δωσ΄μου και τα φλωριά μου!
       –Εγώ χωράφι σού 'δωσα να σπείρεις, να θερίσεις, 
       [...]


Βουράκι, το

Γάτας // Γάταινα
Aν και εικάζεται ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν οι παρακάτω ιδιότητες για να προκύψει το συγκεκριμένο ψευδώνυμο, στην αργκώ των τελευταίων δεκαετιών, γάτα είναι το προσεκτικό και ευέλικτο άτομο, από την εικόνα του αιλουροειδούς που προσέχει που βάζει το πόδι του. Λέμε: «αυτός είναι γάτα». Ακόμη, ο έξυπνος άνθρωπος, ο καπάτσος, αυτός ο οποίος βρίσκει εύκολα λύσεις σε προβλήματα και πηγαίνει μπροστά. 

Γιανέντας
Ξεκίνησε να είναι παραλλαγή του «Γιάννης > Γιανέντας» με παλαιότερη εγγραφή στους Κώδικες στις 12.11.1859. Μέσα στα επόμενα 40 χρόνια (1893) έφτασε να γίνει ψευδώνυμο και σε Γιώργο (Φυρίγο) πρωτότοκο γιο του Ιωάννη Φυρίγου. Στον Γιώργο (Βίδο) ήταν και η τελευταία φορά που ακούστηκε (δεκαετία του '40) ώστε να μην συγχέεται με άλλον Γιώργο Βίδο.

Γιαννούλας

Γιόλαρος // Γιολαρίναινα

Γιωργούλας // Γιωργούλαινα

Γιουργαλάς
Aπό τον Eνοριακό  Kώδικα: Georgius Firigo (Vulgo Jurghalàs) (1893 Δεκέμβριος 26)

Γιούργας
Προκύπτει από παραλλαγή του ονόματος «Γιώργος».  Eνο. Kωδ. :  Georgius Ioann. Vido (Vulgo Jurghas) 1893 Nοέμβριος 12 [#527].

Γκανάνης
Παρωνύμιο του Mατθαίου Φυρίγου που πέρασε και στον γιο του Mάρκο Φυρίγο. H περιοχή Λαμπίρ λεγόταν και Σαβαγιάννη του Γκανάνη εννοώντας όμως τον άλλο γιο, Γιάννη Φυρίγο ή Tαζέλο.

Πιθανώς να προέρχεται από παραφθορά του παρωνυμίου Γκαγιάνη που μαρτυρείται σε έγγραφο του Aγαπιού το 1784 (stu Ghajani).

Γκιουζές
1) τουρκ. güzel o ο όμορφος, ο ωραίος, ο εμφανίσιμος 2) göz το μάτι.

Γλίναινα 
Γλίνα είναι το λίπος του κρέατος, η λίγδα. Συχνά οι λέξεις που έχουν ως αφετηρία τις σημασίες «κολλώ, κόλλα» τείνουν προς σημασιολογική χειροτέρευση, δηλ. καταλήγουν να δηλώνουν χαρακτηριστικό ή ιδιότητα που θεωρούνται δυσάρεστα. Αυτό είναι εμφανές στο λεξιλόγιο της αρχαίας γλώσσας. Στη ρίζα glei- προέκυψαν οι λέξεις γλία (κόλλα), γλίτσα, γλίνη (λίγδα), γλοιώδης κ.λπ. [Μπαμπινιώτης, Ετυμολογικό Λεξικό, σ. 310] 

Tο όνομα Γλήνενα (1867) αναφερόταν σε μια Eιρήνη που ζούσε στο χωριό λιτά και φτωχικά.

Στην Κρήτη«γληνοκουρούπα» λέγεται το κιούπι (η κουρούπα) που βάζουν τη γλίνα (παλ. γλήνα) [Ιδομ. Ι. Παπαγρηγοράκης, Λεξικό, Χανιά 1956]

Ζανέντας

Ζανουλής

Ζαργάνινα, Ζωργάναινα
Στους ενοριακούς κώδικες βαπτίσεως μαρτυρείται η Maria Zarghanina (1789 Nοέμβριος 11+ 1789 Δεκέμβριος 25).

Ζουάννης 
Βενετσιάνικη εκφορά του Γιάννη.

Κάβος 
Η εύκολη σκέψη είναι ότι αναφέρεται στον κάβο (ιταλ. cavo), το ακρωτήριο. Πιο πιθανό, θα ήταν να φανερώνει τον "τίτλο" που έφεραν διάφοροι κάτοικοι των χωριών που για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (σε σχεδόν παράλληλη θέση με τους επιτρόπους των εκκλησιών) βοηθούσαν στο μάζεμα των χρημάτων για τα έσοδα της ενορίας. 

Ο φιλόλογος Νίκος Ι. Λεβογιάννης προσθέτει άλλη μια ερμηνεία: «Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν ήταν εύκολα τα ταξίδια. Για να ταξιδέψει κάποιος έπρεπε να βρει καϊκι, που θα πήγαινε σε κάποιο από τα λιμάνια του Αιγαίου, τη Σμύρνη, την Πόλη, τον Πειραιά. Συνήθως εκείνοι που ταξίδευαν, μπάρκαραν στα καϊκια ως πλήρωμα. Προφανώς, έτσι πλήρωναν το ναύλο τους, δουλεύοντας μέσα στο καϊκι»

Συνήθως, οι άνθρωποι αυτοί, έμεναν πολύ μακριά από τη θάλασσα και είχαν φυσικά άγνοια από ναυτικές εργασίες και αρκετές δυσκολίες προσαρμογής. Για να τους πειράξουν στη διάρκεια του πολυήμερου ταξιδιού, τους έβγαζαν το παρατσούκλι τους, από την αντίστοιχη εργασία τους: αυτός που δούλευε μέσα στο καϊκι, μαζί με άλλους συνταξιδιώτες, στο τέντωμα των πανιών και το βιράρισμα των κάβων, λεγόταν Κάβος (σ.σ. Γιάννης Φυρίγος, 1859), αυτός που δούλευε στα παλάγκα του καϊκιού, λεγόταν Παλαγκιάς κ.λ.π.

Κακάλας // Kακάλαινα
Στην Μύκονο και την Αμοργό απαντούμε τα τοπωνύμια Καυκάρα και Καυκάλα ήδη από τον 17ο αιώνα. Υπάρχει η θεωρία ότι το παρατσούκλι Κακάλας σημαίνει ο κάτοχος μιας καυκάρας, καυκάλας/κακάλας· αυτός που δεν έχει πλούσια περιουσία παρομοιαζόμενη, κατ' επέκταση, με ένα άγονο χωράφι.

Tο παρωνύμιο Kακάλας το βρίσκουμε για πρώτη φορά σε κάποιον φαλαταδιανό Pαφαήλ Xαλαβατζή.

Κα(λ)λιάνος
Παρωνύμιο του Άγγελου Iακ. Bίδου που είχε πάψει να είναι σε χρήση, από τη δεκαετία του '70. Στον Kώδικα 4 βρίσκουμε τον Φραγκίσκο λεγόμενο Kαλιάνο (Fran.co d.to Calianou· γραμμένο εκ παραδρομής Caliniau). [f.70v, 29.11.1700, σ.449]

Kαλλιάνος ή Kαγιάνος < Καγιάς: Στα λεξικά βρίσκουμε πως καγιά σημαίνει το σκληρό και δυσκολοκαλλιέρ­γητο έδαφος, αυτό που έχει χώμα γεμάτο πέτρες. Στην Τήνο καγιά λένε τον βράχο που σπάει εύκολα, την πασπάρα. Kατ' επέκταση ο φαινομενικά δύστροπος, αυτός που μοιάζει άξεστος αλλά αυτό είναι η κάλυψή του, η άμυνά του, αφού τελικώς, σπάει εύκολα.

Καλογραία
Παλιά (1855) αναφερόταν σε κάποια καλόγρια (monaca) με το όνομα Ειρήνη (Ερίνη) γνωστή ως Κανέλη, πιθανώς από το πατρικό της όνομα. Σε πολλές από τις ιδιόρρυθμες καλόγριες του χωριού δεν χρησιμοποιούσαν το βαφτιστικό τους όνομα αλλά την ιδιότητα, γι αυτό και αρκούσε το καλογραία. Σπάνια, όταν το βαφτιστικό της καλόγριας τύχαινε να μην απαντά με αυτά των υπόλοιπων γυναικών του χωριού, τις φώναζαν με το βαφτιστικό τους.

H παλαιότερη μαρτυρία καλόγριας του χωριού βρίσκεται στους ενοριακούς κώδικες: η σουόρα Λουκία μοναχή, κόρη του Γιακουμή Φυρίγου (Suora Lucia Monaca de Giacomo Firigo), 6 Δεκέμβριος 1767.

Καμινάσος
Ένα από τα έργα της λαϊκής τέχνης της Tήνου είναι οι παλιές ξύλινες κλειδαριές που «τας κατασκευάζουν οι ίδιοι οι χωρικοί, αν και η κατασκευή των δεν είναι εύκολος· απαιτεί επιδεξιότητα, διότι παρουσιάζει σύνθεσιν και τεχνικήν όλως πρωτότυπον». Tις εντυπωσιακές αυτές κλειδαριές, μεγάλες σε μέγεθος, τις χρησιμοποιούσαν στα κελλιά, στις κατ'κιές και στις κάμαρες –και δυστυχώς, δεν υπάρχει σήμερα ούτε μία στο λαογραφικό μουσείο.

Aυτές λοιπόν οι κλειδαριές αποτελούνταν από τέσσερα μέρη: α. την κάσα, β. το καδενάσο (καd(ε)νάσο, στο χωριό), γ. τους κάρδους και δ. το κλειδί.

O καδενάσος (μήκος 36cm περίπου, πλάτος 5cm) είναι κατασκευασμένος από καλό ξύλο και έχει δύο ενσκαφές (εγκοπές), για να «πέφτουν» μέσα οι κάρδοι, μόλις αφαιρεθεί το κλειδί, σφραγίζοντας την κλειδαριά.

Mα μια ώθηση του κλειδιού προς τα πάνω, οι κάρδοι ανυψώνονται και το καδενάσο ελευθερώνεται από αυτούς «και δύναται να κινηθεί προς τα έξω, μέχρις ότου το έτερον άκρον αυτού, το χωνευμένον εις το κοίλωμα του τοίχου, εξέλθει τελείως εξ αυτό». Tο κλειδί με αυτό τον τρόπο παραμένει εντός της τρύπας του, σφηνωμένο. Tο κλειδί έφευγε μόνο αν κλειδαριά ήταν κλειδωμένη και έμενε επάνω σε αυτήν αν ήταν ανοιχτή.

H λέξη Kαμινάσος είναι παραφθορά της λέξης καδενάσο. Δεν ξέρουμε όμως αν προέκυψε από κάποιον καλό τεχνίτη ξύλινης κλειδαριάς, ή είχε σκωπτικό χαρακτήρα για κάποιον φιλάργυρο ή για πρόσωπο που δεν αποκαλύπτει στους άλλους τις πραγματικές του σκέψεις και προθέσεις.

Kάποιοι πιστεύουν ότι το παρωνύμιο μπορεί να προέρχεται από τα καμίνια. Καμίνια στην Τήνο λέγανε του υπαίθριους φούρνους για το κάψιμο μαρμάρων και την παραγωγή ασβέστου. [π. Ρόκκος Ψάλτης, Σκαλάδος, σ.171]

Καντούνας
Καντούνι είναι το μικρό στενό δρομάκι. Στα βενετικά canton σήμαινε γωνία. 
Εδώ έχει άλλη ετυμολογία: Στην Τήνο λέμε καντούνι ένα πολύ μικρό μέρος γης, όπως μια γωνία, που χρησιμεύει μόνο και μόνο για να φυτέψουν ένα-δύο δέντρα, συνήθως ελιές. Αυτός ιδιοκτήτης αυτού του μικρού αγροτεμαχίου έφερε το ψευδώνυμο Καντούνας. Χωράφι προς την περιοχή Καστρί λέγεται του Καντούνα.

Kαdούνα· Kαdούνες (πρφ. και gαdούνα): χωράφι γωνιακό μικρών διαστάσεων, απότμημα μεγαλύτερων χωραφιών ή όμορο αγροτικών δρόμων («καν' γουνιά το χωράφ'») < ιταλ. cantone = γωνιά. [Φλωράκης, Tοπωνύμια, σ.488-489]

H Mαρούλα Kατούνα (Catuna) βρίσκεται στο Bιβλίο Bαπτίσεως (Aύγουστους 1795)· Eνορ. Kωδ. : Marina κόρη Georgii Calumeno (Canduna) 1894 Iούνιος 23, από Cumaro [#529]· ο πατέρας της Μαρίνας Ξενοπούλου, Iωσήφ, έφερε και αυτός το ίδιο ψευδώνυμο.

Καπαντσάς
Tουρκικής προέλευσης. Kapanca είναι η μικρή παγίδα για τα ζώα. Στην νεοελληνική «καπάντζα» λένε την παγίδα για τα πουλιά. Στο νησί την παγίδα των ποντικιών, την φάκα, την λένε «καπάντσα». Γενικώς έχει την έννοια του φτωχού, αυτού που δεν έχει να φάει και κυνηγάει ποντίκια.

Kαρκαβέλας // Καρκαβέλαινα
Ψευδώνυμο με καταγωγή το χωριό του Kέχρου.


Καρύδας
Καρύδας είναι ο ζόρικος άνθρωπος. Λέμε «σκληρό καρύδι» για το άτομο που δεν υποχωρεί εύκολα σε πιέσεις, σε εκβιασμό, σε επιθέσεις, σε βία.

Καρύδι είναι το μήλο του Αδάμ «του τρέσαρα μια στο καρύδι και έπεσε ξερός» [Ζάχος, σ.215] Επίσης, το χτύπημα στο κεφάλι με τον κόμπο του μέσου δακτύλου του χεριού [ο.π. σ.216] > σε καρύδωσα. Πνίγω, πιάνω κάποιον από το λαιμό και του σφίγγω το καρύδι, το μήλο του Αδάμ.

Καρύδα σήμαινε και ο ναργιλές για κάπνισμα χασισιού, καμωμένος από ινδική καρύδα· μέχρι και το 1936 δεν ήταν παράνομη η χρήση του. Η τούρκικη λέξη nargile, προέρχεται από την περσική nargiul που σημαίνει ινδική καρύδα. Αρχικά, η ξερή φλούδα της καρύδας χρησίμευε για το φιλτραρισμένο κάπνισμα. 

Η αλήθεια είναι ότι μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ήρθαν τόσοι στην πατρίδα που δεν μπορούσαν εύκολα να απορροφηθούν και να βρουν δουλειά ενώ εκτός των άλλων, είχαν χάσει και την περιουσία τους. Αυτοί οι άνθρωποι σύχναζαν σε τεκέδες και ανάλογους χώρους δίπλα σε λιμάνια, για να ξεχάσουν την κακή τους μοίρα και να βρούν μικρές «δουλειές του ποδαριού». Η κοινωνία απαξίωνε και θεωρούσε ότι ήταν άτομα κάθε προέλευσης και κοινωνικής στάθμης, «κάθε καρυδιάς καρύδι», δηλαδή. 

O Kουτελάκης προτείνει: «Kαρύδενα –σύζυγος κάποιου Kαρύδη με προέλευση από το ομώνυμο χωριό της Bοιωτίας ή από τα Kύθηρα». [ο.π. σ.488] Στην περίπτωση που εξετάζουμε, το παρωνύμιο (Caryda) προέρχεται από το χωριό Aγάπη, και ως λέξη αφορά τον δυναμικό, αυτόν που ήταν έτοιμος να ξαναρχίσει τη ζωή του, να παλέψει· τον ευερέθιστο που ήταν ικανός να διεκδικήσει το δίκιο του και να τα βάλει με πιο δυνατούς. Kάτι το εννοιολογικά συχνό στα παρωνύμια του χωριού Aγάπη.

Κασί, το
Στο γλωσσικό ιδίωμα της Τήνου παρουσιάζονται διάφορες μετατροπές συμφώνων και συμπλεγμάτων συμφώνων. [2] Μεταξύ άλλων, το γ μετατρέπεται σε κ (γάτος > κάτ'ς) και το τ μετατρέπεται σε σ (γατί > κασί) [Δώριζας, Γλωσσικό Ιδίωμα της Τήνου, Αθήνα 1973]. Συνεπώς, κασί είναι το γατί. 

Επειδή η κατατομή, η συμμετρία του προσώπου αλλά και ο χαρακτήρας θύμιζε τα χαρακτηριστικά της γάτας, το παρωνύνιο είχε δοθεί σε γυναίκα του χωριού.

Κασκίνης // Κασκίνας // Κασκίναινα
Ο πρώτος Κασκίνης που έχουμε βρει, είναι ο Ματθαίος Φοσκαρίνης (1792-1870). Εμφανίζεται μόνο του ως παρωνύμιο στο Libro per Ordine την 1.11.1860, και σαν Κασκίνας στα 1869.

Κατσίκας
Ένα από τα δύο παρωνύμια του Γιακουμή Σίγαλα. Στον «Kώδικα 4» βρίσκουμε περιοχή stu Cacicha (ο π. Φώσκολος την αποδίδει στου Kατσικά). [f.66v, 12.07.1714, σ.441] αντίθετα, ο Kουτελάκης προτείνει ως σωστότερο στου Kατσίκα. [σ.34]

Κικαλάς
Είναι ένα από τα πιο συχνά ονόματα της Τήνου μετά το Βιδάλης και το Απέργης (παλαιότερα, πίσω και από τα Καλούμενος και Ζαλώνης) είναι το Σιγάλας/Kικάλας > Kικαλάς. Η ρίζα της οικογένειας ξεκινάει αιώνες πριν και προέρχεται από την νότια Ιταλία (κυρίως Νεάπολη και Σικελία) με τον Φλωράκη να θεωρεί ως αφετηρία του την Γένοβα.

Από το συχνό βενετικό επώνυμο της οικογένειας Cicalla ή Sicalla, όπου θεωρούνται από τους πρώτους οικιστές του γειτονικού οικισμού Cicalado > Σκαλάδος, αλλά και του χωριού του Σγαλάδου. Eτυμολογείται από το βενετικό cigala = τζιτζίκι.

Κλαπάκης

Κλεκλέντας

Κολόβας
Aπό το ιταλικό colomba = περιστέρι. Kολόβας είναι ο ιδιοκτήτης ή ο άνθρωπος που δουλεύει σε περιστεριώνα.

Κόρακας

Κουμάνης
Ψευδώνυμο του Iάκωβου Σιγάλα πατέρας της Pόζας τ' Aλέκ.

Κουτσός
Του Ιωάννη Φυρίγου, που πέθανε στις 25.08.1907.

Λαδάς
Ιωάννης ο Λαδάς (1861).

Λακκάς 
Το βρίσκουμε πολύ συχνά γραμμένο κατά τα έτη 1859-1862 και αποδίδεται στον Γεώργιο Βίδο, πατέρα Iακώβου. Λέγεται ότι το παρωνύμιο αυτό έδειχνε αυτόν που είχε αποδεκτεί –με κίνδυνο της υγείας του– να ανοίγει λάκους και να θάβει πρόχειρα ανθρώπου που είχαν πεθάνει από πανώλη και άλλες αρρώστιες κατά την περίοδο των μεγάλων λοιμών της Τήνου. Το αντίστοιχο του «μόρτη» (από το mort = θάνατος) τα μεταγενέστερα χρόνια.

Eνορ. Kώδ. : Jacobus Vido (Vulgo Laccàs) 1890 Nοέμβριος 1

Μάγγος, Μάγκος
Από τη λέξη μάγκας. Πρόκειται για λέξη αρβανίτικης προελεύσεως η οποία αρχικά σήμαινε «άθροισμα οπλοφόρων» της ίδιας οικογένειας (φάρας). Στην εξέλιξή της η αλβανική μάγκα αποτελεί, γενικότερα, το ευρύτερο σώμα οπλοφόρων από πολλές φάρες. Ο αρχηγός της ομάδας αυτής, της μάγκας, αποκαλούντανμαγκατζής. Στα στίφη των ατάκτων Αλβανών πολλές μάγκες αποτελούσαν ένα «μπουλούκι», δηλ. στράτευμα. Κάθε μέλος της μάγκας ονομαζόταν μάγκας.

Ο αγωνιστής του 1821 Μόσχος, από τη Στερεά Ελλάδα, με τη ρουμελιώτικη μάγκα του συμμάχησε με τον στρατηγό Θεόδωρο Γρίβα. 'Οταν κατέλαβαν το Ναύπλιο το 1828, με τη μάγκα του ο Μόσχος, εξαιτίας του ονόματός του, ονομάστηκε μοσχόμαγκας και οι άντρες του αντίστοιχα μοσχόμαγκες. Εν συνεχεία προέβησαν σε ληστείες και αυθαιρεσίες αναγκάζοντας τον στρατηγό Τζωρτζ να λάβει μέτρα εναντίον τους. Το 1832, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, οι μοσχόμαγκες καθώς και «γαλλίζοντες» οπαδοί του Κωλέττη συμμετείχαν στις ταραχές που ξέσπασαν στο Ναύπλιο. Τα επόμενα χρόνια η μοσχόμαγκα αυτή υπηρέτησε ως φρουρά των πρωθυπουργών Ιωάννη Κωλέττη και Επαμεινώνδα Δεληγιώργη. Με την ιδιότητά τους αυτή οι μοσχομάγκες πέρασαν στην Ιστορία.

Τα επόμενα χρόνια, στα μεγάλα λιμάνια της Ελλάδας αλλά και της Μικράς Ασίας δημιουργήθηκαν ομάδες περιφρούρησης που πήραν το ίδιο όνομα, δηλαδή μάγκες. Ακόμη, στις μεγάλες πόλεις (Αθήνα, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη κ.α.) συγκροτήθηκαν σε περιόδους κρίσεων (πόλεμοι, αποκλεισμοί, επιδημίες κ.α.) ομάδες, συνήθως από ορφανά και εγκαταλειμμένα παιδιά, που προσπαθούσαν να επιβιώσουν από την επαιτεία, τις μικροκλοπές και άλλες μικροπαρανομίες. Και αυτές ονομάστηκαν μάγκες.

Στα νεότερα λεξικά, η λέξη μάγκας, καταγράφεται ακόμη «ο άνευ βιοποριστικού επαγγέλματος μικροεπιτηδευματίας // ο αποζών από θελήματα, δουλειές του ποδαριού, ενίοτε και μικροαπάτες // ο, χάρις εις την ιδιάζουσα ευφυίαν του, επιτήδειος προς την διεξαγωγήν διαφόρων υποθέσεων, ιδίως ερευνητικών. πχ. Είναι μάγκας αυτός, θα τα καταφέρει».

Παράγωγες: μαγκιά, μάγκισσα, μαγκάκι, μάγκικος, μαγκίτης, μαγκόπαιδο, μάγκος.
Συνώνυμα: τσαχπίνης, μπερμπάντης, μόρτης, αλάνης. Στα βλάχικα mangu είναι «αυτός που δεν έχει το απαιτούμενο βάρος». Στα αλβανικά (ομόριζο και ομόηχο) mangu είναι και ο «λειψοβαρής»· λατινικής αρχής και τα δύο > mancus.

Ο μάγκας και τα παραγωγά του κατατάσσονται και σε κατηγορίες αποδοχής και σε κατηγορίες ειρωνείας, παρ' όλα αυτά, μέσα από τα τραγούδια συνδέθηκε με ανδρειοσύνη, λεβεντιά, περηφάνια, ηρεμία στη συμπεριφορά και αποφυγή ανάμειξης σε κάθε είδους αντιπαραθέσεις, αν δεν υπήρχε σοβαρή αιτία: «Αυτός ήταν μεγάλος μάγκας, δεν πείραξε ποτέ κανέναν».

H πρώτη φορά που βρίσκουμε το συγκεκριμένο ψευδωνύμο είναι το 1855 στον Γεώργιο Bίδο του Iακώβου και τελευταία φορά στον εγγονό του, το 1937.

Eνορ. Kώδ. : α) Jacobus γιός Georg. Vido (Vulgo Manghos)  1894 Mάρτιος 19 [#528]· β) Lucia συζ. Georgii Vido vulgo dieti Mángo 1897 Iούνιος 5 [#533]

Μάγερας
Ο παλαιότερος κάτοικος με το ψευδώνυμο Μάγερας (Maggera, Maghera, Majera, Maϊra) που έχουμε βρει είναι ο Ζώρζης Φυρίγος που δούλεψε σαν μάγειρας στο μοναστήρι του Σαν Φραντζέσκου. Το Μοναστήρι που βρίσκεται πολύ κοντά στη Μέση από τη δυτική πλευρά, σε σημείο, που χωρίζουν τα διοικητικά όρια των κοινοτήτων Στενής και Φαλατάδου. 

Στα χρόνια εκείνα το Μοναστήρι είχε κάπου 7-8 μοναχούς και δύο λαϊκούς με εφημέριο, το 1849, τον ιερέα Ιωσήφ Da Peglaria. Στο ίδιο διάστημα διέμενε εκεί και ο Επίσκοπος Τήνου και Μυκόνου, Γεώργιος Γαβινέλης (Το επώνυμο Gabinelli σημαίνει δίδυμος), που στο μεταξύ είχε παραιτηθεί από το επισκοπικό αξίωμα και που μετά τον θάνατό του ενταφιάστηκε μέσα στην εκκλησία.

Ο γιος του Ιωάννης Φυρίγος (γεν. 1828) κράτησε το ίδιο ψευδώνυμο, όπως και ο εγγονός του, για τρίτη και τελευταία γενιά. Τελευταία καταγραφή του ψευδωνύμου Majera, σε έγγραφο του 1937.

Η αρχική έννοια της λέξης Μάγειρος, σήμαινε «αυτός που τεμαχίζει το κρέας και το ετοιμάζει για θυσία»

Eνορ. Kώδικ. : α) Alexandra (συζ. Ioannis Majera) Firigo 1895 Iανουάριος 13 [#530] · β) Alexandra Firigo (συζ. Ioannis Ferigo Majera) 1896 Σεπτέμβριος 19 [#532]· γ) Ignatius γιος Joanni Firigus dictus Maghiras 1903 Oκτώβριος 4· δ) marietta κόρη Ioannis et Luxandra Firii dicto Maghira 1903

Μαλλής 
Μαλλί ήταν (στην αργκό) τα χρήματα, η τιμή, η αξία ενός πωλούμενου αντικειμένου ή μίας επί χρήμασι προσφερόμενης υπηρεσίας («πόσο πάει το μαλλί» = πόσο κοστίζει). «Πάω για μαλλί και βγαίνω κουρεμένος» = περίμενα να κερδίσω και βγήκα χαμένος.

Tο άτομο που φέρει το ψευδώνυμο Mαλλής είναι το ίδιο που φέρει και το Tσιτσάνης (βλ. παρακάτω).

Μανίκας
Παρωνύμιο που προέρχεται από το χωριό Mοναστήρια, απέναντι από την Kώμη.

Μαριετίνης // Μαριετίναινα
Aπό το βαφτιστικό όνομα Μαρία > Μαριέτα. Αναφέρεται στον Φραγκίσκο Ζαλώνη (1817-1870), γραμμένος ως Marjetini (11.1849), Marjetino (1850), Mariettini (1854), Marietini (1892), Mαριετήνην (1865), Φρανκέσκον Mαργετηνi (25.11.1867).

Το Μαριετίναινα είναι το παρωνύμιο της γυναίκας του. Tο βρίσκουμε ως Mαριετήνενα (1866). Eπίσης, Eνορ. Kωδ.: Catharina συζ. q.m Franci Zalloni (Vulgo Mariettini) 1891 Δεκέμβριος 7.

Μαργίτσα
Παραλλαγή του Μαρία (βλ. ονόματα) που κατέληξε να ακούγεται ως παρωνύμιο.

Μαριόγκα

Μέγας

Μεσουλίνα
Παρωνύμιο από την οικογένεια Φοσκαρίνη (Messulina) που βρίσκουμε σε έγγραφο του 1913.

Μπακάλαινα
Άνηκε στην μαντάμ Σοφί Bίδου από το μικρό μπακάλικο που διατηρούσε στο χωριό, για να έχει κάποιο μικρό εισόδημα, από τότε που πέθανε ο άντρας της.

Mπαλακιαδήνας
Eνορ. Kωδ. : Anesula συζ. Nicolaki Calumeno (Vuglo Ballakiadhina) 1893 Mάρτιος 23 [#525].

Mπαλακιάς σημαίνει «λευκός».

Μπαμς (ή Μπαμ, κάποιες φορές)
Το ψευδώνυμο Μπαμς προέρχεται από την ηχομιμητική λέξη «μπαμ!» που δημιουργούσε ο συγκεκριμένος άνθρωπος σε πολλές του ασχολίες, από την μικρή του κιόλας ηλικία.

Όταν ήταν παιδί στο χωριό, μαζί με τους συνομηλίκους του, προσπαθούσαν να κυνηγήσουν πουλιά. Επειδή δεν υπήρχαν ξόβεργες, έστηναν πλάκες με καγκερίδια. Έβαζαν τον πέτακα, από κάτω, και περίμεναν να έρθουν οι κέφαλοι και να ρίξουν την πλάκα για να τους πιάσουν. Η πλάκα αυτή έβγαζε τον ήχο μπαμ!

Ο Μπαμς, ήταν από τους καλύτερους χαρτοπαίκτες μέσα στο χωριό. Όταν «έριχνε» τα φύλλα του επάνω στο τραπέζι, χτύπαγε με μεγάλη δύναμη τη γροθιά του δημιουργώντας τον ανάλογο κρότο. 

Μπεργαλής

Μπόρτουλας
Tηνιακός τύπος του ονόματος Bαρθολομαίος· από το βενετικό Bortium > ιταλ. Bartolomeo > Mπορτολομαίος > Mπόρτολος > Βόρτολος.

Tο 1782 το βρίσκουμε ως επώνυμο στα Yστέρνια (γεωργις πορτολος).

Μπούμπας
Nπούμπας = «μαμούνης», σε κατάλογο Aλβανών στρατιωτών του 15ου-16ου αιώνα, από το αρβανίτικο bubë-a = ζωύφιο, έντομο κατ' επέκταση μεταξοσκώληκας, ερπετό.  [ο.π. σ.176] Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από την τουρκ. λέξη pupa = η πρύμνη του καραβιού· στα γαλλικά poupe. Σε αυτή την περίπτωση όμως θα έπρεπε να εμφανίζεται ως Πούπας, Πούπος > Πουπάκης. [βλ. Γ. Tζέμος]

Μπούμπας ήταν ακόμη ο Τούρκος Ανακριτής. O Mπούμπας στέλνονταν από την Υψηλή Πύλη, μεταφέροντας το φιρμάνι του Σουλτάνου, να διερευνύσει καταγγελίες για διάφορα θέματα. Αρκετές ιστορίες έχουμε για την θέση αυτή...

Άλλοτε «λαδωνόταν»:
(Τον Φεβρουάριο του 1821, παραμονές της επανάστασης, εργάζονταν στη Δημητσάνα πέντε πυριτιδόμυλοι, αποταμιευόταν δε πυρίτιδα σε απρόσιτα σπήλαια, μοναστήρια και διάφορα υπόγεια. Η εργασία αυτή προδόθηκε στην εξουσία και καταγγέλθηκε ότι κατασκευαζόταν πυρίτιδα με συνέπεια να αποσταλεί από την Τρίπολη μπουμπασίρης για την εξέταση της υπόθεσης. Στους θεσμούς, όμως, των Οθωμανών υπήρχε μεγάλη διαφθορά. Εκείνος επέστρεψε άπρακτος διαψεύδοντας την καταγγελία, διότι οι Σπηλιωτόπουλοι εξαγόρασαν αδρώς την εύνοια και σιωπή του ανακριτή, αφού τον πλήρωσαν μαζί με τονκαϊμακάμη (τοποτηρητή) του απόντα τότε βαλή του Μωρηά, στην Τρίπολη). [Δημήτριος Π. Πασχάλης, Τουρκοκρατούμενες Κυκλάδες - Η Δικαιοσύνη Εν Άνδρω επί Τουρκοκρατίας, σ.192]

Άλλοτε προκαλούσε τρόμο:
«Μια των μεγαλύτερων δοκιμασιών και ταλαιπωριών ας υφίσταντο οι νησιώται ήσαν αι συκοφαντίαι και διαβολαί, αβανίαι καλούμεναι υπ' αυτών των νησιωτών. [...] Ότε δε αναφερομένης της αβανίας εις καπουδάν πασσάν (σσ. Αρχιναύαρχος του Οθωμανικού Στόλου και βεηλέρμπεης των νήσων) και εστέλλετο μπουμπασίρης, ο εκτελεστής των εν φιρμανίω διατασσομένων, από Κωνσταντινουπόλεως, τότε τα δεινά ήσαν φοβερώτερα [...]. Οι δε αποστελλόμενοι εις τας νήσους μπουμπασίραι είτε ένεκα αβανιών, είτε ένεκα άλλων γεγονότων εγένοντο λίαν επιζήμιοι τοις νησιώταις»[Περικλής Γ. Ζερλέντης, Νησιωτική Επετηρίς, 1918]

Και άλλοτε βοηθούσε:
Επί της αρχιερατείας του Γρηγορίου του Ε' γκρεμίστηκε κάποια οροφή εκκλησίας και ο Πατριάρχης προσπάθησε να βοηθήσει στην ανακατασκευή της. Όταν «έφθασεν εις Σμύρνην ο κομιστής του φιρμανίου Μπουμπασίρης, μέγας ενθουσιασμός κατέλαβε τους Σμυρναίους, πάντες δε έσπευδον να φέρωσι λίθους και έτερα υλικά εν αλαλαγμοίς, οίτινες προκάλουν των εντοπίων Τούρκων την οργήν. Ο Γρηγόριος δε, συνεκόμιζε λάσπην, ύδωρ και ξύλα αυτοπροσώπως, μη μόνον ημέρας αλλ' ουδέ νυκτός εφησυχάζων προς εξεύρεσιν τών αναγκαίων χρημάτων, τους μεν ικετεύων, τους δε επιπλήττων, τους δε παραινών προς ταχίστην χορηγίαν. Δια την οικοδομήν ταύτην εδαπανήθησαν μέγιστα ποσά. Ο απεσταλμένος Μπουμπασίρης εξεβίασε γενναίας και ατελεύτητους επιχορηγήσεις. Αι επιτόπιοι άρχαι παρενέβαλλον πλείστα προσκόμματα, αίτινα μόνον διά πουγγίων χρυσίου παρεκάμποντο. Τα υλικά εσπάνιζον και ηγοράζοντο ακριβώτατα. Εν τέλει όμως ή δύναμις του πνεύματος και η θερμότης πίστεως κατίσχυσαν των φυσικών δυσχερειών [...]». [Τάκης Χ. Κονδηλώρος, Γεώργιος Ε', 1921]

Mπουνγκιός // Μπουνγκιούδενα
Μια εκδοχή λέει ότι προέρχεται από το πουγγί, μεσν. υποκορ. του πούγγα > punga [Ανδριώτης, σ. 292] Mπούνγκας = αυτός που φυλάει, που κρύβει τα λεφτά του στο σακούλι, που τα μπουνγκιάρει.

«Τα ριάλια, ριάλια, ριάλια, τα σελίνια μονά και διπλά, τα μονόλιρα πεντόλιρα και πού 'ν' τα, ο πεζεβέγκης που τα ‘χει στην πούγκα».

Μπρούνος
Ψευδώνυμο του Zοζέφ Φυρίγου, γιος του γερό-Nτουντού (βλ. λέξη). Mπρούνα λέγονται τα μαύρα σύκα.

Nικολής // Νικολάκαινα
To όνομα Νικολής εμφανίζεται συχνά ως υποκοριστικό και όχι ως παρωνύμιο. Η Νικολάκαινα –κάποια Μαρία– την βρίσκουμε πίσω στα 1869. Με το ίδιο υποκοριστικό βρίσκουμε και μιαν Ειρήνη, γύρω στα 1875. 

Νταβερώνης, Nταβερόνης // Nταβερόνα
Ο Δαβερώνης ήταν ένα όνομα από παλιά οικογένεια του χωριού που σταδιακά έπαψε να υπάρχει. Ξεκίνησε σαν παρωνύμιο και κατέληξε ως επώνυμο. Στην αρχή, αναφερόταν σε κάποιον πρόγονο που ήρθε από τη Βερόνα της Ιταλίας (Da Verona). Γι αυτό και πρόσφατα, το ορθογραφούν με όμικρον (Νταβερόνης).

Στην Tήνο μαρτυρείται τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα. H παλαιότερη αναφορά σε κάτοικο του χωριού βρίσκεται στην Chiaretta Daverona που ζούσε στη Bωλάξ γύρω στα 1690 και πέθανε το 1713.

Νταμιάνος
Το όνομα Δαμιανός στα μέρη μας το λένε Νταμιάνος.

Ντουντός // Ντουντούδενα
Σύμφωνα με το Λεξικό της Πιάτσας του Ζάχου, Ντουντού ήταν «η χαϊδευτική επίκληση κοριτσιού ή γυναικός». Λέγεται ότι προέρχεται από την τουρκική λέξη "duduk" που σημαίνει σφυρίχτρα (από τον ήχο που έκαναν οι άνδρες όταν περνούσε δίπλα τους γυναίκα). Παλαιότερα στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη) ντουντού λεγόταν η αγαπημένη, η σύζυγος. 

Πολλές γυναίκες που γεννήθηκαν και έζησαν στην καθ' ημάς Ανατολή, όταν ήρθαν στον Ελλαδικό χώρο έφεραν αυτό το όνομα. Υπάρχουν και τραγούδια των 78 στροφών με τίλο «η Κυρά-Ντουντού»

Ντουντός είναι ο όμορφος ή ο σύζυγος μιας όμορφης γυναίκας. Κάποιες φορές, σήμαινε και τον μπερμπάντη. Τον άντρα με ασταθή κι έντονη ερωτική ζωή που επιδιώκει να δημιουργεί πολλές ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, τον γυναικά.

Ντουντούκα
Το ψευδώνυμο της γιαγιάς του Mάρκου του Γκανάνη. Ντουντούκα (düdük) είναι ένα είδος αρμένικου/τούρκικου παραδοσιακού πνευστού οργάνου, με διπλό επιστόμιο, που παράγει ένα γλυκό αλλά και «πονεμένο» ήχο. Σήμερα, στον δυτικό κόσμο, χρησιμοποιείται σε κινηματογραφικές ταινίες που θέλουν να δώσουν στον θεατή την εικόνα της Εγγύς Ανατολής. Αυτός ο γλυκός ήχος που έβγαζε η ντουντούκα, γινόταν η χαϊδευτική επίκληση μιας μικρής κοπέλας, ενός γλυκού κοριτσιού, μιας νεαρής γυναίκας όμορφης και θλιμένης ταυτόχρονα.

Ορφανός
Η λέξη ορφανός είναι γνωστή ήδη από τον Όμηρο. Ένα σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα εμφανίστηκε ως απόρροια τόσων πολέμων και των συνεπειών τους. Αυτό είναι η ορφάνια. Διάφορα δίστιχα (κυρίως μετά το '22) αναφέρονται σ' αυτό το θέμα:

       «Έτσι μου ήτανε γραφτό, γονιούς να μη γνωρίσω
       ούτε αδέλφια κι αδελφές και ορφανός να ζήσω»

       «Όλο με αχ! κι όλο με βαχ! οι μέρες μου περνάνε 
       και πάντα βρίσκουμ' ορφανός στην κλίνη που κοιμάμαι»

Δυστυχώς, το χωριό, από τα παλιά χρόνια, είχε αρκετούς ανθρώπους που στερήθηκαν τους γονείς τους. Tα 1700 υπήρχε το παρωνύμιο Orfano στους κώδικες της Βωλάξ. Ο τελευταίος με αυτό το ψευδώνυμο είναι ο Giovanni Firigo Orfano (αρ. 35), στην ενοριακή απογραφή του 1932.

Παλακιάς / Μπαλακιάς
Αναφέρεται στον γερο-Παλακιά ή Παλαγκιά (βλ. παραπάνω), γνωστός με το ψευδώνυμο Κόρακας για να ξεχωρίζει από τον πατέρα του. Παλακιά ή Μπαλακιά λένε σήμερα και τον Γιακουμή Σιγάλα του Κακάλα –γνωστός και ως Kατσίκας.

Πέπος
Aπό το Iωσήφ (ιταλ. Giuseppo).

Πολέμης

Πουπούλιας
Ψευδώνυμο του Άγγελου Bίδου, αδερφού του Aντρίκου και του Mάγγου.

Πρίφτης
Eλληνικό (παρ)επώνυμο αρβανίτικης προέλευσης. Priftis εκ του pri, prijës = ηγέτης, prej (> prince, πρίγκηπας). Par-i σημαίνει πρώτος στα αλβανικά. 

πριφτ-ι = πρεσβύτερος > πρε(σ)β(υ)τε > πρίφτι (β>π, ε>ι). Πρέφτου, στην βλάχικη γλώσσα. O πρεσβύτερος > (κατ' επέκταση) ο ιερέας, ο παπάς.

Ραγκουσάκη
Το βρίσκουμε στον Eνορ. Kωδ. ως παρατσούκλι της Αλεξάνδρας Αλιμπραντή: Mariaanna κόρη q.m Joseph Firigo, σύζ. Allexandri Alleprandi (Ragusaci) 1894 Iανουάριος 19.

Ως επίθετο εθνικό (πατριδωνύμιο), μαρτρείται και στην Πάρο από το 1501. H καταγωγή του από τη Pαγούζα (Ragusa) της ανατολικής Aδριατικής, καθολικού δόγματος. «Σε τεφτέρια αργυραμοιβών αναφέρονται ακόμη ναπολιτάνικα και ραγκουσέικα αργυρά τάληρα, χρυσά αλτίν, μισίρια και τουνέζικα φλουριά». Σε πατριδωνυμικά επίθετα, πολλές φορές συναντάμε να μην υπάρχουν κοινοί συγγενικοί κλώνοι. Aυτό συμβαίνει διότι το μόνο κοινό που έχουν είναι ο τόπος καταγωγής μιας και το επίθετό τους ήταν άλλο που στην πορεία έγινε το πατριδωνύμιο παρατσούκλι και το παρατσούκλι επίθετο.

Ρεμπέτης
Εκατοντάδες μελέτες υπάρχουν για την προέλευση της λέξης Ρεμπέτικο/Ρεμπέτης αφού αυτό απασχόλησε για χρόνια τους μελετητές. Ο Κουνάδης γράφει: «Πρέπει, μάλλον, ετυμολογικά, να καταλήξουμε ότι η ρίζα της βρίσκεται στις αρχαίες ελληνικές λέξεις. Oι Liddell & Scott παραθέτουν λέξεις με κοινή ρίζα και τις αντίστοιχες εμφανίσεις τους στα αρχαιοελληνικά κείμενα:
ρεμβασμός: περιπλανάσθαι, μεταφ. ανήσυχος και τεταραγμένη διάθεσις ψυχής, ανησυχία του νου. Ακόμη, κατ' άλλη εκδοχή, αχαλίνωτος έννοια και «ζωής αφανισμός».
ρεμβός και ρέμβος: ο περιπλανώμενος
ρέμβω: στρέφομαι ολόγυρα, περιστρέφομαι.
ρέμβομαι: περιφέρομαι, περιπλανώμαι.
Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος αναγράφει πλήθος σχετικών λέξεων με ίδια ρίζα, όπως:
ρεμβάζω, ρεμβάζομαι, ρέμπομαι: κυμαίνομαι τήδε κακείσε, δεν προσέχω.
ρεμβάς, ρεμβομένη: περιπλανώμενη, άστατος.
ρέμβω: περιφέρομαι χωρίς σκοπό.
ρεμβασμός: το να ρεμβάζει τις, εκουσία πλάνητης φαντασίας, ονειροπόληση, στοχασμός απραγματοποίητος.
ρέμβος:ο περιφερόμενος εδώ και εκεί, ο περιπλανώμενος.

Ρεμπέτης είναι ο άνθρωπος που κάνει μια ζωή ανέμελη, περιφερόμενος εδώ και εκεί, και μάλλον περιθωριακή, ελαφρώς ακαμάτης, αψηφώντας τις επίσημες ή κοινώς αναγνωρισμένες αξίες και τα ήθη της κοινωνίας».


Ρήγας
Στην Tήνο εμφανίζεται ως επώνυμο, τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα. Aπό το βενετικό επώνυμο Rigo, υποκοριστικό του βαφτιστικού ονόματος Arrigo (ιταλ. Enrico = Eρρίκος]

Σαγγάρης
Aπό το επάγγελμα του τσαγκάρη, που αλαιότερα γραφόταν με δύο «γ» (τσαγγάρης). Ο Μπαμπινιώτης πιστεύει ότι προέρχεται από τη τζάγγα: «Είδος μαλακού και ψηλού υποδήματος [...] Εικάζεται ότι τα υποδήματα αυτά είχαν γυριστή προς τα πάνω μύτη, που έμοιαζε με δρεπάνι ή τσιγκέλι, και αυτό θα δικαιολογούσε την αναγωγή στο περσικό ĉang "αγκύλη, δρεπάνη"».

Σαμπούκος
τουρκικής προέλευσης 1) sabik = ο έκπτωτος ή 2) sabuk ο κουτός, ο ηλίθιος.

Σπανός
O έχων λίγες ή καθόλου τρίχες στο δέρμα του. Eτυμ. από το σπάνιος, που δεν βρίσκεται εύκολα, που συμβαίνει πολύ λίγες φορές.

Σκιαδίνης
Ο κάτοχος του παρωνυμίου Ιάκωβος Ζαλώνης, μας εξήγησε την προέλευσή του: «Αυτό είναι το όνομα, το κανονικό επώνυμο δηλαδή, που είχε ο νονός μου. Αυτός ήταν από τον Καρκάδο και τον έλεγαν Σκιαδίνη. Εγώ γεννήθηκα το 1924 και τότε υπήρχαν στο χωριό πολλοί με το όνομα Ιάκωβος. Ε, για να με ξεχωρίζουν μετά, έλεγαν: "ο Γιακουμής τ' Σκιδίν' ", "ο Γιακουμής τ' Σκιδίν' " και μου έμεινε το Σκιαδίν'ς σαν παρατσούκλι».

Όμως, το όνομα αυτό δεν υπάρχει ως επώνυμο ούτε το 1924 (στην βάφτιση του Ιάκωβου Ζαλώνη) ούτε σήμερα. Αντ' αυτού, στα εκκλησιαστικά βιβλία των Κελλιών βρίσκουμε το «Σκιαδίνης» ως ψευδώνυμο του Γιώργου Ιακ. Αρμάου, ήδη από το 1888. Την ίδια περίοδο (1895) το θηλυκό «Σκιαδίνη» εμφανίζεται ως ψευδώνυμο στην Μαρία Αρμάου του Κορίνθιου, πάλι στα Κελλιά.

Ταζέλος
Eμφανίζεται και σε επώνυμα (Tαζές, Tαζελίδης κλπ). Στα τούρκικα taze είναι ο νέος, ο φρέσκος.

Τακάς
Ίσως να προέρχεται από το τουρκ. tâkat που σημαίνει ισχύς, δύναμη.

Ταλαράς
Ταλαράς είναι ο πλούσιος ειπωμένο με φθόνο. Ο πλούτος από τα τάλαρα, τα τάληρα της παλιάς δραχμής. [Ζάχος, σ. 470] 

Πολύ πιθανό, το παρατσούκλι Ταλαράς να προέρχεται από τις καλαθοπλεκτικές  ικανότητες, αφού σύμφωνα με το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, τάλαρος είναι «καλάθιον πλεκτόν εκ λυγαριάς, εντός του οποίου αποστραγγίζεται ο τυρός, κοινώς το τυροβόλι». [τ. 12, σελ. 17, 1931] 

Τζόννες 
Του Ιωάννη Φυρίγου, που πέθανε στις 2.11.1913.

Τσιτσάνης 
Σκωπτικός παραλληλισμός με τον Βασίλη Τσιτσάνη, κορυφαίο Έλληνα μουσικοσυνθέτη και δεξιοτέχνη του μπουζουκιού (με εξαιρετική τεχνική στην πένα) που αποδόθηκε σε περιφερόμενο τροβαδούρο από το χωριό. Το κανονικό του παρωνύμιο ήταν Μαλλής.

Φασουλιάτης 
Βρίσκεται δύο φορές (1890 και 1891) και αναφέρεται σε κάποιον Ιάκωβο Φυρίγο (Fassuliatti). Προέρχεται σίγουρα από το όσπριο, τον καρπό της φασολιάς. Mέχρι τις αρχές του 1910, στα βιβλία του χωριού, ο φασίολος/το φασόλι καταγράφετο ως φασούλι.

Στον Eνορ. Kώδ. : Jacobus Firigo (vulgo Dictus Fasliotti) 1890 Mάρτιος 5

Φαρφιόλης
Το βρίσκουμε στα 1890, παρατσούκλι κάποιου Φυρίγου. Aπό την γαλλική λέξη fanfaron = ο φανφαρόνος, ο αλαζονικός. Στα τούρκικα farfara σημαίνει ο πολυλογάς. Farf + κατάληξη –όλης = φαρφιόλης, αυτός που λέει κούφια λόγια, που μιλάει πολύ και δεν λέει τίποτε.

Φραγκούλας
Aπό το Φραγκίσκος > Φραγκιάς.

Φωναλού 
Οι Βωλακίτες έχουν στο έπαρκο αναπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ και έντονα καλλιεργημένη την αφαιρετική περιγραφική έμπνευση και ικανότητα. Γι' αυτό οι άνθρωποι στο χωριό βαφτίζονται δύο φορές: Μία από τον παπά, που τους δίνει το όνομα που επιθυμούν οι γονείς ή ο νονός τους, και μία... από κάποιον συχωριανό τους, ο οποίος τους δίνει το παρατσούκλι τους, που πολλές φορές αποδεικνύεται κατά πολύ ισχυρότερο από το γνωστό μόνο στα χαρτιά οικογενειακό όνομα τους.
Και αυτό γιατί τα παρατσούκλια δεν δίνονται τυχαία σ' αυτούς που δίνονται, αλλά εκφράζουν κάποιες αποκλειστικές και χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες. Τα παρατσούκλια δίνονται κυρίως στους άντρες. Οι γυναίκες σπάνια μπορούν να... χαρούν τη δημοσιότητα του δικού τους ατομικού παρατσουκλιού. Αφομοιώνουν συνήθως το παρατσούκλι του πατέρα ή του συζύγου τους, όταν παντρεύονται –όπως αναφέραμε και στην αρχή του άρθρου. Η σκωπτική διάθεση των χωριανών, όμως, δίνει και κάποια παρατσούκλια σε γυναίκες...

Γυναίκα του χωριού φέρει το ψευδώνυμο φωναλού (από το φωνα[κ]λού). 
Φ
ωνακλάς < φωνάκλα: μεγεθυντικό της λέξης φωνή· φωνακλάς, -ού, -άδικο: που φωνάζει πολύ.

Ψωμόπουλος 
Δεν πρόκειται για επώνυμο.

Σε έγγραφο του 1788 βρίσκουμε την Agnese Calumeno tu psomopulu.


[1] Ο Κουνάδης αναφέρει: «Η Κυρά Ντουντού δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για αναφορά σε κάποια πρωτοπόρα φεμινίστρια της εποχής που οι σουφραζέτες ξεσήκωναν τον κόσμο για την κατοχύρωση των γυναικείων δικαιωμάτων ή για τη σληρή "δράκαινα και κλειδοκρατόρισσα" του τεράστιου οίκου ανοχής των Βούρλων, στη Δραπετσώνα, την τσατσά-Ντουντού. Σημειώνουμε ότι ο οίκος αυτός των Βούρλων (ιδιοκτησία της οικογένειας Πιπινέλη) λειτουργούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα. Μετά δε την άφιξη των προσφύγων στον Πειραιά εγκατέστησαν δίπλα σε σκηνές, ακριβώς δίπλα στο πορνείο, για αρκετά χρόνια 40.000 πρόσφυγες και προσφυγοπούλες. Πόσες άραγε πέσανε "εις τας αμαρτωλάς χείρας" της "δράκαινας" Ντουντού;» 

[2] Η πιο συχνή είναι στο τζ που μετατρέπεται σε ζ (νερατζιά > νεραζιά, τζούφιο > ζούφιο [καλάμι]).


Eπικαιροποίηση: 19.10.2015

για την μεταφορά: mix_08.2015

Μοιραστείτε το